Η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ Β' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΗΣ

 

Μια άκρως ενδιαφέρουσα Ημερίδα με θέμα “Πρόσφυγες από την Ελλάδα στη Μέση Ανατολή στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο” έγινε στο Ιστορικό Αρχείο του ΕΚΠΑ, στις 24 Νοεμβρίου 2018.
Με έξι πρωτότυπες εισηγήσεις, από ιστορικούς-ερευνητές, παρουσιάστηκαν οι εμπειρίες και προεκτάσεις της προσφυγιάς στη Μέση Ανατολή κατά την διάρκεια του B’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Kατοχής όταν αρκετές χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες, αναγκάστηκαν να φύγουν μέσω Τουρκίας προς την Μέση Ανατολή.
Έγιναν δύο θεματικές συνεδρίες με την πρώτη να αφορά κυρίως τους Έλληνες χριστιανούς των νησιών του Βόρειο-Ανατολικού Αιγαίου (κυρίως Χιώτες και Σάμιους και δευτερευόντως Μυτιληνιούς και Δωδεκανήσιους) που από το 1941 και μετά, πέρασαν κατά δεκάδες χιλιάδες στα παράλια της Μικράς Ασίας κάνοντας το αντίστροφο ταξίδι από αυτό που κάνουν στις μέρες μας οι πρόσφυγες από την Μέση Ανατολή.

Η δεύτερη θεματική επικεντρώθηκε στις σχετικά άγνωστες ιστορίες διάσωσης των Ελλήνων Εβραίων προσφύγων που μέσω Τουρκίας προσπαθούσαν να αποφύγουν την τραγική μοίρα του ναζιστικού ολοκαυτώματος και την εντελώς άγνωστη ιστορία των Μουσουλμάνων της Θράκης που προσπάθησαν να διαφύγουν στην Τουρκία για να αποφύγουν την συστηματική εθνοκάθαρση στην οποία επιδόθηκε ο Βουλγαρικός φασιστικός στρατός κατοχής.
Και στις δύο θεματικές υπήρξαν εισηγήσεις που είχαν να κάνουν με το πώς υποδέχτηκαν και διαχειρίστηκαν τις προσφυγικές ροές οι κυβερνήσεις σε Κύπρο (που ήταν τότε βρετανική αποικία) και Τουρκία, και τι στάση κράτησε ο απλός κόσμος.

Ένα χαρακτηριστικό όλων των εισηγήσεων είναι ότι σε κάθε περίπτωση είναι προϊόν ιστορικής έρευνας που είναι σε εξέλιξη και ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί καθώς το αρχειακό υλικό είναι σπάνιο, δυσεύρετο και αταξινόμητο. Αυτό μεγαλώνει τον όγκο της δουλειάς που με υπομονή και επιμονή κάνουν οι ερευνητές που το αντιμετωπίζουν ως Works in Progress. Υπολογίζεται ότι ένας πληθυσμός που κυμαίνεται από 100 έως 120 χιλιάδες Έλληνες πολίτες, έγιναν πρόσφυγες κατά την διάρκεια του πολέμου και της κατοχής προς την Μέση Ανατολή δια μέσου της Τουρκίας. Είτε για να πολεμήσουν είτε απλά για να σωθούν. Με διαφορετικές αφετηρίες και διαφορετικό προορισμό. Και με διαφορές στον τρόπο που αντιμετωπίστηκαν στη διαδρομή ή στον τελικό προορισμό τους.
Οι εισηγήσεις περιληπτικά:

• “Οι συρματάδες της Μέσης Ανατολής και ο εμφύλιος πόλεμος στη Σάμο. Μία Ιστορία σε Συνέχειες” του συγγραφέα Δημήτρη Θρασυβούλου από την Σάμο που έχει καταπιαστεί με άγνωστες πτυχές της νεότερης ιστορίας του νησιού.
Σε αυτήν διερευνάται η ιδεολογική και πολιτική ταυτότητα των έγκλειστων στα «Σύρματα» της Μέσης Ανατολής αριστερών φαντάρων που κατάγονταν από το νησί της Σάμου, και η συμβολή τους στον Εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε εκεί κατά την περίοδο 1947 – 1949.

Τα «Σύρματα» ήταν οι φυλακές-στρατόπεδα στα οποία οι Βρετανοί και η εξόριστη Ελληνική Βασιλική κυβέρνηση έστελνε τους Έλληνες στρατιώτες και ναύτες της Μέσης Ανατολής που ξεσηκώθηκαν ενάντια στην τοποθέτηση φασιστών μεταξικών αξιωματικών και σήκωσαν τις σημαίες του ΕΑΜ, άσχετα αν το ίδιο το ΕΑΜ τους αποκήρυξε στα πλαίσια της σταλινικής πολιτικής της εθνικής συμφιλίωσης.
Η κατάληψη της Σάμου από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς στις αρχές Μαΐου του 1941 βρήκε στο νησί ένα μεγάλο στρατιωτικό σώμα της τοπικής εθνοφυλακής περίπου 6 χιλιάδων νεοσύλλεκτων ανδρών έτοιμων να προωθηθούν στο μέτωπο που δεν πρόλαβαν όμως καθώς αυτό κατάρρευσε. Αυτοί πέρασαν μαζικά και μερικές φορές με τον ελαφρύ οπλισμό τους στην Τουρκία και από εκεί προωθήθηκαν από την Τουρκική κυβέρνηση για «ανθρωπιστικούς λόγους» στην Μ. Ανατολή συναντώντας τον εξόριστο Ελληνικό στρατό.
Σε αντίθεση με τους Χιώτες που έφευγαν για την προσφυγιά οικογενειακώς, οι στρατεύσιμοι Σαμιώτες κατά βάση έφυγαν μόνο και μόνο για να πολεμήσουν, αφήνοντας πίσω τους τις οικογένειές τους να διαχειριστούν την αγροτική περιουσία τους. Για αυτό και κατά τον εισηγητή, απελευθερωμένοι από τα οικογενειακά δεσμά, έπαιξαν έναν σημαντικό ρόλο στην συγκρότηση των επαναστατικών κινημάτων της Μέσης Ανατολής που τα πλαισίωσαν μαζικά.

Υποστηρίζεται η άποψη ότι τα γεγονότα των κινημάτων του ΕΑΜ της Μέσης Ανατολής συνέβαλαν στη συγκρότηση της ιδεολογικής ταυτότητας των «Συρματάδων», οι οποίοι επιστρέφοντας στον γενέθλιο τόπο τους, συνέβαλαν καθοριστικά στη δημιουργία και ανάπτυξη του Δημοκρατικού Στρατού Σάμου.
Χαρακτηριστικά αναφέρθηκε ότι στην Σάμο επί συνόλου 217 ενόπλων ανταρτών του ΔΣΕ της περιόδου 1946-1949, οι 186 είναι είτε πρώην «Συρματάδες» είτε συγγενείς πρώτου βαθμού «Συρματάδων».
Η ήττα του 1949 αποτέλεσε και το οριστικό τέλος ενός σύνθετου ιστορικού φαινομένου που άρχισε στα στρατόπεδα της Μέσης Ανατολής και κατέληξε με τον πιο τραγικό τρόπο στα σαμιώτικα βουνά.

• “Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι, όλοι. Χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή”, του συγγραφέα και ερευνητή Γιάννη Μακριδάκη που καταγράφει με την μορφή προφορικών μαρτυριών από το 1997 έως το 2004 την ιστορία των Χιωτών προσφύγων στην Μέση Ανατολή.
Πρόκειται για μία παρουσίαση της προσφυγιάς από τη Χίο στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μέσα από προφορικές αφηγήσεις προσφύγων, που είχαν συμπεριληφθεί στο ομώνυμο βιβλίο του συγγραφέα (εκδ. ΕΣΤΙΑ 2007) παρουσιάζεται η εμπειρία της προσφυγιάς στην Τουρκία και τη Μέση Ανατολή “από τα κάτω”, μέσα από την οπτική των ίδιων των υποκειμένων της ιστορίας κατά έναν τρόπο πρωτότυπο καθώς ο Γιάννης Μακριδάκης χρησιμοποιεί την μεθοδολογία της προσωπικής αφήγησης των ίδιων των ανθρώπων που γράφουν την ιστορία.

Στη συγκεκριμένη έρευνα περιγράφεται η ιστορία των Χιωτών προσφύγων που φεύγουν οικογενειακώς και μαζικά κατά δεκάδες χιλιάδες, σε αντίθεση με τους στρατεύσιμους άντρες Σαμιώτες που προαναφέρθηκαν. Και σε αντίθεση με τους πολύ λιγότερους Μυτιληνιούς που κατά βάση μένουν στο νησί τους και φτιάχνουν επί τόπου αντάρτικες αντιστασιακές ομάδες. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα «Σύρματα» της Μέσης Ανατολής σε ένα σύνολο 20 έως 22 χιλιάδων Ελλήνων στρατιωτών που στέλνονται εκεί ή σε άλλους τόπους εξορίας και εκτοπισμού, η έρευνα καταγράφει μόλις 197 στρατιώτες από την Λέσβο.
Υπάρχουν εκτιμήσεις που μένει να τεκμηριωθούν και να διερευνηθούν παραπέρα που μιλάνε για 25-30 χιλιάδες πρόσφυγες μόνο από την Χίο, κατά την διάρκεια της κατοχής, σε μια εποχή που το νησί δεν έχει πάνω από 80-85 χιλιάδες κάτοικους.
Οι λόγοι της μαζικής μετανάστευσης των Χιωτών πρέπει να αναζητηθούν στα ιδιαίτερα και μοναδικά τοπικά κοινωνικά πλαίσια. Η Χίος είναι ένα νησί που παραδοσιακά στηρίζεται στον εφοπλισμό, την ναυτοσύνη και το εμπόριο και δευτερευόντως στην αγροτική παραγωγή και το αυστηρό εμπάργκο που επιβάλλουν οι εμπόλεμοι οδηγεί σε απόλυτη κατάρρευση την τοπική οικονομία. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αναλογία θυμάτων από την πείνα προς τον συνολικό πληθυσμό, φέρνουν την πόλη της Χίου στην τέταρτη θέση στην Ελλάδα, αμέσως μετά τα μεγάλα αστικά κέντρα Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα και πολύ πιο πάνω από τις άλλες ελληνικές πόλεις που περιβάλλονται από λίγο έως πολύ σημαντική αγροτική ενδοχώρα που τις θρέφει.

Η αγροτική παραγωγή της Χίου είναι μικρή και είναι προσανατολισμένη κυρίως στην εξαγωγή και στο εμπόριο που αναπόφευκτα μαραζώνουν. Η μεσαία τάξη της Χίου που είναι ιδιαίτερα διευρυμένη, δεν είναι μαθημένη στην αγροτική ζωή και αναζητά απεγνωσμένα τρόπους να επιβιώσει. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα που παραθέτει ο εισηγητής όπου οι ευκατάστατοι κάτοικοι της πόλης της Χίου αναγκάζονται να καταφύγουν σε μερικά από τα λίγα χωριά που έχουν κάποια αγροτική ζωή και ανταλλάσσουν τα ακριβά υπάρχοντά τους για λίγη τροφή. Είναι τότε που όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι μαρτυρίες που καταγράφονται, υπάρχουν κατσίκες που είναι δεμένες με γραβάτες αντί για σχοινί.
Στο χωριό Πυργί της Χίου ένα πιάνο κοσμεί ένα κοτέτσι, χρόνια μετά το τελος του πολέμου, προφανώς ως αντάλλαγμα για μερικά αβγά και καμιά κότα…
Οι Χιώτες, συντηρητικοί και ευκατάστατοι παραδοσιακά, έρχονται σε επαφή με την συνολικότερη ριζοσπαστικοποίηση των «Συρμάτων» της Μέσης Ανατολής και συμμετέχουν και αυτοί μαζικά στο κίνημα. Ωστόσο κατά την επιστροφή τους μετά την απελευθέρωση, επανέρχονται σε ένα ευκατάστατο και συντηρητικό περιβάλλον και έτσι είναι το μοναδικό μέρος της Ελλάδας στο οποίο δεν συμβαίνει σχεδόν κανένα άξιο λόγου επεισόδιο ούτε στα Δεκεμβριανά αλλά ούτε και στον εμφύλιο.

Στον συνολικό αριθμό των 25-30 χιλιάδων προσφύγων από την Χίο έχει αξία να προσθέσουμε και μερικές εκατοντάδες ακόμη ναυτικών που ο πόλεμος τους βρίσκει σε υπερπόντια ταξίδια του τεράστιου Χιώτικου εμπορικού στόλου. Κάποιοι από αυτούς θα αναγκαστούν να παραμείνουν υποχρεωτικά μετανάστες είτε ξέμπαρκοι είτε μπαρκαρισμένοι σε πλοία στα 4 σημεία του ορίζοντα καθ’ όλη την διάρκεια του πολέμου. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θα πνιγούν σε ναυάγια από πολεμικά πλήγματα. Μερικοί τέλος, θα συμμετάσχουν στη δημιουργία του ναυτεργατικού συνδικαλισμού ερχόμενοι σε επικοινωνία με την ευρύτερη ριζοσπαστικοποίηση των συγγενών τους στην Μ. Ανατολή με τους οποίους έχουν αλληλογραφία.

• “Έλληνες πρόσφυγες στην Κύπρο (1941-1945)” του ιστορικού Γιάννη Μούτση.
Η εισήγηση πραγματεύεται τη προσφυγική ροή από την γερμανοκρατούμενη Ελλάδα και τα Δωδεκάνησα στην Κύπρο, τις συνθήκες που αντιμετώπισαν οι πρόσφυγες στην Κύπρο, τον επαναπατρισμό τους, καθώς και τις προσπάθειες οργάνωσης και την εν γένει μοίρα των προσφύγων μεταπολεμικά.
Με πολύ κόπο καθώς τα αρχεία είναι σκόρπια και αταξινόμητα επιχειρείται κυρίως μέσα από μερικά αρχεία της αποικιακής βρετανικής διοίκησης που δεν καταστράφηκαν μετά το 1959 και περιγράφουν αποστολές υλικού περίθαλψης και διατροφής και μέσα από την αποδελτίωση των Κυπριακών εφημερίδων εποχής να καταγραφούν οι αντιδράσεις των Αποικιακών αρχών και της Εκκλησίας, αλλά και η συμπεριφορά των ντόπιων κατοίκων, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Στη διάρκεια της κατοχής βρήκαν άσυλο στην Κύπρο περίπου 9.700 Έλληνες πρόσφυγες κυρίως από τα νησιά του Αιγαίου.

Αυτοί οι πρόσφυγες έγιναν δεκτοί με συγκινητικές εκδηλώσεις αλληλεγγύης ειδικά κατά τους πρώτους μήνες της προσφυγιάς. Και όχι μόνο από τους Ελληνοκύπριους αλλά και σε δεύτερο βαθμό από τους Τουρκοκύπριους του νησιού όπως προκύπτει από την αποδελτίωση των εφημερίδων εποχής.
Ένα χαρακτηριστικό τους είναι ότι ενώ έφευγαν από την Ελλάδα οικογενειακώς, στην Κύπρο γίνονταν μια διαλογή από τους Βρετανούς και την εξόριστη Ελληνική κυβέρνηση για να επιλεχθούν οι στρατεύσιμοι και να προωθηθούν προς την Μέση Ανατολή. Αυτό προφανώς είχε να κάνει με τις πολεμικές αναγκαιότητες της συγκυρίας αλλά έκφραζε και έναν διάχυτο φόβο της Βρετανικής αποικιακής διοίκησης ότι η μακροχρόνια παραμονή τους στο νησί θα αλλοίωνε τις τοπικές ισορροπίες και ίσως αναθέρμανε το εν υπνώσει αντι-αποικιακό και αντι-βρετανικό φρόνημα.
Γι’ αυτό και όταν η γειτονική Γαλλική αποικία της Συρίας και του Λιβάνου, αποσπάστηκε από τα χέρια των δωσίλογων της κυβέρνησης του Βισύ και πέρασε στο πλευρό των Συμμάχων υπό τον Ντε Γκολ, η Κύπρος έπαψε να δέχεται Έλληνες πρόσφυγες και αυτοί προωθούνταν στη Συρία όπου πλέον γινότα η διαλογή σε διαμένοντες και στρατεύσιμους.

Ωστόσο η προγενέστερη παραμονή και εγκλωβισμός στην Κύπρο, αρκετών γυναικών με ή χωρίς παιδιά, χωρίς τους συζύγους τους που είχαν προωθηθεί στα μέτωπα, σε συνδυασμό με το επίδομα που λάμβαναν οι πρόσφυγες στην Κύπρο από τους Βρετανούς και που ισοδυναμούσε με την αμοιβή ενός δημοσίου υπαλλήλου, προκάλεσαν ρατσιστικές αντιδράσεις που διατυπώθηκαν ανοιχτά από τοπικούς μητροπολίτες τής -κατά τα άλλα- Ελληνορθόδοξης Χριστιανικής και Θεοσεβούμενης Εκκλησίας της Κύπρου, που ζητούσε από την Βρετανική διοίκηση τον περιορισμό των καταυλισμών και την μετατροπή τους σε κλειστά στρατόπεδα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΛΩΡΟΣ
Στο επόμενο φύλλο το τέλος