Η αναδιάρθρωση ιδιωτικών χρεών: Με “σεισμούς” και ανεργία

 

Η πώληση μέσα από δημοπρασία του πάλαι ποτέ κραταιού συγκροτήματος Λαμπράκη (ΔΟΛ) δρομολογεί μία μείζονος οικονομικής και πολιτικής σημασίας εξέλιξη στον καπιταλισμό στην Ελλάδα.

Η δημοπρασία αυτή ήταν ένα από τα πρώτα στοιχεία στην αναδιάρθρωση του ιδιωτικού χρέους που έχει φτάσει σχεδόν στα όρια του δημόσιου χρέους και αγγίζει (στο κομμάτι του που είναι τα κόκκινα δάνεια) πάνω από το 50% των εγχώριων επιχειρήσεων.

Σύμφωνα με στοιχεία των τραπεζών που διαχειρίζονται αυτά τα χρέη πρόκειται για τις 7 στις 10 επιχειρήσεις που διαχέονται σε όλους τους κλάδους της οικονομίας και αφορούν σε μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις.

Με δημοπρασίες και πωλητήρια από τις τράπεζες στο πλαίσιο της μνημονιακής δέσμευσης της κυβέρνησης, επιχειρήσεις που είναι υπερχρεωμένες αλλά κρίνονται ως βιώσιμες ή υπερχρεωμένες αλλά μη βιώσιμες μπαίνουν πλέον σε ξεκαθάρισμα, αλλάζοντας μετόχους – ιδιοκτήτες ή μπαίνουν σε εκκαθάριση τα περιουσιακά τους στοιχεία.

Συμπεριλαμβανομένων και των μικρών επιχειρήσεων, πάνω από το 70% του επιχειρηματικού χάρτη, όπως τον γνωρίζαμε μέχρι σήμερα, θα αλλάξει μορφή, «σβήνοντας» ή αλλάζοντας άλλοτε κραταιά ονόματα και αναδεικνύοντας τη “νέα τάξη” επιχειρηματιών που θα βρεθούν στην θέση των παλιών ιδιοκτητών.

Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες “αναδιαρθρώσεις” στην ιστορία του καπιταλισμού στην Ελλάδα, τουλάχιστον μεταπολεμικά, αυτό που ξεκίνησε με τον ΔΟΛ και πρόκειται να ξεδιπλωθεί στο μεγαλύτερο κομμάτι του επιχειρηματικού χώρου. Οι τράπεζες γίνονται ο φορέας αυτής της αναδιάρθρωσης μέσω των “κόκκινων δανείων” και των “πωλητηρίων” που βγαίνουν τους επόμενους δέκα – δώδεκα μήνες στην οικονομία στον ιδιωτικό τομέα.

Οι αλλαγές όπως παραδέχονται αρμόδια τραπεζικά στελέχη είναι μείζονος κλίμακας και δύσκολα μπορεί να συναντήσει κανείς στην ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους σε τέτοια κλίμακα και βάθος, γεγονός που αναμένεται να επηρεάσει όλα τα επίπεδα της οικονομικής και πολιτικής πραγματικότητας στην Ελλάδα.

Στο πλαίσιο αυτό, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν βάλει στο μικροσκόπιο 70 περιπτώσεις μεγάλων επιχειρήσεων με δάνεια της τάξεως των 8 δισ. ευρώ και μελετούν τους τρόπους κοινής αντιμετώπισης και δανείων μικρότερου ύψους.

Το φάσμα της “δράσης” των τραπεζών εκτείνεται σε όλους τους κλάδους της οικονομίας, με αιχμή τον τουρισμό, τα τρόφιμα – ποτά, υγεία – φάρμακα, μεταφορές, ιχθυοκαλλιέργειες, εμπόριο, Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, επιχειρώντας μέσω των αναδιαρθρώσεων ή την εκκαθάριση για αρκετές επιχειρήσεις, να αφήσουν “ζωντανές” μόνο όσες θεωρούν “βιώσιμες” και με νέους ιδιοκτήτες.

Στην ουσία πρόκειται για μία ολική διευθέτηση του ιδιωτικού χρέους, η οποία θα γίνει παράλληλα με αυτήν του δημόσιου. Το “ξεκαθάρισμα” αυτό πέρα από την πρωτοφανούς κλίμακας μεταφορά πόρων και ιδιοκτησίας από παλιούς σε νέους ιδιοκτήτες θα έχει ως συνέπεια ένα νέο κύμα ανεργίας που θα αφορά τις εκκαθαρίσεις και το νέο καθεστώς λειτουργίας των “βιώσιμων” επιχειρήσεων που θα μείνουν ανοικτές. Καθαρό παράδειγμα η υπόθεση του ΔΟΛ, που ο νέος ιδιοκτήτης, ο εφοπλιστής Μαρινάκης αγοράζει τους τίτλους απαλλαγμένους από τους εργαζόμενους του ΔΟΛ. Οι τίτλοι αυτοί όταν θα ξανακυκλοφορήσουν από τον νέο ιδιοκτήτη θα το κάνουν με μέρος μόνο του παλιού προσωπικού και ασφαλώς νέους όρους και συμβάσεις…

Τεράστιες αλλαγές

Από τα τέλη του προηγούμενου χρόνου η εικόνα ήταν σχεδόν σαφής : το ποσοστό των κόκκινων δανείων ως προς το σύνολο των δανείων των τραπεζών ανερχόταν σε 44,8%, δηλαδή σε περίπου 106 δισ. ευρώ.

Η εικόνα αυτή ανά κατηγορία είναι η ακόλουθη : τα ποσοστά των μη εξυπηρετούμενων δανείων διαμορφώνονται σε 44,4% για τα επιχειρηματικά δάνεια, 41,5% για τα στεγαστικά και 54% για τα καταναλωτικά.

Το 44,4% των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών αφορά 423 χιλιάδες δανειολήπτες, το 41,5% στα μη εξυπηρετούμενα στεγαστικά 464 χιλιάδες δανειολήπτες, ενώ σε 1,9 εκατομμύρια δανειολήπτες αντιστοιχεί το ποσοστό 54% στα μη εξυπηρετούμενα καταναλωτικά δάνεια.

Τα μισά από τα δάνεια που έχουν σε καθυστέρηση οι τράπεζες, δηλαδή δάνεια 48 δισ. ευρώ, έχουν ήδη “καταγγελθεί” και δρομολογούνται πλειστηριασμοί. Τα υπόλοιπα κατανέμονται ισόποσα σε καθυστερούμενα άνω των 90 ημερών, τα οποία ανέρχονται σε 28 δισ. ευρώ και σε αβέβαιης είσπραξης, τα οποία ανέρχονται σε 30 δισ. ευρώ.

Στο μέτωπο των επιχειρηματικών δανείων, η εικόνα είναι δραματική ειδικά στα δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις και μικρές επιχειρήσεις.

Σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στον τύπο στοιχεία στις μικρομεσαίες, από δάνεια ύψους 46 δισ. ευρώ τα οποία έχουν χορηγήσει οι τράπεζες σε 162 χιλιάδες επιχειρήσεις, τα 27 δισ. ευρώ (ποσοστό 58,9%) εμφανίζονται ως μη εξυπηρετούμενα και αφορούν 73 χιλιάδες επιχειρήσεις.

Ακόμη δυσμενέστερη είναι η εικόνα στα δάνεια προς πολύ μικρές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες. Από συνολικά ανοίγματα 25 δισ. ευρώ 588 χιλιάδων δανειοληπτών, τα 17 δισ. ευρώ είναι μη εξυπηρετούμενα (ποσοστό 68,3%) και αφορούν 343 χιλιάδες δανειολήπτες.

Συγκριτικά μικρότερης έκτασης είναι το πρόβλημα για τις μεγάλες επιχειρήσεις όπου σε σύνολο 30 χιλιάδων επιχειρήσεων στις οποίες έχουν χορηγηθεί δάνεια 64 δισ. ευρώ, οι 7 χιλιάδες επιχειρήσεις εμφανίζουν δυσκολία στην αποπληρωμή δανείων ύψους 17 δισ. ευρώ (26,7%).

Μεγάλο πρόβλημα είναι και τα δάνεια του νόμου Κατσέλη. Ποσό περίπου 15 δισ. ευρώ από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αφορά δάνεια που τελούν σε καθεστώς νομικής προστασίας.

Από αυτά τα 15 δισ. ευρώ, περίπου 9,3 δισ. ευρώ αφορούν στεγαστικά, 3,5 δισ. ευρώ καταναλωτικά και 2,1 δισ. ευρώ επιχειρηματικά δάνεια. Πρόκειται για ποσά που ανά κατηγορία μη εξυπηρετούμενων δανείων αντιστοιχούν περίπου στο 1/3 των στεγαστικών, στο ¼ των καταναλωτικών και στο 3,5% των επιχειρηματικών δανείων. 

Γ. Αγγ.