Η αλήθεια πίσω από το ''κοινωνικό μέρισμα''

 

 

Oύτε ”αριστερό”, ούτε ”κοινωνικό”, αλλά ούτε και ”μέρισμα” είναι η εφάπαξ έκτακτη οικονομική ενίσχυση 1,4 δισ. ευρώ την οποία ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, τη Δευτέρα 13/11 για 1.000.000 περίπου δικαιούχους.

Όχι μόνο αυτό, αλλά η ελαστικοποίηση της κοινωνικής πολιτικής την οποία προωθεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛΛ κατ’ εντολή των δανειστών θα αποτύχει να αναπληρώσει τις απώλειες εισοδημάτων που φέρνει η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και η προχωρημένη χρεοκοπία του ελληνικού καπιταλισμού.

Η εργατική τάξη πρέπει να απορρίψει πολιτικά τα ”μερίσματα”, όπως και τη διαδικασία η οποία τα γεννά, δηλαδή τα Μνημόνια διάσωσης των καπιταλιστών στις πλάτες των λαϊκών μαζών.

Τα ψέματα της κυβέρνησης Τσίπρα

Ας δούμε, όμως, τι πραγματικά σημαίνει το ”κοινωνικό μέρισμα”. Κατά πρώτον,  ήταν η δεξιά κυβέρνηση Σαμαρά και όχι η ”αριστερή” κυβέρνηση Τσίπρα εκείνη που έδωσε για πρώτη φορά μέρισμα περίπου 500 εκατ. ευρώ στους ενστόλους το 2014, όταν επιτεύχθηκε δημοσιονομικό πλεόνασμα μεγαλύτερο από το προβλεπόμενο.

Οπότε δεν δικαιούται ο ”αριστερός” Τσίπρας τα πρωτεία αυτής της εφάπαξ ελεημοσύνης στα θύματα της μνημονιακής λιτότητας, αλλά ο δεξιός  Σαμαράς.

Το 2015 δεν δόθηκε μέρισμα, γιατί οριακά επετεύχθησαν οι δημοσιονομικοί στόχοι λόγω της οικονομικής και δημοσιονομικής αποσταθεροποίησης που έφερε το Δημοψήφισμα της 5ηςΙούλη και λίγο νωρίτερα τα capital controls.

 Αντίθετα, το 2016 δόθηκε μέρισμα ως μίνι 13η σύνταξη στους μισούς συνταξιούχους της χώρας, αφού είχαν κοπεί επικουρικές συντάξεις και ΕΚΑΣ, ενώ είχαν αυξηθεί οι εισφορές υπέρ της επικουρικής ασφάλισης και άλλοι φόροι.

Άρα το κοινωνικό μέρισμα που δόθηκε πέρσι ήταν αποτέλεσμα άγριων μέτρων σε βάρος των συνταξιούχων, δηλαδή των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων.

Το ίδιο πάνω-κάτω έγινε και φέτος, αφού δεν δόθηκαν δεκάδες χιλιάδες νέες συντάξεις. Έτσι επιτεύχθηκε πλεόνασμα στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης αντί για έλλειμμα και έγινε δυνατό το υπερπλεόνασμα στον κρατικό προϋπολογισμό (στον οποίο υπάγεται ο προϋπολογισμός του ΕΦΚΑ).

Έτσι, κατά δεύτερον, το ”κοινωνικό μέρισμα” δεν είναι τίποτα άλλο από μία μεταβίβαση πόρων από τα φτωχά κοινωνικά στρώματα στα… φτωχότερα. Και αυτό μόνο υπό την προϋπόθεση ότι οι φτωχοί θα ξεζουμισθούν αρκετά μέσω περικοπών και φόρων, έτσι ώστε το κράτος να μαζέψει περισσότερα χρήματα από τα αναμενόμενα και να τα δώσει στους πάμπτωχους. 

Είναι, όμως, έστω ”μέρισμα” αυτή η έκτακτη οικονομική ενίσχυση; Όχι! Τα μισά από τα 1,4 δις ευρώ τα οποία θα δώσει η κυβέρνηση αποτελούν ”βεβαιωμένες” υποχρεώσεις του Δημοσίου. Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση ήταν υποχρεωμένη να επιστρέψει στους συνταξιούχους τις παράνομες κρατήσεις στις κύριες συντάξεις υπέρ της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, αλλά και να μειώσει τα τιμολόγια της ΔΕΗ για τους φτωχούς.

Κατά τρίτον, δηλαδή, το ”μέρισμα” δεν είναι… ”μέρισμα” κατά το ήμισυ.

Χτίζεται ένας νέος ”πυλώνας” του ”κοινωνικού κράτους”

Τα χειρότερα, όμως, δεν είναι όλα τα παραπάνω, αλλά το ότι αυτός ο μηχανισμός διανομής του υπερπλεονάσματος σε αδύναμα κοινωνικά στρώματα θα μονιμοποιηθεί και θα αποτελέσει ένα συμπλήρωμα του μνημονιακού και μεταμνημονιακού «κοινωνικού κράτους» που βασικός του πυλώνας θα είναι το «Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης» (ΚΕΑ).

Μόνο που το συμπλήρωμα αυτό δεν θα έχει ένα σταθερό κονδύλι κάθε χρόνο,  όπως το ΚΕΑ (760 εκατ. ευρώ).

Το κονδύλι του κοινωνικού μερίσματος θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με το υπερπλεόνασμα.

Αν υπάρχει υπερπλεόνασμα, θα δίδεται κοινωνικό μέρισμα.

Αν δεν υπάρχει υπερπλεόνασμα, δεν θα δίδεται κοινωνικό μέρισμα.

Αν υπάρχει μεγάλο υπερπλεόνασμα θα δίδεται μεγάλο κοινωνικό μέρισμα, ενώ αν υπάρχει μικρό υπερπλεόνασμα θα δίδεται μικρό κοινωνικό μέρισμα.

Πρόκειται για μία στρατηγική αλλαγή στην ”κοινωνική πολιτική” του αστικού κράτους, καθώς υπάρχουν δύο μεγάλοι πυλώνες στο ”κράτος πρόνοιας” : Ένας σταθερός πυλώνας στον οποίο υπάγονται τα κοινωνικά επιδόματα τα οποία δίδονται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους (π.χ. αναπηρικά, οικογενειακά) και ένας ελαστικός – συμπληρωματικός πυλώνας ο οποίος παρέχει επιδόματα ανάλογα με την τρέχουσα οικονομική κατάσταση των δικαιούχων (ΚΕΑ), είτε από τη δημοσιονομική πορεία κάθε έτους.

Όχι τυχαία, η εισαγωγή του συμπληρωματικού – ελαστικού πυλώνα μέσω της παροχής κοινωνικού μερίσματος φέτος με ενιαία εισοδηματικά-περιουσιακά κριτήρια για όλη την κοινωνία και όχι στοχευμένα (π.χ. στους συνταξιούχους το 2016, στους ένστολους το 2015) εισάγεται παραμονές των «μεταρρυθμίσεων» που προβλέπει το Μνημόνιο σε όλα τα κοινωνικά επιδόματα (οικογενειακά, αναπηρίας κ.λπ.) την περίοδο 2018-2019, αλλά και των άγριων περικοπών άνω των 3,1 δις ευρώ στις συντάξεις το 2019-2022.

Οι ανατροπές αυτές  θα αυξήσουν το ποσοστό των ατόμων που χρειάζονται υποστήριξη από το ίδιο το αστικό κράτος που τους κόβει τα μόνιμα εισοδήματά τους, όπως οι συντάξεις.

Έτσι η κοινωνία, μετά την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, βρίσκεται αντιμέτωπη με την ελαστικοποίηση της κοινωνικής πολιτικής του αστικού κράτους απέναντι στα ίδια τα θύματα της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων.

Θα αποτύχει η πολιτική αυτή

Μπορεί, όμως, αυτή η ελαστικοποίηση της κοινωνικής πολιτικής να πετύχει τους στόχους της, δηλαδή να δημιουργήσει ένα ”δίχτυ προστασίας” στα θύματα της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων;

Για να γίνει αυτό θα πρέπει πρώτα η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων να αποτελέσει εφαλτήριο αποφασιστικής ”ανάπτυξης” του ελληνικού καπιταλισμού και επίτευξης ”βιώσιμων” υπερπλεονασμάτων στον κρατικό προϋπολογισμό.

Προς το παρόν, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Ενώ η ανεργία έχει πέσει κατά 20% – 25% τα τελευταία 3 χρόνια, ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ συνεχίζει να σέρνεται γύρω από το μηδέν. Και αυτό γιατί η μείωση της ανεργίας οφείλεται στην επέλαση της πάμφθηνης μερικής απασχόλησης. Την ίδια στιγμή, συνεχίζονται τα λουκέτα μεγάλων επιχειρήσεων, ενώ συνεχίζουν να πέφτουν οι άμεσες ξένες επενδύσεις.

Αυτό σημαίνει πως δεν πρόκειται να ανακάμψουν τα φορολογικά έσοδα του κράτους και έτσι τα πλεονάσματα θα μπορούν να διασφαλισθούν μόνο από συνεχείς περικοπές δαπανών, ενώ θα μειώνονται συνεχώς τα υπερπλεονάσματα.

Συνεπώς η ελαστικοποίηση της κοινωνικής πολιτικής δεν θα μπορέσει να χρηματοδοτηθεί και έτσι δεν θα μπορέσει να δώσει ένα εισοδηματικό συμπλήρωμα στις συνεχείς μειώσεις των αποδοχών που φέρνει η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων σε συνθήκες ασταμάτητης χρεοκοπίας του ελληνικού καπιταλισμού.

Δ.Κ.