του Βαγγέλη Ι. Κουρμούλη

6 Δεκέμβρη 1944 ξεκίνησε η Μάχη στου Μακρυγιάννη. Από το βιβλιαράκι Η Αλήθεια για τη μάχη του Μακρυγιάννη και ο Χαρακτήρας του Δεκέμβρη 1944, Αθήνα 1986, τυπώθηκε από της εκδόσεις Γνώσεις για λογαριασμό του συγγραφέα, σελ. 56.

Μέρος του κειμένου περιλαμβάνεται στο δίτομο βιβλίο του ηγέτη του αντάρτικου της Ανατολικής Αθήνας Γιάννη Κυριακίδη (καπετάν Λευτέρη).

Οι φασίστες, η δεξιά και ολόκληρη η αστική τάξη για δεκαετίες, και μέχρι σήμερα, προσπάθησαν να κτίσουν το αφήγημά τους στους “γενναίους” υπερασπιστές του Συντάγματος Χωροφυλακής Μακρυγιάννη που -υποτίθεται ότι- τον Δεκέμβρη του 1944 απέκρουσαν την ένοπλη επίθεση των κομμουνιστών και κράτησαν την Ελλάδα στο στρατόπεδο του… “ελεύθερου κόσμου”. Το περασμένο Σάββατο 4 Δεκέμβρη ακροδεξιά εφημερίδα πρόσφερε ένθετο το αφήγημα του συνταγματάρχη χωροφυλακής Γ. Σαμουήλ, Η εποποιία του Μακρυγιάννη.

Από την άλλη και στην αριστερά πολλοί ιστοριογράφοι ισχυρίστηκαν ότι η Μάχη του Δεκέμβρη κρίθηκε αποφασιστικά από την αδυναμία του ΕΛΑΣ να καταλάβει τους στρατώνες χωροφυλακής του Μακρυγιάννη γεγονός που στη συνέχεια βάρυνε στην απόφαση να αποσυρθεί ο ΕΛΑΣ από τις μάχες, να συμφωνηθεί ανακωχή και μετά η παράδοση των όπλων με τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Εν πολλοίς αυτή η θέση είναι μια έμμεση απολογητική για την προδοσία της Βάρκιζας.

Η αλήθεια είναι διαφορετική όπως φαίνεται από την εξιστόρηση του Βαγγέλη Ι. Κουρμούλη. Ο ΕΛΑΣ κι ο επαναστατημένος λαός της Αθήνας και το στρατώνα στου Μακρυγιάννη μπορούσε να κυριεύσει και ανεξάρτητα απ’ αυτό μπορούσε να καταλάβει όλη την περιοχή της πλατείας Συντάγματος όπου έδρευε η -χωρίς εξουσία- κυβέρνηση της αστικής τάξης με πρωθυπουργό τον Γ. Παπανδρέου. Μπορούσε επίσης να αναμετρηθεί με τα αγγλικά ιμπεριαλιστικά στρατεύματα και να νικήσει αρκεί η ηγεσία του ΚΚΕ να μην υποδεχόταν με τιμές ως συμμάχους τους Άγγλους ιμπεριαλιστές, να μην είχε θέσει το αντάρτικο υπό τη διοίκηση του Σκόμπυ, να μην είχε εμποδίσει τους αντάρτες του Άρη Βελουχιώτη  να μπουν στην Αθήνα, να μην είχε δείξει εκείνη την «ακατανόητη» για πολλούς αδράνεια των πρώτων ημερών της αναμέτρησης, με δυο λόγια αρκεί να ήταν αποφασισμένη να δώσει τη μάχη με στόχο τη νίκη. Για παράδειγμα, στην ένοπλη μάχη ο επαναστατικός στρατός, ο ΕΛΑΣ, όπως και κάθε στρατός που πολεμά, είχε δικαίωμα να ανατινάξει το επιτελείο της ελληνικής μπουρζουαζίας και του βρετανικού στέμματος εκείνα τα Χριστούγεννα του 1944 στο υπονομευμένο με 750 κιλά ΤΝΤ ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετάνια…  ]

Η ΜΑΧΗ ΣΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ

Του Βαγγέλη Ι. Κουρμούλη

Σ’ οποιοδήποτε αστυνομικό τμήμα και να μπει κανείς θα δει κρεμασμένη μια εικόνα στον τοίχο με τον τίτλο «Η Εποποιία του Συντάγματος Χωρ/κής Μακρυγιάννη τον Δεκέμβριον του 1944», που παριστάνει από τη μια μεριά, ένα όχλο να επιτίθεται, με εγκληματική μανία κατά των Στρατώνων και από την άλλη, αξιωματικούς και οπλίτες της χωροφυλακής να εξορμούν ηρωικά και ν’ αποκρούουν τον όχλο. Αυτή η εικόνα μετασαρκώνεται σε γιορτές, σε λόγους, σε άρθρα εφημερίδων, κείμενα βιβλίων, θέματα τηλεοράσεων κι ό,τι άλλο μπορεί να δημιουργήσει η γόνιμη φαντασία των διαφωτιστών της Δεξιάς, στην επίσημη κυβερνητική γιορτή στου Μακρυγιάννη και στην επίσημη «ιστορική» άποψη πως η Ελλάδα «σώθηκε» το 1944, γιατί οι εαμικές δυνάμεις συντρίφτηκαν και κατανικήθηκαν μπροστά στους στρατώνες Μακρυγιάννη από τις ένοπλες δυνάμεις της νόμιμης κυβέρνησης της Ελλάδας και γι’ αυτό τα μεταπολεμικά καθεστώτα της Δεξιάς έχουν θεμέλια ελληνικά.

Όμως καμιά εποποιία δεν έγινε στου Μακρυγιάννη. Έγινε μια συνηθισμένη μάχη που δεν είχε καμιά απολύτως «ιδιαίτερη» επίδραση στην πορεία των γεγονότων και που αν δεν κατέληξε στην αιχμαλωσία των πολιορκημένων, κατέληξε όμως στην εξουδετέρωσή τους ως ένοπλης δύναμης από την πρώτη ημέρα της μάχης.

Οι ζωντανές μνήμες ενός λαού είναι η εγκυρότερη πηγή της ιστορίας. Έχουν περάσει 40 και πάνω χρόνια από τον Δεκέμβρη του 1944. Μα από το μεγάλο πληθυσμό της Αθήνας και του Πειραιά της εποχής εκείνης ζουν πολλές χιλιάδες Έλληνες που έζησαν τα γεγονότα και που είναι οι καλύτεροι μάρτυρες, για την αλήθεια των λόγων που εκφωνούνται και των γραφτών που γράφονται. Στη μνήμη του λαού παραπέμπουμε για την αλυσίδα των γεγονότων που έφεραν το Δεκέμβρη. Οι πυροβολισμοί, που ρίχτηκαν στις 3 του Δεκέμβρη στην πλατεία Συντάγματος, σ’ ένα άοπλο και ειρηνικό λαό δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας τυχαίας μεμονωμένης εγκληματικής διαταγής. Αν ήταν έτσι, ο Δεκέμβρης δεν θα γινόταν. Ήταν συνέχεια των εγκληματικών πράξεων που διαπράχτηκαν στα τέσσερα χρόνια της κατοχής και τις πρώτες μέρες της απελευθέρωσης, από μέρους των συνεργατών των αρχών κατοχής, με την οργάνωση ή ανοχή της Δεξιάς και αποτελούν ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο με τις εγκληματικές πράξεις που επακολούθησαν τον Δεκέμβρη και που οδήγησαν στη μεγάλη τραγωδία του εμφυλίου πολέμου. Οι πυροβολισμοί της 3 του Δεκέμβρη ήταν μια καθαρή προσταγή υποταγής στην τυραννία που οδήγησε στη δραματική  επιλογή: «όταν ένας λαός βρίσκεται μπροστά στην απειλή της τυραννίας δεν έχει να διαλέξει παρά τ’ άρματα ή τις αλυσίδες». Ο λαός της Αθήνας διάλεξε τ’ άρματα, έστω κι αν ήσαν αδύνατα και λίγα.

Μ’ αυτά τ’ άρματα βρέθηκε στις 6 του Δεκέμβρη το πρωί και μπροστά στους στρατώνες χωροφυλακής του Μακρυγιάννη. Στους στρατώνες αυτούς ήσαν οχυρωμένες οι περισσότερες δυνάμεις του Συντάγματος Χωρ/κής Αθηνών, που άλλες υπηρετούσαν στην Αθήνα από την κατοχή και άλλες είχαν έρθει στην Αθήνα μετά την απελευθέρωση. Σύμφωνα με τα στοιχεία του συνταγματάρχη χωρ/κής Γ. Σαμουήλ, που ήταν διοικητής του συντάγματος κατά τη μάχη, η δύναμη του συντάγματος αποτελούνταν από 529 άνδρες, από τους οποίους 100 ήσαν αξιωματικοί και 227 υπαξιωματικοί της Χωροφυλακής, από 10 αξιωματικούς του στρατού και 5 οπλίτες, στους οποίους προστεθήκανε αργότερα 11 αξιωματικοί. Επίσης αναφέρονται 15 Άγγλοι. Ο οπλισμός αποτελείτο από τουφέκια, αυτόματα, ένα θωρακισμένο και δύο πυροβόλα. (Γ. Σαμουήλ, Η εποποιία του Μακρυγιάννη, σελ. 36, 37, 46, 174-180). Περίμεναν την επίθεση και είχαν οχυρωθεί στο κτίριο και σε φυλάκια έξω από τους στρατώνες. Οι στρατώνες Μακρυγιάννη αποτελούνται από ένα συγκρότημα κτιρίων, μ’ ένα διώροφο στη μέση μιας αυλής, που περιβάλλεται από ψηλό φράκτη. Δεν είναι και τόσο κατάλληλο κτίριο για άμυνα, γιατί και παλιό είναι και δεν έχει αρκετό ανοικτό χώρο μπροστά του, παρά μονάχα από δυο μεριές. Πάντως όσοι βρίσκονται μέσα διαθέτουν πολλά από τα προνόμια του αμυνόμενου.

Σκοπός της επίθεσης ήταν να εξουδετερωθούν οι ένοπλες δυνάμεις που ήσαν μέσα και ακολουθούσαν την κυβέρνηση Παπανδρέου.

Οι δυνάμεις που ανέλαβαν την επίθεση αποτελούνταν από δύο τάγματα του 2ου συντάγματος των ανατολικών συνοικιών της Αθήνας, το σύνταγμα Καλλιθέας, τη διλοχία Πλάκας και δυο λόχους του 6ου συντάγματος Πειραιά. Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση ανάμεσα στις ονομασίες και την πραγματική δύναμη. Ο ΕΛΑΣ Αθήνας-Πειραιά αριθμούσε στα τέλη κατοχής γύρω στις 23.000. Ήταν οργανωμένος κατά το σύστημα του ελληνικού στρατού, σε διμοιρίες, λόχους, τάγματα, συντάγματα. Αποστολή του ήταν η περιφρούρηση των λαϊκών κινητοποιήσεων και η προστασία των συνοικιών.

Από την άνοιξη του 1944 ένα τμήμα του ΕΛΑΣ πέρασε σε ένοπλους αγώνες, βασικά αμυντικούς, ενάντια στα όργανα των κατακτητών (τσολιάδες, μπουραντάδες, χίτες, κ.λπ.) που έσπερναν τη φρίκη και τον όλεθρο και εξανδραπόδιζαν τις γειτονιές και στους ίδιους τους Γερμανούς όταν παίρναν άμεσα μέρος. Στις ένοπλες συγκρούσεις μόνο πολύ μικρό μέρος των ελασιτών πήρε μέρος, γιατί δεν υπήρχαν ανάλογος εξοπλισμός και κατάλληλες συνθήκες. Ούτε ήταν δυνατόν να ξεφανερωθούν πάνω από λίγες δεκάδες σε κάθε γειτονιά. Όποιος έπαιρνε μέρος σε φανερή ένοπλη σύγκρουση ήταν δύσκολο να κυκλοφορήσει πια έξω στη γειτονιά του και πολλές φορές και μέσα στη γειτονιά του. Μετά την απελευθέρωση, με την πολιτική της συμφιλίωσης και την προοπτική της ειρηνικής εξέλιξης, ο ΕΛΑΣ της Αθήνας έμεινε στα χαρτιά και μάλιστα αποδυναμώθηκε από στελέχη που πήγαν σε πολιτικές δουλειές. Στις μάχες του Δεκέμβρη δεν έλαβε μέρος ούτε το 1/4 των ελασιτών, λόγω της έλλειψης προπαρασκευής και οπλισμού. Ο πραγματικός αριθμός των ελασιτών της Αθήνας που πήρε μέρος στην επίθεση του Μακρυγιάννη δεν ξεπερνούσε τους 700-800 κι ας γίνεται λόγος για τάγματα και συντάγματα. Απ’ αυτούς οι περισσότεροι ήσαν αγύμναστοι επονίτες ου μόλις ήξεραν να γεμίζουν και να πυροβολούν. Ήσαν και πολλές κοπέλες. Ανάμεσά τους όμως βρίσκονταν και πεπειραμένοι  πολεμιστές του Αλβανικού και προπαντός όλοι όσοι είχαν λάβει μέρος στις ένοπλες συγκρούσεις της κατοχής και είχαν πολύτιμη πείρα από αγώνες μέσα σε κατοικημένα μέρη. Οι εκπαιδευμένοι  αξιωματικοί, μόνιμοι και έφεδροι, δεν ξεπερνούσαν του πέντε. Ο οπλισμός αποτελούνταν από τουφέκια, αυτόματα και  λίγα πολυβόλα, επιδιορθωμένα γερμανικά. Υπήρξε και κάποια υποστήριξη πυροβολικού από τη οδό Βουλιαγμένης. Η συμμετοχή ήταν εθελοντική. Από άποψη ηθικού οι ελασίτες είχαν απόλυτη υπεροχή. Ήταν νέα παιδιά, πάλευαν για μιά δίκαιη υπόθεση και προπαντός είχαν την υποστήριξη και την ενθάρρυνση της απόλυτης πλειοψηφίας του λαού. Και μόνο τα «ζήτω» και το «εμπρός παιδιά» και τα παλαμάκια, που μονάχα σε μάχες μέσα σε κατοικημένα μέρη μπορούν ν’ ακουστούν, είναι σπουδαίο πράγμα.

Το ηθικό των πολιορκημένων ήταν χαμηλό. Οι περισσότεροι βρέθηκαν στη χωροφυλακή, όχι για  να υπηρετήσουν τους Γερμανούς ή Ιταλούς, αλλά για βιοπορισμό. Οι πιο πολλοί δεν βαρύνονταν με ατομικές εγκληματικές και προδοτικές πράξεις. Όμως μπερδεύτηκαν στην αισχρή κατάσταση, που δημιούργησαν οι κατοχικές κυβερνήσεις, στην περίπλοκη κατάσταση που δημιουργήθηκε πριν από το Δεκέμβρη και βρέθηκαν στην παρέα των εγκληματιών και προδοτών. Ταλαντεύονταν, δεν ήξεραν τι να κάνουν. Τους έλεγαν πως αν πέσουν στα χέρια των ελασιτών, αλοίμονό τους. Κι από τον κρότο των τουφεκιών περισσότερο τους τάραζε η βοή του κόσμου. Υπήρχε και φράξια του ΕΑΜ μέσα στους πολιορκημένους, μα όπως φαίνεται αδύνατη. Τη συνθηκολόγηση ή συμφωνία καθιστούσε αδύνατη ο μεγάλος αριθμός των αξιωματικών που υπήρχε ανάμεσα στους πολιορκημένους.

Η επίθεση άρχισε στις έξι το πρωί. Μέχρι το μεσημέρι είχαν καταληφθεί τα περισσότερα φυλάκια που ήσαν έξω από τους στρατώνες και οι ελασίτες έφθασαν στη μάντρα των στρατώνων. Οι χωροφύλακες περιορίστηκαν στο κυρίως κτίριο. Το κυρίως κτίριο βαλλόταν  από παντού, αλλά μόνο με τουφέκια και αυτόματα. Μέσα που να τρυπάνε τοίχους δεν υπήρχαν. Κείνη την ώρα φάνηκαν και τα αγγλικά τανκς που έμπαιναν και έβγαιναν στους στρατώνες από την κύρια είσοδο. Κατά τις τέσσερις το απόγευμα φάνηκαν και αγγλικά αεροπλάνα που άρχισαν τους πολυβολισμούς αλλά χωρίς αποτελέσματα. Με τα χωνιά κάλεσαν τους πολιορκημένους να προσχωρήσουν ή να παραδοθούν. Δεν δόθηκε απάντηση. Ζητήθηκαν μέσα για να τρυπηθούν οι τοίχοι, νάρκες, πάντζερ, ζητήθηκε ένα πυροσβεστικό όχημα γεμάτο βενζίνη για να μπει φωτιά. Οι ώρες του Μακρυγιάννη ήταν μετρημένες. Θα καταλαμβανόταν με νυκτερινή επίθεση ή το πολύ την άλλη μέρα. Όμως συνέβη ένα απρόοπτο γεγονός. Μόλις βράδιασε, ήρθε διαταγή να λυθεί η πολιορκία του Μακρυγιάννη και να πάνε όλες οι δυνάμεις στην Καισαριανή, που ήταν αφύλακτη και κινδύνευε. Η Ορεινή Ταξιαρχία είχε επιτεθεί κατά της Καισαριανής και είχε φθάσει ως το ρέμα. Είχε καταλάβει ένα ύψωμα από όπου βάλλονταν πολλοί δρόμοι της Καισαριανής. Η διαταγή εκτελέστηκε. Όλοι πήγαν στην Καισαριανή. Στου Μακρυγιάννη έμεινε μόνο το τάγμα της Νέας Σμύρνης, για να ρίχνει που και που κανένα πυροβολισμό και να μην καταλάβουν οι πολιορκούμενοι πως λύθηκε η πολιορκία. Τώρα γιατί προτιμήθηκε η υπεράσπιση μιας γειτονιάς, έστω ηρωικής, από τη διάλυση ενός ένοπλου τμήματος του αντιπάλου, αυτό είναι άλλο ζήτημα. Έχει γραφεί πως η λύση της πολιορκίας του Μακρυγιάννη, οφειλόταν σε προδοσία ενός προβοκάτορα αξιωματικού της σύνδεσης. Κι έτσι να ήταν ο ΕΛΑΣ είχε όλο τον καιρό να γυρίσει πίσω την ίδια νύχτα και να κάνει τη νυχτερινή επίθεση. Όμως προτιμήθηκε η άμυνα της Καισαριανής. Στου Μακρυγιάννη γύρισαν μονάχα οι Πειραιώτες, με την εντολή να ενωθούν με το τάγμα Νέας Σμύρνης και να συνεχίσουν την πολιορκία, χωρίς να κάνουν επίθεση ώσπου να έρθουν δυνάμεις από την ύπαιθρο.

Στις 9 του Δεκέμβρη έφθασαν από την Κόρινθο δυνάμεις του τακτικού ΕΛΑΣ. Μερικοί όμως ουσιαστικοί παράγοντες είχαν μεταβληθεί. Οι απόγονοι του Ελγίνου, παραβαίνοντας κάθε ανθρώπινο Νόμο και  κανόνα ηθικής, έκαναν κάτι που ούτε οι Γερμανοί σκέφτηκαν να κάνουν. Παρά τη συμφωνία που είχαν κάνει με τον ΕΛΑΣ βγήκαν πάνω στην Ακρόπολη και την μετέτρεψαν σε βάση πυρός. Από κει χτυπούσαν τους Έλληνες, που ούτε συζήτησαν ούτε σκέφτηκαν ποτέ τη δυνατότητα να τους βγάλουν από κει. Οι ελασίτες δέχτηκαν ξαφνικά πυρά από την Ακρόπολη και είχαν πολλά θύματα γιατί δεν τα περίμεναν από κει. Από την Ακρόπολη προστατεύεται άνετα του Μακρυγιάννη, ιδίως από τη βόρεια πλευρά. Με την κατάληψη  της Ακρόπολης, Ακρόπολη – Α’ Σώμα Στρατού (κτίριο και φρουρά) – Μακρυγιάννη δέθηκαν σ’ ένα ενιαίο σύνολο. Η κατάληψη της Ακρόπολης μείωσε κατά πολύ την αξία των στρατώνων Μακρυγιάννη, ως οχυρού ή ως σημείου διάβασης. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά πάνω από την Ακρόπολη, για να διαπιστώσει πως όποιος την κατέχει δεν έχει καμιά ανάγκη από του Μακρυγιάννη. Άλλωστε και του Μακρυγιάννη να καταλαμβανόταν, μόνο το κτίριο θα καταλαμβανόταν. Οι πολιορκούμενοι με την προστασία της Ακρόπολης θα έφευγαν προς την Πλάκα.

Ο κυριότερος όμως παράγοντας που είχε αλλάξει ήταν το πέταγμα της μάσκας των Άγγλων και το φανέρωμά τους ως των πραγματικών αντίπαλων, που έβαλε σε αμηχανία και σκεπτικισμό και τους πολιορκητές του Μακρυγιάννη και το λαό της Αθήνας και την ηγεσία του κινήματος, αν και προς τιμή και των τριών η απάντηση που δόθηκε ήταν ελληνική και αντρίκια. Το φανέρωμα των Άγγλων ως των πραγματικών αντιπάλων στις επιχειρήσεις που είχαν αρχίσει, προσδιόρισε το χαρακτήρα των επιχειρήσεων αυτών σαν πολέμου εξωτερικού – αμυντικού, με αντίπαλο την Αγγλία και τα στρατεύματά της και έθεσε σε αυτόματη αναθεώρηση κάθε σχέδιο σχετικό με τις επιχειρήσεις της Αθήνας και σε νέα αξιολόγηση των στόχων των επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων και των στρατώνων του Μακρυγιάννη. Γι’ αυτό και μετά την άφιξη των δυνάμεων που αναμένονταν από την ύπαιθρο, των ανταρτών του τακτικού ΕΛΑΣ της Κορίνθου, δεν έγιναν σοβαρές επιθετικές ενέργειες για την κατάληψη των στρατώνων. Έγινε μόνο μια επίθεση, που αποκρούστηκε. Η μάχη μεταβλήθηκε σε μια πολιορκία ρουτίνας με ανταλλαγή πυροβολισμών. Και τα δυο μέρη πολεμούσαν καλά. Όμως η μάχη του Μακρυγιάννη σαν ενέργεια εξουδετέρωσης αντιπάλων στρατιωτικών δυνάμεων είχε τελειώσει από την πρώτη μέρα.

Οι δυνάμεις του Μακρυγιάννη είχαν αχρηστευθεί, ως ένοπλη δύναμη. Ένα μεγάλο μέρος σκοτώθηκε ή τραυματίστηκε και το υπόλοιπο ήταν ανίκανο για οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια ή μετακίνηση. Ούτε ξανάπαιξαν, μετά τη λύση της πολιορκίας, οι δυνάμεις αυτές ρόλο πολεμιστών, παρά μόνο ρόλο χωροφυλακής, που ακολουθούσε τους Άγγλους και έκανε τα θελήματά τους, μαζεύοντας άοπλους και ανυπεράσπιστους.

Απέναντι στους Άγγλους οι ελασίτες, που πολιορκούσαν του Μακρυγιάννη, κρατούσαν στάση διστακτική. Ενώ οι Άγγλοι τους χτυπούσαν άνανδρα από την Ακρόπολη και ενώ τα αεροπλάνα τους θέριζαν τις γειτονικές προς του Μακρυγιάννη θέσεις και άλλες γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά, οι ελασίτες δεν τους χτυπούσαν αποφασιστικά εκεί που κι αυτοί μπορούσαν. Οι διαταγές που υπήρχαν δεν ήταν ξεκάθαρες. Να μην  προκαλούν τους Άγγλους, να μην τους χτυπούν παρά όταν αυτοί χτυπούν, πράγμα που δεν μπορούσε  να γίνει ούτε στην περίπτωση της Ακρόπολης ούτε στην περίπτωση των τανκς και αεροπλάνων. Μονάχα κατά τις 10 με 11 του Δεκέμβρη το ερώτημα μπήκε μόνο του. Έχουμε ή δεν έχουμε πόλεμο με τους Άγγλους; Και η απάντηση ήρθε επίσης μόνη της: Έχουμε. Τότε μια διμοιρία στάλθηκε και χτύπησε τους Άγγλους λίγο πιο κάτω από του Μακρυγιάννη, στη Λεωφόρο Συγγρού που κυκλοφορούσαν ανενόχλητοι. Από τότε οι Άγγλοι περνούσαν τη λεωφόρο με φάλαγγες.

Η πολιορκία λύθηκε τελικά όταν η όλη εξέλιξη των επιχειρήσεων της Αθήνας υποχρέωσε τους ελασίτες, που πολιορκούσαν του Μακρυγιάννη να αποσυρθούν ανατολικά της Λεωφόρου Συγγρού.

Η Δεξιά -καθώς είδαμε- μα και πολλοί της Αριστεράς αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στη μάχη του Μακρυγιάννη.

Από το βιβλίο του Γ. Σαμουήλ, διοικητή του Συντάγματος Χωροφυλακής Αθηνών κατά τη μάχη του Μακρυγιάννη, που έχει τίτλο «Η Εποποιία του Μακρυγιάννη», παίρνουμε όχι μόνο τα στοιχεία για τη δύναμη του συντάγματος, μα και τις κρίσεις του για τη σημασία της μάχης, μια που τυχαίνει να είναι κρίσεις ολόκληρης της Δεξιάς.

«Εις την πολιορκημένην συνοικίαν του Μακρυγιάννη ήδρευσε εντός πεπαλαιωμένων στρατώνων το Σύνταγμα Χωρ/κής Αθηνών, που απετέλει την τελευταίαν νησίδα αντιστάσεως της Ελληνικής Πρωτευούσης. Εναντίον του Συντάγματος τούτου εξαπελύθησαν αι σφοδρότεραι επιθέσεις των ενόπλων κομμουνιστών, δια την κατάληψίν του, πράγμα το οποίον εάν επετύγχανε θα είχεν ως άμεσον συνέχειαν την υποδούλωσιν της χώρας εις αυτούς, δεδομένου ότι ουδεμία άλλη υπολογίσιμος εστία αντιστάσεως υπήρχεν εντός των Αθηνών» (σελίς 5).

«… Εάν έπιπτε το οχυρόν Μακρυγιάννη, αι αναρχικαί ορδαί, μεθυσμέναι από οίστρον ακολασίας και όργιον αίματος, θα εξεχύνοντο εις  την πλατείαν Συντάγματος και θα κατελάμβανον και θα εξεμηδένιζον το παν. Η Ελλάς θα υποδουλώνετο εις την Μαρξιστικήν ψευτοκοσμοθεωρίαν της στέππας και το Εθνικόν μας σύμβολον θα αντικαθιστούσε η ερυθρά σημαία του σφυροδρέπανου. Δικαίως συνεπώς η μάχη του Μακρυγιάννη, απεκλήθη παρά του διακεκριμμένου ιστορικού συγγραφέως κ. Κόκκινου, ως η μάχη που έσωσεν όχι μόνον την Ελλάδα αλλά και την Ευρώπην ολόκληρον…» (σελίς 32-33).

Ο Ν. Κεπέσης, μέλος της Κ.Ε. το Κ.Κ.Ε. σήμερα και καπετάνιος του 6ου ανεξάρτητου συντάγματος του ΕΛΑΣ Πειραιά τότε, στο βιβλίο του «Ο Δεκέμβρης του 1944», θεωρεί πως ήταν σημαντική σε βάρος των στρατιωτικών εξελίξεων η απώλεια της μάχης του Μακρυγιάννη, όπου ήσαν συγκεντρωμένοι πάνω από 1.000 χωροφύλακες» (σελ. 216).

Όμως, σχετικά μ’ αυτό το ζήτημα, αξίζει ιδιαίτερα να αναφερθούν οι απόψεις του παλαίμαχου αγωνιστή Β. Μπαρτζιώτα, γιατί και  πιο κατηγορηματικός είναι και οι απόψεις του έχουν μεγάλη επίδραση, γιατί ήταν ένας από τους κυριότερους ηγέτες του κινήματος και έπαιξε το σημαντικότερο καθοδηγητικό ρόλο στη μάχη της Αθήνας και  διέταξε την επίθεση κατά του Μακρυγιάννη. Γράφει λοιπόν ο Β.Μ. στο βιβλίο του «Εθνική Αντίσταση και Δεκέμβρης 1944», (σελίδες 361 – 363): «Για μας βασικό ήταν να πιάσουμε το γνωστό τρίγωνο Μακρυγιάννη – Μνημείο Φιλοπάππου – Βεΐκου, που είναι το κλειδί για την κατάληψη της Αθήνας… Χρησιμοποιήσαμε στη μάχη τις καλύτερες δυνάμεις του ΕΛΑΣ Αθήνας… Ο εχθρός διέθετε στους στρατώνες του Μακρυγιάννη 4.000 άνδρες με όπλα και πολυβόλα… Η μάχη άρχισε στις 7 προς 8 Δεκέμβρη με τους καλύτερους όρους. Είχαμε εξασφαλίσει γύρω στους 10.000 άνδρες και σχετική υπεροχή πυρός. Οι αξιωματικοί που παρακολουθούσαν από κοντά μας πληροφορούσαν για την πορεία. Μάθαμε τότε ότι ο καπετάν Λευτέρης… είχε ανοίξει κιόλας μια τρύπα  και πέρασε επικεφαλής του τάγματός του. Σ’ αυτή τη στιγμή χάσαμε την επαφή με τη μάχη. Αργότερα μάθαμε τι συνέβη. Όταν πια ήταν καθαρό ότι θα κυριαρχούσαμε στου Μακρυγιάννη, ένας αξιωματικός σύνδεσμος  της Ιης ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ ειδοποίησε το 2ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ στη μάχη του Μακρυγιάννη ότι η Ορεινή Ταξιαρχία του Τσακαλώτου κατέλαβε την Καισαριανή, έκαιγε τα σπίτια τους, σκότωνε γέροντες και παιδιά και ατίμαζε τις γυναίκες τους. Οι Καισαριανιώτες τα έχασαν. Ξέχασαν τη διαταγή για την κατάληψη του Μακρυγιάννη και έτρεξαν στην Καισαριανή για να σώσουν τους δικούς τους και τα σπίτια τους… Όλη αυτή η ιστορία στο μεγαλύτερό της μέρος ήταν προβοκάτσια του αξιωματικού σύνδεσης, που ήταν πράκτορας των Άγγλων… (η Ορεινή Ταξιαρχία είχε μόνο κινηθεί προς τα εκεί)… Η αποτυχία μας στου Μακρυγιάννη είχε μεγάλο αντίκτυπο. Χωρίς καμιά υπερβολή μπορούμε να πούμε ότι προκαθόρισε την παραπέρα πορεία των στρατιωτικών επιχειρήσεων και έσωσε ανέλπιστα τους Άγγλους και τον Παπανδρέου».

Τα πράγματα δεν έχουν έτσι.

1. Δεν είναι σωστό ότι το τρίγωνο Μακρυγιάννη – Βεΐκου – Μνημείο Φιλοπάππου είναι το κλειδί για την κατάληψη της Αθήνας. Της αρχαίας ίσως, γιατί κάπου εκεί ήσαν τα σύνορά της, της νεότερης όμως όχι. Η νεότερη Αθήνα εκτείνεται από την Καλλιθέα ως την Κηφισιά και από τα κράσπεδα του Υμηττού ως το Χαϊδάρι. Ούτε και υπάρχει τρίγωνο Μακρυγιάννη – Φιλοπάππου – Βεΐκου. Βεΐκου και Μακρυγιάννη είναι το ίδιο πράγμα. Του Φιλοπάππου το κατείχε ο ΕΛΑΣ.

Οι στρατώνες του Μακρυγιάννη –μάλιστα μόνοι τους- δεν αποτελούν δεσπόζουσα απαγορευτική θέση για την είσοδο στην πλατεία του Συντάγματος. Στην πλατεία αυτή μπορεί μια ένοπλη δύναμη να μπει από άλλα μέρη της Αθήνας, πιο κατάλληλα, με παράκαμψη ή απλή απασχόληση του Μακρυγιάννη. Κι αν όμως αποτελούσαν δεσπόζουσα απαγορευτική θέση, ο ρόλος τους αυτός χάθηκε απ’ τη στιγμή που οι Άγγλοι χρησιμοποίησαν την Ακρόπολη, πολλές φορές πιο απαγορευτική από τους στρατώνες Μακρυγιάννη.

Αξίζει να μνημονευτεί ένα γεγονός που έχει σχέση με το θέμα αυτό. Ο Λευτέρης δεν έκανε αυτό που αναφέρεται πιο πάνω από τον Β.Μ(παρτζιώτα). Κάποια σύγχυση γίνεται σε ημερομηνίες, γεγονότα και πρόσωπα. Έκανε όμως κάτι πολύ σημαντικό για το ζήτημα που συζητιέται, δηλαδή της αξίας της θέσης Μακρυγιάννη. Τις μέρες που ακολούθησαν την πρώτη επίθεση και που δέθηκε το συγκρότημα Ακρόπολη – Μακρυγιάννη – Βεΐκου, ένας αξιωματικός του ΕΛΑΣ έκανε μια αναγνώριση και διαπίστωσε ότι το μέρος που ήταν πίσω από την πλατεία Συντάγματος  ήταν τελείως αφύλακτο. Γύρισε λοιπόν και  έκανε πρόταση να παρακαμφθεί του Μακρυγιάννη και να γίνει επίθεσης από Μητρόπολη – Ερμού. Η πρόταση έγινε εν μέρει δεκτή. Στάλθηκε ο Λευτέρης με 80 άνδρες, πέρασε από το Θησείο – Μοναστηράκι, κατέλαβε το υπουργείο Παιδείας που στεγαζόταν τότε στην οδό Ευαγγελιστρίας και πλησίασε προς το Σύνταγμα.

Μετά από αυτή την επιτυχία ο αξιωματικός που διηύθυνε την πολιορκία του Μακρυγιάννη έκανε αναφορά, κι αφού εξήγησε την κατάσταση όπως διαμορφώθηκε μετά τη μεταβολή της Ακρόπολης σε φρούριο και βάση πυρός των Άγγλων, ζήτησε την έγκριση να στείλει κι άλλες δυνάμεις να ενωθούν με τον Λευτέρη και να χτυπήσουν από τη μεριά της Μητρόπολης – Ερμού. Η απάντηση έκανε τρεις μέρες να ‘ρθει κι ο Λευτέρης πιεζόμενος από παντού συμπτύχθηκε προς την οδό Αθηνάς. Στο δρόμο τραυματίστηκε βαριά και η επιχείρηση ματαιώθηκε. Τέτοιες επιχειρήσεις θα μπορούσαν φυσικά να γίνουν  κι από άλλα μέρη, όμως ο  καθορισμός του πολέμου ως εξωτερικού – αμυντικού έστρεψε σ’ άλλους στόχους τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ.

2. Δεν είναι σωστό ότι ο αντίπαλος είχε 4.000 στου Μακρυγιάννη κι ο ΕΛΑΣ είχε 10.000. Στου Μακρυγιάννη δεν χωράνε 4.000, κι αν χωρέσουν δεν μπορούν να πολεμήσουν. Ούτε έξω χωράνε 10.000 κι αν χωράνε δεν μπορούν να αναπτυχθούν και να πολεμήσουν. Δεύτερο, γιατί ο Β.Μ. στο ίδιο βιβλίο του, στη σελίδα 409, αναφέρεται σ’ ένα άρθρο του που είχε γράψει αμέσως μετά τη μάχη της Αθήνας που τα γεγονότα ήταν πρόσφατα, όπου γράφει τα εξής:

«Για να μάθει ο λαός της Ελλάδος και η προοδευτική ανθρωπότητα το μέγεθος και την έκταση των μαζικών ηρωισμών των ελασιτών και όλων των Αθηναιο-Πειραιωτών, αναφέρουμε τα παρακάτω στοιχεία. Οι ελασίτες Αθήνας – Πειραιά που πολέμησαν τις μηχανοκίνητες δυνάμεις του Σκόμπυ, έφθασαν μόλις τις 4.000 οπλισμένους με ελαφρύ οπλισμό. Οι αντάρτες που πήραν μέρος στις μάχες της Αθήνας – Πειραιά δεν ξεπερνούσαν τις 3.500». Οι αριθμοί αυτοί πλησιάζουν την αλήθεια και συμφωνούν με τους αριθμούς που αναφέρθηκαν παραπάνω για τη δύναμη των ελασιτών κατά την επίθεση του Μακρυγιάννη, που δόθηκαν από ανθρώπους που πήραν μέρος στις επιχειρήσεις. Πλησιάζουν επίσης προς την αλήθεια και οι αριθμοί που δίδει ο Γ. Σαμουήλ για τις δικές του δυνάμεις. (Τα περισσότερα  στοιχεία που μπορούν να δοθούν από πρώτο χέρι για τη μάχη του Μακρυγιάννη βρίσκονται στο βιβλίο του Γιάννη Κυριακίδη (καπετάνιου Λευτέρη) «Εθνικοαπελευθερωτικός Αγώνας». Νέα Σμύρνη – Φάληρο, Α’ και Β’ τόμος. Στο βιβλίο αυτό συμπεριλήφθηκε, για πρώτη φορά, σε περιορισμένη μορφή και η μελέτη τούτη).

3. Ούτε λοιπόν η θέση των στρατώνων του Μακρυγιάννη ούτε ο αριθμός αυτών που πήραν μέρος στις επιχειρήσεις και  από τις δύο μεριές  δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό της μάχης του Μακρυγιάννη σαν κρίσιμης μάχης που έσωσε την Ελλάδα κατά τη Δεξιά και τους Άγγλους και τον Παπανδρέου [και] κατά μερικούς άλλους της Αριστεράς:  Tα συμπεράσματα αυτά είναι εσφαλμένα και από μερικές απόψεις παράλογα, γιατί ξεκινάνε από εσφαλμένο τρόπο σκέψης που απομονώνει τα γεγονότα και τα εξετάζει έξω από ό,τι συμβαίνει τριγύρω τους.

Ο Γ. Σαμουήλ –ικανός στρατιωτικός αντίπαλος- εξετάζει τα γεγονότα χωρίς να λαβαίνει υπόψη του τη συμμετοχή των Άγγλων. Μετράει  τα όπλα του, χωρίς όμως να μετράει και τ’ αεροπλάνα, τα τανκς και τη βάση πυρός της Ακρόπολης, που ήταν και δικά του τανκς, αεροπλάνα και βάση πυρός. Σκέφτηκε άραγε πόσο θα κρατούσε αν θα έλειπαν οι παραπάνω αγγλικές δυνάμεις ή πόσο θα κρατούσε αν οι αντίπαλοί του είχαν έστω και λίγα τανκς; Λησμονεί επίσης το κρίσιμο, σε οποιαδήποτε μέχη, ζήτημα εφεδρειών. Στου Μακρυγιάννη κατά τα στοιχεία το ήταν οχυρωμένοι 560 άνδρες. Απ’ αυτούς τις πρώτες μέρες σκοτώθηκαν 160 και τραυματίστηκαν 58. Επίσης αποσπάστηκαν αλλού άλλοι 100. Μέχρι πότε θα άντεχαν οι 250 περίπου που έμειναν, εκτός βέβαια αν ήσαν άτρωτοι; Οι Πέρσες συντρίφτηκαν στη Σαλαμίνα και τις Πλαταιές κι όχι στις Θερμοπύλες. Ο Γ. Σαμουήλ εξιστορεί πώς ήρθαν οι ελασίτες στου Μακρυγιάννη. Δεν αναφέρει όμως πώς έφυγαν και ποιος τους έδιωξε. Οι ελασίτες έφυγαν από την Αθήνα -από τρεις μεριές: Υμηττό, Αιγάλεω, Τατόι- και η Ελλάδα «σώθηκε» μεταξύ 30 Δεκέμβρη και 3 Γενάρη.

Ποιος λοιπόν έδιωξε τους ελασίτες και έσωσε την Ελλάδα, αφού δεν υπήρχε ουδεμία άλλη υπολογίσιμη εστία αντιστάσεως εντός των Αθηνών;

Ο Β. Μπαρτζώτας δε βλέπει κι αυτός τους Άγγλους στη μάχη του Μακρυγιάννη, γαντζώνεται στην προβοκάτσια του αξιωματικού σύνδεσης και δε δικαιολογεί με κανένα επιχείρημα, είτε σωστό είτε εσφαλμένο, γιατί η απώλεια του Μακρυγιάννη, που κατ’ αυτόν οφείλεται  στην προβοκάτσια αυτή και μόνο, έσωσε τους Άγγλους και τον Παπανδρέου.

Από όλα τα παραπάνω βγαίνει το συμπέρασμα πως η Ελλάδα «σώθηκε» κάπου αλλού και από κάποιους άλλους κι όχι στου Μακρυγιάννη κι από το Σύνταγμα Χωροφυλακής που βρισκόταν εκεί!