του Γιάννη Αγγέλη

Τα τελευταία στοιχεία από την Κίνα, τις ΗΠΑ και την Ευρώπη δείχνουν μια σταθερή σύγκλιση στην αύξηση των τιμών παραγωγού από 7–7,5% μέχρι και 10%–10,7% στα βασικά προϊόντα τόσο της μεταποίησης όσο και των πρώτων υλών και τροφίμων.

Η αύξηση αυτή «ακόμα» δεν έχει αρχίσει να περνάει στις λιανικές τιμές στις διάφορες χώρες όπου τα προϊόντα αυτά καταλήγουν προς πώληση, αφού στο μεταξύ επιβαρυνθούν με τις πολλαπλάσια αυξημένες τιμές θαλάσσιας μεταφοράς.

Η «άφιξη» αυτών των αυξήσεων στην τελική τιμή των προϊόντων αναμένεται να κορυφωθεί, σ’ αυτόν τον κύκλο αυξήσεων, μέχρι το τέλος του έτους. Ο δείκτης τιμών στις ΗΠΑ έχει ήδη ξεπεράσει το 5,4% ενώ στην Ευρώπη τις επόμενες ημέρες αναμένεται να ανακοινωθεί η μέση τιμή αύξησης σε επίπεδα πάνω από το 3,4% που είναι ήδη από τον περασμένο μήνα.

Ήδη ο δείκτης διεθνών τιμών πρώτων υλών τροφίμων είναι από τους πλέον αυξημένους. Σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2020, ήτοι λίγο πριν το ξέσπασμα της πανδημίας, ο δείκτης είναι αυξημένος κατά 24,34%(!).

Αναμφίβολα στην αφετηρία αυτών των αυξήσεων, που στην Ελλάδα έχουν καταλήξει να υπερδιπλασιάσουν τις τιμές ακόμα και των βασικών λαχανικών όπως π.χ. οι ντομάτες ή τα δημητριακά (σιτάρι, κ.λπ.), βρίσκεται η κατακόρυφη αύξηση των τιμών των καυσίμων, ήτοι της ενέργειας και ειδικά του φυσικού αερίου και του πετρελαίου.

Είναι βέβαια αλήθεια ότι μεγάλο μέρος της τιμής στα καύσιμα έχει να κάνει και με τους ειδικούς φόρους που τα επιβαρύνουν. Και με τους οποίους, ιδιαίτερα μετά το 2008, οι κυβερνήσεις έχουν βρει διέξοδο για να αυξάνουν τα δημόσια έσοδα μέσω των έμμεσων φόρων, μαζί με τον ΦΠΑ, που είναι από τους υψηλότερους έμμεσους φόρους στην Ε.Ε.

Όσο οι κυβερνήσεις μέσω της ασφυκτικής πολιτικής λιτότητας και πραγματικής μείωσης των μισθών κατάφερναν να αντιμετωπίζουν τις συνέπειες του νομισματικού πληθωρισμού και να διατηρούν έτσι σε πολύ χαμηλά επίπεδα τον πληθωρισμό, μπορούσαν να αυξάνουν τους ειδικούς φόρους ειδικά στην ενέργεια, αλλά και μέσω του ΦΠΑ, χωρίς αυτό να «φαίνεται» πάρα πολύ στις τελικές τιμές.

Τώρα που οι τιμές των βασικών προϊόντων έχουν ξεφύγει από κάθε έλεγχο ειδικά στην ενέργεια και τα βασικά τρόφιμα, οι έμμεσοι φόροι, οι ειδικοί φόροι και ιδιαίτερα ο ΦΠΑ, λειτουργούν πολλαπλασιαστικά στην έκρηξη του πληθωρισμού. Και υποχρεώνουν τις κυβερνήσεις για να εκτονώσουν τις πιέσεις, είτε να οδηγούνται σε μειώσεις των ειδικών φόρων και του ΦΠΑ, είτε –όπως στην Ελλάδα– να δρομολογούν προσωρινές επιδοματικές πολιτικές για την αντιμετώπιση των αυξήσεων όπως στο ηλεκτρικό ρεύμα.

Το αδιέξοδο σήμερα

Η πανδημία «διέκοψε» αναγκαστικά τις περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές υποχρεώνοντας παράλληλα σε κατακόρυφη επέκταση του νομισματικού πληθωρισμού, για να μπορέσουν οι κυβερνήσεις να διασφαλίσουν ένα ελάχιστο επίπεδο πολιτικής διαχείρισης της κρίσης.

Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι ήδη από τα μέσα του δεύτερου εξαμήνου του 2019 είχε παρατηρηθεί ότι οι τιμές παραγωγού είχαν αρχίσει να «τσιμπάνε» διεθνώς καθώς η νομισματική ποσοτική χαλάρωση και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα είχε αρχίσει να επεκτείνεται ακόμα περισσότερο λόγω των πιέσεων της κρίσης.

Η εισβολή της πανδημίας τον Μάρτη του 2020, ήρθε να βυθίσει αρχικά τις τιμές λόγω της μαζικής διακοπής της παραγωγικής διαδικασίας και των lockdown.

Οι αλλεπάλληλες προσπάθειες επανεκκίνησης της καπιταλιστικής παραγωγής και της οικονομικής δραστηριότητας δημιούργησαν ειδικά μετά την έναρξη των εμβολιασμών μια κατακόρυφη αύξηση της ζήτησης, χωρίς όμως ποτέ μέχρι σήμερα να έχει αποκατασταθεί η παραγωγική δραστηριότητα και η δραστηριότητα των εφοδιαστικών αλυσίδων διεθνώς που θα μπορούσε να την ικανοποιήσει.

Η διάρρηξη των εφοδιαστικών αλυσίδων, σε συνδυασμό με την συνέχιση του νομισματικού πληθωρισμού σε συνθήκες που ήδη από το καλοκαίρι του 2019 είχε αρχίσει να τροφοδοτεί τις πληθωριστικές πιέσεις, έχει προκαλέσει πρωτοφανείς ανισομέρειες και ρήξεις στη διεθνή αλυσίδα της καπιταλιστικής παραγωγής.

Όμως, η βασική πηγή των πληθωριστικών πιέσεων εξακολουθεί να είναι ο νομισματικός πληθωρισμός που υποχρεώνει σε ανατιμήσεις της τιμολόγησης των βασικών προϊόντων με την ενέργεια να αποτελεί το βασικότερο όλων. Μια προσεκτική ματιά στις συναλλαγματικές ισοτιμίες και την «σχέση» του χρυσού με τα διάφορα νομίσματα είναι ιδιαίτερα διευκρινιστική της τάσης αυτής (σχετικά διαγράμματα έχουν παρουσιασθεί από την Νέα Προοπτική στα ρεπορτάζ της που αφορούν στις πληθωριστικές πιέσεις).

Η διαφορά με το 1971 και την κατάρρευση τότε του δολαρίου που προκάλεσε τον πολλαπλασιασμό των τιμών στο πετρέλαιο, είναι ότι δεν μπορούν σήμερα να χρησιμοποιηθούν με τον ίδιο τρόπο τα δύο εργαλεία που είχαν χρησιμοποιηθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 80 για να αναχαιτίσουν τον πληθωρισμό.

Τότε επιχειρήθηκε ταυτόχρονα η αύξηση των επιτοκίων και η εφαρμογή μιας ασφυκτικής δημοσιονομικής πολιτικής λιτότητας με πρώτο θύμα τους μισθούς στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής του Ρήγκαν και της Θάτσερ.

Σήμερα οι μισθοί είναι ήδη «τσακισμένοι» σε πρωτοφανή επίπεδα μετά το 2008 και την πανδημία, ενώ τα μηδενικά επιτόκια θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σαν ωρολογιακές βόμβες σε περίπτωση αύξησής τους, καθώς στο μεταξύ έχει δημιουργηθεί ένα χρέος κρατικό και ιδιωτικό, που θα καταστεί και επίσημα αδύνατο να εξυπηρετηθεί αν αυξηθούν τα επιτόκια.

Πρόκειται για μία «παγίδα» που δημιουργήθηκε από την πλευρά του κεφαλαίου για να αντιμετωπίσει την κρίση και έχει βυθιστεί μέσα της χωρίς εμφανείς τουλάχιστον επιλογές «εξόδου».

Αυτή η αδυναμία, όπως από τον περασμένο Μάιο–Ιούνιο υποστηρίζεται μέσα από την Νέα Προοπτική, καταλύει κάθε λογική επιχειρήματος που χρησιμοποιείται από τους κεντρικές τραπεζίτες για την περιβόητη «προσωρινότητα» των πληθωριστικών πιέσεων.

Κάτι τέτοιο, δηλαδή μία σημαντική αύξηση των επιτοκίων για να αναχαιτισθεί ο πληθωρισμός, θα ισοδυναμούσε με πυροδότηση βόμβας υδρογόνου στη διεθνή οικονομία, καθώς θα ανέκοπτε μεν την ανοδική τάση του πληθωρισμού, αλλά ταυτόχρονα θα καθιστούσε σε χρόνο μηδέν αδύνατη την εξυπηρέτηση του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους που έχει συσσωρευτεί κατά δεκάδες τρισ. δολάρια από το 2008 και ειδικά μετά την άνοιξη του 2020 και την πανδημία, προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις χρεοστασίων.

Αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο οι κεντρικοί τραπεζίτες με τόση έμφαση φρόντισαν να υπογραμμίσουν προς κάθε κατεύθυνση, ότι το ενδεχόμενο ενεργοποίησης του tapering (ανάσχεση των προγραμμάτων QE), είναι απολύτως ανεξάρτητο χρονικά από την προοπτική και τις προθέσεις τους για μελλοντική αύξηση επιτοκίων…

Την ίδια στιγμή βέβαια παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούν σε γενικές γραμμές να επιμένουν ότι οι πληθωριστικές πιέσεις παραμένουν παροδικές.

Αυτό γίνεται γιατί διαφορετικά θα ήταν υποχρεωμένοι να δρομολογήσουν τη χρήση αυτού του μοναδικού εργαλείου ανάσχεσης των πληθωριστικών πιέσεων, ήτοι τη δρομολόγηση της αύξησης των ονομαστικών επιτοκίων.

Η αλήθεια όμως είναι πέραν των ισχυρισμών τους και αυτό φάνηκε από τα πρακτικά της τελευταίας συνεδρίασης της FOMC (Fed).

Εκεί ξεκάθαρα πέντε από τους πλέον ισχυρούς κεντρικούς τραπεζίτες στο Συμβούλιο της Fed, οι Bullard, Bostic, Daly, Barkin και Logan, υποστήριξαν ξεκάθαρα ότι πριν περάσει η πανδημία δεν πρόκειται να γίνει σαφές το αν οι πληθωριστικές πιέσεις θα έχουν –και για πόσο– παροδικό χαρακτήρα ή όχι…

Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον είναι προφανές ότι εργαζόμενοι και συνταξιούχοι δεν μπορούν παρά να θέσουν σαν άμεσο ζήτημα την διαρκή αποκατάσταση της αγοραστικής δύναμης των γλίσχρων μισθών τους με αμοιβές που θα αντιμετωπίζουν την ακρίβεια εδώ και τώρα με διαρκή τιμαριθμική αναπροσαρμογή, όπως επίσης και την δραστική μείωση και κατάργηση των ληστρικών έμμεσων φόρων.