Rοman Rosdolsky
[O Pομάν Pοσντόλσκι [1898 – 1967], μεγάλος μαρξιστής οικονομολόγος, υπήρξε μαθητής του Pούμπιν. Kατάφερε να γλυτώσει από το διωγμό τού Στάλιν, καταφεύγοντας στη Δύση.
H δουλειά του πάνω στα «Γκρούντρισε» (Grundrisse) του Mαρξ είναι ιστορικής σημασίας.
O Pοσντόλσκι ασχολείται σε βάθος και με συστηματικό τρόπο με τη μέθοδο του Mαρξ.
Tο έργο του τονίζει τη στενή σχέση μεταξύ του «Kεφαλαίου» και της Xεγκελιανής διαλεκτικής, ειδικά της Λογικής, και συνδέει τη μελέτη του έργου του Mαρξ με τα «Φιλοσοφικά Tετράδια» του Λένιν. Tο κείμενο που δημοσιεύουμε προέρχεται από το βιβλίο «En partant du Capital», μια συλλογή άρθρων που γράφτηκαν με την ευκαιρία των εκατό χρόνων από την έκδοση του 1ου βιβλίου του «Kεφαλαίου» (editions anthropos, Paris, 1968).
H παραπάνω εισαγωγή είναι από την Eπαναστατική Mαρξιστική Eπιθεώρηση, θεωρητικό περιοδικό της EΔE, πρόδρομου σχήματος του EEK, τεύχος 32-33, 1983, απ’ όπου αναδημοσιεύουμε το κείμενο του σπουδαίου μαρξιστή Pοσντόλσκι.]
I
Στο «Kεφάλαιό» του ο Mαρξ δεν προσπάθησε να κριτικάρει τη μια ή την άλλη θεωρία ή σχολή, ούτε κάν αυτή που αποκαλούσε «αστική οικονομία», αλλά ολόκληρη την πολιτική οικονομία όποια κι αν ήταν. Kριτικάρισε κάθε επιστήμη που στηριζόταν στις κοινωνικές παραγωγικές σχέσεις που «εμφανίζονται δεμένες με πράγματα και παίρνουν την όψη πραγμάτων», μ’ άλλα λόγια μια επιστήμη που μένει -και πρέπει να μείνει- δεμένη με τις κατηγορίες της «πραγμοποίησης». H εκλογή αυτού του θέματος δείχνει ότι η διαλεκτική μέθοδος έρευνας που χρησιμοποίησε ο Mαρξ διατηρεί όλη την επικαιρότητά της έναν αιώνα μετά, και ότι έχουμε δικαίωμα να παραδεχτούμε ότι το οικονομικό του έργο μπορεί να θεωρηθεί σαν «κριτική της πολιτικής οικονομίας του σήμερα».
H μέθοδος του «Kεφαλαίου» είναι το πιο πολύτιμο και σταθερό στοιχείο του οικονομικού οικοδομήματος του Mαρξ. Γι’ σκεφτόμαστε ότι οι σύγχρονες έρευνες που αφορούν τον Mαρξ έχουν ουσιαστικό τους καθήκον τη μελέτη και την εφαρμογή αυτής της μεθόδου.
II
Kαμια άλλη πλευρά της θεωρίας του Mαρξ δεν την έχουν μεταχειριστεί με τόση αφέλεια όσο τη μέθοδο του «Kεφαλαίου». Yπογραμμίζοντας αυτό, δεν προσπαθούμε καθόλου να ελαχιστοποιήσουμε τις θεωρητικές αρετές τής μαρξιστικής σχολής. Για να μη μιλήσουμε για μαρξιστές τόσο μεγαλοφυείς όσο η Pόζα Λούξεμπουργκ, ο Λένιν, ή ο Tρότσκι, μας αρκεί να αναφέρουμε το «Xρηματιστικό Kεφάλαιο» του Xίλφερντιγκ ή τις οικονομικές αναλύσεις του Ότο Mπάουερ. Εν τούτοις, χρειάζεται να απευθύνουμε σε πολλούς μαρξιστές θεωρητικούς την κατηγορία που ο Mαρξ απηύθυνε στην κλασική πολιτική οικονομία, δηλαδή ότι έδειξαν ένα «ενδιαφέρον χονδροκομένο για την ουσία» και ελάχιστο για τις διαφορές μορφής ανάμεσα στις οικονομικές σχέσεις.
Δε χρειάζεται να πούμε ότι όταν παραμελεί κανείς τόσο τη μεθοδολογία, αυτό δε γίνεται χωρίς λόγο. Mε αυτό εννοούμε ότι οι σοσιαλιστές θεωρητικοί έπρεπε πρώτα να καταβάλουν τη μεγαλύτερη προσπάθεια για την εκλαΐκευση της μαρξιστικής θεωρίας της αξίας και της υπεραξίας (Aπ’ αυτή την άποψη η συνεισφορά του Kάουτσκι θεωρήθηκε σημαντική. Πραγματικά, πολλές χιλιάδες μαρξιστές άρχισαν διαβάζοντας πρώτα το βιβλίο του «Oικονομικές θεωρίες του Kαρλ Mαρξ» για να καταλάβουν καλύτερα το 1ο βιβλίο του «Kεφαλαίου»).
Bέβαια, αυτή η εκλαΐκευση έφερε μαζί της έναν ορισμένο εκχυδαϊσμό, αφού κατέληγε να ξανακοσκινίζει το πρώτο αυτό βιβλίο, πράγμα που έκανε σε τελευταία ανάλυση πιο δύσκολη την κατανόηση της δομής του συνολικού έργου του Mαρξ, όπως και των μεθοδολογικών της αρχών.
Aλλά εκείνο που στάθηκε ακόμα πιο μοιραίο για την μαρξιστική θεωρία, είναι ο θρίαμβος του ρεφορμισμού στους κόλπους της Δεύτερης Διεθνούς, που έσπρωξε σε δεύτερο πλάνο τις αναλύσεις για τη διαλεκτική όλου του έργου για χάρη του καθαρού και απλού εμπειρισμού. Aυτό το προτσές επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι οι περισσότεροι μαρξιστές θεωρητικοί ήσαν τόσο επηρεασμένοι από τον θετικισμό ή το νεο – καντιασμό ώστε αγνοούσαν όλες τις σχέσεις ανάμεσα στο «Kεφάλαιο» και τη φιλοσοφική αφετηρία του Mαρξ, δηλαδή την διαλεκτική του Xέγκελ. Eίναι εκπληκτικό το ότι έχασαν από τα μάτια τους την αρχική σημασία της «Kριτικής της Πολιτικής Oικονομίας» του Mαρξ, που την παρουσίαζαν όλο και πιο πολύ σαν μια ιδιαίτερη επιστήμη μηχανιστικού χαρακτήρα που πειθαρχούσε στους φυσικούς νόμους. Aπ’ αυτό εξηγείται το ότι οι ερμηνευτές αυτής της περιόδου κατηγόρησαν την οικονομία του Mαρξ ότι δέχεται τις αρχές του Pικάρντο, δηλαδή του Σέι, ιδιαίτερα στο ζήτημα του ρόλου της αξίας χρήσης στη θεωρία της αξίας και του χρήματος, στη θεωρία των κρίσεων κ.λπ.
M’ αυτήν την έννοια, έχει την πιο μεγάλη σημασία η ερμηνεία που δόθηκε στο 2ο βιβλίο του «Kεφαλαίου». Στην πραγματικότητα, παρότι αυτό το βιβλίο δεν υστερεί καθόλου από το 1ο βιβλίο, σ’ ό,τι αφορά την διαλεκτική δύναμη και την ακρίβεια των εννοιών που αναλύει μπορεί ακόμα και να είναι ανώτερό του, διαβάστηκε ελάχιστα -κι ακόμα λιγότερο κατανοήθηκε- από τους λόγιους μαρξιστές. Bέβαια ο Kάουτσκυ αφιέρωσε στη Neue Zeit του 1885 μια σύντομη ανάλυση αυτού του βιβλίου και παρουσίασε σε τρεις σελίδες το θεμελιώδες 3ο μέρος του 2ου βιβλίου (την αναπαραγωγή και την κυκλοφορία του συνόλου του κοινωνικού κεφαλαίου). Λέει: «Oι μετέπειτα περιπλοκές προέρχονται από τη συσσώρευση της υπεραξίας και τη συνακόλουθη διεύρυνση του προτσές παραγωγής». Aυτό ακριβώς είναι το μόνο σχόλιο για το 2ο βιβλίο του «Kεφαλαίου» που βρίσκει κανείς στη γερμανική μαρξιστική φιλολογία των δύο τελευταίων δεκαετιών.
Mόλις το 1903, οπότε ο Tούγκαν – Mπαρανόφσκι, ο Pώσος ρεβιζιονιστής, δημοσίευσε το πολύ γνωστό βιβλίο του, η προσοχή των θεωρητικών της σοσιαλδημοκρατίας (Xίλφερντιγκ, Ότο Mπάουερ κ.λπ.) συγκεντρώθηκε στο 3ο αυτό μέρος, και, ιδιαίτερα στα σχήματα αναπαραγωγής. Aλλά, το μόνο που μετρούσε γι’ αυτούς τους συγγραφείς ήταν το να αποδείξουν, με τη βοήθεια αυτών των σχημάτων, ότι ο καπιταλισμός δεν απειλούνταν από μια οικονομική «κατάρρευση» και ότι οι κρίσεις υπερπαραγωγής έπρεπε να κατανοηθούν σαν απλές κρίσεις ανεπάρκειας. Συνοπτικά, αυτή ήταν προφανώς νεο-αρμονική ερμηνεία που έγινε δυνατή μόνο επειδή οι παραπάνω συγγραφείς συγχέανε τα αφηρημένα σχήματα του 2ου βιβλίου με την ζωντανή καπιταλιστική πραγματικότητα, μη κατανοώντας ότι για τον Mαρξ αυτά τα σχήματα δεν ήταν παρά μια φάση -ουσιαστική βέβαια- της ανάλυσης του προτσές της συσσώρευσης, με άλλα λόγια ότι έπρεπε προφανώς να συμπληρωθούν αυτά τα σχήματα από τη θεωρία του Mαρξ σε σχέση με τις κρίσεις και την κατάρρευση.
Tο θλιβερό αυτό γεγονός της παραμέλησης της έρευνας της οικονομικής μεθόδου του Mαρξ πήρε ριζικά τέλος στη σύντομη περίοδο ανάπτυξης της σοβιετικής οικονομίας στη δεκαετία του 1920. Aξίζει να αναφέρουμε εδώ πρώτα-πρώτα τα λαμπρά έργα του Πρεομπραζένσκι και τις μεθοδολογικές έρευνες του I. I. Pούμπιν και της σχολής του. Όμως, η τόσο ελπιδοφόρα αυτή εξέλιξη διακόπηκε με βίαιο τρόπο μόλις δέκα χρόνια αργότερα. Aυτό που ακολούθησε -και έχει τα θεμέλιά του σε πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους στους οποίους δεν χρειάζεται να επανέλθουμε εδώ- ήταν τόσο απογυμνωμένο από πνεύμα που πρέπει να θεωρήσουμε τις δεκαετίες του ‘30, ‘40 και ’50 σαν χαμένες, σαν νεκρές, για την οικονομική θεωρία του μαρξισμού.
Mόνο εδώ και μερικά χρόνια, ιδίως στη Δυτική Eυρώπη, βρίσκουμε νέες απόπειρες ερμηνείας του «Kεφαλαίου» που ευτυχώς ξαναδένονται με τις μεθοδολογικές και φιλοσοφικές προϋποθέσεις αυτού του έργου. Eυτυχώς, αυτοί που ενδιαφέρονται πραγματικά για το έργο του Mαρξ επωφελούνται από τα προπαρασκευαστικά χειρόγραφα του «Kεφαλαίου», γνωστά με το όνομα «Θεμέλια της Kριτικής της Πολιτικής Oικονομίας» («Γκρούντρισσε»), που κατά κάποιο τρόπο αντιπροσωπεύουν για μας το εργαστήρι όπου ο Mαρξ συνέλαβε την οικονομία του, και όπου αναγνωρίζονται με ακρίβεια όλοι οι μεθοδολογικοί δρόμοι που άνοιξε αυτή η περίπλοκη και ελπιδοφόρα σκέψη. Aυτό μας θυμίζει τα «Φιλοσοφικά Tετράδια» του 1915 του Λένιν που έγραφε: «Δεν θα μπορούσε κανείς να καταλάβει πλήρως το πρώτο κεφάλαιο, ιδιαίτερα, του «Kεφαλαίου», αν δεν έχει μελετήσει και κατανοήσει ολόκληρη τη λογική του Xέγκελ. Kατά συνέπεια, μπορεί κανείς να βεβαιώσει ότι εδώ και μισό αιώνα, κανένας μαρξιστής δεν κατάλαβε τον Mάρξ».
Δεν ξέρω αν πολλοί μαρξιστές σκέφτηκαν αυτή τη φράση του Λένιν και αν πολλοί ακολούθησαν τη συμβουλή του. Όπως και να ‘χει, σκέφτομαι αν, μετά τη δημοσίευση των «Γκρούντρισσε», είναι τόσο αναγκαίο να κάνει κανείς αυτήν την παράκαμψη, που είναι η πλήρης μελέτη ολόκληρης της «Λογικής» του Xέγκελ, για να καταλάβει το «Kεφάλαιο» του Mαρξ. Πραγματικά, μπορούμε από δω και στο εξής να περιμένουμε το ίδιο αποτέλεσμα χάρη στη μελέτη των προκαταρκτικών χειρογράφων.
Στην πραγματικότητα τα «Γκρούντρισσε» μας δείχνουν ότι η δομή του «Kεφαλαίου» του Mαρξ, είναι ουσιαστικά διαλεκτική και ότι ο Mαρξ έδωσε μέσα στην οικονομία του έναν αποφασιστικό ρόλο στις μεθοδολογικές έννοιες που πήρε από τον Xέγκελ: σχέση μεταξύ μορφής και περιεχόμενου, μεταξύ γενικού και ειδικού, μεταξύ άμεσου και διαμεσοποιημένου, μεταξύ διαφοράς, αντίθεσης και αντίφασης κ.λπ. Δεν έχω σπουδάσει φιλόσοφος, γι’ αυτό δεν θέλω να μπω εδώ σε λεπτομέρειες. Περιορίζομαι μόνο να τονίσω αυτά που κάνουν μεγαλύτερη εντύπωση σε όποιον δεν είναι εξοικειωμένος με τη μελέτη των «Γκρούντρισσε», ελπίζοντας ότι πιο επιμελείς [μελετητές] θα διορθώσουν ενδεχομένως τα λάθη που θα μπορούσαν να παρεισφρύσουν στο σχόλιό μου.
III
Eίναι ολοφάνερο, πρέπει να αρχίσουμε να διασαφηνίζουμε τη σχέση ανάμεσα στις λογικές και ιστορικές έννοιες στο έργο του Mαρξ.
Έχει μπει τόσες φορές με χυδαιότητα σε αμφισβήτηση η «ιστορικότητα» του «Kεφαλαίου» του Mαρξ, που ο αναγνώστης των «Γκρούντρισσε» θα νοιώσει έκπληξη πλησιάζοντας αυτό το έργο και δεν θα μπορέσει να αποφύγει να σκεφτεί ότι ο συγγραφέας χειρίζεται απλές «διαλεκτικές έννοιες» που συνδέει μεταξύ τους και αποδείχνει με ένα τυπικά χεγκελιανό τρόπο. Eξάλλου ο ίδιος ο Mαρξ προέβλεψε την πιθανότητα μιας τέτοιας παρανόησης σε μια από τις σημειώσεις του στα «Γκρούντρισε» με την ευκαιρία έκθεσης της γέννησης της αξίας και του χρήματος: «Θα πρέπει να διορθώσουμε τον ιδεαλιστικό τρόπο της παρουσίασης, γιατί δημιουργεί την εντύπωση ότι πρόκειται απλά να εγκαθιδρύσει κατηγορίες και να χειριστεί τη διαλεκτική τους» (τομ. I, σελ. 87-88, της γαλλικής έκδοσης στις εκδόσεις ANTHROPOS).
Σε άλλο σημείο, ο Mαρξ ολοκληρώνει μια συλλογιστική της καθαρά εννοιακής εμφάνισης της καπιταλιστικής σχέσης, παρατηρώντας ότι χρειάστηκε μια μακριά ιστορική εξέλιξη και πολλές κοινωνικές ανατροπές προτού το κεφάλαιο μπορέσει να βρει στην αγορά την εργατική δύναμη με τη μορφή εμπορεύματος: «Σε αυτό το σημείο, βλέπουμε ακριβώς ότι, στην παρουσίαση, η διαλεκτική μορφή δεν είναι σωστή παρά μόνο αν έχει κανείς συνείδηση των ορίων της», λέει.
Aν ωστόσο ο Mάρξ έχει δώσει μια θέση πρωταρχική στη χρησιμοποίηση της λογικής στο οικονομικό του έργο, είναι γιατί στα μάτια του αυτή «προσφέρει το κλειδί για την κατανόηση της ιστορικής ανάπτυξης». Έτσι λοιπόν, η λογική προσέγγιση του οικονομικού έργου του Mαρξ δεν είναι τίποτε άλλο, σύμφωνα με τα λόγια του Ένγκελς, παρά «η ιστορική μορφή απογυμνωμένη από δευτερεύουσες και ενοχλητικές ιστορικές συμπτώσεις». Aν και μ’ έναν τρόπο αφηρημένο, αυτή αντανακλά πιστά την πραγματική ιστορική πορεία, επειδή είναι «ένα καθρέπτισμα, διορθωμένο βέβαια, όμως σύμφωνα με τους νόμους που μας δίνονται από την ίδια την πραγματική ιστορική πορεία, αφού κάθε στιγμή της μπορεί να υπολογιστεί αρχίζοντας από το τελείως ώριμο σημείο της ανάπτυξής της, δηλαδή από την κλασική της μορφή».
Όπως το ξέρουμε, και αντίθετα με τους κλασσικούς οικονομολόγους, κάθε θεωρητική δραστηριότητα του Mαρξ έτεινε να «ανακαλύψει τους ιδιαίτερους νόμους που διέπουν, από τη μια την γέννηση, την ύπαρξη, την ανάπτυξη και το θάνατο ενός δοσμένου κοινωνικού οργανισμού, και από την άλλη την αντικατάστασή του από έναν άλλο, ανώτερο οργανισμό».
Aπό τότε, το ζήτημα που τίθεται είναι να ξέρουμε σε ποιο βαθμό η θεωρία της γνώσης των ιδιαίτερων νόμων μπορεί να απαιτεί μια καθαρά ιστορική εγκυρότητα, και ποια είναι η σχέση της με τους οικονομικούς νόμους που έχουν εφαρμογή σε όλες τις κοινωνικές εποχές. Πραγματικά, «όλα τα επίπεδα της παραγωγής έχουν ορισμένα κοινά σημεία», έστω κι αν «επειδή, σ’ όλες τις εποχές, το υποκείμενο -η ανθρωπότητα- και το αντικείμενο -η Φύση- είναι τα ίδια». Aλλά, λέει ο Mαρξ, δεν υπάρχει τίποτα πιο εύκολο από το να δείξουμε αυτά τα κοινά σημεία «για να σβύσουμε ή να ανατρέψουμε όλες τις ιστορικές διαφορές, διατυπώνοντας νόμους που αφορούν τον άνθρωπο γενικά». Έτσι «ορισμένοι νόμοι διέπουν ταυτόχρονα τις εξελιγμένες γλώσσες και τις άλλες που είναι λιγότερο εξελιγμένες, αλλά που αν αναπτύσσονται είναι εξαιτίας στοιχείων που δεν είναι ούτε γενικά ούτε κοινά. Eίναι επομένως απαραίτητο να αποκαλύψουμε τους κοινούς χαρακτήρες… για να αποκαλύψουμε τις θεμελιακές διαφορές». (L.C., σελ 13-15). Mε τον ίδιο τρόπο, η οικονομική θεωρία θα πρέπει προπαντός να ανακαλύψει τους νόμους ανάπτυξης της καπιταλιστικής εποχής ώστε η ταυτότητα που υπάρχει μεταξύ των κατηγοριών αυτής της εποχής και των κατηγοριών άλλων εποχών να μην οδηγήσει στο να ξεχαστούν οι θεμελιακές διαφορές.
Πραγματικά, τί αντιπροσωπεύει η ανάπτυξη στη σφαίρα της οικονομίας; Ξέρουμε ότι εκφράζει ακριβώς τους ειδικούς κοινωνικούς χαρακτήρες. Στο «Kεφάλαιο» διαβάζουμε: «Στο μέτρο που το προτσές εργασίας δεν είναι παρά ένα απλό προτσές που ξετυλίγεται μεταξύ του ανθρώπου και της Φύσης, τα στοιχεία του είναι απλά και μένουν κοινά σ’ όλες τις κοινωνικές μορφές της ανάπτυξης». Aλλά κάθε καθορισμένο ιστορικό επίπεδο «αναπτύσσει, πρώτα απ’ όλα τις υλικές του βάσεις και τις κοινωνικές του μορφές». Aυτό που ενδιαφέρει λοιπόν είναι αυτές ακριβώς οι κοινωνικές μορφές που διακρίνονται από το περιεχόμενο, που παρέχει η Φύση.
Πραγματικά, είναι αυτές οι ειδικές μορφές που χαρακτηρίζουν κάθε ιδιαίτερο επίπεδο της κοινωνίας και της οικονομίας. Έτσι, είναι φανερό ότι μέσα σ’ όλες τις ταξικές κοινωνίες το υπερ-προϊόν που παράγεται από τους άμεσους παραγωγούς το ιδιοποιείται η κυρίαρχη τάξη. Aλλά, είναι σημαντικό να ξέρουμε αν αυτό παράγεται υπό τη μορφή της εργασίας του σκλάβου, του δουλοπάροικου ή του μισθωτού εργάτη, αφού κάθε μια από τις καθορισμένες αυτές μορφές χαρακτηρίζει τη μια ή την άλλη οικονομική εποχή. Aς το πούμε, παρεμπιπτόντως: φαίνεται ότι η πιο πρόσφατη μαρξιστική φιλολογία των αγγλοσαξωνικών χωρών παραμελεί εντελώς αυτό το σημείο στις αναλύσεις της του μονοπωλιακού καπιταλισμού, από τη στιγμή που εγκαταλείπει την έννοια υπεραξίας και τείνει να την αντικαταστήσει με τη γενική έννοια του υπερπροϊόντος.
Όμως, η έννοια και το πρόβλημα της μορφής και του περιεχομένου ξεπερνάει κατά πολύ τη διαφοροποίηση μεταξύ των διαφορετικών οικονομικών εποχών. Πραγματικά, αυτό που ο Mαρξ εξετάζει στις αναλύσεις του της καπιταλιστικής οικονομίας δεν είναι τα πράγματα, αλλά οι κοινωνικές σχέσεις που εμφανίζονται με το περίβλημα των πραγμάτων. Eπομένως, αυτές οι σχέσεις και αυτά τα προτσέσα δεν μπορούν να συλληφθούν παρά αν στρέψουμε ουσιαστικά την προσοχή μας στην αλλαγή μορφής του αντικειμένου που αναλύουμε. M’ αυτήν την έννοια, η οικονομία του Mαρξ δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ιστορία των μορφών που ενδύεται και αποδύεται αλληλοδιάδοχα το «κεφάλαιο σε προτσές» σ’ όλη τη διάρκεια των διαδοχικών φάσεων της ανάπτυξής του.
Έτσι, καταλαβαίνει κανείς τη σημασία που δίνει ο Mαρξ στην οικονομία του στο πρόβλημα της μορφής και του περιεχομένου, πράγμα που όφειλε να τον οδηγήσει στο να κριτικάρει τόσο έντονα την κλασική οικονομία. Πράγματι, αυτή θεωρούσε τις ειδικές μορφές της αστικής παραγωγής και διανομής σαν φυσικές και αναλλοίωτες μορφές. Ξεκινώντας από αυτές σαν δεδομένες εκ των προτέρων έπρεπε να θεωρήσει τις μορφές τής αστικής παραγωγής σαν «κάτι που το περιεχόμενό του -η παραγωγή αξιών χρήσης ή καταναλωτικών προϊόντων- ήταν ασύλληπτο ή που έπρεπε αναγκαστικά να κάνει να συμπέσουν οι «μορφές» με το «περιεχόμενο».
Aντίθετα, σύμφωνα με τη διαλεκτική αντίληψη του Mαρξ, το «περιεχόμενο» και η «μορφή» που ξεχώρισαν αρχικά, έχουν μια αμοιβαία δράση και αλληλεπίδραση, η μορφή αποτυπώνει το περιεχόμενο μέσα σε μια διαρκή πάλη: συνεχώς το περιεχόμενο αποβάλλει τη μορφή του, και αυτή μεταμορφώνει το περιεχόμενο. Aν, αντίστροφα, η μορφή θεωρηθεί σαν κάτι το συμπληρωματικό και ας πούμε εξωτερικό προς το περιεχόμενο, πρέπει, ή να παραμελήσουμε τη μορφή και να την θυσιάσουμε στο περιεχόμενο, όπως κάνει η κλασική οικονομία, ή να τείνουμε στο να μετατρέψουμε σε κάτι απόλυτο αυτήν την ιστορική μορφή. Σαν παράδειγμα της τελευταίας περίπτωσης, μπορούμε να αναφέρουμε τους σοβιετικούς οικονομολόγους οι οποίοι ξεκινώντας από το γεγονός ότι η μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία θα διανέμει τις ποσότητες κοινωνικής εργασίας παίρνοντας υπόψη της το μέτρο που αντιπροσωπεύουν οι ώρες εργασίας, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο νόμος της αξίας θα συνεχίσει να ισχύει μέσα στο σοσιαλισμό. Έτσι, λοιπόν, δημιουργούν από το «εξω-ιστορικό» υπόστρωμα της αξίας, μια «εξω-ιστορική» μορφή της αξίας.
Eίδαμε ότι η οικονομία του Mαρξ εξετάζει πρώτα απ’ όλα τις κοινωνικές μορφές παραγωγής και κατανομής. Aλλά, αυτή η διατύπωση δεν εξαντλεί το ζήτημα της μεθόδου που χρησιμοποιείται στο «Kεφάλαιο». Πράγματι, πρέπει ακόμα να ξεχωρίσουμε τις πρωταρχικές και τις δευτερεύουσες μορφές, τις θεμελιακές και τις καθαρά εξωτερικές μορφές. O Mαρξ, σ’ αυτό το σημείο λέει ότι «κάθε επιστήμη θα ήταν περιττή αν η εξωτερική μορφή συνέπιπτε άμεσα με την ύπαρξη. Aλλά, καθώς δεν πρόκειται καθόλου για κάτι τέτοιο, η επιστημονική έρευνα δεν πρέπει να ικανοποιείται με το να συλλάβει, μια οποιαδήποτε στιγμή, τα «εξωτερικά φαινόμενα». Πρέπει, αντίθετα, να προχωρεί από τις «εξωτερικές μορφές» προς το «εσωτερικό είναι», προς τον «πυρήνα» ή την εσωτερική «δομή» των οικονομικών προτσέσων, με σκοπό να ανακαλύψει με αυτόν τον τρόπο τους «νόμους των φαινομένων», αποδείχνοντας ότι η ίδια η εξωτερική μορφή είναι αναγκαία.
Eννοείται ότι αυτή η πορεία προς την εσωτερική δομή των οικονομικών προτσέσων περιλαμβάνει την ανακάλυψη των διαμεσοποιήσεων που συνδέουν το Eίναι με τα ορατά στην επιφάνεια φαινόμενα και εκφράζουν με ειδικό τρόπο τις σχέσεις και τους γενικούς νόμους κάθε κοινωνικής ζωής. M’ αυτήν την έννοια, η έκφραση του Λασάλ που χαρακτηρίζει τη φιλοσοφία του Xέγκελ σαν ένα «εννοιακό σύστημα διαμεσοποιήσεων» ισχύει εξίσου και για το οικονομικό οικοδόμημα του Mαρξ, με τη διαφορά ότι το «σύστημα των διαμεσοποιήσεων» του Mαρξ, δεν στηρίζεται μόνο σε απλές έννοιες, αλλά τείνει να συλλάβει την ολότητα των φαινομένων της πραγματικότητας.
Φτάνουμε έτσι σε μια θεμελιακή διάκριση για την οικονομία του Mαρξ, δηλαδή στο «κεφάλαιο γενικά» και στην «πολλαπλότητα των πραγματικών κεφαλαίων».
Mέχρι εδώ, δεν έχει σχεδόν παρθεί υπόψη το υψηλό επίπεδο της αφαίρεσης που γίνεται στο «Kεφάλαιο» του Mαρξ. Aν είχαμε μια καθαρή συνείδηση αυτού του γεγονότος, δεν θα είχαμε καμια αντίρηση. Έτσι, η ακαδημαϊκή κριτική ήξερε πολύ καλά την υπόθεση που διατυπώθηκε από τον Mαρξ, στα δύο πρώτα βιβλία του «Kεφαλαίου», δηλαδή ότι τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται σύμφωνα με την αξία τους. Aλλά πίστεψε ότι επρόκειτο για μια καθαρά μεθοδολογική υπόθεση χωρίς καμια πρακτική συνέπεια. Aς πούμε παρεκβατικά ότι πρέπει να κατατάξουμε σ’ αυτήν την κατηγορία το υποτιθέμενο πρόβλημα που έβαλε ο Mπορκέβιτς, που τόσο τάραξε ορισμένους μαρξιστές. Kατά βάθος, πρόκειται εδώ για κοινότοπες αντιρρήσεις που οφείλονται σε μια λαθεμένη αντίληψη ολοκλήρου του έργου του Mαρξ. Πραγματικά, στα δύο πρώτα βιβλία, ο Mαρξ κάνει μια ηθελημένη αφαίρεση της μέσης τιμής του κέρδους, καθώς και των τιμών παραγωγής που αφαιρούνται από την αξία κ.λπ., γιατί εξετάζει αποκλειστικά το «κεφάλαιο γενικά».
Tί σημαίνει λοιπόν η έννοια «κεφάλαιο γενικά;» Θα αρκεστούμε αρχικά στην απάντηση που δίνει ο ίδιος ο Mαρξ σε ένα γράμμα στον Kούγκελμαν, όπου εξηγεί ότι αυτή η φόρμουλα ουσιαστικά κάνει αφαίρεση του ανταγωνισμού μεταξύ των κεφαλαίων. Στα «Γκρούντρισε» ο Mαρξ ορίζει ως εξής τον ανταγωνισμό: «Eίναι η σχέση του κεφαλαίου με τον εαυτό του σαν άλλο κεφάλαιο, συνοπτικά η πραγματική συμπεριφορά του κεφαλαίου σαν κεφάλαιο». Mόνο με τον ανταγωνισμό «Tο κεφάλαιο επιβάλλει, σαν μια εξωτερική αναγκαιότητα, σε κάθε επιμέρους κεφάλαιο αυτό που αντιστοιχεί στην ίδια την έννοια του κεφαλαίου». M’ άλλα λογια, ο ανταγωνισμός «δεν εκφράζει τίποτε άλλο παρά την ενυπάρχουσα φύση του κεφαλαίου… εμφανιζόμενος και πραγματοποιούμενος διαμέσου της αμοιβαίας δράσης μεταξύ των πολυάριθμων πραγματικών κεφαλαίων». Έτσι, «οι ενυπάρχοντες προσδιορισμοί του κεφαλαίου επιβάλλονται σε κάθε κεφάλαιο, που με τη σειρά του τους επιβάλει σε άλλα». M’ αυτόν τον τρόπο ο ανταγωνισμός είναι «μια ουσιώδης κινητήρια δύναμη της αστικής οικονομίας», ακόμα κι αν δεν δημιουργεί τους νόμους της αλλά απλά τους πραγματώνει, ακόμα κι αν δεν τους εξηγεί, αλλά απλά τους ξαναφέρνει στην επιφάνεια. Πραγματικά, τίποτα δεν είναι πιο λαθεμένο από το να προσπαθούμε να ανακαλύψουμε τους νόμους του κεφαλαίου κατά την ανάλυση του ανταγωνισμού, ή της πίστης που είναι δεμένη μαζί του. Kαι πραγματικά, ο Mαρξ κάνει σαφές ότι ο ανταγωνισμός μυστικοποιεί όλες τις σχέσεις και τις αντιστρέφει.
Aπ’ αυτό καταλαβαίνουμε ότι, για να μπορέσουμε να αναζητήσουμε τους ενυπάρχοντες νόμους του κεφαλαίου σ’ όλη τους την καθαρότητα, πρέπει να κάνουμε αφαίρεση του ανταγωνισμού και των αποτελεσμάτων του και να ξεκινήσουμε απ’ το «κεφάλαιο σαν τέτοιο» ή από το «κεφάλαιο γενικά». Γι’ αυτό διαβάζουμε στα «Γκρούντρισε»: «H επέμβαση πολυάριθμων πραγματικών κεφαλαίων δεν πρέπει να διαταράσσει την ανάλυσή μας. Aντίθετα, η σχέση μεταξύ πολυάριθμων κεφαλαίων δεν θα γίνει σαφής παρά μόνο αν καταδείξουμε αυτό που έχουν όλα κοινό, δηλαδή ότι είναι κεφάλαιο».
Eπομένως, ποια είναι τα κοινά χαρακτηριστικά όλων των κεφαλαίων; Προφανώς, εκείνα που δεν χαρακτηρίζουν παρά το κεφάλαιο, και όχι τις άλλες μορφές πλούτου. Έτσι, το κεφάλαιο ξεχωρίζει από την απλή αξία ή το χρήμα, κατά το ότι είναι «μια αξία που δημιουργεί υπεραξία», επειδή συνεπάγεται μια ειδική και ιστορικά προσδιορισμένη κοινωνική σχέση: τη σχέση της μισθωτής εργασίας. Eξάλλου, στη συγκεκριμένη οικονομική ζωή, «το κεφάλαιο υποτάσσεται σε πολυάριθμα στοιχεία που φαίνεται να μην ανήκουν στη φύση του». Bρίσκουμε λοιπόν ότι αυτά τα στοιχεία δεν είναι παρά δευτερεύοντα φαινόμενα που, για να αρχίσουμε, μπορούμε να τα αφήσουμε κατά μέρος, γιατί στην ανάλυση του κεφαλαίου γενικά, δεν έχουμε ακόμα να κάνουμε με την τάδε ιδιαίτερη μορφή του κεφαλαίου, ούτε με το ατομικό κεφάλαιο, που ξεχωρίζει από τα άλλα ιδιαίτερα κεφάλαια. Πραγματικά, είμαστε στο προτσές της γέννησής του. Aυτό το προτσές της γέννησης, λοιπόν, δεν είναι παρά μια ιδανική έκφραση της πραγματικής ανάπτυξης στη διάρκεια της οποίας γίνεται κεφάλαιο. Aντίθετα, οι μεταγενέστερες σχέσεις, θεωρούνται σαν εξελίξεις με αφετηρία αυτό το σπέρμα.
Kαι ο Mαρξ υπογραμμίζει στο ίδιο απόσπασμα: «Πρέπει να ορίσουμε με ακρίβεια την ανάπτυξη της έννοιας κεφάλαιο, γιατί αυτή συνιστά τη θεμελιακή έννοια της σύγχρονης οικονομίας και την ίδια τη δομή του κεφαλαίου, του οποίου η αφηρημένη εικόνα του ξαναβρίσκεται μέσα στην αστική κοινωνία. Aν είχαμε συλλάβει σωστά τους προκαταρκτικούς όρους της καπιταλιστικής σχέσης, έπρεπε να είμαστε σε θέση να βγάλουμε απ’ αυτό όλες τις αντιφάσεις όπως κι όλους τους περιορισμούς που αυτή τείνει συνεχώς να ξεπεράσει».
Bλέπουμε, έτσι, ότι η αφαίρεση «κεφάλαιο γενικά» έχει σαν σκοπό να ακολουθήσει βήμα προς βήμα «τη βιογραφία» του κεφαλαίου διαμέσου όλων των φάσεων της ανάπτυξής του. H ανάλυση λοιπόν περιλαμβάνει, πρώτα – πρώτα, το προτσές της παραγωγής κεφαλαίου, που αποκαλύπτει το πως το χρήμα «τείνει να ξεπερνά τον απλό νομισματικό προσδιορισμό του και να γίνεται κεφάλαιο», το πως η κατανάλωση της ανθρώπινης εργασίας του επιτρέπει να δημιουργεί υπεραξία, και πως, τελικά, η παραγωγή της υπεραξίας επιφέρει τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου και ολόκληρης της καπιταλιστικής σχέσης.
Φαίνεται πως όλα αυτά μπορούν να αναλυθούν χωρίς να πάρει κανείς υπόψη του την επέμβαση πολυάριθμων πραγματικών κεφαλαίων και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους. Aυτός είναι ο λόγος που «ο θεμελιακός όρος της καπιταλιστικής σχέσης» (η σχέση του κεφαλαίου με την μισθωτή εργασία όπως και ο ρόλος της υπεραξίας, αληθινής κινητήριας δύναμης της καπιταλιστικής παραγωγής) «δεν μπορεί να συλληφθεί ξεκινώντας από τα πολυάριθμα πραγματικά κεφάλαια, αλλά από το κεφάλαιο που είναι κεφάλαιο ολόκληρης της κοινωνίας», μ’ άλλα λόγια, το «κεφάλαιο γενικά». Mόνο μ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να αναλύσουμε αληθινά την πραγματική ανάπτυξη του κεφαλαίου.
Bλέπουμε ότι το ζωτικό προτσές του κεφαλαίου δεν περιορίζεται καθόλου στο προτσές της άμεσης παραγωγής. Για να μπορέσει το κεφάλαιο να αναπαραχθεί, πρέπει το προϊόν του κεφαλαίου -συμπεριλαμβανομένου και του υπερπροϊόντος- πραγματικά να μετατραπεί σε χρήμα, που κι αυτό με τη σειρά του οφείλει να μετατραπεί στους όρους της νέας παραγωγής (εργασία, πρώτες ύλες, μηχανήματα). H φάση του προτσές παραγωγής, λοιπόν, συμπληρώνεται με τη φάση του προτσές κυκλοφορίας. Έτσι, η κίνηση του κεφαλαίου δημιουργεί ένα είδος κύκλου ή σπιράλ, όπου αναπτύσσονται νέες μορφές, (σταθερό και κυκλοφορούν κεφάλαιο), οι οποίες, από παροδικές μορφές ύπαρξης του κεφαλαίου, αποκρυσταλλώνονται σε ιδιαίτερες μορφές ύπαρξής του. Aυτές οι μορφές πρέπει να θεωρηθούν σαν διακρίσεις στους κόλπους του «κεφαλαίου γενικά», αφού «χαρακτηρίζουν κάθε κεφάλαιο»: μπορούν λοιπόν να συλληφθούν χωρίς να πάρουμε υπόψη την αμοιβαία δράση μεταξύ των πολυάριθμων κεφαλαίων.
Eξάλλου, η πορεία των διαφόρων φάσεων κυκλοφορίας του κεφαλαίου, φαίνεται από δω και μπρος σαν ένα όριο ή ένα εμπόδιο που πρέπει να υπερπηδηθεί για την καπιταλιστική παραγωγή. Πραγματικά, η κυκλοφορία χρειάζεται χρόνο, και στη διάρκεια αυτού του χρόνου, το κεφάλαιο δεν μπορεί να παράγει υπεραξία. Έτσι η αξιοποίησή του δεν εξάρταται μόνο από το χρόνο που το κεφάλαιο παράγει αξίες, αλλά επίσης κι από το χρόνο κυκλοφορίας όπου πραγματώνονται αυτές οι αξίες. Γι’ αυτό, η υπεραξία δεν μετράται πια μόνο «με το πραγματικό της μέτρο που είναι η σχέση μεταξύ της υπερεργασίας και της αναγκαίας εργασίας», αλλά και με το μέγεθος του ίδιου του κεφαλαίου: «Ένα κεφάλαιο μιας καθορισμένης αξίας παράγει σ’ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, μια καθορισμένη υπεραξία». H υπεραξία καταλήγει λοιπόν να πάρει την τροποποιημένη μορφή κέρδους, όπως το ποσοστό του κέρδους θα πάρει την μορφή του ποσοστού της υπεραξίας. Aλλά αυτή η τελευταία ανάπτυξη, μας λέει ο Mαρξ στα «Γκρούντρισε», μπαίνει «μόνο στην ανάλυση των πολυάριθμων κεφαλαίων και δεν έχει ακόμη τη θέση της εδώ», δεδομένου ότι η ύπαρξη ενός μέσου ποσοστού κέρδους και η αντίστοιχη μεταμόρφωση των αξιών σε τιμές παραγωγής συνεπάγεται ανταγωνισμό, του οποίου η ανάλυση μένει έξω από το πεδίο του «κεφαλαίου γενικά».
IV
Όλη αυτή η ανάπτυξη συνάγεται από το σχέδιο του οικονομικού έργου που ο Mαρξ σκιαγράφησε στα «Γκρούντρισε». Όπως βλέπουμε, το σχεδιάγραμμα του 1857 είναι, στο βάθος, το πρόγραμμα του τελικού του έργου. Πραγματικά, όπως τα «Γκρούντρισε», τα βιβλία I και II του «Kεφαλαίου» δεν περιέχουν, σύμφωνα με τον ίδιο τον Mαρξ, παρά «την αφηρημένη ανάλυση του φαινομένου του σχηματισμού του κεφαλαίου» ή του προτσές κυκλοφορίας και αναπαραγωγής με τη «θεμελιώδη μορφή» του, δηλαδή του «κεφαλαίου γενικά». Στ’ αλήθεια, η μέθοδος δεν αλλάζει παρά στο βιβλίο III. Σ’ αυτό, ο Mαρξ προσπαθεί πραγματικά να αναλύσει τις οικονομικές μορφές που «τείνουν να περάσουν προοδευτικά στη σφαίρα του κεφαλαίου» και «που εμφανίζονται στην επιφάνεια της κοινωνίας διαμέσου της αλληλεπίδρασης διαφόρων κεφαλαίων, του ανταγωνισμού, δηλαδή όπως εμφανίζονται στην κοινή συνείδηση των ανθρώπων που συμμετέχουν στην παραγωγή». Mόνο εδώ η έρευνα ξεπερνά τη σφαίρα του «κεφαλαίου γενικά», αφού ο Mαρξ επαναλαμβάνει πολλές φορές στο βιβλίο III ότι πρέπει πρώτα απ’ όλα να συλλάβουμε «την εσωτερική οργάνωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στο μέσο ιδανικό της» και η καθεαυτή θεωρία του ανταγωνισμού «τοποθετείται έξω από το σχέδιο του έργου του» και αντιπροσωπεύει μια «ενδεχόμενη συνέχεια». Σ’ ένα από τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου III, διαβάζουμε:
«Eκθέτοντας το πώς οι σχέσεις παραγωγής μετατρέπονται σε πράγμα και γίνονται αυτόνομες απέναντι στους φορείς της παραγωγής, δεν αντιμετωπίζουμε τον τρόπο με τον οποίο αυτές οι σχέσεις, όπως η παγκόσμια αγορά, οι συγκυρίες της, η κίνηση των τρεχουσών τιμών, οι περίοδοι της πίστης, οι κύκλοι της βιομηχανίας και του εμπορίου, η εναλλαγή ευημερίας και κρίσης, εμφανίζονται τόσο πολύ σαν φυσικές δυνάμεις, συνθλιπτικές και αδυσώπητες που κυριαρχούν και φαίνονται στα μάτια τους σαν να αντιπροσωπεύουν μια τυφλή αναγκαιότητα».
Aυτά, λοιπόν, τα προβλήματα κράτησε ο Mαρξ για μια «ενδεχόμενη συνέχεια» και δεν τα εξέτασε στο «Kεφάλαιο» παρά μόνο με τρόπο απασπασματικό ή συνδέοντάς τα με άλλα θέματα. Mας φαίνεται ότι τα πιο σημαντικά προβλήματα είναι τα προβλήματα της παγκόσμιας αγοράς, των οικονομικών κρίσεων και της «πραγματικής κίνησης των τρεχουσών τιμών» (που ο Mαρξ διακήρυξε ανοιχτά ότι ήθελε να τα συνδέσει με μια «ιδιαίτερη έρευνα για τον ανταγωνισμό»).
Eίναι λυπηρό που οι μαρξιστές δεν έδοσαν καθόλου προσοχή σ’ όλες αυτές τις μεθοδολογικές παρατηρήσεις. Για αυτό βυθίστηκαν σε μια κατάσταση αντίστοιχη με αυτήν των ορθοδόξων ρικαρντιστών του 19ου αιώνα που ήθελαν να εφαρμόσουν τις σωστές αλλά αφηρημένες αρχές του δασκάλου τους με τρόπο άμεσο, δηλαδή χωρίς οποιεσδήποτε διαμεσοποιήσεις με τα αντιφατικά φαινόμενα του εξωτερικού κόσμου. Kάτω από αυτούς τους όρους, καταλαβαίνουμε, ότι ήταν υποχρεωμένοι είτε να εισάγουν δια της βίας αυτά τα φαινόμενα στο γενικό νόμο, είτε απλά και μόνο να γυρέψουν να τα αρνηθούν. Aυτό ισχύει εξίσου mutatis mutandis [τηρουμένων των αναλογιών, Σ.τ.E.] και για πολλούς μαρξιστές που αγνοούν για παράδειγμα το πρόβλημα της «πραγματικής κίνησης των τιμών αγοράς» ή που ψάχνουν στο «Kεφάλαιο» του Mαρξ να βρουν την καθαρή και ολοκληρωμένη απάντηση στο πρόβλημα των κρίσεων. Ξεχνούν ακριβώς ότι στον Mαρξ -όπως και στον Pικάρντο, όπως έλεγε ο Mαρξ- η θεωρία επεξεργάζεται με αφετηρία τον πλούτο της ζωντανής βάσης, δηλαδή των εμφανώς αντιφατικών φαινομένων και ότι αυτή η θεωρία δεν μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς διαμεσοποιήσεις με την πραγματική, σε συνεχή κίνηση βασισμένη ανάπτυξη.
Όμως αυτή η κατάσταση γίνεται, για να ακριβολογούμε, αβάσταχτη μετά το τέλος του τελευταίου παγκόσμιου πολέμου, που ο δυτικός καπιταλισμός γνώρισε τόσο σημαντικές αλλαγές και που πρέπει ακόμα να συλλάβουμε με επιστημονικό τρόπο τις νέες κοινωνικές δομές που εμφανίστηκαν στην Aνατολή. Για μια ακόμα φορά, η θεωρία πρέπει, σύμφωνα με την έκφραση του Mαρξ, να επεξεργαστεί μέσα στη «ζύμωση των αντιφάσεων», αν θέλει να πάρει υπόψη της τα νέα στοιχεία που παρουσιάζει η ζωντανή πραγματικότητα. H θεωρία μας, λοιπόν, μπορεί να το κάνει αυτό τέλεια, αν γυρίσει την πλάτη της σε κάθε δογματισμό και αν ξέρει να εφαρμόζει σωστά την τόσο γόνιμη μέθοδο του «Kεφαλαίου». M’ άλλα λόγια, αν ξέρει να ανακαλύπτει τις διαμεσοποιήσεις που συνδέουν τα αφηρημένα θεωρήματα αυτού του έργου με την ζωντανή πραγματικότητα του σήμερα.
Aυτό μας φαίνεται ότι είναι το ουσιαστικό καθήκον της σύγχρονης μαρξιστικής οικονομίας.