H Πολιτική Οικονομία της Κρίσης και η Κρίση της Κυρίαρχης Οικονομικής Επιστήμης

Εισήγηση στο 5ο Οικονομικό Συνέδριο της Αγίας Πετρούπολης (SPEC),

Αγία Πετρούπολη, Ρωσσία, 3 Απριλίου 2019

Σάββας Μιχαήλ

ΣΥΝΟΨΗ

Μαύρα σύννεφα μιας νέας φάσης της συνεχιζόμενης παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής οικονομικής κρίσης καλύπτουν τον ορίζοντα. Η κυρίαρχη οικονομική επιστήμη απεδείχθη αδύναμη να παρέχει πρόβλεψη, κατάλληλη ανάλυση των αιτιών ή λύση στην παγκόσμια οικονομική κρίση που εξερράγη προ δεκαετίας και παραμένει ακόμα ανεπίλυτη. Το ίδιο συμβαίνει τώρα εκ νέου. Κυρίαρχες, ορθόδοξες και “ετερόδοξες” θεωρίες, όπως η προσέγγιση Μίνσκυ, η θεωρία της “χρόνιας στασιμότητας (secular stagnation)” ή η δημοφιλής, τώρα, Σύγχρονη Νομισματική Θεωρία – ΣΝΘ (Modern Monetary Theory – MMT), αδυνατούν να δώσουν επαρκή ανάλυση του προβλήματος ή μια βιώσιμη λύση. Είναι απαραίτητη μια επιστροφή στις ανακαλύψεις της Μαρξικής κριτικής της κλασικής πολιτικής οικονομίας για να έχουμε μια καθαρή οπτική.

Λέξεις κλειδιά: Οικονομική Κρίση, Μίνσκυ, χρόνια στασιμότητα, Σύγχρονη Νομισματική Θεωρία, Μαρξ

Μαύρα σύννεφα καλύπτουν τον παγκόσμιο οικονομικό ορίζοντα, αναγγέλλοντας την άφιξη μιας νέας καταιγίδας. Η αισιοδοξία για μια νέα οικονομική αναθέρμανση που εκφράστηκε στην συνάντηση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός τον Ιανουάριο του 2018 έχει εξανεμιστεί ολοσχερώς. Η Παγκόσμια Έκθεση του ΔΝΤ αναγκάστηκε να αλλάξει προς τα κάτω τις αρχικές προγνώσεις της, προβλέποντας τώρα μια παγκόσμια επιβράδυνση το 2019 και 2020. Ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας, η άνοδος του προστατευτισμού, το μετα-Brexit χάος στην Βρετανία και την Ευρώπη, η επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας και τα γεωπολιτικά ρίσκα παροξύνουν τους φόβους.
Βαθειά απαισιοδοξία κυριαρχεί τώρα, και αγωνία για την απειλή ενός νέου κραχ.
Ο Martin Wolf γράφει στους Financial Times για το “αναπόφευκτο των χρηματοπιστωτικών κρίσεων”1.
Ο Νουριέλ Ρουμπινί, ο φιλελεύθερος οικονομολόγος, ο οποίος έγινε διάσημος ως ένας των ελαχίστων που προειδοποίησαν για την έλευση της παγκόσμιας κρίσης που εξερράγη το 2007-2008, προβλέπει τώρα νέο κραχ και ύφεση σε μερικά χρόνια: “Όταν θα έρθει η επόμενη κρίση και ύφεση πιθανόν να είναι δριμύτερη και πιο παρατεταμένη από την προηγούμενη”.2
Το σημείο καμπής εκδηλώθηκε στο τελευταίο τέταρτο του 2018: μια χρηματοπιστωτική δίνη χτύπησε την Wall Street και ύστερα όλα τα χρηματιστήρια σε Ευρώπη και Ασία, οδηγώντας τα σε μια εντυπωσιακή πτώση. Πυροδοτήθηκε από τους τεχνολογικούς γίγαντες, γνωστούς με τα αρχικά τους ως FAANGs (Facebook, Amazon, Apple, Netflix, Google) – οι ίδιοι που ηγήθηκαν της ανάκαμψης των χρηματιστηρίων την προηγούμενη δεκαετία, μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers στις 15 Σεπτεμβρίου 2008 και την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κατάρρευση και την Τρίτη Μεγάλη Ύφεση που ακολούθησε.
Το χρηματιστήριο των ΗΠΑ βίωσε την χειρότερη κρίση του από την χρηματοπιστωτική κατάρρευση του 2008, βλέποντας μέσα σε μια εβδομάδα να εξανεμίζονται τα κέρδη όλων των προηγούμενων μηνών του 2018 μέχρι εκείνη την στιγμή. Αναβίωσαν οι μνήμες της dot.com οικονομικής φούσκας που εξερράγη το 2001. Ο μύθος μιας Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης, όπου η τεχνολογία πληροφορικής θα λύσει από μόνη της την μετά το 2008 κρίση, δέχθηκε θανάσιμο πλήγμα.3 Η τεχνολογική καινοτομία δεν είναι ανεξάρτητη από το γενικό κοινωνικό οικονομικό πλαίσιο όπου είναι ενσωματωμένη.
Και πριν από το χρηματοπιστωτικό σοκ του Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 2018 ήδη είχε γίνει φανερό ότι όλα τα ετερόδοξα μέτρα που χρησιμοποιήθηκαν από τις κεντρικές τράπεζες στην μετα-Λέμαν Μπράδερς περίοδο για να αναχαιτίσουν την καταστροφή, παρέχοντας ρευστότητα με διάφορα πακέτα κινήτρων, ποσοτική χαλάρωση, πολύ χαμηλά έως αρνητικά επιτόκια, κ.τ.λ., όχι μόνο εξάντλησαν την όποια αποτελεσματικότητά τους αλλά δημιούργησαν επιπλέον νέες κερδοσκοπικές φούσκες, ακόμα πιο γιγαντιαίες από αυτές που εξερράγησαν το 2007-2008 και με ακόμα περισσότερη καταστροφική ισχύ. Η ανεπίλυτη κρίση της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων κατηύθυνε την πλειοψηφία της παρεχόμενης ρευστότητας προς μια υπερκερδοσκοπία στην χρηματοπιστωτική σφαίρα, όχι σε επενδύσεις στην παραγωγή. Οι κερδοσκοπικές φούσκες είχαν γίνει εκ νέου “όπλα μαζικής οικονομικής καταστροφής”.
Ξεκινώντας από την Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα (“Fed”) των ΗΠΑ, η ποσοτική χαλάρωση αναχαιτίστηκε και αντικαταστάθηκε από ποσοτική σύσφιγξη και αύξηση των επιτοκίων.
Αυτή η αναστροφή στη νομισματική πολιτική παρουσιάστηκε στο κοινό και διαφημίστηκε ως μια “επιστροφή στην κανονικότητα”, μετά από μια δεκαετία κρίσης. Την Fed των ΗΠΑ ακολούθησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία το 2018 τερμάτισε το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, αναβάλλοντας για αργότερα μέσα στο 2019 την αύξηση των επιτοκίων. Οι υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες του παγκόσμιου Βορρά ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο. Όμως, το νέο ξέσπασμα της κρίσης και η συρρίκνωση του ρυθμού ανάπτυξης αναστάτωσε και ακύρωσε την αλλαγή στην νομισματική πολιτική.
Το 2018, η Fed των ΗΠΑ αύξησε τα επιτόκιά της τέσσερις φορές, πράγμα που οδήγησε τον Ντόναλντ Τραμπ να κατηγορήσει για την επιβράδυνση της οικονομίας όχι τις αντιφάσεις και αδυναμίες της μέσα στα πλαίσια μιας παγκοσμιοποιημένης καπιταλιστικής οικονομίας, αλλά… τον Robert Powell, το πρόσωπο που ο ίδιος ο Τραμπ είχε διορίσει διευθυντή της Fed. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν η δημαγωγική κριτική αλλά η πραγματικότητα που υποχρέωσε την Fed, ακολουθούμενη από την Τράπεζα της Αγγλίας, την Τράπεζα της Ιαπωνίας, την Τράπεζα της Αυστραλίας και την ΕΚΤ να πάρουν, η μία μετά την άλλη, μια στάση “περιστεράς”, σταματώντας προς ώρας την αύξηση των επιτοκίων.

Απουσία στρατηγικής

Αυτά τα εμπειρικά ζιγκ-ζαγκ στη νομισματική πολιτική ως εργαλείο ελέγχου της ύφεσης φανερώνουν την απουσία μιας συνολικής οικονομικής στρατηγικής και την υποκατάστασή της από τακτικά βήματα κάτω από συγκυριακές πιέσεις. Και οι δύο κύριες στρατηγικές που ανέπτυξε η κυρίαρχη οικονομική επιστήμη για να αποφύγει την επανάληψη του Κραχ του 1929 και της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930 -ο Κεϋνσιανισμός και ο νεοφιλελευθερισμός- κατέληξαν σε μια τεράστια αποτυχία και παγκόσμια κρίση· ο Κεϋνσιανισμός το 1971 με την λήξη της μεταπολεμικής συμφωνίας του Μπρέττον Γουντς, ο νεοφιλελευθερισμός το 2008.
Ο Μάριο Ντράγκι, επικεφαλής της ΕΚΤ, του οποίου η θρυλική δήλωση του καλοκαιριού του 2012 κατά την κρίση της ευρωζώνης, ότι θα κάνει “ό,τιδήποτε χρειαστεί” για να σώσει το ευρώ έγινε προσωρινά αποτελεσματική, το 2019, λίγους μήνες πριν την αποχώρησή του από την θέση του, παραδέχτηκε σε μια δημόσια συνέντευξη Τύπου την αδυναμία του: “βρισκόμαστε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο όπου μπορούμε να κάνουμε μόνο μικρά βήματα”!
Σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, απουσία οποιασδήποτε ορατότητας της πραγματικότητας τριγύρω, μόνο τυφλά βήματα μπορούν να γίνουν.
Είναι μια επανάληψη σε ανώτερο -ή μάλλον κατώτερο- επίπεδο αυτού που είχε ξαναγίνει στις αρχές της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, στην αλησμόνητη συνάντηση όλων των μεγάλων κυρίαρχων οικονομολόγων που συγκλήθηκε από την Βασίλισσα Ελισάβετ του Ηνωμένου Βασιλείου στον απόηχο του φιάσκου της Λέμαν Μπράδερς. Τότε, το 2008, κανείς δεν μπορούσε να απαντήσει την ερώτηση που έθεσε η Βασίλισσα: γιατί όλοι τους -οικονομολόγοι, θινκ τανκ, τραπεζίτες και τράπεζες, ιδρύματα όπως το ΔΝΤ- απέτυχαν πλήρως να αναγνωρίσουν, προβλέψουν ή προειδοποιήσουν για τον ερχομό της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής καταστροφής;4
Όπως τονίσαμε σε άλλη περίσταση, κατά τα διακοσάχρονα της γέννησης του Καρλ Μαρξ το 2018, “Δέκα χρόνια μετά, με πάνω από μια δεκαετία συνεχιζόμενης ανεπίλυτης παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, η οποία τώρα απειλεί τον κόσμο με νέες καταστροφικότερες οικονομικές, πολιτικές και γεωπολιτικές εκρήξεις, το βασιλικό ερώτημα παραμένει αναπάντητο. Η αστική οικονομική επιστήμη όχι μόνο δεν μπορεί να ερμηνεύσει το παρελθόν – την απουσία πρόγνωσης που οδήγησε στην παγκόσμια κρίση του 2007 και την απουσία αναδρομικής κατανόησης των βαθύτερων αιτιών της· δεν μπορεί επίσης να κατανοήσει το παρόν. Δεν μπορεί να αντιληφθεί γιατί η κρίση παραμένει ανεπίλυτη, παρά τα ασυνήθιστα ετερόδοξα μέτρα που πάρθηκαν από κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις – γιγαντιαία πακέτα κινήτρων, ποσοτική χαλάρωση και σχεδόν μηδενικά επιτόκια. Τέλος, αλλά εξ ίσου σημαντικό, δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον, αν και δυσοίωνα σημάδια εμφανίζονται ήδη στον ορίζοντα.”5
Η σχεδόν φαιδρή σκηνή με την Βασίλισσα επαναλήφθηκε σε ακαδημαϊκό επίπεδο σε ένα συνέδριο που διοργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο του Παρισιού-Dauphine, με αφορμή την 50ή επέτειό του, στις 15 Ιανουαρίου 2019. Μεταξύ των προσκεκλημένων ειδικών της κυρίαρχης οικονομικής επιστήμης ήταν τέσσερις βραβευμένοι με το Νόμπελ Οικονομικών στις αρχές του 21ου αιώνα: ο James Heckman (2000), ο Edmund Phelps (2006), ο Lars Hansen (2013) και ο Angus Deaton (2015). Αν και ήταν ανίκανοι να απαντήσουν πώς βλέπουν το μέλλον του επαγγέλματός τους μέσα στα επόμενα 50 χρόνια, όλοι συμφώνησαν ότι “η οικονομική επιστήμη πρέπει να επανεκκινηθεί για να αναλογιστεί τα πάντα από το μηδέν…”6
Ένα επάγγελμα που ισχυρίζεται πως είναι “επιστήμη” και ακολούθως δηλώνει την πλήρη άγνοιά του, παραδεχόμενο ότι χρειάζεται να επανεκκινήσει τα πάντα από το μηδέν, δεν μπορεί να ληφθεί σοβαρά ως επιστήμη.

Εναλλακτικές θεωρίες: Μίνσκυ, “χρόνια στασιμότητα”, Σύγχρονη Νομισματική Θεωρία

Υπήρχαν και υπάρχουν, βέβαια, απόπειρες αποδείξεως του αντιθέτου, προωθώντας διάφορες “θεωρητικές” κατασκευές ως οδηγό πολιτικών αντιμετώπισης της παρούσας κρίσης. Συνήθως παλιές θεωρίες ανακαλούνται από τις “σκιές” ενός ανεπίστρεπτου παρελθόντος.
Έτσι, από την πρώτη φάση της μετά το 2008 κρίσης, η “υπόθεση χρηματοπιστωτικής αστάθειας” του Hyman Minsky έγινε δημοφιλής. Ο Μίνσκυ, πρώην μαθητής της εκδοχής του Oskar Lange του “Σοσιαλισμού της αγοράς”, συντάχθηκε αργότερα με την “θεσμική” σχολή της οικονομικής επιστήμης και την συνδύασε με Κεϋνσιανές ιδέες. Επικεντρώνοντας στην χρηματοπιστωτική σταθεροποίηση, πρότεινε μια σειρά ετερόδοξων μέτρων, όπως την Ποσοτική Χαλάρωση. Η Janet Yellen, πρώην επικεφαλής της Fed των ΗΠΑ μετά τον Ben Bernanke, υποστήριξε ήδη από τον Απρίλιο του 2009 τις “συνταγές του Μίνσκυ” ως μέθοδο εξόδου από την Μεγάλη Ύφεση.7
Όπως γνωρίζουμε δέκα χρόνια μετά, οι “συνταγές του Μίνσκυ” απέτυχαν. Προσέθεσαν καύσιμο στην φωτιά της υπερσυσσώρευσης πλασματικού κεφαλαίου. Αλλά και οι απόπειρες, πρώτα από την Fed των ΗΠΑ και ύστερα από άλλες κεντρικές τράπεζες και την ΕΚΤ, να αναστρέψουν τις πολιτικές Μίνσκυ απεδείχθησαν δηλητήριο μάλλον παρά θεραπεία, επισπεύδοντας την πτώση στην άβυσσο της Ύφεσης.
Μια άλλη θεωρητική κατασκευή αντιμετώπισης της κρίσης, αρκετά δημοφιλής μεταξύ των μετα-Κεϋνσιανών, είναι η υπόθεση της “χρόνιας στασιμότητας”, υποστηριζόμενη από τον πρώην Υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ και τώρα καθηγητή του Χάρβαρντ, Larry Summers. Αναβιώθηκε από το παρελθόν, από την δεκαετία του 1930, όπου αναπτύχθηκε αρχικά από τον μαθητή του Κέυνς Alvin Hansen το 1938 κατά την διάρκεια της (Δεύτερης) Μεγάλης Ύφεσης, όταν το New Deal του Ρούσβελτ είχε εξαντλήσει τελικά την δυναμική του.
Η “χρόνια στασιμότητα” αντιτίθεται στην κυκλική περιοδική ύφεση. Εκφράζει μια μακρόχρονη έως ατέρμονη έλλειψη ανάπτυξης, εξηγούμενη συνήθως από την απουσία ζήτησης, μειώνοντας τα πραγματικά ουδέτερα επιτόκια (τα ουδέτερα επιτόκια εκφράζουν μια ισορροπία μεταξύ ζήτησης και απασχολησιμότητας). Για κάποιους υποστηρικτές της θεωρίας, σήμερα η χρόνια στασιμότητα αντιπροσωπεύει την “νέα κανονικότητα”8.
Σε ένα πρόσφατο άρθρο, οι Larry Summers και Lukasz Rachel παρακολουθούν την πτώση των πραγματικών ουδέτερων επιτοκίων σε όλες τις βιομηχανικά ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες θεωρούμενες ως ένα συνολικό μπλοκ, ξεκινώντας από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 και την διάλυση του Κεϋνσιανού πλαισίου του Μπρέττον Γουντς και με διάρκεια μιας ολόκληρης γενεάς. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, τα επιτόκια θα μπορούσαν να είναι ακόμα χαμηλότερα, δίχως την παρέμβαση των κρατικών ελλειμμάτων και χρεών.9
Έμμεσα και εμπειρικά, η θεωρία της χρόνιας στασιμότητας δεν αντικατοπτρίζει μόνο την μακρόχρονη πτώση των ουδέτερων επιτοκίων, όπως και της ανάπτυξης στα μητροπολιτικά κέντρα του παγκόσμιου καπιταλισμού, αλλά και την ιστορική παρακμή του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. Όντας μέρος του προβλήματος παρά της λύσης του, δεν έχει να προτείνει κάτι για μια έξοδο από την στασιμότητα. Οι Summers και Rachel χρειάστηκε να προτείνουν “κάποιον συνδυασμό μεγαλύτερης ανοχής των ελλειμμάτων στους προϋπολογισμούς, μη συμβατικών νομισματικών πολιτικών και δομικών μέτρων προώθησης ιδιωτικών επενδύσεων και απορρόφησης των ιδιωτικών αποταμιεύσεων”10.
Με άλλα λόγια, περισσότερα ελλείμματα, ποσοτική χαλάρωση και χαμηλά επιτόκια, σε συνδυασμό με “δομικά μέτρα” υπέρ του ιδιωτικού κεφαλαίου, παρατσούκλι για την πασίγνωστη “λιτότητα”, ελαστικότητα της εργασίας, κτλ – όλα δηλαδή τα μέτρα που ήδη εφαρμόστηκαν κατά την περασμένη δεκαετία της κρίσης και εξαθλίωσαν τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, αλλά απέτυχαν να παρέχουν οποιοδήποτε ερέθισμα για βιώσιμη ανάπτυξη.
Η αποτυχία των εφαρμοζόμενων πολιτικών να δώσουν διέξοδο από το τέλμα πρώτα απ’ όλα, οι κοινωνικές καταστροφές και η τερατώδης αύξηση της ανισότητας που έθρεψαν την μαζική λαϊκή οργή στον φτωχοποιημένο πληθυσμό, και τα αλλεπάλληλα κύματα κοινωνικής αντίστασης των εργατών στη μόνιμη δρακόντια “λιτότητα” κατά την περασμένη δεκαετία, παρήγαγαν εκρηκτικές πολιτικές κρίσεις στις περισσότερες χώρες· όχι μόνο της περιφέρειας αλλά και του ίδιου του κέντρου.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ως κέντρο του παγκόσμιου καπιταλισμού, είναι επίσης το κέντρο της οικονομικής και πολιτικής κρίσης του. Εκεί πρόσφατα έγινε δημοφιλής, ειδικά στην αριστερή πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος, και δημοσιοποιήθηκε στην καμπάνια της νεαρής γερουσιαστού Alexandria Ocasio-Cortez η λεγόμενη Σύγχρονη Νομισματική Θεωρία: το ίδιο το Κράτος, θεωρούμενο ως δημιουργός του χρήματος, θα μπορούσε και θα έπρεπε να τυπώνει χρήμα ως μέσο χρηματοδότησης κοινωνικών προνοιακών πολιτικών, όπως το Πράσινο New Deal και το Medicare for All (Παροχές Υγείας για Όλους), που υποστηρίζονται από την νεότερη αμερικανή γερουσιαστή.
Η Σύγχρονη Νομισματική Θεωρία – ΣΝΘ (Modern Monetary Theory – MMT), η οποία πυροδοτεί σήμερα πλήθος έντονων διαμαχών μεταξύ των οικονομολόγων -κυρίαρχων “ορθόδοξων”, ετερόδοξων”, “μετα-Κεϋνσιανών”, νεοφιλελεύθερων, όπως και μεταξύ των Μαρξιστών- δεν είναι τόσο “σύγχρονη” όσο το όνομά της ισχυρίζεται. Οι ρίζες της βρίσκονται στις ιδέες του “Χαρτισμού” (από την λατινική λέξη Charta, Χάρτα) που παρουσιάστηκαν το… 1906, σε ένα βιβλίο του Γερμανού οικονομολόγου Georg Friedriech Knapp. Η θεωρία υποστηρίζει ότι το χρήμα δημιουργήθηκε με την απόπειρα του Κράτους να ελέγξει και κατευθύνει την οικονομική δραστηριότητα, παράγοντας κουπόνια για την συλλογή φόρων και την οικοδόμηση του δημοσίου χρέους.
Σε μια ηγεμονική χώρα όπως οι ΗΠΑ, με ένα νόμισμα, το δολάριο, που είναι το διεθνές αποθεματικό νόμισμα, δεν είναι έκπληξη που εμφανίζονται τέτοιες ψευδαισθήσεις για ένα παντοδύναμο Κράτος, που δημιουργεί χρήμα από το τίποτα, εκ του μηδενός. Η θεωρία, αν και αντιτίθεται στη νεοφιλελεύθερη ποσοτική νομισματική θέση ότι η οικονομική άνθηση και αποτελμάτωση μπορεί να ελεγχθούν με την μαζική παροχή χρήματος, στην πραγματικότητα δεν απέχει πολύ από την φαντασίωση του Milton Friedman για “ χρήμα που ρίχνεται με το ελικόπτερο” και διαμοιράζεται για να πυροδοτήσει επενδύσεις.
Αλλά, ακόμα και στις ΗΠΑ, η ΣΝΘ βρίσκει σκληρούς αντιπάλους. Ο Larry Summers και οι περισσότεροι υποστηρικτές της “χρόνιας στασιμότητας” απορρίπτουν την ΣΝΘ. Ο διευθύνων σύμβουλος της Black Rock, Larry Fink, μιλώντας στο Bloomberg, απεκάλεσε την ΣΝΘ απλώς “σκουπίδια”.11
Η Σύγχρονη Νομισματική Θεωρία, προφανώς, αντιτίθεται πλήρως στην Μαρξική έννοια του χρήματος, που αναδύεται από την γενικευμένη παραγωγή και ανταλλαγή εμπορευμάτων ως η χρηματική μορφή της αξίας, της αποκρυσταλλωμένης αφηρημένης εργασίας, του πήγματος κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας, που παράγεται στην σφαίρα της παραγωγής και εμφανίζεται στην σφαίρα της ανταλλαγής.
Η δημιουργία του χρήματος με μια αυθαίρετη κρατική διαταγή είναι μια ακραία μορφή φετιχισμού του χρήματος, όπως σωστά τονίζει ο Michael Roberts σε μια σειρά άρθρων για την ΣΝΘ στο μπλογκ12 του. Είναι μια ιδεολογική κατασκευή προερχόμενη από τον φετιχισμό των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και την απόκρυψη της φύσης τους ως σχέσεων εκμετάλλευσης της ζωντανής εργασίας και απομύζησης της υπερεργασίας από το κεφάλαιο με την κοινωνική μορφή της υπεραξίας.
Αλλά αυτός ο φετιχισμός της χρηματικής μορφής δεν είναι ιδιάζον χαρακτηριστικό της ΣΝΘ. Είναι κοινός τόπος όλων των ανταγωνιζομένων θεωριών στην κυρίαρχη οικονομική επιστήμη. Η αποτυχία τους εκδηλώνεται και πάλι κατά την τρέχουσα παγκόσμια κρίση τόσο από την αποτυχία των εξαιρετικών “ετερόδοξων” νομισματικών πολιτικών που εφαρμόστηκαν μετά το 2008, όσο και από την πρόσφατη αποτυχία της απόπειρας αναστροφής αυτών των νομισματικών πολιτικών και μια νέα “μη επιθετική” στάση στην πολιτική των επιτοκίων λόγω του φόβου ότι η καπιταλιστική οικονομία είναι στο χείλος του γκρεμού, της πτώσης σε ένα νέο κύκλο της κολάσεως, ένα νέο γύρο οικονομικών και πολιτικών αναταράξεων μέσα στην Τρίτη Μεγάλη Ύφεση.
Ο Μαρξ ορθώς τόνισε στην κριτική του στις φαντασιώσεις του Προυντόν σχετικά με το χρήμα ως θαυματουργή λύση του κοινωνικού προβλήματος, ότι καμμία χειραγώγηση των εργαλείων κυκλοφορίας δεν μπορεί να επιλύσει τις αντιφάσεις που είναι ενσωματωμένες και κινούν την σφαίρα της παραγωγής. Όπως προειδοποίησε στα Χειρόγραφα του 1857-58 /Grundrisse: “το δόγμα που προτείνει κυκλοφοριακά κόλπα ως μέσο αποφυγής, από την μια, του βίαιου χαρακτήρα αυτών των κοινωνικών αλλαγών και, από την άλλη, ως μέσο εμφάνισης αυτών των αλλαγών όχι ως προϋπόθεση αλλά ως σταδιακό αποτέλεσμα αυτών των μεταλλαγών”13 δεν μπορεί παρά να αποτυγχάνει οικτρά, ερχόμενο σε σύγκρουση με την ίδια την αντικειμενική πραγματικότητα.

Ο παγκόσμιος καπιταλισμός συγκρούεται με τα ιστορικά του όρια. Το αδιέξοδο αυτό αντικατοπτρίζεται στις συνεχείς αποτυχίες και την αποσύνθεση της αστικής οικονομικής επιστήμης. Τονίζουμε ξανά: “η αποτυχία της αστικής οικονομικής επιστήμης αναπαριστά ένα στρατηγικό αδιέξοδο για τον καπιταλισμό· αυτό που ονομάσαμε θανάσιμη αγωνία του homo economicus – δηλαδή, του μεθοδολογικού ατομικισμού της αστικής πολιτικής οικονομίας. Για να το θέσουμε απλά – η καπιταλιστική τάξη έχει εξαντλήσει τις στρατηγικές οικονομικές εναλλακτικές της. Έτσι, βλέπουμε την στροφή προς την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα και τον πόλεμο.”14

Η μόνη έξοδος από το ιστορικό αδιέξοδο είναι μέσω ενός άλματος πέρα από το καταρρέον σύστημα, με μια σοσιαλιστική έξοδο από την παγκόσμια κρίση. Εκατό χρόνια μετά την δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ δεν έχει υπάρξει πιο επίκαιρη και επείγουσα εναλλακτική από αυτήν που έθεσε η ίδια: Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα!
Μάρτιος 2019
Επιμέλεια Marios V.