H MAXH THΣ KOKKINIAΣ
73 χρόνια
του Δημήτρη Kουσουρή
Α΄ Μέρος
[ H εκδήλωση, στο Mουσείο της Mάντρας του Mπλόκου της Kοκκινιάς, το βράδυ της Δευτέρας 6 Mαρτίου, ήταν πολύ δυνατή και συγκινησιακά φορτισμένη.
Όλα ήταν φορτισμένα από την ιστορία. Το ίδιο το Μνημείο, η Μάντρα του Μπλόκου, όπου κάτω από το δάπεδο και το χώμα υπάρχει ακόμα το αίμα των εκτελεσμένων -από τους Γερμανούς και Έλληνες ναζί- κομμουνιστών. Ο εσωτερικός χώρος με τις φωτογραφίες των εκτελεσμένων, τη φωτογραφία της Διστομίτισσας μαυροφορεμένης γυναίκας, το πορτρέτο του Άρη Βελουχιώτη. Το πλήθος των ανθρώπων που ξεχείλιζαν το χώρο του Μουσείου – ο χώρος αποδείχθηκε μικρός. Άνθρωποι μεγάλοι, που έχουν βιώσει απ‘ τα παιδικά τους την ιστορία, που δεν ξεχνούν, δεν θέλουν να ξεχάσουν· άνθρωποι νεότεροι που έχουν ακούσει, έχουν διαβάσει, που μαθαίνουν.
Αλλά και ο ίδιος ο ομιλητής, ο ιστορικός και σύντροφος Δημήτρης Kουσουρής, που παρά τη νεότητά του, είναι ένα εμβληματικό πρόσωπο της πρόσφατης ιστορίας, αφού υπήρξε ένα από τα πρώτα θύματα της δολοφονικής δράσης των ναζιστών της Xρυσής Aυγής το 1998 – ευτυχώς διεσώθη. Tώρα ο Δ. Kουσουρής διδάσκει ιστορία στο πανεπιστήμιο της Bιέννης, ενώ έχει συγγράψει ένα σημαντικό βιβλίο με τίτλο «Δίκες των Δοσιλόγων 1944 – 1949» (εκδ. Πόλις).
H εκδήλωση με θέμα «H Kατοχή στον Πειραιά: Δωσιλογισμός, Διώξεις, Mπλόκα» οργανώθηκε από το Mνημείο Mάντρα Mπλόκου της Kοκκινιάς και το Mουσείο Eθνικής Aντίστασης του Δήμου Nικαίας – Pέντη, παρουσία και του δημάρχου Γ. Iωακειμίδη. Σύντομες εισηγήσεις έκαναν η Eιρήνη Pηνιώτη, υπεύθυνη του Mνημείου της Mάντρας του Mπλόκου και ο Aλέξανδρος Στεφανίδης, υπεύθυνος του Mουσείου Eθνικής Aντίστασης, ενώ προβλήθηκε απόσπασμα της ταινίας του Άδωνι Kύρου Tο Mπλόκο.
Θ. K. ]
Eίναι τιμή μου να βρίσκομαι εδώ, για πολλούς λόγους.
Πρώτα και κύρια βιωματικούς: γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πειραιά, στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, όταν οι μνήμες του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, της Κατοχής και της Αντίστασης ήταν ζωντανές και πανταχού παρούσες. Οι εκδηλώσεις μνήμης για το μπλόκο της Κοκκινιάς ήταν από τις πρώτες δημόσιες εκδηλώσεις μνήμης που έζησα σαν παιδί· κι αργότερα, για κάποια χρόνια, ως έφηβος και φέρελπις σκακιστής, το τουρνουά του ΟΦΟΝ, κάθε Αύγουστο, αποτελούσε για μένα σταθερή αξία – και αγαπημένη.
Ήταν λοιπόν τιμή για μένα να ανταποκριθώ στην προσκληση, για να μιλήσω εδώ σήμερα με το ένα πόδι ως κοινωνός αυτής της μνήμης και με το άλλο ως ιστορικός, όχι μόνο με το ένα ή με το άλλο, γιατί η ιστορία, καθώς λένε, είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την εμπιστευτεί κανείς αποκλειστικά στους επαγγελματίες ιστορικούς, και η μνήμη, εξαιρετικά δημιουργική και εύπλαστη για να την εμπιστευτεί κανείς χωρίς να καταφύγει στα τεκμήρια των αρχείων.
Στην εποχή μας, εποχή των alternative facts (εναλλακτικών γεγονότων), ακόμα και το παρόν και η αλήθεια του κινδυνεύουν, πόσο μάλλον το παρελθόν. Γι’ αυτό, ανάγκη και καθήκον είναι να επιστρέψουμε με σεβασμό και ευθύνη στη μνήμη της Κοκκινιάς, της μάχης και του Mπλόκου.
Aυτές είναι κορυφαίες και εμβληματικές στιγμές της ιστορίας μιας προσφυγικής παραγκούπολης, της Κοκκινιάς, που στέγασε χιλιάδες ψυχές με τον ερχομό των προσφύγων. Οι λιγότεροι από αυτούς, όσοι διέθεταν κεφάλαια και διασυνδέσεις με το κράτος ή τις οικονομικές ελίτ της εποχής, ενσωματώθηκαν στη νέα τους πατρίδα χωρίς πολλές εντάσεις ή δυσκολίες. Η μεγάλη πλειοψηφία, όμως, έγιναν προλετάριοι κι ένωσαν τη μοίρα τους με εκείνη των ναυτεργατών και των λιμενεργατών της πόλης, των εργατών στην ταπητουργία, την κλωστοϋφαντουργία, την υαλουργία, τα καπνεργοστάσια, τα σιδηρουργεία, τα Λιπάσματα, τα τσιμεντάδικα, τα βυρσοδεψεία, τα λατομεία, τα διυλιστήρια, τα συνεργεία γύρω από το λιμάνι, που αποτέλεσαν κόμβο κι επίκεντρο της (όποιας) εγχώριας βιομηχανικής ανάπτυξης του Μεσοπολέμου και συνδέθηκαν άρρηκτα με την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Aπό τη ματωμένη απεργία του Αυγούστου του 1923 στο Πασαλιμάνι, μέχρι τις μαζικές απεργίες, διαδηλώσεις και τις οδομαχίες με την αστυνομία το Μάη του 1936, σε σύνδεση και αλληλεγγύη με τη μεγάλη απεργία της Θεσσαλονίκης. Αυτός ο κόσμος δημιουργήθηκε και σφυρηλατήθηκε βήμα-βήμα, τόσο στις καθημερινές στιγμές όσο και στις στιγμές της κορύφωσης του αγώνα, στις μάχες για μεροκάματα, συνθήκες δουλειάς, για τη θέση και τις αμοιβές των γυναικών, χαμηλά ενοίκια, ύδρευση, αποχέτευση, στα δύσκολα χρόνια του Μεσοπολέμου.
Όλα αυτά, είναι στοιχεία μιας τοπικής ταυτότητας αλλά και της ευρύτερης ιστορίας του εργατικού κινήματος και της ανάπτυξης του σύγχρονου νεοελληνικού κράτους. Αντίστοιχα, η μάχη της Κοκκινιάς και το Mπλόκο, το Μάρτη και τον Αύγουστο του 1944, δεν ήταν μεμονωμένα επεισόδια, αλλά κορυφαίες μάχες του κινήματος της αντίστασης ενάντια στη Κατοχή από τις δυνάμεις του φασιστικού Άξονα και στους ντόπιους συνεργάτες τους.
Ήδη με την αυτονόμηση του Δήμου στα μέσα της δεκαετίας του 1930 και τη μετονομασία του στις παραμονές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η Κοκκινιά είχε γίνει μέσα σε λίγα χρόνια ο τρίτος μεγαλύτερος δήμος της περιοχής της πρωτεύουσας, με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση εργατικού πληθυσμού στη χώρα. Σε αυτή τη βάση, μέσα στα πρώτα χρόνια της Κατοχής, από το λιμό του χειμώνα 1941-42 μέχρι τα μέσα του 1943, η πόλη είχε μετεξελιχθεί σε προπύργιο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, της μακράν μαζικότερης και μαχητικότερης οργάνωσης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ενώνοντας τη μοίρα της όχι απλά με την εθνική ιστορία αλλά και την παγκόσμια ιστορία, ως προπύργιο της μάχης των λαών ενάντια στο φασισμό που στα πρώτα χρόνια του πολέμου φάνταζε ανίκητος, έχοντας κατακτήσει και καθυποτάξει πρακτικά ολόκληρη την Ευρώπη.
Στη χώρα μας, έγινε φανερό καθαρότερα και νωρίτερα από οπουδήποτε αλλού πως η εμπειρία και η μνήμη του αγώνα ενάντια στο φασισμό ήταν επικίνδυνες, αφού, καθώς προειδοποιούσε ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης ήδη το 1945, εν μέσω των πανηγυρισμών για το τέλος του Πολέμου και την ήττα του φασισμού, «ο Πόλεμος δεν τελείωσε, γιατί κανένας πόλεμος δεν τελείωσε ποτέ».
Η Κοκκινιά αποτέλεσε εξαρχής μια ηρωική, μαρτυρική, όσο και άβολη μνήμη γιατί αποτυπώνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τον ταξικό χαρακτήρα αυτού του αγώνα, τη βαθιά διαίρεση της ελληνικής κοινωνίας που δε χώραγε εύκολα στις επίσημες πατριωτικές ιστορίες για το τι συνέβη στον πόλεμο και την Κατοχή, ιστορίες που φτιάχτηκαν ευθύς εξαρχής με στόχο να αμβλύνουν ή να εξαφανίσουν αυτές τις αντιθέσεις προς όφελος ενός ενωτικού αφηγήματος, αποσιωπώντας ή και παραμορφώνοντας εν ανάγκη την ίδια την εμπειρία. Η πιο εξωφρενική και απροκάλυπτη παραμόρφωση σαφώς εκδηλώθηκε κατά τη δικτατορία 1967-74, όταν, υπό την αρχή του διορισμένου δημάρχου -και ανηψιού του δήμιου της Κοκκινιάς, του αντισυνταγματάρχη Ι. Πλυτζανόπουλου διοικητή του Α’ Τάγματος Ευζώνων (Τάγμα ασφαλείας ή γερμανοτσολιάδες για να συνεννοούμαστε)- η επιγραφή που αναρτήθηκε στο χώρο της θυσίας μετέτρεπε τους ήρωες σε προδότες και τους θύτες σε θύματα αναφέροντας πως:
«Προδόται και μασκοφόροι κομμουνισταί, και εαμίται, ελασίται, παρέδωσαν εις τους βαρβάρους κατακτητάς την 17ην Αυγούστου 1944, αγνούς πατριώτας αγωνιστάς της Εθνικής Αντίστασης, τέκνα ηρωικά της Νίκαιας, οι οποίοι και εξετελέσθησαν εις τον χώρον τούτον».
Αν και επρόκειτο για την πιο ακραία διαστρέβλωση της ιστορίας, αυτή η παραμόρφωση δεν ήταν η μόνη που υπέστη η μνήμη της μάχης και του Mπλόκου στα 73 χρόνια που μας χωρίζουν από τα γεγονότα, από εχθρούς αλλά, και με άλλους όρους, από φίλους, από τους κληρονόμους της θυσίας των ηρωικών Κοκκινιωτών. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές από αυτές, αποτυπώνεται και στην ταινία του Κύρου, αποσπάσματα της οποίας μόλις παρακολουθήσαμε. Η ταινία, εξιστορεί με δύναμη και αμεσότητα τα γεγονότα του Μπλόκου, αναδεικνύοντας την πολιτική ηθική της αντίστασης ως διαχρονικό παράδειγμα και ανάγκη για τη μάχη των ανθρώπων ενάντια σε κάθε μορφή εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Ο Κύρου προειδοποιεί ταυτόχρονα πως κανείς δεν μπορεί να μείνει αμέτοχος, όσο και αν το επιθυμεί, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει τη δυνατότα των απλών και καθημερινών ανθρώπων να επέμβουν και να επηρεάσουν τον ρου της ιστορίας. Η εξιστόρηση των γεγονότων, που στηρίχθηκε σε μαρτυρίες των ντόπιων, οι οποίοι συμμετείχαν εξάλλου ενεργά και στην ίδια την ταινία, για τους οποίους η μνήμη ήταν ακόμα σχετικά νωπή είναι εξαιρετικά ακριβής. Mε την εξαίρεση, βέβαια, μιας μικρής αλλά σημαντικής λεπτομέρειας: στην ταινία το μπλόκο φαίνεται να πραγματοποιείται από γερμανικές δυνάμεις, σχεδόν αμιγώς, με τη συμμετοχή Eλλήνων συνεργατών τους σε βοηθητικούς ρόλους, όπως αυτό του κουκουλοφόρου καταδότη ή του μεταφραστή. Στην πραγματικότητα, η συντριπτική πλειοψηφία των δυνάμεων που επιχείρησαν τη 17η Αυγούστου 1944, όπως και στη μάχη του Μαρτίου, ήταν ελληνικές, αποτελούμενες από τα τοπικά Τάγματα Ασφαλείας, τις δυνάμεις της Ειδικής Ασφάλειας και το μηχανοκίνητο τμήμα του Μπουραντά, με τις γερμανικές δυνάμεις της SD σε βοηθητικό ή επιτελικό ρόλο.
Θα προσπαθήσω να ανιχνεύσω τα κίνητρα και τις αιτίες αυτής της φαινομενικά παράδοξης αποσιώπησης, περιγράφοντας παράλληλα το πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελίχθηκαν τα γεγονότα.
Πρώτα απ’ όλα οφείλω να σταθώ στην ιδιαιτερότητα της ελληνικής εμπειρίας του πολέμου σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες που βρέθηκαν κάτω από τη φασιστική μπότα. Σε αντίστιξη με τις περισσότερες χώρες, όπου τα κινήματα της αντίστασης περιλάμβαναν κυρίως (αν όχι αποκλειστικά) δίκτυα κατασκοπείας και πληροφοριών για λογαριασμό των Συμμάχων καθώς και ολιγάριθμες ομάδες που πραγματοποιούσαν σαμποτάζ στις υποδομές του εχθρού, στην Ελλάδα, μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ, η αντίσταση έλαβε από πολύ νωρίς μαζική διάσταση, στις πόλεις και στην ύπαιθρο -με μοναδική ίσως αναλογία την εμπειρία της γειτονικής Γιουγκοσλαβίας. Αυτή η εξέλιξη ξεκίνησε με τη δράση της Εθνικής Αλληλεγγύης για τη διάσωση του φτωχού λαού από την πείνα το χειμώνα του 1941-1942. H συντριπτική πλειοψηφία των θυμάτων στις φτωχογειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά, αναδείκνυε με τον πιο τραγικό τρόπο τον ταξικό χαρακτήρα της ζωής και του θανάτου των ανθρώπων, που συζητήθηκε ξανά πρόσφατα με αφορμή ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Έτσι, η αντίσταση γρήγορα γιγαντώθηκε με την ανάπτυξη εργατικών και υπαλληλικών σωματείων και την κήρυξη απεργιών από την άνοιξη του 1942 κιόλας, με οικονομικά ή αργότερα με πολιτικά αιτήματα, ενάντια στην πολιτική επιστράτευση που επιχείρησε να κηρύξει η δοσιλογική κυβέρνηση το Μάρτη του 1943. H Κοκκινιά, όπως και οι άλλες προσφυγομάνες γειτονιές σαν την Καισαριανή ή την Καλαμαριά στη Θεσσαλονίκη, μετατράπηκαν γρήγορα σε προπύργια της μάχης ενάντια στη φασιστική Κατοχή και την ανελέητη εκμετάλλευση.
Εν τω μεταξύ, με την ανάπτυξη του ΕΛΑΣ στις περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας στην ύπαιθρο, που αυτονομούνταν από τον έλεγχο του δοσιλογικού κράτους της Αθήνας, σταδιακά είχαν διαμορφωθεί δύο εθνικές επικράτειες, δύο παράλληλες οικονομίες, δυο διακριτά πεδία νομιμότητας και δυο αντιτιθέμενοι κρατικοί μηχανισμοί. Ο Μάρτης του 1944, σηματοδοτούσε μια αποφασιστική καμπή σε αυτήν την εξέλιξη, καθώς, έχοντας διοργανώσει εκλογές με τη συμμετοχή 1,5 έως 2 εκατομμυρίων κόσμου, το ΕΑΜ συγκροτούσε την ίδια στιγμή στις Κορυσχάδες της Ευρυτανίας μια Εθνοσυνέλευση και την ΠΕΕΑ – την κυβέρνηση του βουνού. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας και καθώς η σοβιετική αντεπίθεση ξεδιπλωνόταν ολοένα και πιο σθεναρά στο ανατολικό Μέτωπο, το τέλος του πολέμου και της κατοχής έμοιαζε πια κοντά και οι πολιτικές δυάμεις, ένθεν κακείθεν, έπαιρναν θέση για την τελική αναμέτρηση. Οι εγχώριοι αντικομμουνιστές, που μέχρι το 1943 χωρίζονταν σε γερμανόφιλους και αγγλόφιλους, μοναρχικούς ή φιλελεύθερους σε διάφορες παραλλαγές, είχαν πλέον αρχίσει με αυξανόμενη ταχύτητα να ξεπερνούν τις διαφορές τους και να συμπτύσσουν κοινό μέτωπο ενάντια στο ΕΑΜ. Έτσι είδαμε σύσσωμες τις διάφορες δυνάμεις του κράτους να συνεργάζονται στη μάχη και το Mπλόκο, ενσωματώνοντας σταδιακά στις γραμμές τους και τους αγγλόφιλους, όπως την οργάνωση Χ και άλλες εθνικιστικές και συντηρητικές οργανώσεις.
Ως σύνορο και χώρος διεκδίκησης δύο παράλληλων επικρατειών και οικονομιών, η περιοχή του Πειραιά είχε γίνει κέντρο της ελασίτικης δραστηριότητας από το 1943 και μετά. Ιδιαίτερα μετά τον βομβαρδισμό του Πειραιά από τους Συμμάχους στις 11 Ιανουαρίου 1944, που προκάλεσε πολλές εκατοντάδες νεκρούς και χιλιάδες πρόσφυγες καταστρέφοντας ολοκληρωτικά ολόκληρα κομμάτια το κεντρικού Πειραιά και του λιμανιού, το κέντρο επιχειρήσεων, οι οπλαποθήκες και τα εφόδια του ΕΛΑΣ Πειραιά μεταφέρθηκαν στην Κοκκινιά, όπου όχι μόνο διέθεταν την πιο στέρεα και μαζική οργάνωση αλλά και μπορούσαν να υπερασπιστούν καλύτερα, με βάση τη διαμόρφωση του χώρου, από πιθανές εισβολές.
Με αυτήν την έννοια, η μάχη και το Mπλόκο της Κοκκινιάς σηματοδοτούν αντίστοιχα την αρχή και την κορύφωση μιας ανελέητης και αιματηρής εσωτερικής μάχης ανάμεσα στις δυνάμεις του κατοχικού κράτους που αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους ως δυνάμεις καταστολής μιας κοινωνικής επανάστασης που είχε ξεσπάσει στη χώρα και τις δυνάμεις του ΕΑΜ, που αντιλαμβάνονταν με τη σειρά τους τον εαυτό τους ως φορείς εθνικής απελευθέρωσης αλλά και μιας ριζικής κοινωνικής και πολιτικής μεταβολής. Όπως έχει παρατηρηθεί από πολλούς, οι στόχοι του ΕΑΜ ήταν κάπως αόριστοι μεν, στο βαθμό που το πρόγραμμα της Λαοκρατίας, συμπεριλάμβανε τη διεκδίκηση εκσυγχρονισμού των παραγωγικών δομών της χώρας και χειραφέτησης του πολιτικού συστήματος από το παλάτι, τις στρατιωτικές, πολιτικές και οικονομικές ελίτ του παλαιού καθεστώτος -πρόγραμμα πιο γενικόλογο και από εκείνο του ΕΔΕΣ, που πάλευε προγραμματικά για το «δημοκρατικό σοσιαλισμό»- ωστόσο στην πράξη στους καθημερινούς αγώνες και τις διεκδικήσεις στην πόλη και την ύπαιθρο, ήταν σε θέση να ανατρέπει τις παραδοσιακές κοινωνικές ιεραρχίες και να εγκαθιδρύει δημοκρατικές δομές με συμμετοχή και έλεγχο της εργαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας.
Ας έρθω λοιπόν τώρα, εν συντομία, στα ίδια τα γεγονότα της μάχης της Kοκκινιάς.
Η μάχη δεν κρατησε μία αλλά πέντε ημέρες. Τα γεγονότα ξεκίνησαν στις 4 Μάρτη με συνδυασμένη διμέτωπη επίθεση χωροφυλάκων και ταγματασφαλιτών από την περιοχή του Τρίτου Νεκροταφείου και τα Μανιάτικα, οι οποίες ωστόσο αναχαιτίστηκαν από τις δυνάμεις του 3ου τάγματος ΕΛΑΣ Κοκκινιάς. Την επόμενη μέρα, Κυριακή, διοργανώνεται μεγάλο συλλαλητήριο ενάντια στην τρομοκρατία, κατά τη διάρκεια του οποίου επιχειρείται δεύτερη πανομοιότυπη επίθεση, η οποία αποκρούεται και πάλι, αυτή τη φορά με περισσότερα θύματα μεταξύ των αμυνόμενων. Η επίθεση επαναλαμβάνεται την επόμενη, μέρα πανεργατικής απεργίας και διαδήλωσης στον Πειραιά, αποτυγχάνει όμως και πάλι. Την Τρίτη 7 και την Τετάρτη 8 Μαρτίου οι δυνάμεις των Ταγμάτων επιστρέφουν, αυτή τη φορά με γερμανικές ενισχύσεις που φέρουν βαρύ οπλισμό και καταφέρνουν, σε συνδυασμό με την εξάντληση των πυρομαχικών του ΕΛΑΣ, να διεισδύσουν μέχρι το Περιβολάκι, να πραγματοποιήσουν συλλήψεις και εκτελέσεις επί τόπου, και να φύγουν με 300 ομήρους, 37 από τους οποίους εκτελέστηκαν την επόμενη στα νταμάρια.
Η μάχη της Κοκκινιάς έχει χαρακτηριστεί πρόσφατα από τους ερευνητές ως μια πρώτη, ημιαποτυχημένη ή ημιεπιτυχημένη απόπειρα μπλόκου στην περιοχή της πρωτεύουσας (ανάλογα με το πως βλέπει κανείς το ποτήρι μισογεμάτο ή μισοάδειο), η πρώτη από μια σειρά εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στις λαϊκές προσφυγογειτονιές που αποτελούσαν τα προπύργια του ΕΛΑΣ (Καισαριανή, Καλλιθέα – Νέα Σμύρνη, Καλογρέζα μεταξύ άλλων). Aυτές οι επιχειρήσεις αναπτύχθηκαν με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση όσο πλησίαζε η απελευθέρωση, και με ολοένα και μικρότερη συμμετοχή των γερμανικών δυνάμεων που είχαν ήδη αρχίσει την αναδίπλωση για την οριστική αποχώρησή τους το Σεπτέμβριο – Οκτώβριο. Στόχο τους είχαν την οχύρωση του κέντρου της πρωτεύουσας από πιθανή απόπειρα κατάληψης κεντρικών κυβερνητικών κτηρίων από τις δυνάμεις του ΕΑΜ.
(στο επόμενο φύλλο το 2ο μέρος)