Μια ιστορία από το Βορρά που ρίχνει φως στην εκτίναξη των τιμών ενέργειας (και) στη Μεσογειακή Ελλάδα.
του Pertti Honkanen
Η εταιρία Φόρτουμ (Fortum) είναι μια από τις μεγαλύτερες εταιρίες [της Φινλανδίας] που είχε επικεντρωθεί στις αγορές του ρωσικού φυσικού αερίου. Κατά τη δεκαετία του 1990, στην προσπάθεια “απελευθέρωσης” των αγορών ενέργειας, στα πλαίσια του νεοφιλελεύθερου πνεύματος που επικρατούσε, έγιναν μεγάλης κλίμακας ιδιωτικοποιήσεις εταιριών κρατικής ιδιοκτησίας. Τότε, λέξεις-κλειδιά ήταν ο ελεύθερος ανταγωνισμός, η ηγετική θέση στην αγορά, η ελευθερία κινήσεων των κεφαλαίων. Το 1995 θεσπίστηκε νόμος που αφορούσε στην αγορά ενέργειας. Ο νόμος αυτός αφαιρούσε τις κρατικές ρυθμίσεις και σκοπό είχε να προετοιμάσει την ενοποίηση σκανδιναβικών κεφαλαίων στην προοπτική ανοίγματος στην ευρωπαϊκή αγορά. Μία από τις αλλαγές ήταν ότι για την πώληση ηλεκτρικής ενέργειας δε χρειάζεται πλέον κανενός είδους άδεια. Έτσι ενώ παλαιότερα η πώληση ήταν τοπική και η ιδιοκτησία των εταιριών ήταν δημοτική, έκτοτε ανοίχτηκε ο ανταγωνισμός σε πανεθνικό και λίγο μετά σε πανσκανδιναβικό επίπεδο. Το δίκτυο μεταφοράς ενέργειας διαχωρίστηκε από την παραγωγή. Η μεταφορά ενέργειας εξακολουθούσε να χρειάζεται άδεια, η παραγωγή και η πώλησή της όχι.
Υποσχέσεις για χαμηλότερα τιμολόγια
Στο αιτιολογικό του νομοσχεδίου υπήρχαν υποσχέσεις για τα θετικά του αποτελέσματα. Π.χ., ο ανταγωνισμός των τοπικών πωλητών ηλεκτρικής ενέργειας με τους χονδρεμπόρους, θα έφερνε μείωση των τιμολογίων. Παρ’ όλο που αυτό θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στο επίπεδο των δασμών, ωστόσο, έγινε δεκτό. Σε ορισμένες περιπτώσεις η τιμή που καταβάλλουν οι απλοί καταναλωτές μπορούσε να αυξηθεί εάν τα οικιακά τιμολόγια που επιδοτούνταν μέχρι τότε, χρεώνοντας από τις εταιρείες με τιμή υψηλότερη από την τιμή της αγοράς.
Η Φινλανδία έγινε μέλος της ΕΕ το 1995. Το 1996, τέθηκε σε ισχύ η ντιρεκτίβα για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Η ετήσια έκθεση της εταιρίας Fortum για το 1998 αναφέρει: «Η οδηγία για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας που εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση το 1996 ήταν το πρώτο σημαντικό βήμα που έγινε σε ολόκληρη την Ευρώπη στην προσπάθεια δημιουργίας μιας ανοιχτής και ανταγωνιστικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Η οδηγία άνοιξε την αγορά από τον Φεβρουάριο του 1999, οπότε τα κράτη μέλη έπρεπε να απελευθερώσουν τουλάχιστον το ένα τέταρτο της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας».
Στη δεκαετία του 1990, η ιδιωτικοποίηση και η είσοδος κρατικών εταιρειών στο χρηματιστήριο προχώρησε με μεγάλα βήματα. Η Neste Oy μπήκε στο χρηματιστήριο τον Νοέμβριο του 1995. Το 1998, η Neste Oy και η Imatran Voima Oy, που ήταν μέχρι τότε κρατικές εταιρείες, συγχωνεύτηκαν σε μια εταιρεία χρηματιστηρίου, τη Fortum. Η απόφαση αυτή τεκμηριώθηκε με τις αιτιολογήσεις του συμπληρωματικού προϋπολογισμού της κυβέρνησης Lipponen ως εξής: «Το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσισε στις 5 Ιανουαρίου 1998 να ιδρύσει εταιρεία χαρτοφυλακίου ενεργειακού τομέα. Η ίδρυση ενός νέου ενεργειακού ομίλου εγγυάται αρκετά ισχυρές συνθήκες για την κάλυψη των στόχων της ενεργειακής στρατηγικής της χώρας μας και των προκλήσεων και ανάπτυξης των αναδυόμενων αγορών ενέργειας στις σκανδιναβικές και ευρωπαϊκές αγορές. Με τη νέα συμφωνία εταιρείας χαρτοφυλακίου, θα δημιουργηθεί ένας ανταγωνιστικός σκανδιναβικός ενεργειακός όμιλος επικεντρωμένος στις ενεργειακές δραστηριότητες, ο οποίος έχει καλές συνθήκες για την ανάπτυξη των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων σε όλη την περιοχή της Βαλτικής».
Μετά από λίγα χρόνια όμως, το 2005, η επιχείρηση πετρελαίου και ηλεκτρικής ενέργειας χωρίστηκε σε δύο διαφορετικές χρηματιστηριακές εταιρείες. Η επιχείρηση ηλεκτρικής ενέργειας συνεχισε να χρησιμοποιεί το όνομα Fortum και η επιχείρηση με βάση το πετρέλαιο να έχει την επωνυμία Neste Oil. Σε αυτό το σημείο, μπορεί να ειπωθεί ότι η παλιά Imatran Voima μετατράπηκε στη χρηματιστηριακή Fortum. Στη δεκαετία του 1990 έχει επίσης τις ρίζες της η ανταλλαγή ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ Σκανδιναβών. Στην αρχή ήταν μόνο μια εταιρεία που λειτουργούσε στη Νορβηγία, αλλά το 1996 ιδρύθηκε η Νορβηγο-Σουηδική εταιρεία ανταλλαγής ηλεκτρικής ενέργειας Nord Pool ASA. Το 1998, η Φινλανδία εντάχθηκε στις δραστηριότητες της εταιρείας και το 2000, έκανε το ίδιο και η Δανία. Στην αλλαγή της χιλιετίας, η πώληση ηλεκτρικής ενέργειας ξεκινά με τιμές spot που ποικίλλουν από μέρα σε μέρα και από ώρα σε ώρα.
Τη δεκαετία του 1990 έγιναν σημαντικά γεγονότα που περιλαμβάνουν την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και τη μετάβαση της Ρωσίας σε μια «οικονομία της αγοράς» μέσω δραστικών ιδιωτικοποιήσεων. Εκεί, ξαφνικά, οι πλούσιοι δισεκατομμυριούχοι, οι λεγόμενοι ολιγάρχες, απέκτησαν κυρίαρχη θέση. Οι δυτικοί επενδυτές έστρεψαν τα μάτια τους στη Ρωσία, όπου άνοιξαν νέες ευκαιρίες πλουτισμού. Και αφού οι κινήσεις κεφαλαίων προς τρίτες χώρες ήταν εντελώς ελεύθερες σύμφωνα με τους κανονισμούς της ΕΕ, δεν υπήρχαν πλέον εμπόδια. Αυτό είναι κάτι που είναι ακόμα πιο ελκυστικό για όσους είχαν χρήματα να επενδύσουν.
Ο ανταγωνισμός φέρνει τις «τιμές στο σωστό επίπεδο»
Στο γύρισμα του 21ου αιώνα, οι δραστηριότητες της Fortum επεκτάθηκαν στις σκανδιναβικές αγορές ενέργειας και, επίσης, στη Ρωσία. Στην έκθεση του 2005, η εταιρεία αναφέρεται στην απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία «αφετηρία είναι το ότι ο πραγματικός ανταγωνισμός θα θέσει τις τιμές στο σωστό επίπεδο, έτσι ώστε οι καταναλωτές να επωφεληθούν και από τον ανταγωνισμό». Στην ίδια έκθεση αναφέρεται ότι «το 2005, η Fortum ήταν ακόμη ο μόνος ξένος στρατηγικός επενδυτής στη ρωσική αγορά ενέργειας». Το 2014, η Fortum παραιτήθηκε από τα δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας στη Φινλανδία και τη Σουηδία, γεμίζοντας τα ταμεία της με τρία δισεκατομμύρια ευρώ περίπου. Στη Φινλανδία, περισσότεροι από 700.000 πελάτες μεταπήδησαν στην Caruna, η οποία σήμερα είναι ιδιοκτησία της αμερικανικής εταιρείας ιδιωτικών κεφαλαίων KKR και του Ταμείου Συντάξεων Καθηγητών του Οντάριο. Οι αρχικοί ιδιοκτήτες της ήταν η αυστραλιανή επενδυτική εταιρεία First Sentier Investors.
Τώρα η Fortum είχε χρήματα στα ταμεία της που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την επέκταση του κεφαλαίου της. Το 2017, η Fortum αγόρασε μερίδιο στη μεγαλύτερη ενεργειακή εταιρεία της Γερμανίας, την Uniper. Το 2020, η Fortum έγινε πλειοψηφικός ιδιοκτήτης της Uniper με μερίδιο 78%. Στο μεταξύ, η Fortum επέκτεινε τις δραστηριότητές της και σε άλλες χώρες της περιοχής της Βαλτικής Θάλασσας και στη Ρωσία, στην περιοχή των Ουραλίων. Η Uniper έχει και αυτή δραστηριότητες σε πολλές χώρες, π.χ. στη Ρωσία και σε μεγάλο βαθμό εξάρτηση από το φυσικό αέριο. Με την “κατάκτηση” της Ευρώπης και επίσης με την άνοδο των τιμών, ο κύκλος εργασιών της Fortum αυξήθηκε πάνω από 20 φορές σε δύο χρόνια: από 5,4 δισεκατομμύρια ευρώ το 2019 σε 112,4 δισεκατομμύρια ευρώ το 2021.
Στην πορεία έχει γίνει πολύς λόγος για το ιδιοκτησιακό ρόλο του κράτους και αναζητήθηκαν οι ένοχοι για την κακή διαχείρηση και τις λαθεμένες αποφάσεις της Fortum από τη μεριά του κράτους. Όμως η κυρίαρχη ιδεολογία που επικρατούσε ήταν ότι το κράτος δεν πρέπει να παρεμβαίνει καν στις λειτουργίες μιας χρηματιστηριακής εταιρείας της ιδιοκτησίας του, ούτε πολύ στις επιχειρηματικές δραστηριότητες γενικώς. Η αναζήτηση ενόχων μερικές φορές φαίνεται λίγο υποκριτική, τουλάχιστον όταν οι ερευνητές ενόχων είναι υπέρ μιας ισχυρής ιδεολογίας της αγοράς.
Η Fortum ανακυκλώνει ηλεκτρική ενέργεια μέσω του χρηματιστηρίου Nord Pool
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η λειτουργία του χρηματιστηρίου ηλεκτρικής ενέργειας του Nord Pool ξεκίνησε πραγματικά στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Τώρα πλέον αυτό έχει σημαντικό μερίδιο π.χ. από την πώληση ηλεκτρικής ενέργειας της Fortum. Η τελευταία ετήσια έκθεση της Fortum αναφέρει ότι η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από τη Fortum στις σκανδιναβικές χώρες πωλείται εξ ολοκλήρου στο χρηματιστήριο ηλεκτρικής ενέργειας Nord Pool. Από την άλλη πλευρά, όλη η ηλεκτρική ενέργεια που πωλείται σε απλούς καταναλωτές αγοράζεται από εκεί. (Κατά λέξη, “Οι τομείς Generation και City Solutions πωλούν όλη την ηλεκτρική ενέργεια που παράγουν στο χρηματιστήριο ηλεκτρικής ενέργειας του Nord Pool και τμήμα Consumer Solutions αγοράζει όλη την ηλεκτρική ενέργεια από το κέντρο ηλεκτρικής ενέργειας Nord Pool.”)
Η ετήσια έκθεση δείχνει επίσης ότι πέρυσι όλη η ηλεκτρική ενέργεια που παρήγαγε η Fortum στις σκανδιναβικές χώρες, 46,8 τεραβατώρες (TWh), παρήχθη από υδροηλεκτρική και πυρηνική ενέργεια. Ωστόσο, η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας που παρήγαγε η Fortum αυξήθηκε πέρυσι κατά 23 % και η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας που πούλησε η Fortum στους καταναλωτές υπερδιπλασιάστηκε, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση. Αυτό δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εξηγηθεί από το κόστος παραγωγής. Η δραστική αλλαγή βασίζεται στην αύξηση της χρηματιστηριακής τιμής του ρεύματος. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση, η Fortum έχει περισσότερους από 2 εκατομμύρια πελάτες – καταναλωτές στις σκανδιναβικές χώρες, την Πολωνία και την Ισπανία.
Η λειτουργία του χρηματιστηρίου ηλεκτρικής ενέργειας Nord Pool μπορεί να εξυπηρετεί κάποιες ανάγκες, αλλά είναι ακόμη πιο σαφές ότι δεν καλύπτει τον μέσο καταναλωτή ηλεκτρικής ενέργειας. Το χρηματιστηριακό παιχνίδι με τις συναλλαγές παραγώγων φέρνει έντονη κερδοσκοπική διάθεση και έντονη μεταβλητότητα στην τιμολόγηση. Προφανώς, το φαινόμενο της κερδοσκοπίας ενισχύεται από τις εταιρείες που μεταφέρουν και πωλούν ρεύμα, οι οποίες όμως δεν το παράγουν οι ίδιες, αλλά προσπαθούν να αγοράζουν φθηνά και να πουλούν ακριβά.
Αν κοιτάξουμε την εξέλιξη των τιμών καταναλωτή ηλεκτρικής ενέργειας, μπορούμε να δούμε ότι με την επέκταση του χρηματιστηρίου ηλεκτρικής ενέργειας, οι αυξήσεις των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας έχουν ενταθεί τη δεκαετία του 2000 και του 2010. Η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας που πωλείται στους απλούς καταναλωτές αυξάνεται εδώ και πολύ καιρό ταχύτερα από τη γενική άνοδο των τιμών. Οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας ξεκίνησαν μια νέα ισχυρή άνοδο στα τέλη του περασμένου έτους (2021), πριν από τη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία. Έκτοτε, οι κυρώσεις που σχετίζονται με τον πόλεμο στην Ουκρανία και τα αντίμετρα της Ρωσίας έχουν αυξήσει περαιτέρω την αναταραχή στην αγορά ενέργειας. Από τις αρχές του 1992 έως τις αρχές του 2022, η γενική αύξηση των τιμών καταναλωτή ήταν 57 %, αλλά η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας που πληρώνει ένας τυπικός κάτοικος πολυκατοικίας αυξήθηκε κατά 226 % κατά την ίδια περίοδο.
Όταν το εντεινόμενο αυτό χάος οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε πολιτικές αποφάσεις, π.χ. στις αποφάσεις κυρώσεων της ΕΕ, τότε αυτό θα πρέπει να σταματήσει επίσης με πολιτικές αποφάσεις. Η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας χρειάζεται σαφώς κυβερνητική ρύθμιση και καθοδήγηση. Οι τιμές καταναλωτή θα πρέπει να προσαρμοστούν ώστε να είναι λογικές. Οι διδαχές ότι η αγορά επιλύει όλα τα προβλήματα και ότι «η αγορά έχει πάντα δίκιο» έχουν πληγεί σοβαρά με αυτήν την ενεργειακή κρίση. Στις μέρες μας, η ηλεκτρική ενέργεια είναι ένα αγαθό που χρειάζεται σε κάθε νοικοκυριό και οικογένεια, Αυτό δεν είναι τόσο κατάλληλο για υψηλή τιμολόγηση όσο κάποια άλλη πρώτη ύλη, όπως ο χαλκός ή το αργό πετρέλαιο. Το νόημα της λειτουργίας του χρηματιστηρίου ηλεκτρικής ενέργειας του Nord Pool πρέπει να αμφισβητηθεί, τουλάχιστον από τη σκοπιά του απλού καταναλωτή.
Σημείωση του Μεταφραστή:
Ένα είναι σίγουρο, ότι ο κόσμος δεν είναι πια ο ίδιος όπως ήταν πριν. Η παλιά τάξη πραγμάτων δεν υπάρχει πλέον και καμιά νέα δε μπορεί να υπάρξει ενόσω ακόμη μαίνεται ο μεγάλος πόλεμος. Οι ισορροπίες που συμφωνήθηκαν μετά το δεύτερο μεγάλο πόλεμο, με τις συμφωνίες του Μπρέτον Γουντς και της Γιάλτας, έχουν σαν τέτοιες πάψει να υφίστανται από το 1971 και το 1991. Οι ασκοί των αντιφάσεων που ξεχύθηκαν από την κατάργησή τους απελευθέρωσαν δυνάμεις με ιστορικές διαστάσεις. Τα αποτελέσματα πολλών από τις ανεξέλεγκτες εξελίξεις διαμεσολαβήθηκαν πότε με νεοφιλελεύθερα μέτρα, πότε με παγκόσμια επέκταση χρηματιστηριακού κεφαλαίου που δεν μπορούσε να επενδυθεί και πότε με χαμηλά επιτόκια ή ποσοτικές ελαφρύνσεις όπως τα λέγανε.
Όλα αυτά κατόρθωσαν να πετύχουν μόνο την τεχνητή παράταση των όρων και των ορίων λειτουργίας του συστήματος πολύ πέρα από τα όρια αντοχής του. Τώρα ήρθε η ώρα της “τέλειας καταιγίδας”. Οι τιμές καλπάζουν σε ένα ανεξέλεγκτο ράλυ, μεγάλες εταιρίες χρεοκοπούν τινάζοντας τους δείκτες ανεργίας στα ύψη και πρώην “φιλήσυχες” χώρες γίνονται εφαλτήρια του ΝΑΤΟ προσφέροντας την κληρωτή νεολαία τους βορά στα κανόνια του κεφαλαίου στην κλιμάκωση του πολέμου που επιχειρεί η Δύση. Ένα από τα πρώτα “θύματα” σε αυτον τον αναβρασμό είναι και ο τομέας της ενέργειας. Στη Φινλανδία έχουν χρεοκοπήσει ή βρίσκονται στα πρόθυρα χρεοκοπίας δεκάδες μικρές εταιρίες ενώ ένα μεγαλύτερο κύμα μεγαλύτερων εταιριών αναμένεται να αναστατώσει τις αγορές και να γίνει η αιτία πανικού στα χρηματιστήρια.
* Ο Pertti Honkanen είναι μαρξιστής οικονομολόγος και μέλος του συλλόγου Καρλ Μαρξ στο Ελσίνκι. Έχει γράψει αρκετά βιβλία, μεταξύ άλλων, η διατριβή του “Ανεργία και θεωρία της αξίας” (2007) και το τελευταίο του “Το κόκκινο νήμα της οικονομίας – η μαρξιστική οικονομική θεωρία και το παρόν” (2022).
Η ελεύθερη απόδοση του άρθρου στα ελληνικά και τα σχόλια είναι του ΔΜ.