Μετάφραση Αρ.Μα.

Επιμέλεια Θ.Κ.

Εισαγωγικό σημείωμα:

Στις 14 Ιουλίου «γιορτάστηκε» η εθνική γιορτή της Γαλλίας, η επέτειος της κατάληψης της Βαστίλης το 1789. Φέτος υπήρχε η ιδιαιτερότητα των μέτρων κατά του κορονοϊού. Αλλά το βασικό χαρακτηριστικό του εορτασμού ήταν η άγρια καταστολή των διαδηλωτών στα Ηλύσια Πεδία. H αστυνομία επέδειξε ιδιαίτερη βία κατά των διαδηλωτών υγειονομικών, στους οποίους υποτίθεται είχε αφιερωθεί η φετινή επέτειος. Ο κύριος εχθρός της εξουσίας των μακρινών απόγονων της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης που βασίστηκε στο λαό, είναι ο εχθρός-λαός.

Το δοκίμιο του Γκεόργκι Πλεχάνωφ που παρουσιάζουμε, έχει θέμα την αστική Γαλλική επανάσταση και ιδιαίτερα το «Πώς η αστική τάξη θυμάται τη δική της επανάσταση». Ο καπιταλισμός του εικοστού αιώνα (αλλά και του 21ου) έχει χάσει κάθε υπερηφάνεια για την επαναστατική προέλευσή του. Σήμερα ανατριχιάζει ακόμα και με την ίδια την αναφορά της λέξης «επανάσταση». Ωστόσο, οφείλει την ύπαρξή του σε μια επανάσταση που σημαδεύτηκε από έναν πραγματικό τυφώνα βίας. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν είναι τόσο η βία που προσβάλλει ή φοβίζει τη σημερινή καπιταλιστική τάξη (άλλωστε έχουμε δει πόσο εύκολα χρησιμοποιεί τη βία), αλλά μάλλον η ιδέα μιας κοινωνικής αλλαγής που θα κατέστρεφε τα ταξικά προνόμιά της, ειδικά το προνόμιο της «ιππασίας» στις πλάτες μας, στις πλάτες με λίγα λόγια των χρήσιμων παραγωγών, της εργατικής τάξης. Όταν σήμερα η αστική τάξη φωνάζει για τη «βία» των καταπιεσμένων το κάνει για να ταυτίσει το πρόγραμμα του επαναστατικού σοσιαλισμού και του κομμουνισμού με την αιματοχυσία και τη βία που χαρακτηρίζει την ίδια την αστική τάξη. Αυτή η καταδίκη στα χείλη των καπιταλιστών είναι καθαρή υποκρισία. To λαμπρό κείμενο του Πλεχάνωφ, ενός από τους σημαντικότερους Ρώσους Μαρξιστές του 19ου αιώνα δείχνει την υποκρισία αυτή.

14 Ιουλίου 1789. Ο λαός επαναστατεί και καταλαμβάνει τη Βαστίλη, ελευθερώνει τους φυλακισμένους, λιντσάρει τους φρουρούς.

Αυτό το δοκίμιο αρχικά δημοσιεύτηκε στο Die Neue Zeit (ένα εβδομαδιαίο σοσιαλιστικό περιοδικό που εκδίδονταν στη Στουτγάρδη της Γερμανίας, υπό την αιγίδα του Καρλ Κάουτσκι), τόμος 9, Νο 4 και 5, 1890-91. Αρχικά είχε τον τίτλο “Wie die Bourgeoisie ihrer Revolution gedenkt”. Είναι ένα εξαιρετικό σκίτσο της Γαλλικής Επανάστασης από την άποψη των υλικών και οικονομικών συγκρούσεων μεταξύ των αντιμαχόμενων τάξεων. Με δικαιολογημένη περιφρόνηση ο Πλεχάνωφ βλέπει τη μεγάλη επανάσταση ως καθρέφτη μπροστά στο βλέμμα της σημερινής αστικής τάξης και διασαφηνίζει τα προσχήματα της τελευταίας για «σεβασμό» και «νόμο και τάξη». Καθιστά σαφές ότι οι επαναστάσεις θεσπίζουν τους δικό τους νόμο και τάξη, αναγνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει κώδικας νομολογίας πέρα από αυτόν που αντικατοπτρίζει τις ανάγκες και τους σκοπούς της επανάστασης. Παρεμπιπτόντως, αποκαλύπτει το σύγχρονο προλεταριάτο εμβρυακά ως παράγοντα της αστικής επανάστασης, έναν παράγοντα, ωστόσο, που χρησίμευσε κυρίως ως σκούπα στα χέρια της αστικής τάξης για να σαρώσει αποτελεσματικά τα σκουπίδια που άφηνε το καταρρέον φεουδαρχικό σύστημα.

Θυμίζουμε ότι οι Γιρονδίνοι, οι Γιακωβίνοι, οι Ορεινοί αντικατόπτριζαν συγκεκριμένα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα στην κοινωνία εκείνη την εποχή. Οι Γιρονδίνοι αντιπροσώπευαν τα ανώτερα στρώματα της αστικής τάξης – την εύπορη μεσαία τάξη. Οι Γιακωβίνοι αντιπροσώπευαν την μικροαστική τάξη και το τμήμα του έως τότε αδιαμόρφωτου προλεταριάτου που δεν βρισκόταν απολύτως στην «άκρη». Οι Ορεινοί αντιπροσώπευαν τον τεράστιο αριθμό των χωρίς περιουσία προλετάριων οι οποίοι, αν και αόριστα, διαισθάνονταν το γεγονός ότι είχαν ελάχιστα ή τίποτα το κοινό με τις άλλες ομάδες. Κάθε ομάδα έπαιξε το ρόλο της στη σκηνή μέχρι που, μετά το χάος και την απειλή της κοινωνικής αποσύνθεσης, εμφανίστηκε ο Ναπολέων Βοναπάρτης, ο οποίος την κατάλληλη στιγμή εδραίωσε την επανάσταση, εγκαθιδρύοντας οριστικά το καπιταλιστικό πολιτικό κράτος που επρόκειτο να επικρατήσει στο εξής, παρά τις επιμέρους αλλαγές.

Γκέοργκι Πλεχάνωφ

«ΠΩΣ Η ΑΣΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΘΥΜΑΤΑΙ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ»

Πριν από ένα χρόνο [1889] εορτάστηκε στη Γαλλία, καθώς και σε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο, η εκατοστή επέτειος αυτής της επανάστασης η οποία, δικαίως, αποκαλείται «Μεγάλη», επειδή αποτελεί το αρχικό σημείο μιας νέας ιστορικής περιόδου. Ακολούθησαν πολλά οφέλη – για ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο γενικά και, ειδικότερα, για την αστική τάξη, τη Γαλλική αστική τάξη πρώτα απ’ όλα. Αυτή η επανάσταση έθεσε τέλος στην κυριαρχία της αριστοκρατίας και εξασφάλισε την πρωτοκαθεδρία της αστικής τάξης σε όλα τα τμήματα της δημόσιας ζωής. Όλες οι προσπάθειες της Παλινόρθωσης να αλλάξει η κατάσταση των πραγμάτων που δημιουργήθηκε από την επανάσταση παρέμειναν ανεπιτυχείς, πόσο μάλλον αφού οι αντιδραστικοί δεν προσπάθησαν καν να εξαλείψουν τις πιο σημαντικές, δηλαδή, τις κοινωνικές συνέπειες της μεγάλης επανάστασης. Κανείς ακόμη και τότε δεν μπορούσε να μην δει ότι, από αυτήν την άποψη, τίποτα δεν μπορούσε να αλλάξει πλέον· ότι παρά την ιδιαίτερα φιλελεύθερη «αποζημίωση» της φεουδαρχικής αριστοκρατίας, ο ηγετικός ρόλος της στη ζωή της κοινωνίας είχε τερματιστεί για πάντα. Με τη μεγάλη επανάσταση ξεκίνησε η αδιαμφισβήτητη κυριαρχία της αστικής τάξης.

Δεν είναι λοιπόν περίεργο που η αστική τάξη θυμήθηκε αυτό το σημαντικό γεγονός όταν γιόρτασε την εκατοστή επέτειό της. Ακόμη και μερικά χρόνια πριν από τον εορτασμό της επετείου της επανάστασης, ο αστικός Τύπος είχε σαλπίσει όσο πιο ηχηρά μπορούσε την επερχόμενη μεγάλη γιορτή. Αλλά ας παρατηρήσουμε λίγο πιο προσεκτικά πώς η αστική τάξη θυμάται την επανάστασή της. Πώς απεικονίζεται αυτό το βαρυσήμαντο γεγονός στο μυαλό της;

Μπροστά μας βρίσκεται το βιβλίο ενός αναγνωρισμένους επιστήμονες της Γαλλικής αστικής τάξης, του Πωλ Ζανέτ (Centenaire de 1789, Histoire de la Révolution Française, par Paul Janet, Παρίσι) ο οποίος κατατάσσεται μερικές φορές –και ο ίδιος δεν φαίνεται να φέρνει αντιρρήσεις- μεταξύ των φιλοσόφων. Οι συνθήκες υπό τις οποίες ο Πωλ Ζανέτ βρίσκεται σε κάποιου είδους σχέση, ακατανόητη για εμάς, με την επιστήμη της φιλοσοφίας, στην προκειμένη περίπτωση μας είναι πολύ χρήσιμες, διότι ένας αστός φιλόσοφος, καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο, μπορεί να μας διαφωτίσει σχετικά με την αστική φιλοσοφία της μεγάλης επανάστασης. Ας αναζητήσουμε λοιπόν, με τη βοήθεια του προαναφερθέντος βιβλίου, αυτή τη φιλοσοφία.

Εξέγερση και επανάσταση στην Αγγλία

Αλλά πρώτα μια σύντομη προκαταρκτική παρατήρηση. Η Αγγλία πέρασε μέσα από τις επαναστατικές καταιγίδες της τον 17ο αιώνα, και υπήρξαν στη συνέχεια δύο επαναστάσεις: η πρώτη οδήγησε, μεταξύ άλλων, στην εκτέλεση του Καρόλου του Α’, ενώ η δεύτερη ολοκληρώθηκε με ένα γλαφυρό συμπόσιο και την άνοδο μιας νέας δυναστείας. Αλλά η Αγγλική αστική τάξη, κατά την αξιολόγηση αυτών των επαναστάσεων, εκφράζει πολύ διαφορετικές απόψεις: ενώ η πρώτη, στα μάτια της, δεν αξίζει καν το όνομα «επανάσταση» και αναφέρεται απλώς ως η «Μεγάλη Εξέγερση», η δεύτερη έχει μια πιο ευφωνική ονομασία. Ονομάζεται η «Ένδοξη Επανάσταση». Το μυστικό αυτής της διαφοροποίησης στην αξιολόγηση των δύο επαναστάσεων έχει ήδη αποκαλυφθεί από τον Αγκοστίν Θιερί στις διατριβές του για τις αγγλικές επαναστάσεις.

Στην πρώτη επανάσταση, ο λαός έπαιξε σημαντικό ρόλο, ενώ στη δεύτερη ο λαός συμμετείχε ελάχιστα. Όταν, ωστόσο, ένας λαός ανεβαίνει στη σκηνή της ιστορίας και αρχίζει να αποφασίζει το πεπρωμένο της χώρας του σύμφωνα με τη δύναμη και την καλύτερη κατανόησή του, τότε οι ανώτερες τάξεις (στην προκειμένη περίπτωση η αστική τάξη) χάνουν το χιούμορ τους. Επειδή ο λαός είναι πάντα «ωμός» και, αν ο επαναστατικός διάβολος αρχίσει να τον διαπερνά, γίνεται επίσης και «τραχύς», οι ανώτερες τάξεις έχουν έναν τρόπο να επιμένουν πάντα στην ευγένεια και τους ευγενικούς τρόπους – τουλάχιστον τα απαιτούν αυτά από τον λαό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι ανώτερες τάξεις τείνουν πάντα να επιβάλλουν στα επαναστατικά κινήματα, αν συμμετέχουν σε μεγάλο βαθμό οι λαοί, τη σφραγίδα των «εξεγέρσεων».

Επανάσταση και εξέγερση στη Γαλλία

Η ιστορία της Γαλλίας είναι ιδιαίτερα πλούσια σε «μεγάλες εξεγέρσεις» καθώς και σε «ένδοξες επαναστάσεις». Μόνο στη Γαλλία, όσον αφορά την ιστορική αλληλουχία των γεγονότων, τα πράγματα συνέβησαν με τρόπο αντίθετο από αυτόν που επικράτησε στην Αγγλία του δέκατου έβδομου αιώνα. Στην Αγγλία, για παράδειγμα, η «Μεγάλη Εξέγερση» προηγήθηκε της «Ένδοξης Επανάστασης», ενώ στη Γαλλία οι «ένδοξες επαναστάσεις» υποχωρούσαν συνήθως στις «μεγάλες εξεγέρσεις». Το γεγονός αυτό επαναλήφθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα.

Μετά την «ένδοξη επανάσταση» του 1830, στο Παρίσι, ακολούθησε η μάλλον ογκώδης «μεγάλη εξέγερση» των υφαντουργών στη Λυών, η οποία προκάλεσε τόσο μεγάλο τρόμο σε ολόκληρη την αστική τάξη. Μετά την «ένδοξη επανάσταση» του Φεβρουαρίου του 1848, η οποία δοξάστηκε ακόμη και από τον Λαμαρτίνο, ακολούθησε η «μεγάλη εξέγερση του Ιουνίου», η οποία ώθησε την αστική τάξη να αναζητήσει καταφύγιο στην αγκαλιά μιας στρατιωτικής δικτατορίας· και μετά την «πιο ένδοξη» επανάσταση του Σεπτεμβρίου του 1870 ακολούθησε, τέλος, τον Μάρτιο του επόμενου έτους, η «μεγαλύτερη από όλες τις Γαλλικές εξεγέρσεις». Η αστική τάξη ισχυρίζεται τώρα ότι οι «μεγάλες εξεγέρσεις» πάντα έβλαπταν την αιτία των «ένδοξων επαναστάσεων». Δεν μπορούμε εδώ να εξετάσουμε την ορθότητα αυτού του ισχυρισμού στην εφαρμογή του στον δέκατο ένατο αιώνα, αλλά πρέπει να δώσουμε το λόγο στους αστούς φιλοσόφους για τα γεγονότα του δέκατου όγδοου αιώνα.

Προς τα τέλη αυτού του αιώνα έλαβε χώρα στη Γαλλία μια «μεγάλη εξέγερση» και μια «ένδοξη επανάσταση» του 1789 και η «μεγάλη εξέγερση» που διαδραμάτισε το ρόλο της σε μεγάλο βαθμό το 1793. Μετά από όσα έχουν ήδη ειπωθεί, ο αναγνώστης θα είναι τώρα σε θέση να προβλέψει με βεβαιότητα τι πιστεύει ο αστός φιλόσοφος, Πωλ Ζανέτ, για αυτά τα επαναστατικά κινήματα.

Ο Ζανέτ για τη Γαλλική Επανάσταση

Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του, ο Ζανέτ γράφει:

«Προκειμένου να καταλήξουμε σε μια αντικειμενική αξιολόγηση της Γαλλικής Επανάστασης, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τρία πράγματα σε σχέση με αυτήν: τον σκοπό, τα μέσα και τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται. Ο σκοπός της επανάστασης -να κερδίσει την ισότητα των πολιτών και την πολιτική ελευθερία- ήταν ο πιο εξαίσιος, ο πιο νόμιμος που έχει αγωνιστεί ποτέ να επιτύχει ένας λαός».

Αλλά τα μέσα ήταν κακά: «πολύ συχνά ήταν βίαια, τρομερά».

Όσον αφορά τα αποτελέσματα, η ισότητα των πολιτών, σύμφωνα με τον Ζανέτ, έχει επιτευχθεί πλήρως και δεν υπάρχει τίποτα παραπάνω για να προσδοκούμε· η «πολιτική ελευθερία», ωστόσο, «αποκτάται στη Γαλλία, από την εποχή της επανάστασης μόνο σποραδικά, και μέχρι σήμερα γενικά απειλείται». Θα διασφαλιστεί μόνο όταν ο Γαλλικός λαός εγκαταλείψει όλες τις βίαιες, παράνομες μεθόδους και μάθει μια για πάντα να θεωρεί την επανάστασή του ολοκληρωμένη, και, τέλος, όταν η ίδια η επανάσταση περάσει στο ιστορικό παρελθόν αμετάκλητα όπως συνέβη ήδη με τις επαναστάσεις στην Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. «Τα επιτεύγματα της επανάστασης πρέπει να διατηρηθούν, αλλά πρέπει να υπάρξει αποκήρυξη του επαναστατικού πνεύματος και των βίαιων και παράνομων μέσων».  

Πολύ καλά, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι από το 1789 και μετά χρησιμοποιούνταν επαναστατικά μέσα, δηλαδή όχι μόνο την εποχή της «μεγάλης εξέγερσης», αλλά και κατά την «ένδοξη επανάσταση». Καταδικάζεται μήπως και η «ένδοξη επανάσταση» από τον Πωλ Ζάνετ λόγω των βίαιων μέσων της; Μα όχι όχι – το αντίθετο μάλιστα. Στην περιγραφή του, οι πράξεις βίας που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια της «ένδοξης επανάστασης» φαίνονται πλήρως δικαιολογημένες, εξαιρετικά χρήσιμες και πλήρως αποτελεσματικές. Μιλάει πολύ επιδοκιμαστικά για τις λαϊκές εξεγέρσεις που στρέφονται κατά των βασιλέων, και επιδιώκει να αποδείξει ότι, χωρίς αυτές τις εξεγέρσεις, η κυβέρνηση θα είχε πνίξει όλες τις μεταρρυθμίσεις της εθνικής συνέλευσης από την αρχή, και ότι οι μεγάλοι στόχοι της επανάστασης θα παρέμεναν ανέφικτοι.

Η εισβολή στη Βαστίλη χαιρετίζεται ως «η πρώτη νικηφόρα εμφάνιση του λαού του Παρισιού στην επαναστατική σκηνή» και με τον ίδιο τρόπο εκφράζει την επιδοκιμασία του για τη δεύτερη εμφάνιση του ίδιου λαού στην ίδια σκηνή, για τα γεγονότα της 5ης και 6ης Οκτωβρίου, καθώς και για την εισβολή στο Παλάτι του Κεραμεικού. Φτάνοντας εκεί, σημειώστε, αφού ο Ζανέτ απέδειξε την αναπόφευκτη αναγκαιότητα της εξόντωσης ενός βασιλιά που διαπραγματευόταν με τον εχθρό στην αρχή του πολέμου, προσθέτει με μελαγχολία: «Η Γαλλία συνήθισε σταδιακά να επιλύει πολιτικά ζητήματα με τόσο θλιβερά μέσα». Αλλά δεν μας λέει με τι άλλα μέσα θα μπορούσε να έχει επιτευχθεί το δεδομένο και μη αναστρέψιμο έργο.

Μόνο μετά την έφοδο στο Παλάτι του Κεραμεικού, δηλαδή, μετά από αυτήν την τελευταία αναγκαία εξέγερση, σύμφωνα με τον Ζανέτ, ο λαός του Παρισιού, υπό την πένα του ιστορικού μας, μετατρέπεται σταδιακά σε ένα όχλο που κυβερνάται από τα χαμηλότερα πάθη. Τώρα γίνεται σαφές: μια «εξέγερση» είναι απολύτως αποδεκτή, μόνο ένας δεν επιτρέψει να παρασυρθεί από ποταπά πάθη – ο αστός ιστορικός μας θέλει να γίνει κατανοητός με αυτήν την έννοια; – Όχι, καθόλου. Πληροφορούμαστε αμέσως ότι τώρα, που «η ένδοξη επανάσταση» έχει ολοκληρωθεί, όλες οι εξεγέρσεις στερούνται τόσο λογικής όσο και δικαιολόγησης. Τώρα επιτέλους το καταλαβαίνουμε. Ο βασιλιάς έπεσε, η αριστοκρατία καταστράφηκε, η αστική τάξη ανυψώθηκε στο ύπατο αξίωμα – τι άλλο μπορεί να επιθυμεί η καρδιά μας; Τώρα ησυχάστε, αφού έχετε κάνει σε αυτή τη γη όλα όσα ανήκουν στη γη. Ποιος λοιπόν, πέρα από τον κοινό όχλο, θα σκεφτόταν για εξέγερση;

Η καταδίκη των Προλετάριων επαναστατών

Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Πωλ Ζανέτ εκφράζει τη συμπάθειά του σε όλα τα κόμματα που βρέθηκαν διαδοχικά επικεφαλής του κινήματος, εκτός από το κόμμα των Ορεινών. Εναντίον των τελευταίων χύνει όλο το δηλητήριο της οργής του. Για το κόμμα αυτό χρησιμοποιεί όλη τη δυνατή γλώσσα και τα επίθετα που γνωρίζει.

Μεταξύ αυτών των εγκληματιών και των «ανδροπρεπών, γενναιόδωρων Γιρονδίνων», ο Ζανέτ κάνει αυτόν τον ενδιαφέροντα παραλληλισμό: «Αυτοί, όπως και οι άλλοι, ήθελαν τη δημοκρατία…». Αλλά ενώ |οι Γιρονδίνοι στόχευαν σε μια ελεύθερη, νόμιμη, ήπια δημοκρατία, οι Ορεινοί αγωνίστηκαν για μια δεσποτική, σκληρή δημοκρατία»:

«Χωρίς προσοχή στην ελευθερία, η τελευταία βραβεύτηκε μόνο με την ισότητα. Είναι αλήθεια ότι και τα δύο κόμματα τάχθηκαν υπέρ της κυριαρχίας του λαού, αλλά με τη διαφορά ότι οι Γιρονδίνοι δικαίως ήθελαν να συμπεριλάβουν μεταξύ “του λαού” όλους τους πολίτες, ενώ για τους Ορεινούς, σύμφωνα με τη διαστροφή που εξακολουθεί να υπάρχει σήμερα, ο λαός αποτελούνταν μόνο από μέλη της εργατικής τάξης, από άτομα που ζούσαν με τη δική τους εργασία. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τους Ορεινούς, η διακυβέρνηση πρέπει να αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο αυτής της τάξης».

Διαφορετικές απόψεις για τον «Λαό»

Το πολιτικό πρόγραμμα των Γιρονδίνων, συνεπώς, διέφερε ουσιαστικά από εκείνο των Ορεινών. Ποια είναι η διαφορά; Ο ίδιος ο Πωλ Ζανέτ μας δίνει αρκετές πληροφορίες γι’ αυτό. Η διαφορά προήλθε από το γεγονός ότι το κόμμα των Ορεινών, όπως είδαμε, αντιλαμβανόταν τις αμοιβαίες σχέσεις των τότε υφιστάμενων κοινωνικών τάξεων με διαφορετικό τρόπο από αυτόν των Γιρονδίνων. Οι τελευταίοι «θεωρούσαν ότι ο λαός περιλαμβάνει όλους τους πολίτες», ενώ οι πρώτοι θεωρούσαν μόνο την εργατική τάξη ως «λαό»· οι άλλες τάξεις, σύμφωνα με τους Ορεινούς, δεν αποτελούσαν μέρος του «λαού», διότι τα συμφέροντα αυτών των τάξεων ήταν αντίθετα με εκείνα της εργατικής τάξης.

Και, μιλώντας ξεκάθαρα, οι ίδιοι οι Γιρονδίνοι δεν συμπεριέλαβαν στο «λαό» όλους τους πολίτες, δηλαδή ολόκληρο το Γαλλικό έθνος της εποχής, αλλά μόνο την Τρίτη Τάξη. Συμπεριέλαβαν στο «λαό» την αριστοκρατία και τον ανώτερο κλήρο; – Όχι, καθόλου. Ο ίδιος ο κληρικός Σιεγές1, ο οποίος ποτέ δεν έφτασε τόσο μακριά όσο οι Γιρονδίνοι, στο φυλλάδιό του Qu ‘est-ce que le tiers-état; [ Τι είναι η Τρίτη Τάξη; ] δεν θέτει «το λαό», δηλαδή την Τρίτη Τάξη, χωρίς ενδοιασμούς ενάντια στη μικρή συνάθροιση των προνομιούχων, δηλαδή της αριστοκρατίας και του ανώτερου κλήρου;

Οι Γιρονδίνοι, οι οποίοι πολέμησαν τους «προνομιούχους» πολύ πιο αποφασιστικά, αναμφίβολα συμφωνούν με τον Σιεγές επ’ αυτού. Αν, παρ’ όλα αυτά, η αντίληψή τους για τον «λαό» ήταν τόσο διαφορετική από εκείνη των Ορεινών, αυτό μπορεί να εξηγηθεί μόνο από το γεγονός ότι το κόμμα των Ορεινών είχε προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα, καθώς είχε κατατάξει ως «προνόμια» και τους κοινωνικούς θεσμούς που φάνηκαν στους Γιρονδίνους ιεροί και απαραίτητοι. Επρόκειτο για ένα αμφισβητούμενο ζήτημα ποιες τάξεις πρέπει πραγματικά να θεωρούνται «προνομιακές». Αυτό όμως δείχνει -και οι εξηγήσεις του Πωλ Ζανέτ δεν αφήνουν περιθώρια για άλλη ερμηνεία- ότι σύμφωνα με τους Ορεινούς όλα τα άτομα και οι τάξεις που ζουν με «εργασία», αλλά την εργασία των άλλων και όχι τη δική τους, ανήκουν στην κατηγορία των «προνομιούχων».

Πρέπει τώρα να προσπαθήσουμε να αποσαφηνίσουμε γιατί οι υπερασπιστές της υπόθεσης της εργατικής τάξης έκλιναν προς μια «δεσποτική και σκληρή» δημοκρατία. Γιατί δεν εμφανίστηκαν μάλλον ως υποστηρικτές μιας «νόμιμης, ελεύθερης και ήπιας» δημοκρατίας; Η κατάσταση αυτή πρέπει να αποδοθεί σε δύο αιτίες, μία εξωτερική και μία εσωτερική. Ας στραφούμε, καταρχάς, στην εξωτερική αιτία, δηλαδή στις σχέσεις που υπήρχαν τότε μεταξύ της επαναστατικής Γαλλίας και των άλλων ευρωπαϊκών κρατών.

Η Γαλλία Απειλούμενη Εντός και Εκτός

Εορτασμός με όλα τα μεγαλεία…

Η κατάσταση της Γαλλίας, όταν το κόμμα των Ορεινών κατέλαβε την εξουσία, ήταν απελπιστική, ναι, ήταν απελπιστική. Ο Ζανέτ λέει:

«Εχθρικά στρατεύματα εισέβαλαν στο Γαλλικό έδαφος και από τις τέσσερις πλευρές: από το βορρά οι Άγγλοι και οι Αυστριακοί, στην Αλσατία οι Πρώσοι, στον Ντωφίν, προχωρώντας μέχρι την πόλη της Λυών, οι Πιεδεμοντέζοι και στο Ρουσιγιόν οι Ισπανοί. Και όλα αυτά σε μια εποχή που ο εμφύλιος πόλεμος μαινόταν και από τις τέσσερις πλευρές: στη Νορμανδία, τη Βανδέα, τη Λυών και την Τουλόν.

Εκτός από αυτούς τους ανοιχτούς εχθρούς υπήρχαν οι κρυφοί οπαδοί του παλαιού καθεστώτος διασκορπισμένοι σε όλη τη Γαλλία, οι οποίοι ήταν έτοιμοι να βοηθήσουν κρυφά τον εχθρό.

Η κυβέρνηση, η οποία είχε αναλάβει τον αγώνα ενάντια σε αυτούς τους αναρίθμητους εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς, δεν είχε ούτε χρήματα ούτε επαρκή στρατεύματα – δεν μπορούσε να βασιστεί παρά σε απεριόριστη ενέργεια, στην ενεργό υποστήριξη των επαναστατικών στοιχείων της χώρας και στο κολοσσιαίο θάρρος να μη διστάσει να λάβει μέτρα, όσο αυθαίρετα, παράνομα ή αδίστακτα και αν ήταν, κάτι που ήταν απαραίτητο για την άμυνα της χώρας.

Η Απελπιστική Κατάσταση που Απαιτεί Απελπιστικά μέτρα

Αφού οι Ορεινοί είχαν κινητοποιήσει ολόκληρη τη Γαλλική νεολαία, χωρίς να είναι σε θέση να προμηθεύσουν τους νεοσυσταθέντες στρατούς ακόμη και εν μέρει με όπλα και τρόφιμα από τα ισχνά μέσα που έρρεαν προς αυτούς από τη φορολογία, κατέφυγαν σε επιτάξεις, κατασχέσεις, εξαναγκαστικά δάνεια, καθορισμένες συναλλαγματικές ισοτιμίες – σε τελική ανάλυση, ανάγκασαν τις φοβισμένες ιδιοκτήτριες τάξεις να θυσιάσουν χρήματα, όλα προς όφελος μιας απειλούμενης χώρας για την οποία ο λαός θυσίαζε το αίμα του.

Αυτά τα αναγκαστικά μέτρα ήταν απολύτως απαραίτητα για να σωθεί η Γαλλία. Δεν υπήρχε καμία εξάρτηση από εθελοντικές συνεισφορές χρημάτων – ο ίδιος ο Ζανέτ το παραδέχεται αυτό. Η σιδερένια αποφασιστικότητα και ενέργεια της κυβέρνησης ήταν επίσης απαραίτητες για να ωθήσουν στο έπακρο των προσπαθειών όλες τις νέες δυνάμεις της Γαλλίας – ο Ζανέτ παραδέχεται και αυτό επίσης. Αλλά αυτός, ο Πωλ Ζανέτ, θα προτιμούσε να δει τη δικτατορία στα χέρια των «ευγενών και μεγαλόψυχων Γιρονδίνων» παρά στα χέρια των αποκρουστικών Ορεινών. Αν οι Γιρονδίνοι είχαν αναδειχθεί νικητές από τον αγώνα με τους Ορεινούς, τότε, σύμφωνα με τον συγγραφέα:

«… και αυτοί, επίσης, θα βρίσκονταν στην ίδια θέση με αυτή των Ορεινών· και αυτοί θα είχαν αναγκαστεί να καταστείλουν τις βασιλικές εξεγέρσεις, να χτυπήσουν το κόμμα της αντιπολίτευσης, να αποκρούσουν τις εισβολές, και είναι αμφίβολο εάν, χωρίς τη δικτατορία, θα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν όλα αυτά τα δεινά. Αλλά η δικτατορία τους θα ήταν λιγότερο αιμοδιψής και θα έδιναν περισσότερο χώρο στο νόμο και την ελευθερία».

Αλλά πάνω σε ποια στρώματα του πληθυσμού θα μπορούσαν οι ευγενείς Γιρονδίνοι να στηριχτούν; Όταν, μετά την ήττα τους στο Παρίσι, αναζήτησαν βοήθεια στις επαρχίες, βρήκαν εκεί μόνο την παθητική βοήθεια -για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Ζανέτ- «της παρελκυστικής και χλιαρής» μεσαίας τάξης και την κακοήθη υποστήριξη των βασιλοφρόνων, την οποία οι ίδιοι έπρεπε να απορρίψουν. Και θα μπορούσαν να υπολογίζουν σε μια πιο αποτελεσματική υποστήριξη από την πλευρά των οπαδών τους στον αγώνα με τους ξένους εχθρούς; Οι Γιρονδίνοι ποτέ δεν το έκαναν και ποτέ δεν θα έβρισκαν συμπάθεια στο κατώτερο, το πιο επαναστατικό στρώμα του πληθυσμού, και πρώτα απ’ όλα στο Παρίσι. Αυτό το τμήμα του πληθυσμού προφανώς διαμόρφωσε απόψεις για τον «λαό» και τα συμφέροντά του αρκετά διαφορετικά από εκείνα των Γιρονδίνων, τους οποίους θαύμαζε τόσο πολύ ο Ζανέτ λόγω της μεγαλοψυχίας τους.

Ήταν ακριβώς αυτή η περίσταση που προκάλεσε την πτώση των Γιρονδίνων και τη νίκη των Ορεινών. Οι πρώτοι περιορίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στις δυνάμεις της «παρελκυστικής και χλιαρής μεσαίας τάξης». Θα μπορούσε να επιτευχθεί κάτι ουσιαστικό με τέτοιους συμμάχους; Όχι, οι μετριοπαθείς και φιλελεύθεροι Γιρονδίνοι δεν θα μπορούσαν ποτέ να σώσουν τη Γαλλία από την κρίσιμη κατάσταση στην οποία βρέθηκε εγκλωβισμένη το 1793.

Ήταν η εξωτερική κατάσταση της Γαλλίας που κατέστησε τη δικτατορία, αυτή των Ορεινών, αναγκαιότητα. Και όταν χρειάστηκε μια δικτατορία, όλες οι συζητήσεις για μια «ελεύθερη, νόμιμη και ήπια» δημοκρατία έγιναν απλά γελοίες. Η επαναστατική δικτατορία έπρεπε απαραιτήτως να είναι τόσο άκαμπτη και αδίστακτη όσο και οι εξωτερικοί εχθροί που τη δημιούργησαν· ακριβώς όπως το μανιφέστο του Δούκα του Μπρούνσγουϊκ, και όπως οι απειλές μιας αντιδραστικής Ευρώπης κατά της Γαλλίας.

Ας περάσουμε τώρα στις εσωτερικές αιτίες που κατέστησαν αδύνατο για τους Ορεινούς να βρουν μια «ελεύθερη, νόμιμη και ήπια» δημοκρατία της αρεσκείας τους. Εδώ πρέπει πρώτα απ’ όλα να στρέψουμε την προσοχή του αναγνώστη στα περίφημα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη. Μεταξύ αυτών βρίσκουμε πολλά δικαιώματα που συνάδουν με τα συμφέροντα της κατώτερης τάξης του πληθυσμού, αλλά βρίσκουμε επίσης μεταξύ τους και ένα προς το οποίο αυτή η τάξη, εξαρχής, ήταν υποχρεωμένη να διατηρήσει μια ιδιόμορφη και αντιφατική στάση. Αναφερόμαστε στο δικαίωμα ιδιοκτησίας.

Προλεταριάτο και “Δικαιώματα Ιδιοκτησίας»

Πώς θα μπορούσε, για παράδειγμα, ένας Παριζιάνος «sans-culotte» (αβράκωτος, κυριολεκτικά ένας άνθρωπος χωρίς παντελόνι [culottes ], ένα ψευδώνυμο που μοιάζει με την αγγλική λέξη “ragamuffin”) να συλλάβει αυτό το δικαίωμα, όταν το ίδιο του το όνομα δείχνει ότι ο ίδιος είναι γυμνός από κάθε περιουσία; Πώς θα μπορούσε να ασκήσει αυτό το θαυμάσιο δικαίωμα που του παραχωρήθηκε; Δεν υπήρχε έλλειψη παραδειγμάτων κοντά του. Η αστική τάξη είχε πάρει μόνη της πολλά αριστοκρατικά και εκκλησιαστικά ακίνητα – γιατί να μην κάνει τώρα το ίδιο και με την αστική περιουσία;

Οι sans-culotte εκείνη την εποχή έπρεπε να περάσουν από πολλές δύσκολες, αν και πολλές χαρούμενες, ημέρες. Συχνά έπρεπε να υπομείνουν την πείνα με την πιο κυριολεκτική έννοια του όρου, και η πείνα, όπως είναι γνωστό, είναι κακός σύμβουλος. Τότε αυτοί που δεν είχαν τίποτα άρχισαν να επιδεικνύουν μεγάλη αδιαφορία προς την αστική περιουσία. Η αστική τάξη αντιστάθηκε τόσο καλά όσο ήξερε.

Ο τρόπος με τον οποίο αυτός ο κοινωνικός αγώνας επρόκειτο να επηρεάσει την πολιτική ζωή ήταν προφανής. Ο «όχλος» συσπειρώθηκε στο δικό του κόμμα και έφερε τους Ορεινούς στην κορυφή. Ο «όχλος» εκείνης της εποχής ήξερε πώς να πολεμήσει και σύντομα απέκτησε τον έλεγχο. Και τότε, προφανώς, το μόνο που είχε να κάνει ήταν να χρησιμοποιήσει την πολιτική εξουσία που μόλις απέκτησε για να καταστήσει κοινωνικούς θεσμούς υπό τους οποίους το δικαίωμα στην ιδιοκτησία δεν θα ακουγόταν πλέον ως πικρή κοροϊδία. Αλλά για το προλεταριάτο της εποχής εκείνης, καθώς και για το σύγχρονο προλεταριάτο, αυτό ήταν δυνατό μόνο υπό έναν όρο: την πλήρη κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και την κοινωνική οργάνωση της παραγωγής.

Αλλά το τελευταίο, υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε, ήταν απλά αδιανόητο για δύο στενά συνδεδεμένους λόγους. Το προλεταριάτο εκείνη την εποχή δεν διέθετε την απαιτούμενη ικανότητα, ούτε τα μέσα παραγωγής εκείνης της εποχής πληρούσαν ούτε καν τις στοιχειώδεις απαιτήσεις κοινωνικοποίησης. Ως εκ τούτου, ούτε το προλεταριάτο της εποχής ούτε οι πιο προηγμένοι εκπρόσωποί του μπορούσαν καν να συλλάβουν την ιδέα. Είναι αλήθεια ότι στην προ-επαναστατική γαλλική λογοτεχνία βρίσκουμε μερικές κομμουνιστικές ουτοπίες, αλλά αυτές, για τους λόγους που αναφέρθηκαν, δεν μπορούσαν να έχουν ούτε κύρος ούτε αναγνώριση.

Λόγοι Πίσω από τις Τρομοκρατικές Τακτικές

Υπό αυτές τις συνθήκες, τι απέμεινε να κάνει ο προσωρινά νικηφόρος «όχλος»; Εάν δεν ληφθεί υπόψη η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, τότε η ατομική ιδιοκτησία σε αυτά πρέπει αναγκαστικά να συνεχιστεί, και ο άπορος πληθυσμός περιορίστηκε σε περιστασιακές και βίαιες καταπατήσεις του βασιλείου της. Και εξαιτίας αυτών των παραβιάσεων όλοι οι μικροαστοί ιστορικοί κατηγορούν τον «όχλο» μέχρι σήμερα. Οι βίαιες καταπατήσεις στο βασίλειο της ατομικής ιδιοκτησίας κατέστησαν αδύνατη μια «νόμιμη» δημοκρατία, επειδή ο νόμος σχεδιάστηκε για να προστατεύσει ακριβώς αυτή την ατομική ιδιοκτησία.

Η δημοκρατία δεν θα μπορούσε πλέον να είναι «ήπια», διότι οι κατέχουσες τάξεις φυσικά δεν ανέχονταν, με κανένα τρόπο, μια τέτοια παρέμβαση στην περιουσία τους, αλλά, αντιθέτως, αναζητούσαν με ανυπομονησία μια ευκαιρία να θέσουν ένα τέλος σε αυτήν την αδιάφορη «εξουσία του όχλου». Ο αγώνας μεταξύ του προλεταριάτου εκείνης της εποχής και των ιδιοκτητριών τάξεων, μοιραία και αναπόφευκτα, έπρεπε να λάβει χώρα με τρομοκρατικά όπλα. Μόνο μέσω της τρομοκρατίας, σε μια κατάσταση γεμάτη άλυτες οικονομικές αντιφάσεις, θα μπορούσε το προλεταριάτο να διατηρήσει την εξουσία του. Εάν το προλεταριάτο είχε φθάσει σε υψηλότερο στάδιο ανάπτυξης και, από την άλλη πλευρά, εάν οι οικονομικές συνθήκες ήταν επαρκώς προηγμένες για να διασφαλίσουν την ευημερία του, τότε δεν θα χρειαζόταν να καταφύγει σε μέτρα τρομοκρατίας.

Λόγοι Αστικής «Νομιμότητας»

Ας ρίξουμε μια ματιά στην αστική τάξη, την οποία επαινούν τόσο πολύ οι ιστορικοί λόγω της τάσης της για «νομιμότητα». Σε καμία περίπτωση δεν άφησε τους εχθρούς της σε ειρήνη, ούτε σε κρίσιμες στιγμές απέφυγε να λάβει αποφασιστικά μέτρα· αλλά η υπόθεσή της πατούσε σε τόσο σταθερή βάση που δεν είχε λόγο να φοβάται τον αντίπαλο.  

Ανέβηκε στην εξουσία κατά τη διάρκεια της «ένδοξης» επανάστασής της. Η αστική τάξη εισήγαγε την κοινωνική τάξη που αρμόζει στις ανάγκες της, και το έκανε με τόση σχολαστικότητα που ακόμη και οι πιο πεισματάρηδες αντιδραστικοί δεν θα μπορούσαν να σκεφτούν την κατάργησή της. Αν οι τελευταίοι είχαν αποπειραθεί να κάνουν κάτι τέτοιο προς αυτή την κατεύθυνση, σύντομα θα είχαν πειστεί για την απόλυτη ματαιότητά της προσπάθειας αυτής.

Υπό αυτές τις συνθήκες, ήταν εύκολο για την αστική τάξη να μιλήσει για «νομιμότητα»· όταν ο σκοπός σας έχει κερδίσει και οι εχθροί σας έχουν ηττηθεί καθοριστικά, τότε η σειρά των πραγμάτων που αρμόζουν περισσότερο στα συμφέροντά σας γίνεται «νόμιμη» – θα εξακολουθούσατε να καταφεύγετε σε παράνομα μέσα; Είστε βέβαιοι ότι στο εξής τα προνόμιά σας θα προστατεύονται πλήρως από το νόμο. Η αστική τάξη αγωνίστηκε για νομιμότητα στην πολιτική, καθώς η ιστορική εξέλιξη είχε εξασφαλίσει πλήρως το θρίαμβό της στην οικονομία.

Στη θέση της, το προλεταριάτο δεν μπορούσε και δεν θα είχε ενεργήσει διαφορετικά. Το γεγονός ότι οι εκπρόσωποι του «όχλου», οι Ορεινοί, όχι λιγότερο από τους Γιρονδίνους, κρατούσαν ψηλά την αρχή της ελευθερίας και του νόμου, αποδεικνύεται από το σύνταγμα που διατύπωσαν, το πιο ελεύθερο που γράφτηκε ποτέ στη Γαλλία. Το Σύνταγμα θέσπισε άμεση νομοθεσία από εκπροσώπους του λαού και περιόρισε στο ελάχιστο τις εξουσίες της εκτελεστικής εξουσίας. Ωστόσο, λόγω του συνόλου των εξωτερικών και εσωτερικών συνθηκών της Γαλλίας, κατέστη αδύνατο για τους Ορεινούς να εφαρμόσουν το Σύνταγμα.

Σε γενικές γραμμές, μπορεί να θεωρηθεί ως κανόνας που δεν επιτρέπει εξαιρέσεις, ότι μια δεδομένη κοινωνική τάξη ή στρώμα του πληθυσμού, έχοντας έρθει στην εξουσία, θα καταφύγει ευκολότερα σε μέτρα τρομοκρατίας αν οι πιθανότητες να διατηρήσει την εξουσία είναι μικρές. Τον 19ο αιώνα, έπρεπε να καταστεί σαφές στην αστική τάξη ότι η κυριαρχία της πάνω στο προλεταριάτο γινόταν όλο και πιο ασταθής κάθε μέρα και, κατά συνέπεια, τώρα αγωνίζεται όλο και περισσότερο για την τρομοκρατική υποταγή του προλεταριάτου. Κατά των εξεγερμένων του Ιουνίου προχώρησε πιο άγρια από ό,τι το 1831 κατά των υφαντουργών της Λυών· και στην καταστολή των Κομμουνάρων το 1871 ενήργησε πολύ πιο αποτρόπαια από ό,τι τον Ιούνιο του 1848.

Βίαιη καταστολή των διαδηλωτών από την αστυνομία του Μακρόν, 14 Ιουλίου 2020

Ο τρόμος που ασκεί η αστική τάξη ενάντια στο προλεταριάτο επισκιάζει μακράν τις θηριωδίες των Ιακωβίνων, οι οποίες, παρεμπιπτόντως, έχουν μεγαλοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό από τους αντιδραστικούς. Ο Ροβεσπιέρος, συγκρινόμενος με τον Θιέρσο, μοιάζει με πραγματικό άγγελο, και ο Μαρά, τοποθετημένος πλάι-πλάι με τους Κοζάκους του αστικού τύπου της αιματηρής εβδομάδας του Μαΐου, φαίνεται σαν ένα ήπιο, καλοπροαίρετο ον. Εκείνος που εξετάζει βαθύτερα τη Γαλλική ιστορία του αιώνα μας πρέπει να συμφωνήσει πλήρως με το Ρώσο συγγραφέα Χέρτσεν, όταν, μετά τις ημέρες του Ιουνίου, είπε ότι δεν υπήρχε πιο άγρια κυβέρνηση, και δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο άγρια, από εκείνη του μαγαζάτορα που έχει πάθει αμόκ.

Η Μπουρζουαζία Υπεύθυνη για τη Γαλλική Αντίδραση

Αυτή ακριβώς η αγριότητα των καταστηματαρχών κατέστησε αδύνατη τη μόνιμη εδραίωση της πολιτικής ελευθερίας στη Γαλλία. Η αστική τάξη πρέπει να θεωρηθεί αποκλειστικά υπεύθυνη για τα αντιδραστικά ολισθήματα που χαρακτηρίζουν την ιστορία της Γαλλίας τον δέκατο ένατο αιώνα. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της Παλινόρθωσης, η νίκη των αντιδραστικών έγινε πολύ ευκολότερη επειδή η αστική τάξη, που φοβόταν θανάσιμα τους εργάτες, για μεγάλο χρονικό διάστημα εμπόδιζε την είσοδό τους στον αγώνα.

Και τώρα, χάριν της ηρεμίας των αστών συγγραφέων, που τρέμουν από τη σκέψη και μόνο της εξουσίας της τρομοκρατίας των Ιακωβίνων, θα παρουσιάσουμε μια αλήθεια που μας φαίνεται αδιαμφισβήτητη. Η νίκη της εργατικής τάξης, που επίκειται τώρα σε όλες τις πολιτισμένες χώρες, είναι βέβαιο ότι δεν θα αμαυρωθεί από σκληρότητα, διότι η νίκη της υπόθεσης της εργασίας καθίσταται εξασφαλισμένη με την πορεία της ιστορίας σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην χρειάζεται τρομοκρατία. Φυσικά, οι αντιδραστικοί αστοί, ας τους ενημερώσουμε, καλά θα κάνουν να απέχουν από την προσπάθεια υπονόμευσης ενός νικηφόρου προλεταριάτου, και καλό θα είναι να είναι αρκετά συνετοί ώστε να μην μιμηθούν τους βασιλικούς συνωμότες της Μεγάλης Επανάστασης. «À la guerre comme à la guerre» (στον πόλεμο δράστε όπως στον πόλεμο, δηλαδή, όπως ο πόλεμος καθιστά αναγκαίο) είναι ένα αληθινό ρητό, και στην έξαψη της μάχης τα πράγματα ίσως να μην πάνε τόσο καλά για τους συνωμότες. Αλλά, επαναλαμβάνουμε, όλη η πορεία της ιστορικής εξέλιξης εγγυάται την επιτυχία του προλεταριάτου.

Οι Συνθήκες που ευνοούν τη Σοσιαλιστική Επανάσταση

Με την ευκαιρία του εορτασμού της εκατοστής επετείου της Μεγάλης Επανάστασης, η Γαλλική αστική τάξη προχώρησε σχεδόν σκόπιμα στην επίδειξη στο προλεταριάτο ad oculos (κατάματα) της οικονομικής δυνατότητας και αναγκαιότητας ενός κοινωνικού μετασχηματισμού. Η παγκόσμια έκθεση[1] του έδωσε μια εξαιρετική επίδειξη της άνευ προηγουμένου ανάπτυξης των μέσων παραγωγής σε όλες τις πολιτισμένες χώρες, η οποία ξεπέρασε τις πιο τολμηρές φαντασιώσεις των Ουτοπικών του προηγούμενου αιώνα. Στο πλαίσιο αυτό, η χειραφέτηση του προλεταριάτου, αντί του ευγενούς ονείρου που ήταν την εποχή του Μπαμπέφ, έχει καταστεί ιστορική αναγκαιότητα.

Επιπλέον, η έκθεση έδειξε ότι η σύγχρονη ανάπτυξη των μέσων παραγωγής, υπό τις άναρχες συνθήκες παραγωγής, πρέπει λογικά και απαραιτήτως να οδηγήσει σε βιομηχανικές κρίσεις ακόμη πιο καταστροφικές για την παγκόσμια οικονομία. Για να αποφύγουμε τις επικίνδυνες συνέπειες αυτών των κρίσεων, το μόνο που μένει για το Ευρωπαϊκό προλεταριάτο είναι να θέσει τον θεμέλιο λίθο για τη σχεδιασμένη οργάνωση της κοινωνικής παραγωγής, η οποία, για τους αβράκωτους του περασμένου αιώνα, ήταν κάτι το αδύνατο. Οι σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις όχι μόνο καθιστούν δυνατή μια τέτοια οργάνωση, αλλά τείνουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Χωρίς μια τέτοια οργάνωση δεν μπορούμε να σκεφτούμε την πλήρη αξιοποίηση αυτών των δυνάμεων.

Στο σύγχρονο μηχανολογικό εργαστήριο η παραγωγή έχει ήδη αποκτήσει κοινωνικό χαρακτήρα· το μόνο που χρειάζεται τώρα είναι να εναρμονιστούν οι διάφορες παραγωγικές λειτουργίες σε αυτά τα εργαστήρια και, διατηρώντας το, να μετασχηματιστεί η ιδιοκτησία του προϊόντος, δηλαδή να περάσουμε από την ιδιωτική στην κοινωνική ιδιοκτησία. Η επίτευξη αυτού του στόχου θα αποτελέσει καθήκον του Ευρωπαϊκού προλεταριάτου. Το Διεθνές Σοσιαλιστικό Συνέδριο, που έλαβε χώρα τον Ιούλιο του 1889, δεν παρέλειψε να υπενθυμίσει στο προλεταριάτο αυτό το μεγάλο έργο.

Και τώρα επιστρέφουμε στον φιλόσοφο μας, Πωλ Ζανέτ, τον οποίο έχουμε χάσει για λίγο. Μόλις τώρα παρουσιάζεται με τη διαβεβαίωση ότι «πρέπει να παραμείνουμε πιστοί στο πνεύμα της επανάστασης, αλλά πρέπει να απορρίψουμε το επαναστατικό πνεύμα». Με άλλα λόγια, η ανθρωπότητα πρέπει να είναι ικανοποιημένη με τα αποτελέσματα της Μεγάλης Επανάστασης που πέτυχε η αστική τάξη, αλλά δεν πρέπει να κάνει άλλο βήμα προόδου.

Η Ανάγκη Ταξικής Συνείδησης μεταξύ των Εργατών

Εμείς όμως πιστεύουμε ότι ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Οι στόχοι της αστικής τάξης δεν είναι δυνατόν να είναι αυτοί της εργατικής τάξης, και τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται από την πρώτη δεν μπορούν να ικανοποιούν τη δεύτερη. Συνεπώς, οι εργάτες προχωρούν ένα βήμα παραπέρα όταν απορρίπτουν το αστικό πνεύμα της Μεγάλης Επανάστασης, αλλά παραμένουν πιστοί στο επαναστατικό πνεύμα. Το να παραμείνουμε πιστοί σε αυτό σημαίνει να αγωνιζόμαστε ασταμάτητα και άφοβα για ένα καλύτερο μέλλον, να αγωνιζόμαστε αποφασιστικά ενάντια σε ό,τι είναι παλιό και απαρχαιωμένο.

Η αστική τάξη θα ενσταλάξει στο μυαλό των εργαζομένων την ιδέα ότι η σύγχρονη κοινωνία δεν γνωρίζει ταξικούς διαχωρισμούς, επειδή το θεμέλιο του σύγχρονου κράτους είναι η ισότητα όλων ενώπιον του νόμου. Αλλά αυτή η τυπική ισότητα μπορεί να παρηγορήσει τους εργάτες τόσο λίγο όσο, υπό το παλαιό καθεστώς, η διακηρυγμένη ισότητα όλων ενώπιον του Θεού ικανοποιούσε την αστική τάξη. Μη ικανοποιημένη με αυτή τη φανταστική ισότητα, η αστική τάξη δεν ησύχασε μέχρι που απέκτησε όλα τα πιθανά εγκόσμια αγαθά. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που το προλεταριάτο δεν θα αρκεστεί σε νομικά παραμυθάκια, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι η οικονομική ανισότητα στην πραγματική ζωή καθιστά απατηλή κάθε άλλη ισότητα.

Κατά τον ίδιο τρόπο, η αστική τάξη θα έκανε τους εργάτες να πιστέψουν ότι, σήμερα, δεν μπορεί να γίνει τίποτα περισσότερο στον τομέα της οικονομίας και ότι, ως εκ τούτου, πρέπει κανείς να ενδώσει μόνο στο παιχνίδι της «καθαρής» πολιτικής. Αλλά η «καθαρή πολιτική» δεν σημαίνει για τους εργαζόμενους τίποτα άλλο παρά πολιτική ως ουρά στην υπηρεσία των αστικών κομμάτων, και η αστική τάξη έχει πλήρη επίγνωση της σημασίας αυτής της μάρκας «καθαρής πολιτικής», τουλάχιστον αυτό συνέβαινε όταν συμμετείχε στον αγώνα με τους ευγενείς και τους κληρικούς.

Στο φυλλάδιο Questce que le tierstat; [Τι είναι η Τρίτη Τάξη; ] που αναφέρθηκε προηγουμένως, το οποίο πρέπει να θεωρηθεί ως το πρόγραμμα της αστικής τάξης του 1789, οι σοφιστείες των «καθαρών πολιτικών», που βρίσκονταν τότε στις δύο ανώτερες τάξεις, αναιρέθηκαν με μεγάλο ταλέντο. Ο κληρικός Σιέγιες επέμεινε ότι το έθνος, στην πραγματικότητα, ήταν χωρισμένο σε δύο στρατόπεδα: στο ένα, οι προνομιούχοι· στο άλλο, οι καταπιεσμένοι· και ότι αυτή η πραγματική διαίρεση πρέπει να αντικατοπτρίζεται στην πολιτική. Είναι φυσικό και κατανοητό οι προνομιούχοι να επιδιώκουν να διατηρήσουν τα συμφέροντά τους μέσω πολιτικών μέτρων. Αλλά και οι καταπιεσμένοι δεν πρέπει να παραμελούν τη διασφάλιση των συμφερόντων τους, και πρέπει να εμφανίζονται ως ενιαίο κόμμα στην πρόσφατα ανοιγμένη πολιτική αρένα.

Μέχρι σήμερα αυτό το μάθημα δεν έχει αφομοιωθεί ως προς τη σημασία του. Οι συνθήκες έχουν αλλάξει μόνο στο βαθμό που η αστική τάξη κατέχει σήμερα προνομιακή θέση. Και τι άλλο απομένει τώρα για τους εργάτες από το να συσπειρώσουν τις γραμμές τους σε ένα ξεχωριστό κόμμα των καταπιεσμένων, που θα αντιτίθεται στην προνομιούχα αστική τάξη;

Συγχυσμένες Ιδέες στον Ταξικό Αγώνα

Στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα, την εποχή της «Μεγάλης Εξέγερσης» του γαλλικού «όχλου», ο ταξικός ανταγωνισμός μεταξύ της αστικής τάξης και του προλεταριάτου υπήρχε μόνο εμβρυακά. Για το λόγο αυτό η ταξική συνείδηση των προλετάριων ήταν μάλλον ασαφής. Όταν, κατά τη διάρκεια αυτής της πραγματείας, προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε την επιχειρηματολογία του Πωλ Ζανέτ σχετικά με τις αντιλήψεις των Γιακωβίνων για το «λαό», τους αποδώσαμε μια ανταγωνιστική στάση απέναντι σε όλες τις τάξεις που ζουν με την εργασία των άλλων. Αυτό ήταν πραγματικά το μόνο δυνατό νόημα του επιχειρήματος του συγγραφέα. Ωστόσο, αυτό είναι σωστό μόνο στο βαθμό που οι Ορεινοί, στην πραγματικότητα και ενστικτωδώς, πάντα προσπαθούσαν να υπερασπιστούν τα συμφέροντα της φτωχότερης τάξης του πληθυσμού. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στην αντίληψή τους υπήρχε ένα χαρακτηριστικό το οποίο, κατά τη διάρκεια της περαιτέρω εξέλιξης, θα είχε προσλάβει πλήρως αστικό χαρακτήρα. Αυτό το χαρακτηριστικό φαίνεται καθαρά στις ομιλίες του Ροβεσπιέρου. Και μέσα από αυτό πρέπει να εξηγηθεί ο αγώνας των Γιακωβίνων εναντίον των Εμπερτιστών, και γενικά ο αγώνας τους ενάντια στη λεγόμενη αγροτική νομοθεσία.

Αλλά αυτοί οι «αγροτικοί νόμοι», όπως τους απεικόνιζαν οι υποστηρικτές τους, δεν περιείχαν τίποτα το Κομμουνιστικό. Η ατομική ιδιοκτησία, και οι μικροαστικοί σκοποί που συνδέονται στενά με αυτούς, βρέθηκαν στα προγράμματα ακόμη και των πιο ακραίων επαναστατών της εποχής. Μόνο ο Μπαμπέφ κράτησε διαφορετική θέση· εμφανίστηκε στην τελευταία πράξη της μεγάλης τραγωδίας, όταν η δύναμη του προλεταριάτου είχε ήδη εξαντληθεί πλήρως στους προηγούμενους αγώνες. Το κόμμα των Ορεινών απέτυχε μόνο και μόνο λόγω αυτής της εσωτερικής αντίφασης μεταξύ των μικροαστικών αντιλήψεών του και της προσπάθειάς του να εκπροσωπήσει τα προλεταριακά συμφέροντα.

Για τους σημερινούς εκπροσώπους της εργατικής τάξης, αυτές οι αντιφάσεις είναι ξένες, διότι ο σύγχρονος, επιστημονικός σοσιαλισμός δεν είναι τίποτα άλλο παρά η θεωρητική έκφραση του αγεφύρωτου ανταγωνισμού των συμφερόντων μεταξύ της αστικής τάξης και του προλεταριάτου. Η επικείμενη νίκη της εργατικής τάξης υπό το λάβαρο του σοσιαλισμού θα είναι πολύ πιο ένδοξη από όλες τις «ένδοξες» επαναστάσεις της αστικής τάξης μαζί.

Η βία, γυμνή βία, βασισμένη σε ξιφολόγχες και κανόνια, γίνεται όλο και περισσότερο το μόνο στήριγμα της αστικής εξουσίας. Και οι ειλικρινείς «θεωρητικοί» κάνουν την εμφάνισή τους, παραδεχόμενοι χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση ότι η επικρατούσα αστική τάξη δεν μπορεί να δικαιολογηθεί θεωρητικά και δεν απαιτείται τέτοια αιτιολόγηση – επειδή η αστική τάξη ελέγχει τις δημόσιες εξουσίες. Έτσι, για παράδειγμα, γράφει ένας Αυστριακός καθηγητής, ο Γκαμπλόβιτζ, στο βιβλίο του «Το Πολιτικό Κράτος και ο Σοσιαλισμός».

Όταν οι εκπρόσωποι της αριστοκρατίας και του κλήρου, σε μία από τις πρώτες συνεδριάσεις των τάξεων, οπισθοχώρησαν στα θεμέλια των προνομίων τους -το ιστορικό δικαίωμα κατάκτησης- ο θεωρητικός της αστικής τάξης, κληρικός Σιέγιες, απάντησε με υπερηφάνεια: «Rien que cela, messieurs? Nous serons conquérants a notre tour!» — που σημαίνει: “Μόνο αυτό, κύριοι; Κι εμείς θα γίνουμε κατακτητές με τη σειρά μας!»

Και η εργατική τάξη πρέπει να το πει ακριβώς αυτό στους υποστηρικτές της αστικής βίας.

  1. Ο Εμμανυέλ Ζοζέφ Σιεγές (1748-1836) ήταν Γάλλος ρωμαιοκαθολικός κληρικός, περισσότερο γνωστός ως Αββάς Σιεγές, συνταγματολόγος και πρώιμος κοινωνιολόγος. Τον εμφάνιζαν ως καθοδηγητή της Γαλλικής Επανάστασης. Πρωτοστάτησε στην οργάνωση του πραξικοπήματος με το οποίο ο Ναπολέων Α΄ Βοναπάρτης ανέλαβε την εξουσία.

[1] Η Exposition Universelle ήταν μια μεγάλη έκθεση που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι κατά την εκατοστή επέτειο της καταιγίδας στη Βαστίλη. Η εκδήλωση διήρκεσε από τις 6 Μαΐου έως τις 31 Οκτωβρίου 1889 και προσέλκυσε πάνω από έξι εκατομμύρια επισκέπτες.