Επίμετρο στην Αποικιοκρατία στην Ασία των Μαρξ και Ένγκελς

του Σάββα Μιχαήλ

[ Σε προηγούμενη ανάρτηση/δημοσίευση της ΝΠ, για τη διαμόρφωση μιας πιο ολοκληρωμένης,  ιστορικής υλιστικής αντίληψης των τεκταινομένων στο Αφγανιστάν δημοσιεύσαμε ένα κείμενο του Ένγκελς του 1857 ( https://neaprooptiki.gr/frintrich-engkels-to-afganistan/ ).

Από το ίδιο βιβλίο των Karl Marx – Friedrich Engels, Η Αποικιοκρατία στην Ασία, εκδόσεις Άγρα, δημοσιεύουμε εδώ το Επίμετρο του μεταφραστή του βιβλίου, Σάββα Μιχαήλ. Το κείμενο γράφτηκε το 2003, στις πρώτες  φάσεις  της αμερικανικής ιμπεριαλιστικής εισβολής στο Αφγανιστάν, όμως και σήμερα, 20 χρόνια αργότερα, υπό το φως μάλιστα της στρατηγικής ήττας του ιμπεριαλισμού, οι ιδέες που αναπτύσσονται διατηρούν όλη τους την επικαιρότητα. Το κείμενο είχε δημοσιευτεί στην έντυπη Νέα Προοπτική εκείνης της εποχής ως εισαγωγή στο βιβλίο των Μαρξ και Ένγκελς. ]

Τα άρθρα σε μιαν εφημερίδα ή ένα λήμμα σε μια εγκυκλοπαίδεια έχουν συνήθως το στίγμα του εφήμερου και τη μοίρα του παρωχημένου. Η αρθρογραφία, όμως, του Karl Marx και του Friedrich Engels στην New York Daily Tribune για το ρόλο των Μεγάλων Δυνάμεων της Δύσης στην Ασία και τις συγκρούσεις ανάμεσά τους και με τους λαούς της γιγάντιας ηπείρου, ή το λήμμα για το Αφγανιστάν που συνέταξε ο Ένγκελς για τηνNew American Encyclopedia την ίδια εποχή, ξαφνιάζουν με το προφητικό τους πνεύμα και την επικαιρότητά τους. Γραμμένα πριν από εκατό πενήντα χρόνια περίπου ρίχνουν φως στο σήμερα, σε μια εποχή όπου, μετά την 11 Σεπτεμβρίου 2001 και την κήρυξη από την Αμερικανική Αυτοκρατορία ενός παγκόσμιου «ατέρμονος πολέμου κατά της τρομοκρατίας», το ανθρώπινο δράμα παίζεται ξανά στα υψίπεδα της Κεντρικής Ασίας και στην κατεχόμενη Μεσοποταμία.

Δεν είναι τυχαίο ότι το 2001, όταν η κυβέρνηση Μπους ετοιμάζονταν να εξαπολύσει το νέο πόλεμο κατά του Αφγανιστάν, ένας στρατηγός του πρώην σοβιετικού στρατού που τον είχε δει να εγκλωβίζεται στο λαβύρινθο της κεντροασιατικής αυτής χώρας, προειδοποίησε τους Αμερικανούς συναδέλφους του να μην επιχειρήσουν την εισβολή στο Αφγανιστάν και την κατάληψη της Καμπούλ, παραπέμποντας ακριβώς στο συγκεκριμένο άρθρο του Ένγκελς και τα ιστορικά μαθήματα που περιέχει. Έχουν περάσει δυο χρόνια από τότε που κηρύχθηκε το «νικηφόρο τέλος» του κι ο πόλεμος στο Αφγανιστάν συνεχίζεται ως ανηλεής και συνεχής ανταρτοπόλεμος που αφήνει, για την ώρα, στις αμερικανικές και νατοϊκές δυνάμεις τον επισφαλή έλεγχο μόνο της πρωτεύουσας και κάποιων στρατιωτικών βάσεων. Η γραμμή Durand που χαράχτηκε αυθαίρετα από τους Βρετανούς αποικιοκράτες και χωρίζει το Αφγανιστάν από το Πακιστάν, περικλείει μια περιοχή όπου ζει η φυλή Παστούν και παραμένει ανεξέλεγκτη σήμερα όσο και στις μέρες που την περιγράφει ο Ένγκελς.  

Σε τί έγκειται το μυστικό αυτής της σπάνιας δημοσιογραφίας που από τα μέσα του 19ου αιώνα μπορεί να φωτίζει τις απαρχές του 21ου με τρόπο που αδυνατούν και δεν θέλουν να το κάνουν τα παντοδύναμα σήμερα ΜΜΕ; Τα τελευταία φετιχοποιούν και χειραγωγούν την εντύπωση της εικόνας και το σοκ της στιγμής. Αντίθετα, η απρόσμενη επικαιρότητα των άρθρων του Μαρξ και το Ένγκελς οφείλεται πρωταρχικά στο γεγονός ότι αναζητούν και συλλαμβάνουν το Παρόν ως Ιστορία, την σφύζουσα συγκυρία σ’ όλη την ιστορική της πυκνότητα και το βάθος, στις αντιφατικές τάσεις της προς τις μελλοντικές εξελίξεις. Συλλαμβάνουν την Ιστορία εν τω γεννάσθαι γιατί την προσεγγίζουν ανιχνεύοντας το υλικό της έδαφος, ενεργητικά και μεθοδικά, με λογισμό και μ’ όνειρο, από την σκοπιά της πάλης για την καθολική ανθρώπινη χειραφέτηση.

Από το 1851, την επαύριο της Ευρωπαϊκής Επανάστασης του 1848, ο Μαρξ, με την μεσολάβηση του Ένγκελς, αρχίζει τη συνεργασία του με την αμερικανική λαϊκή εφημερίδα Νιου Υόρκ Νταίϋλυ Τριμπιούν που αγωνίζονταν τότε για την κατάργηση της δουλείας των μαύρων στις Πολιτείες του Νότου. Καθώς η «Άνοιξη των Λαών» σβήνει κι η επανάσταση στην ευρωπαϊκή ήπειρο γνωρίζει υποχώρηση, ο Μαρξ κι ο Ένγκελς βρίσκουν στην άλλη πλευρά του ωκεανού ένα καινούργιο βήμα για να απευθύνουν τις επαναστατικές κομμουνιστικές ιδέες σε ένα νέο ακροατήριο. Παρόλο που οι βραχυπρόθεσμες προγνώσεις κι ελπίδες τους για μια νέα επαναστατική άνοδο αμέσως μετά το 1848 διαψεύδονται κι η πορεία της Ιστορίας αποδεικνύεται πιο περίπλοκη, δεν εγκαταλείπουν τα συμπεράσματα που βγάλανε ήδη: ο καπιταλισμός φτάνει στο απόγειό του, η αστική τάξη έχει εξαντλήσει τον ιστορικό της ρόλο, η κοινωνική επανάσταση του προλεταριάτου, όπως έδειξαν οι τραγικές μέρες του Ιουνίου 1848 στο εξεγερμένο Παρίσι των οδοφραγμάτων, πρέπει να γίνει Διαρκής Επανάσταση. Οι δύο επαναστάτες και φίλοι δεν παύουν να μελετούν τη νέα διεθνή κατάσταση και να αναζητούν στην συγκεκριμένη ανάπτυξη των αντιφάσεών της την διεθνή δυναμική της επανάστασης και τις δυνατότητες της κοινωνικής ανατροπής. Η οπτική τους είναι παγκόσμια. Η προσοχή τους στρέφεται όχι μόνο στην ανακάλυψη του χρυσού στη Καλιφόρνια και την αλματώδη ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Αμερική αλλά και στις τεράστιες κοινωνικές αλλαγές και τις λαϊκές εξεγέρσεις που επιφέρει η αποικιακή του επέκταση στην Ασία. Δεν γίνονται «τριτοκοσμικοί» πριν την ώρα, αγνοώντας τη σημασία των εργατικών αγώνων στις μητροπόλεις στο όνομα της εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης των λαών στις αποικίες που έκανε τότε τα πρώτα βήματά της. Αντιθέτως, η αρθρογραφία του Μαρξ και του Ένγκελς για τις εξελίξεις στην Ασία, ιδιαίτερα στην Ινδία και την Κίνα, αναλύει διαρκώς την σύνδεσή τους και την αλληλεπίδρασή τους με τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στην Ευρώπη και προπαντός στη Βρετανική Μητρόπολη, το κέντρο της πρώτης καπιταλιστικής κοσμοκρατορίας. Τα αποικιακά δεινά κι οι κοινωνικές μεταβολές στην Ινδική υποήπειρο, η πεισματική και νικηφόρα αντίσταση των Αφγανικών φυλών στην εισβολή των βρετανικών αυτοκρατορικών στρατιών, οι επαναστατικές εξεγέρσεις κι ο λαϊκός πόλεμος στην Κίνα συσχετίζονται με το μέλλον της κοινωνικής επανάστασης στην Ευρώπη και παγκόσμια. Χειραφέτηση από τα αποικιακά δεσμά των Μεγάλων Δυνάμεων και καθολική ανθρώπινη χειραφέτηση είναι αλληλένδετες. Το νήμα που διαπερνάει όλα τα κείμενα είναι η τεκμηριωμένη πεποίθηση του Μαρξ ότι δεν «μπορεί η ανθρωπότητα να εκπληρώσει το πεπρωμένο της χωρίς μια ριζική επανάσταση στη κοινωνική κατάσταση της Ασίας». Η θέση αυτή δεν στηρίζεται σε ένα πολιτικό δέον ή σε μια ηθική κατηγορική προσταγή αλλά στην αντιφατική κι ανισόμερη παγκοσμιότητα που γεννάει η αστική νεωτερικότητα, όπως την αναλύει ο Μαρξ.

Είναι η μη γραμμική υλιστική αντίληψη της Ιστορίας, η σύλληψη της ανισόμερης και συνδυασμένης ανάπτυξής της, όπως θα την ονομάσει αργότερα ο Τρότσκυ, αυτή που καθοδηγεί την ανάλυση της συγκυρίας στα άρθρα του Μαρξ και του Ένγκελς. Ανιχνεύουν τις βαθύτερες, γενικότερες, μονιμότερες τάσεις που διαμορφώνουν την πρωτότυπη κι ανεπανάληπτη συγκυριακή τους εκδήλωση, αναζητούν το καθολικό μέσα στο μερικό, ένα συγκεκριμένο καθολικό, όπως θα έλεγε ο Hegel, με όλο τον πλούτο του μερικού, του ιδιόμορφου, του μοναδικού. Αυτή η διαλεκτική-ιστορική υλιστική μέθοδος προσδίδει στα κείμενά τους διαχρονική αξία κι επικαιρότητα.

*  *  *  * *

Αξίζει να προσέξουμε ορισμένες από τις επίκαιρες επισημάνσεις τους.

Η περίπτωση του Αφγανιστάν με την προειδοποίηση του σοβιετικού στρατηγού που προαναφέραμε είναι χαρακτηριστική. Αυτή η χώρα που κατά τον Μαρξ δεν είναι παρά «μια ποιητική έκφραση για ένα άθροισμα Κρατών και φυλών» αποτέλεσε πάντα το χώρο διάβασης μεγάλων μεταναστευτικών κυμάτων και εισβολέων. Όπως επισημαίνουν κι ο Μαρξ κι ο Ένγκελς, από την ίδια την θέση του το Αφγανιστάν γίνεται στρατηγικός τόπος για τον έλεγχο όλης της Ασίας, γεγονός που στην εποχή της διεθνούς εξάπλωσης του καπιταλισμού το κάνει προνομιακό τόπο σύγκρουσης των Μεγάλων Δυνάμεων της Δύσης για την παγκόσμια ηγεμονία.

Την ίδια στιγμή, η γεωγραφική διαμόρφωση με τα πανύψηλα όρη και τις απότομες κοιλάδες κι η οικονομική-πολιτιστική καθυστέρηση καθιστούν το Αφγανιστάν και τις ανυπόταχτες φυλές του απόρθητο φρούριο και παγίδα κάθε εισβολέα. Την αλήθεια αυτή την γνώρισαν οδυνηρά η Τσαρική Ρωσία κι η Βρετανική Αυτοκρατορία τον 19ο αιώνα, ο σοβιετικός στρατός μετά το 1979 και τα στρατεύματα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ μετά το 2001.

Σε όλες τις περιπτώσεις αυτές, σε αντίθεση με τις ορδές και τις επιδρομές της προκαπιταλιστικής εποχής, η στρατιωτική εισβολή κι απόπειρα κατοχής είχαν στόχο όχι την τοπική λεηλασία αλλά τα ευρύτερα στρατηγικά συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή και παγκόσμια. Ήταν πράξη διεθνούς πολιτικής. Το ίδιο και στις μέρες μας. Η επιλογή του Αφγανιστάν σαν εναρκτήριας πράξης του «ατέρμονος πολέμου» ενάντια σε έναν ακαθόριστο εχθρό είχε να κάνει, όπως και στο καιρό του Ένγκελς, με τον έλεγχο της Κεντρικής Ασίας κι όλης της ηπείρου και παραπέρα με την επιβολή μιας νέας μορφής παγκόσμιας ηγεμονίας, της κακόφημης «Νέας Τάξης» των αμερικανικών αυτοκρατορικών συμφερόντων στο μεταψυχροπολεμικό χαοτικό κόσμο. Λογικά, από αυτή την άποψη, και με πρόσχημα τα ανύπαρκτα «όπλα μαζικής καταστροφής», το επόμενο βήμα της εκστρατείας κατά του «άξονα του κακού» ήταν η εισβολή και κατοχή του Ιράκ για να προωθηθεί μαζί με τον έλεγχο των πετρελαίων κι η εκ βάθρων αναδιαμόρφωση του πολιτικού χάρτη όλης της Μέσης Ανατολής και του Καυκάσου, στο μαλακό υπογάστριο της μετασοβιετικής Ρωσίας και στα σύνορα της Κίνας.

Μια ανάγνωση των άρθρων του Μαρξ για την Περσία (Ιράν) και την Ινδική υποήπειρο, για τις μηχανορραφίες και συγκρούσεις συμφερόντων των Άγγλων, των Γάλλων και των Ρώσων, δίνει μια πικρή πρόγευση των όσων φοβερών θα συμβούν εκεί στον 20ο και στις αρχές του 21ου αιώνα, από τη κατάρρευση των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών και την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου έως τις διαμάχες ΗΠΑ/Βρετανίας με Γαλλία/Γερμανία (αλλά και Ρωσία) στον Πόλεμο του Κόλπου του 2003.

Αυτό, όμως, που ξεχνούν πάντα οι Ισχυροί, μέσα στην αλαζονεία της υλικής τους στρατιωτικο-οικονομικής υπεροχής, είναι ό,τι επισημαίνουν αυτά τα άρθρα: το ρόλο των λαϊκών μαζών στην Ιστορία. Από τον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου το 1991 και την επίδειξη της καταστροφικής δύναμης των «έξυπνων όπλων», κυριάρχησε ο φετιχισμός της υψηλής πολεμικής τεχνολογίας των ΗΠΑ και της ακατανίκητης ισχύος της.

Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, στα άρθρα τους για την Ασία, ο Μαρξ κι ο Ένγκελς είχανε δείξει πως δεν υπάρχει ευθύγραμμη σχέση ανάμεσα στο επίπεδο της τεχνολογικής ανάπτυξης και στην έκβαση ενός πολέμου.

Όταν ένας τακτικός στρατός της ανεπτυγμένης Δύσης, με όλα τα μοντέρνα του μέσα συγκρούεται με ένα τακτικό στρατό υπανάπτυκτης χώρας που έχει συγκροτηθεί σύμφωνα με τα μοντέρνα δυτικά πρότυπα αλλά πάνω στο ντόπιο έδαφος της ιστορικής καθυστέρησης, τότε σαρώνουν οι Δυτικοί, όπως λ.χ. οι Βρετανοί την Περσία του Σάχη στο 19ο αιώνα ή οι Ισραηλινοί τους Αραβικούς τακτικούς στρατούς το 1967 ή οι Αμερικανοί τον Ιρακινό στρατό το 1991 και στην αρχική φάση του πολέμου το 2003.

Κάτι εντελώς διαφορετικό, όμως, συμβαίνει όταν ένας λαός βγαίνει βίαια από τις συνθήκες της ιστορικής προνεωτερικής καθυστέρησης κάτω από τα χτυπήματα του μαστίγιου του κεφαλαίου και κάτω από τα μοντέρνα πυρά των εισβολέων της αποικιοκρατικής κι ιμπεριαλιστικής Δύσης και καταφεύγει σε ό,τι για πρώτη φορά αναλύεται σ’ αυτά τα κείμενα κι ονομάζεται από τον Ένγκελς επαναστατικός λαϊκός πόλεμος – ένα αιώνα πριν τον Μάο και τον Γκιάπ, πριν την Κινέζικη και την Βιετναμέζικη Επανάσταση του 20ου αιώνα.

Ο ΄Ενγκελς περιγράφει γλαφυρά τη γενικευμένη λαϊκή εξέγερση του λαού της Κίνας, στη διάρκεια του δεύτερου Πολέμου του Οπίου. Οι σκηνές θυμίζουν την Κατεχόμενη Παλαιστίνη ή το Ιρακινό λαϊκό αντάρτικο που φουντώνει ενάντια στο στρατό κατοχής. Οι Κινέζοι τότε εξαπέλυαν επιθέσεις ενάντια σε όλους τους Λευκούς, καταφεύγοντας σε κάθε είδους μέσα (επιθέσεις αυτοκτονίας, ανταρσίες και πειρατείες σε πλοία, μαζικές δηλητηριάσεις του ευρωπαϊκού πληθυσμού στο Χονγκ Κόνγκ, απαγωγές κι εκτελέσεις κ.λπ.). Μέσα πάλης που και τότε και τώρα καταγγέλλονται μετά βδελυγμίας από τον Τύπο και την επίσημη προπαγάνδα της Δύσης σαν «βαρβαρότητα», «τρομοκρατία» και «ασύμμετρος πόλεμος».

 «Τί μπορεί να κάνει ένας στρατός ενάντια σε ένα λαό που καταφεύγει σε τέτοια μέσα πολέμου;», ρωτάει ο Ένγκελς και στη συνέχεια καυτηριάζει τους υποκριτές της Δύσης και τους ηθικολόγους απολογητές της δικής της βαρβαρότητας: «Οι φλυαρούντες περί πολιτισμού που ρίχνουνε πύρινες βόμβες σε μια ανυπεράσπιστη πόλη και προσθέτουν τους βιασμούς στους φόνους, μπορούν να αποκαλούν το σύστημα αυτό δειλό, βάρβαρο, φρικαλέο. Τί νοιάζει, όμως, τους Κινέζους αυτό εάν είναι αποτελεσματικό; Αφού οι Βρετανοί τους μεταχειρίζονται σαν βάρβαρους, δεν μπορούν να τους αρνηθούν κι όλα τα αγαθά της βαρβαρότητάς τους. […]…οι φλυαρούντες περί πολιτισμού δεν θα πρέπει να ξεχνούν ότι, σύμφωνα με όσα οι ίδιοι πράττουν, δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν τα ευρωπαϊκά μέσα καταστροφής με τα δικά τους πολεμικά μέσα. Εν συντομία, αντί να ηθικολογεί κανείς για τις τρομερές φρικαλεότητες των Κινέζων, όπως κάνει ο ιπποτικός εγγλέζικος Τύπος θα έπρεπε καλύτερα να αναγνωρίσουμε ότι αυτός είναι ένας πόλεμος pro aris et focis [υπέρ βωμών και εστιών]»

Ο Ένγκελς δεν εξωραΐζει τα βάρβαρα στοιχεία μιας συχνά τυφλής βίας. Δεν ταυτίζει, όμως, τη βία των καταπιεσμένων με εκείνη των καταπιεστών που την γεννά και την τροφοδοτεί. Και με νηφαλιότητα παρατηρεί: «…σε ένα λαϊκό πόλεμο τα μέσα που χρησιμοποιεί το εξεγερμένο έθνος δεν μπορούν να μετρηθούν με τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες διεξαγωγής τακτικού πολέμου ούτε με οποιοδήποτε άλλο αφηρημένο μέτρο σύγκρισης αλλά μόνο από το βαθμό πολιτισμού στον οποίο έχει φτάσει αυτό το εξεγερμένο έθνος».

Ο λαϊκός πόλεμος, όπως τον συνέλαβαν διορατικά ο Ένγκελς και ο Μαρξ, δεν σηματοδοτεί μόνον την εισβολή των αποικιακών μαζών της Ασίας στην αρένα της απελευθερωτικής πάλης. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, είναι η εισβολή τους στη νεωτερικότητα μέσα από συνθήκες προνεωτερικής καθυστέρησης που διαλύονται από την διεθνή εξάπλωση και εισβολή του κεφαλαίου, η βίαιη έκρηξη της ίδιας της νεωτερικότητας συνολικά, η νεωτερική αυτοάρνηση της προνεωτερικής συνθήκης και ταυτόχρονα δύναμη εξέγερσης και χειραφέτησης της ίδιας της νεωτερικότητας από τους καπιταλιστικούς όρους που την γέννησαν, την υπόταξαν, την στρέβλωσαν, στιγμή μιας ιστορικής μετάβασης που δεν μπορεί παρά να είναι Διαρκής Επανάσταση.

*  *  *  * *

Αυτή τη διαλεκτική της νεωτερικότητας διερευνά ο Μαρξ στα άρθρα του για την Ινδία, ιδιαίτερα την Βρετανική Κυριαρχία στην Ινδία και τις Μελλοντικές Συνέπειές της.

Τα κείμενα αυτά ξεπερνούν από κάθε άποψη τα πλαίσια μιας δημοσιογραφίας περιορισμένης αυστηρά στη συγκυρία. Δεν αγνοούν την τελευταία και την παίρνουν σαν αφετηρία, παρουσιάζοντας συν τοις άλλοις ένα απαράμιλλο πρότυπο κοινοβουλευτικού ρεπορτάζ, όπου οι πολιτικές διαμάχες κι οι κοινοβουλευτικοί διαξιφισμοί στη Βουλή των Κοινοτήτων και στη Βουλή των Λόρδων παρουσιάζονται ζωντανά, με μια σαρκαστική γραφή που σπάζει κόκκαλα ενώ συνάμα γίνεται μια ταξική ανάλυση της διαπάλης των διαφόρων κοινωνικών ομάδων και των πολιτικών τους εκπροσωπήσεων, κάτι που απουσιάζει παντελώς από τον σύγχρονό μας έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο.

Τα άρθρα στη Νιου Υόρκ Νταίϋλυ Τριμπιούν ετοιμάζονται με την μεγαλύτερη φροντίδα για τη συγκέντρωση και τη μελέτη του εμπειρικού υλικού και της σχετικής βιβλιογραφίας. Υλικό από τις πηγές του Μαρξ για την αποικιακή κατάκτηση της Ινδίας και τη σχέση της με τη Βρετανία και την Ευρωπαϊκή Ιστορία γεμίζουν τρεις τόμους χειρογράφων του στα Άπαντα Ευρισκόμενα (έκδοση ΜEGA), με αρίθμηση ΧΧΙ, ΧΧΙΙ και ΧΧΙΙΙ. Μέσα από τον ωκεανό αυτό των στοιχείων βγαίνει μια σελίδα στη Νιου Υόρκ ΝταίϋλυΤριμπιούν! Η μέθοδος δεν διαφέρει από εκείνη με την οποία έγραφε αενάως το magnum opus του, το Das Kapital. Εξάλλου τα κείμενα για την Ινδία αποτελούν οργανικό μέρος της προετοιμασίας του Κεφαλαίου και συνδέονται άμεσα με την σύνταξη της πρώτης γραφής του, των Χειρογράφων του 1857-58, γνωστότερων ως Grundrisse. Τα τελευταία γράφονται αμέσως μετά την αρθρογραφία στην αμερικανική εφημερίδα. Η συνάφεια δεν είναι απλώς χρονολογική, αρκεί να δει κανείς τη σχέση ανάμεσα στα άρθρα για τον κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό της Ινδίας και την ανάλυση του ασιατικού τρόπου παραγωγής, ιδιαίτερα στο κεφάλαιο των Grundrisse για τις Formen, τις Μορφές τρόπων παραγωγής που προηγήθηκαν του καπιταλιστικού.

Εάν διαβάσουμε τα μαρξικά άρθρα για την Ινδία στα πλαίσια της διαδικασίας συγγραφής του Κεφαλαίου και της μεθόδου του, θα αποφύγουμε μια συνήθη λαθεμένη ανάγνωσή τους. Γίνεται από αυτούς που θέλουν να ταυτίσουν τον Μαρξισμό με μια αντίληψη βαθμιαίας ιστορικής εξέλιξης και προόδου ή, αντίθετα, από εκείνους που τον προτιμούν σαν εκδοχή «ρομαντικού αντικαπιταλισμού» ή τέλος, από όσους, στα χρόνια της μεταμοντέρνας παρανάγνωσης του Walter Benjamin, απορρίπτουν κάθε έννοια ιστορικής προόδου. Σ’ όλους αυτούς τα κείμενα για την Ινδία θεωρούνται ένας παιάνας στην πρόοδο εν γένει και ειδικά στη πρόοδο που φέρνει στην Ινδική υποήπειρο η διείσδυση του κεφαλαίου και η αποικιακή κατάκτησή της από τη Βρετανία, ένα δείγμα «ευθύγραμμης αντίληψης» που αργότερα ο Μαρξ εγκαταλείπει, μετά την ανάγνωση των έργων του Bachoven και του Morgan, υπέρ μιας «ρομαντικής» στροφής στην αρχέγονη κομμουνιστική κοινωνία και τις επαναστατικές δυνατότητες των προκαπιταλιστικών κοινοτήτων, όπως, υποτίθεται, φαίνεται σε μεταγενέστερα κείμενά του, στα Εθνολογικά Χειρόγραφα και στην αλληλογραφία με τους Ρώσους ναρόντνικους.

Δεν υπάρχει, όμως, ασυνέχεια λογικής μεθόδου και ιστορικής αντίληψης ανάμεσα στα κείμενα αυτά της δεκαετίας του 1860 και 1870 και στα προγενέστερα άρθρα της δεκαετίας του 1850 ή και με το Κομμουνιστικό Μανιφέστο του 1848. Θεμελιακή αντίφαση της αστικής νεωτερικότητας για τον Μαρξ είναι αυτή ανάμεσα στη τάση προς την καθολικότητα, το άνοιγμα στο άπειρο, την αέναη καινοτομία, τη διαρκή υπέρβαση κατεστημένων σχέσεων, τη τάση προς το άνευ ορίων και άνευ όρων ορίων, το Μοντέρνο από τη μιά, κι από την άλλη τους πεπερασμένους όρους και τα εσωτερικά όρια του ίδιου του κεφαλαίου με το οποίο η νεωτερικότητα γεννιέται κι αναπτύσσεται. Ο Μαρξ είναι ο επαναστάτης βάρδος του Μοντέρνου, όχι των ιστορικών όρων που το γέννησαν και το υποτάσσουν στη λογική τους.

Στα άρθρα για την Ινδία σχεδιάζει ξανά τις γενικές γραμμές μιας πρώτης θεωρίας της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης: «Η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου είναι ουσιώδης για την ύπαρξη του κεφαλαίου ως ανεξάρτητης δύναμης. Η καταστροφική επίδραση αυτής της συγκεντροποίησης πάνω στις αγορές του κόσμου δεν κάνει άλλο παρά να αποκαλύπτει, στις πιο γιγάντιες διαστάσεις, τους εσώτερους οργανικούς νόμους της πολιτικής οικονομίας που τώρα δρουν σε κάθε πολιτισμένη πόλη. Η αστική περίοδος της Ιστορίας πρέπει να δημιουργήσει την υλική βάση του νέου κόσμου – από την μια την καθολική επικοινωνία που θεμελιώνεται στην αλληλοεξάρτηση της ανθρωπότητας και τα μέσα αυτής της επικοινωνίας, κι από την άλλη, την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων του ανθρώπου και τη μεταμόρφωση της υλικής παραγωγής σε επιστημονική κυριαρχία των στοιχείων της Φύσης. Η αστική βιομηχανία και το εμπόριο δημιουργούν αυτούς τους υλικούς όρους ενός νέου κόσμου με τον ίδιο τρόπο που οι γεωλογικές επαναστάσεις έχουν διαπλάσει την επιφάνεια της γής».

Ο Μαρξ δεν μένει τυφλός αλλά βάζει το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων στο τραυματισμένο σώμα της ανθρωπότητας. Δείχνει την «καταστροφική επίδραση της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου» παγκόσμια – και στην Ινδία. Ξεγυμνώνει και μαστιγώνει αλύπητα το ρόλο της περιβόητης Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών, της «μητέρας όλων των εταιρειών» στην καθυπόταξη και την αποικιακή ληστεία της Ινδίας. Αποκαλύπτει χωρίς εξωραϊσμούς την κτηνωδία και τον κυνισμό των μεθόδων της Βρετανικής κυριαρχίας που εξ αρχής, πολύ πριν την τραγική Διχοτόμηση του 1947, χρησιμοποίησε κατά κόρον το διαίρει και βασίλευε στρέφοντας την κάθε εθνότητα της Ινδικής υποηπείρου και την κάθε κάστα της Ινδικής κοινωνίας ενάντια στην άλλη, για να αναδεικνύεται η ίδια η Αλβιών παντοδύναμη πάνω στους σωρούς της αλληλοεξόντωσης των αποικιακών σκλάβων της. «Η Αγγλία[…] έδρασε μονάχα προς όφελος των πιο βρωμερών συμφερόντων της και τα επέβαλε με τον πιο βλακώδη τρόπο». Ο Μαρξ τονίζει ότι το βάθος και η έκταση της καταστροφής και της εξαθλίωσης που έφεραν ο καπιταλισμός κι η Βρετανική Αυτοκρατορία στο αχανές Ινδοστάν δεν συγκρίνονταν με οποιαδήποτε καταστροφή είχαν προκαλέσει οι ορδές των βαρβάρων εισβολέων κι οι προκαπιταλιστικές αυτοκρατορίες των Μωαμεθανών ή των Μογγόλων.

Από την άλλη μεριά, ο Μαρξ δεν κάνει την παραμικρή παραχώρηση στο ρομαντισμό και την νοσταλγία αντιδραστικής παλινδρόμησης σε ένα παρωχημένο προκαπιταλιστικό παρελθόν. Αντίθετα από όσους του αποδίδουν κάποια συμπόρευση, έστω και μεταγενέστερη, με τα ρεύματα του αντικαπιταλιστικού ρομαντισμού, ο Μαρξ, από τη δεκαετία του 1840, αντιτάχτηκε στον πολιτικό ρομαντισμό του πρωσικού κράτους, στον εικαστικό ρομαντισμό των Ναζαρηνών, το ρομαντισμό της «κριτικής Κριτικής» των αριστερών Χεγκελιανών, τον «φεουδαρχικό σοσιαλισμό», στον οικονομικό ρομαντισμό του Sismondi – όπως και στη ρομαντική αντίδραση μπροστά στη καταστροφή των ειδυλλιακών προκαπιταλιστικών κοινοτήτων στην Ινδία και την Ασία.

Παρόλο που συμμερίζεται το ανθρώπινο αίσθημα οδύνης απέναντι στη διάλυση αυτών των κοινοτήτων, τον καταποντισμό τους «σε ένα πέλαγος βασάνων», ο Μαρξ δεν παραλείπει να θυμίσει ότι αυτές οι αγροτικές κοινότητες «όσο ακίνδυνες κι αν φαίνονταν, υπήρξανε πάντοτε το στέρεο θεμέλιο του ανατολικού δεσποτισμού, περιορίζανε το ανθρώπινο πνεύμα μέσα στη στενότερη δυνατή περίμετρο, μετατρέποντάς το σε ένα χωρίς αντιστάσεις εργαλείο της πρόληψης, υποδουλώνοντάς το σε παραδοσιακούς κανόνες, αποστερώντας το από κάθε μεγαλείο και ιστορική ενεργητικότητα».

Η δριμεία αυτή κριτική είναι το αντίστοιχο, στο δοκιμιακό λόγο, του αντιρομαντικού εξπρεσσιονισμού στη μουσική ενός Νίκου Σκαλκώτα.

Ο Μαρξ δεν είναι απλώς τέκνο του Διαφωτισμού, τα όρια του οποίου συχνά κριτίκαρε. Είναι κληρονόμος του Προμηθέα κι ο προμηθεϊσμός του εξεγείρεται ενάντια σ’ «αυτή την ανάξια, τελματωμένη και φυτοζωούσα ζωή» των προκαπιταλιστικών αγροτικών κοινοτήτων, που «καθυπόταζαν τον άνθρωπο στις εξωτερικές περιστάσεις αντί να υψώνουν τον άνθρωπο σε κυρίαρχο των περιστάσεων» και «μεταμορφώνανε μια αυτοαναπτυσσόμενη κοινωνική κατάσταση σε μια αιώνια φυσική μοίρα, φέρνοντας έτσι μια αποκτηνωτική λατρεία της Φύσης».

Ο Μαρξ, συνεχίζοντας σε ένα άλλο επίπεδο και με άλλη μορφή την βιβλική προφητική παράδοση, θέλει να γκρεμίσει όλα τα είδωλα και κάθε μορφή ειδωλολατρείας: τόσο την προκαπιταλιστική, αποκτηνωτική ειδωλολατρεία της Φύσης όσο και τον Χρυσό Μόσχο του κεφαλαίου και το φετιχισμό του εμπορεύματος. Μαζί τους θέλει να ανατρέψει την μορφή ειδώλου που πήρε μέχρι τώρα στην ιστορική της πορεία η ανθρώπινη πρόοδος, τόσο στην προκαπιταλιστική όσο και στην νεωτερική εποχή του καπιταλισμού ώστε να πάψει να μοιάζει «μ’ αυτό το αποτρόπαιο ειδωλολατρικό ξόανο που δεν πίνει νέκταρ παρά μόνο μέσα από τα κρανία των σφαγιασμένων».

Ο Μπένγιαμιν έγραφε ότι κάθε τεκμήριο πολιτισμού είναι τεκμήριο βαρβαρότητας – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παύει να είναι και τεκμήριο πολιτισμού. Το αποτρόπαιο ξόανο που βλέπει ο Μαρξ να μονοπωλεί το νέκταρ και να το πίνει μέσα από τα κρανία των θυμάτων του δεν εξαφανίζει το νέκταρ ως νέκταρ. Το ζητούμενο είναι η ανθρωπότητα να συντρίψει το ξόανο και να διασώσει το νέκταρ. Για να γίνει κάτι τέτοιο, λέει ο Μαρξ, απαιτείται «μια μεγάλη κοινωνική επανάσταση» να «διαφεντέψει τα επιτεύγματα της αστικής εποχής», τις μοντέρνες κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις μετασχηματισμού της ζωής. Να τις μετατρέψει σε κοινό αγαθό μιας απελευθερωμένης ανθρωπότητας.

Μόνο τότε το πέλαγος των βασάνων στο οποίο πνίγηκαν οι κοινότητες της Ινδίας, της Ασίας κι όλου του κόσμου θα ανοίξει στα δύο σαν την Ερυθρά Θάλασσα και θα αρχίσει η Έξοδος των μέχρι τώρα καταπιεσμένων προς το άνευ ορίων άνευ όρων.

1 Δεκεμβρίου 2003