Η εισήγηση της Μαρίας Φαφαλιού στην εκδήλωση Γυναίκες στη Φυλακή

Στην κατάμεστη Λοκομοτίβα, με κόσμο μέσα και έξω(!), πραγματοποιήθηκε το βράδυ της Πέμπτης 20/1 εκδήλωση με θέμα τις Γυναίκες στη Φυλακή. Αρχικά μίλησε η Μαρία Φαφαλιού, συγγραφέας του συγκλονιστικού βιβλίου Γυναίκες στη φυλακή - Μαρτυρίες, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, Νοέμβριος 2021, σελ. 360.
Στη συνέχεια προβλήθηκε το ντοκιμαντέρ της Εύας Στεφανή Κλειστοί χώροι – “Τα περιστέρια του Κορυδαλλού”με συνεντεύξεις φυλακισμένων γυναικών στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού, που προκάλεσε μεγάλη αίσθηση.
Η Κατερίνα Μάτσα, παρουσίασε το βιβλίο, συνδέοντας τις μαρτυρίες του βιβλίου με το ντοκιμαντέρ. Το κείμενο της Κ. Μάτσα το παρουσιάσαμε σε πρόσφατη ανάρτηση στη Νέα Προοπτική.
Εδώ δημοσιεύουμε την εισήγηση της Μαρίας Φαφαλιού.

Η Εισήγηση της Μαρίας Φαφαλιού

Καλησπέρα! Να σας ευχαριστήσω που είσαστε εδώ, επίσης την Κατερίνα Μάτσα και την Εύα Στεφανή, και βέβαια τους Κουτσουμπούς για την πρόσκληση και τη Locomotiva για τη ζεστή φιλοξενία!

Θα πω κάποια λόγια για το βιβλίο και για τις γυναίκες της φυλακής, έτσι ώστε να υπάρξει μετά χρόνος για συζήτηση. Πρώτα, όμως, ίσως είναι χρήσιμο να σας δώσω κάποια στοιχεία και αριθμούς: Στις φυλακές -όχι μόνο τις ελληνικές αλλά και παντού– οι γυναίκες αποτελούν περίπου μόνο το 5%. Το υπόλοιπο 95% είναι άνδρες. Οι περισσότερες γυναίκες στην Ελλάδα μπαίνουν στη φυλακή με ποινές από ένα μήνα μέχρι τρία έτη. Η πρώτη μεγάλη κατηγορία των κρατούμενων γυναικών είναι για παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών. Μετά έρχονται τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας. Και με απόσταση, τα εγκλήματα κατά της ζωής, εξ ου και ότι μόνο το 4% είναι με ισόβια κάθειρξη. Με τη συνεχή χειραφέτηση της γυναίκας το οικονομικό έγκλημα παρουσιάζει άνοδο. Επίσης –μιας και το 40% περίπου των κρατουμένων είναι αλλοδαπές– πολλές είναι στη φυλακή λόγω έλλειψης νόμιμων «χαρτιών».

Τώρα, ποιοι είναι οι παράγοντες που οδηγούν τη γυναίκα στη φυλακή; Πιστεύω ότι είναι γνωστοί σε όλους μας -και συχνά ξεκινούν από τα παιδικά ακόμα χρόνια- άρα εκεί ίσως θα έπρεπε να εστιάσει η Πολιτεία ώστε να έχουμε «πρόληψη» παρά καταστολή και «σωφρονισμό»: Το νοσηρό οικογενειακό περιβάλλον, το χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, η ενδο-οικογενειακή βία, κ.λπ. – χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι αυτά οδηγούν κατ’ ανάγκην σε παραβατική συμπεριφορά. Επίσης η χαμηλή αυτοεκτίμηση και η έλλειψη νοηματοδότησης της ζωής. Χαρακτηριστικά, βάσει μιας σχετικά πρόσφατης έρευνας της «Κλίμακας», το 45% των γυναικών έχουν κάνει απόπειρα αυτοκτονίας τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους, εντός ή εκτός του πλαισίου της φυλακής.

Εξάλλου δεν πρέπει να ξεχνάμε εδώ και τις επιλεκτικές πρακτικές της αστυνομίας, ως προς το ποιες γυναίκες οδηγούνται τελικά στη φυλακή, μιας και «η κοινωνική κατάσταση, η φυλή, το φύλο και η εν γένει συμπεριφορά επηρεάζουν τη στάση της αστυνομίας».

Σας έδωσα κάποιες στατιστικές, αλλά ας μη ξεχνάμε ότι πέρα από κάθε αριθμό, πίσω από κάθε στατιστική, κρύβονται ανθρώπινες ιστορίες. Θα ακούσουμε κάποιες απ’ αυτές στο συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ της Εύας Στεφανή. Στο μεταξύ, ας ακούσουμε τη Μαριάννα, από τη Βουλγαρία, που εξέτισε ποινή περιορισμού 8 μηνών για κλοπή, αλλά που έτρεμε το γεγονός της αποφυλάκισης, μιας και είχε στο παρελθόν υπάρξει θύμα trafficking. Ή την Ελένη, ή την Άννα…

«Δεν θυμάμαι ποτέ να με είπαν με το όνομά μου», λέει η Ελένη. «Όλοι έλεγαν “η Αλβανίδα” […]. Στα 15 μου με συνέλαβαν ένα βράδυ καθώς ήμουν σε ένα αυτοκίνητο και περίμενα την παρέα μου, που εκείνη την ώρα έκλεβαν ένα μηχανάκι. Στο σπίτι μου βρήκαν κάποια κλοπιμαία και η συνέχεια ήταν… φυλακή».

«Έμεινα στον Κορυδαλλό, υπόδικη, τρεις μήνες», μου είπε η Άννα. «Ήταν δύσκολα τα πράγματα, ιδίως τις μέρες του Πάσχα, γιατί τέτοιες μέρες είχα χάσει την κόρη μου και τον εγγονό μου, είχαν καεί και οι δύο από λαμπάδα δύο χρόνια πριν, Κυριακή του Πάσχα ανήμερα, Πρωτομαγιά του 2016 […]. Στο κελί ήμασταν 7-8 άτομα, ξεχωριστό κελί, μόνο για την κοινότητα του ΚΕΘΕΑ, γιατί εγώ είχα αρχίσει κι έκανα χρήση μετά το συμβάν».

Το στίγμα. Η Άννα τώρα εργάζεται στο σούπερ μάρκετ μιας γνωστής της, που ξέρει ότι είχε περάσει από φυλακή. Στις άλλες συναδέλφους της όμως δεν το έχει πει. Ιδιαίτερα τυχερή η Άννα που βρήκε δουλειά. Σπάνια εξαίρεση.

«Δεν υπάρχει φιλία πια, δεν μου μιλάει κανείς από τους έξω», μας λέει μια άλλη κοπέλα. «Όταν έχεις κάνει φυλακή και το λες, σου συμπεριφέρονται αλλιώς. Εγώ δεν θα το έλεγα στους νέους μου φίλους γιατί ξέρω ότι μόλις τους το πω, θα αντιδράσουν κάπως: “Φυλακή;;; Τι λες τώρα…”. Έτσι θέλω να κάνω μια νέα αρχή χωρίς να πω το παρελθόν μου, δεν χρειάζεται, πόσο μάλλον γυναίκα και πρώην φυλακισμένη… Τι λες τώρα… Δύσκολα».

Και μια άλλη:

«Αν είσαι από την Αθήνα, έχεις έναν τρόπο –αφού βγεις έξω– να κρατήσεις την ανωνυμία σου σχετικά με το βίωμα της φυλακής, που δεν χρειάζεται να το ξέρει όλος ο κόσμος. Αλλά όταν είσαι από ένα χωριό, και μετά τη φυλακή γυρίζεις πάλι εκεί, δεν έχεις ζωή. Δυστυχώς, υπάρχει και αυτή η πλευρά της περιθωριοποίησης».

Στιγματισμένες λοιπόν. Συχνά χωρίς σπίτι. Συνήθως χωρίς δουλειά. Χωρίς φίλους. Εύκολα λοιπόν ξαναγυρίζουν στις προηγούμενες παλιές παρέες με την παραβατική συμπεριφορά, εκεί όπου ήσαν αποδεκτές. Δεν είναι περίεργο, άρα, που το 70% των φυλακισμένων επιστρέφουν στις φυλακές με νέα παράβαση.

Υποτροπές λοιπόν, όταν δεν υπάρχει αρκετή στήριξη και συντονισμένη προετοιμασία για κοινωνική και επαγγελματική επανένταξη, τόσο εντός της φυλακής όσο και κατόπιν εκτός. «Καμία πρόνοια για το μέσα, καμία μέριμνα για το μετά», λέει επιγραμματικά η Σ.

Επίσης, δεν υπάρχει η κατάλληλη εκπαίδευση/ενημέρωση στο ευρύ κοινό ώστε να απαλειφθεί –ή έστω να μετριαστεί κάπως- το στίγμα. Είναι μήπως και αυτοί παράγοντες, που οδηγούν τη γυναίκα, ξανά και ξανά, στη φυλακή;;;

Να σας πω τώρα λίγα λόγια για τη δική μου εμπειρία στη σύνθεση του βιβλίου μου. Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να πω ότι είχα την τύχη να με εμπιστευθούν άνθρωποι χωρίς καν να με γνωρίζουν, με τις μαρτυρίες τους, ημερολόγια, ποιήματα, σκίτσα. Δίνοντάς μου επίσης την άδεια να αναδημοσιεύσω σχετικά άρθρα, ρεπορτάζ, βιβλία, έρευνες. Κυρίως όμως, κορμός του βιβλίου, στάθηκαν οι ίδιες οι κρατούμενες. Γνώρισα, δια ζώσης, γυναίκες που είχαν πλέον αποφυλακιστεί. Είχαμε μια ζεστή, άμεση, ειλικρινή -αμοιβαία πιστεύω- επικοινωνία. Κουβεντιάζαμε για χίλια δυο, για τα παιδιά μας, για τα ταμπού, για τις συνθήκες του εγκλεισμού, για τις δυσκολίες μετά την αποφυλάκισή τους…

Κάποιες είχαν μπει μέσα -όπως μου είπαν- για ναρκωτικά, κάποιες άλλες δεν ξέρω για ποιο λόγο. Ούτε τις ρώτησα, ούτε κι έχω μετανιώσει γι’ αυτό. Ίσως να συνέτεινε κι αυτό στην σχέση αλληλοσεβασμού κι εμπιστοσύνης που δημιουργήθηκε μεταξύ μας. Ίσως, πάλι, επειδή τους είπα εξαρχής ποιος ήταν ο σκοπός του βιβλίου: να ακουστεί δηλαδή η δική τους ΦΩΝΗ, που συχνά δεν ακούγεται (μιας και συνήθως μιλούν οι «ειδικοί» εξ ονόματός των). Να κάνω εδώ μια παρένθεση: Προ ετών μιλούσα με έναν ψυχικά πάσχοντα και του έλεγα για την προσπάθειά μου «περί φωνής». Με κοίταξε, λίγο τρυφερά, λίγο ειρωνικά, λίγο με πικρία, και μου απάντησε: «Δεν αρκεί η φωνή, χρειάζονται και αυτιά για να ακούν»…

Εν πάση περιπτώσει, οι γυναίκες του βιβλίου μου πίστεψαν ίσως στην προσπάθεια να στηθεί μια γέφυρα, ένας δίαυλος επικοινωνίας των «μέσα» με τους «έξω». Η προσωπική μου επαφή λοιπόν ήταν εύκολη, μπορεί επειδή επρόκειτο για γυναίκες που είχαν, εντός ή εκτός εισαγωγικών, «ξαναφτιάξει τη ζωή τους». Οι περισσότερες έχουν οικογένεια, παιδιά, εργασία. Όμως οι άλλες;

Μου έρχονται στο νου τα λόγια του Πρίμο Λέβι, επιζήσαντος του Άουσβιτς, που έγραφε στα απομνημονεύματά του: «Οι αυθεντικοί μάρτυρες είναι εκείνοι που βούλιαξαν, εκείνοι που ακόμη κι αν είχαν χαρτί και μολύβι, δεν θα είχαν διηγηθεί, γιατί ο θάνατός τους είχε ήδη συμβεί πριν νεκρωθεί το σώμα τους. Εβδομάδες, μήνες πριν σβήσουν, είχαν χάσει την ικανότητα να παρατηρούν, να θυμούνται, να συγκρίνουν και να εκφράζονται».

Είναι λοιπόν κι οι άλλες, οι πολλές πρώην κρατούμενες, εκείνες που δεν συνάντησα. Εκείνες που εκδίδονται μέρα μεσημέρι στην οδό Σωκράτους. Ή εκείνες που κάθονται χάμω, σε μια σκοτεινή γωνιά, με μια σύριγγα στο χέρι…

Κάποιες απ’ αυτές τις τελευταίες ίσως και να τις «γνώρισα» (σε εισαγωγικά) – μέσα από γραφόμενά τους όσο ήσαν ακόμα μέσα στη φυλακή:

Από το ημερολόγιο της Κατερίνας:

«Ο Μανώλης μού ‘στειλε κάμποσα βιβλία και μια κάρτα – γεμάτη υπομονή. Μέχρι πότε φιλαράκο – θα ξυπνάω με φωνές από μεγάφωνα – αφύσικα – υπνωμένη από τα κωλοχάπια – με απέραντη πίκρα στο στομάχι και δάκρυα στα μάτια; Μέχρι πότε; Υπο-μονή κάνω πάντα – δεν αντέχω ούτε τη λέξη να ακούω πια – ούτε καν να την σκέφτομαι».

Και αλλού:

ΒΑΡΕΘΗΚΑΑΑΑ

Δεν τρώω τίποτα κάτι μέρες τώρα

Δεν πεινάω κάτι μέρες τώρα

Είμαι χαρμάνα – κάτι μέρες τώρα

[…]

Μέσα – τα κορίτσια – φτιάξανε – κάπως μια βελόνα –that means- θα βαρέσουμε όλες – πότε;

Δεν μπορώ να περιμένω – είμαι άρρωστη – χαρμάνα.

Παραπάνω από τις μισές γυναίκες στη φυλακή έχουν παιδιά. Απ’ αυτές το 1/3 περίπου ζουν ξεχωριστά από τα παιδιά τους. Τα παιδάκια, ως 3 ετών, ζουν με τις μανάδες τους μέσα στη φυλακή. Μετά πηγαίνουν ανάλογα, είτε σε άλλα μέλη της οικογένειας είτε σε ίδρυμα.

«Μπήκα μέσα έγκυος έξι μηνών», λέει η Σαντώ, που μεγαλώνει το παιδάκι της στη φυλακή. «Τι θα του πω όταν μεγαλώσει; Ότι τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στη φυλακή. Έκανε ένα λάθος η μάνα του και το πλήρωσε κι αυτός μαζί με τη μάνα του. Αφού έχει μάθει και λέει και «κελί». Δε λέει «δωμάτιο», λέει «πάμε στο κελί».

Και η Λίζα: «Το παιδί μου συνέχεια με ρωτάει γιατί κλειδώνουν την πόρτα. Τι είναι εδώ και πότε θα πάμε σπίτι μας. Τι να του πω; Ότι είμαστε στη φυλακή;»

Κάποιες γυναίκεςπροτιμούν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους εξαρχής εκτός φυλακής, ιδίως όταν υπάρχει από πίσω μια υποστηρικτική οικογένεια. Λέει η Χρυσούλα: «Ο αποχωρισμός με έκοψε στα δύο!… Όταν τελείωνε το επισκεπτήριο, άκουγα τα κλάμα του από έξω, την ώρα που γύριζα πίσω στη μεγάλη φυλακή… Μέσα μου πονούσα…»

Συχνά μου τίθεται το ερώτημα αν οι γυναίκες στη φυλακή είναι δραστήριες, αν έχουν κίνητρα. Πρέπει να πω ότι στις μαρτυρίες ένιωθα συχνά ένα τέλμα, την απόγνωση, τη μοναχικότητα, την παραίτηση, τον φόβο. Οι δραστηριότητες όπου συμμετείχαν οι φυλακισμένες γυναίκες ήταν δομημένες πάντοτε από άλλους: είτε αυτό ήταν το σχολείο δεύτερης ευκαιρίας, είτε η εργασία (τα μεροκάματα μετρούν στη μείωση της ποινής), είτε η συμμετοχή σε προγράμματα που οργάνωναν εθελοντές. Πάντα μόνο μέσα από δομημένες, από άλλους, δραστηριότητες. Σε αντίθεση με τις πολιτικές κρατούμενες –που π.χ. στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου αυτοοργανώνονταν και έστηναν θεατρικές παραστάσεις, χορωδία, μαθήματα για τις αγράμματες- εδώ, πιστεύω, στις ποινικές, ο κανόνας είναι ο ατομικισμός.

Κι εδώ έγκειται ο ρόλος της Πολιτείας, ο ρόλος των φωτισμένων ανθρώπων στο πλευρό των ποινικών κρατουμένων. Ώστε να σπάσει (αν γίνεται), το παράδοξο, το οξύμωρο: ότι, δηλαδή, αποζητούμε την επανένταξη μέσα σε συνθήκες εγκλεισμού.

Μιας και οι φυλακές υπάρχουν και μάλλον θα υπάρχουν για πολλά ακόμα χρόνια, τουλάχιστον ας στηθούν οι κατάλληλες υποδομές. Που θα βοηθήσουν τις γυναίκες αυτές -όχι απλά να γεμίζουν τον «νεκρό χρόνο» της φυλακής-, αλλά μέσα από στοχευμένες δράσεις να τονώνουν την αυτοπεποίθηση και της αυτοεκτίμηση τους, να τις βοηθούν να αντιμετωπίσουν το υπαρξιακό κενό τους, να βρούνε ένα νόημα στη ζωή τους, να δουν τον εαυτό τους όχι πλέον ως αντικείμενο, αλλά ως υποκείμενο που παίρνει τη ζωή στα χέρια του.

Μέσα από την εκπαίδευση και την εργασία που θα αρχίζει μέσα στη φυλακή και θα συνεχίζεται μετά την αποφυλάκισή τους, να δουν οι γυναίκες ότι υπάρχει γι’ αυτές ένα Μέλλον. Σημειώνουμε εδώ ότι οι περισσότερες ελληνικές φυλακές ΔΕΝ έχουν σχολεία δεύτερης ευκαιρίας, τη στιγμή που είναι διεθνώς τεκμηριωμένο ότι οι υποτροπές εκείνων που παρακολούθησαν πλήρη κύκλο σπουδών εντός της φυλακής είναι μόνο 3%, σε αντίθεση με το 70% περίπου των υποτροπών των υπόλοιπων αποφυλακισθέντων. Από τις 12.000 έγκλειστους άνδρες και γυναίκες στην Ελλάδα, μόνο οι 1300 φοιτούν σε ΣΔΕ.

Να πούμε επίσης ότι οι φορείς που φροντίζουν για το θέμα τής εν γένει στήριξης των φυλακισμένων και αποφυλακισμένων γυναικών είναι ελάχιστοι: Η Επάνοδος, το Δίκτυο Φυλακισμένων και Αποφυλακισμένων γυναικών, ο Ονήσιμος, η Άρσις, η Πρωτοβουλία για τα Δικαιώματα των Κρατουμένων, ίσως και κάποιοι άλλοι. Που όμως δεν φτάνουν για να αντεπεξέρχονται στις ανάγκες τόσων και τόσων ανθρώπων, ιδίως μετά την αποφυλάκισή τους. Σπίτι, τροφή κ.λπ. Δεν αρκεί όμως μόνο η χρηματική υποστήριξη, χρειάζεται να δοθούν και οι δυνατότητες για εργασία. Μια ιδιαίτερα σύνθετη διαδικασία που δεν της έχει δοθεί η πρέπουσα σημασία – με αποτέλεσμα και τις γνωστές υποτροπές.

Τελειώνω με ένα αγαπημένο μου κινέζικο γνωμικό: «Αν δώσεις σ’ έναν άνθρωπο ένα ψάρι, θα φάει ένα γεύμα. Αν τον μάθεις να ψαρεύει, θα τρώει όλη του τη ζωή».

Ευχαριστώ.