του Σβετόβαρ Βουκμάνοβιτς (Στρατηγού Τέμπο)

Ο στρατηγός Τέμπο [Credits: znaci.net]
O Σβετοβάρ Βουκμάνοβιτς (1912 – 2000), γνωστότερος με το επαναστατικό του ψευδώνυμο ως Τέμπο, με καταγωγή από το Μαυροβούνιο, ήταν ένας από τους ηγέτες του Γιουγκοσλάβικου αντάρτικου στη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου Πολέμου και της φασιστικής κατοχής των Bαλκανικών χωρών. Ως μέλος της ηγεσίας του Γιουγκοσλάβικου αντάρτικου είχε έλθει στην Eλλάδα το καλοκαίρι του 1943. Η στιγμή ήταν κρίσιμη για την πορεία του Παγκόσμιου Πολέμου και το μέλλον των επαναστατικών κινημάτων αντίστασης που είχαν γεννηθεί στις κατεχόμενες χώρες. Λίγο αργότερα, τον Σεπτέμβρη του 1943 θα κατέρρεε το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι στην Ιταλία, γεγονός που δημιουργούσε αλλαγές στο συσχετισμό δυνάμεων στα Βαλκάνια, ενώ προμήθευσε στον ΕΛΑΣ σημαντικές ποσότητες όπλων.
Ρητός στόχος της επίσκεψης του Τέμπο στα βουνά της ελεύθερης Ελλάδας ήταν η ενοποίηση των ανταρτικών δυνάμεων της Bαλκανικής ενάντια στους φασίστες κατακτητές κι ενάντια στη ντόπια αστική τάξη. Συνομίλησε με τον Ανδρέα Τζήμα (Σαμαρινιώτη), ο οποίος, όπως και ο Άρης Βελουχιώτης, είχε παρόμοιες αντιλήψεις. Όμως, ο Τζήμας ήταν υποχρεωμένος να ζητήσει τη γνώμη της ηγεσίας του ΚΚΕ στην Αθήνα. Σιάντος και Ιωαννίδης ήταν ριζικά αντίθετοι. Εξ άλλου λίγες μέρες πριν είχαν έλθει από τη Μόσχα οι πληροφορίες για την διάλυση της Κομιντέρν. Θα ήταν άστοχο αμέσως μετά την διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς να δημιουργούνται διεθνείς ενώσεις κομμουνιστικών ανταρτικών κινημάτων στα Βαλκάνια… Η ηγεσία του KKE αρνήθηκε τη δημιουργία κοινού επιτελείου των ανταρτικών δυνάμεων. Αντ’ αυτού ενέταξε τον EΛAΣ στο Στρατηγείο της Mέσης Aνατολής, υπό τας διαταγάς της Α.Μ. της Mεγάλης Bρετανίας!
«Αντί για σύμπραξη με τις άλλες βαλκανικές επαναστατικές δυνάμεις στην προοπτική μιας βαλκανικής ομοσπονδίας που θα ενσάρκωνε τα οράματα του Ρήγα Φεραίου και της Βαλκανικής Σοσιαλιστικής και Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας, η ηγεσία του ΚΚΕ έθεσε τον αντάρτικο επαναστατικό στρατό στην υπηρεσία του Βρετανικού Στέμματος.» [Θ. Κουτσουμπός, Πόλεμος Χωρικών και Κοινωνική Επανάσταση].
Στο κείμενο που ακολουθεί ο Tέμπο ασκεί κριτική στην ηγεσία του ελληνικού KK και την υπό τον Στάλιν ηγεσία του KKΣE, ξεσκεπάζοντας τις αιτίες της ήττας της επανάστασης στην Ελλάδα. Aνεξάρτητα από επιμέρους παρατηρήσεις -και την σύγχυση σχετικά με τη θεωρία του σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα, ακρογωνιαίο λίθο της σταλινικής στρατηγικής- η κριτική του Tέμπο είναι ορθή και αρκούντως διαφωτιστική για τα αίτια που οδήγησαν στην ήττα την ελληνική επανάσταση.
Θόδωρος Κουτσουμπός
Γιουγκοσλάβες παρτιζάνες

Κατά γενική ομολογία, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος πρόσφερε εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες σε κάθε Κομμουνιστικό Κόμμα για την οργάνωση επαναστατικής πάλης εναντίον ξένων φασιστών εισβολέων καθώς και εναντίον των δικών του προδοτών αντιδραστικών αλλά και την διασφάλιση του θριάμβου ενός λαϊκού δημοκρατικού καθεστώτος του εργαζόμενου λαού, με επικεφαλής την εργατική τάξη. Με άλλα λόγια, η πάλη για εθνική απελευθέρωση μιας χώρας από τους ξένους φασίστες εισβολείς αποτέλεσε συστατικό στοιχείο της πάλης για ένα δημοκρατικό λαϊκό καθεστώς, εναντίον των αστών αντιδραστικών προδοτών της χώρας του καθενός μας. Αν από αυτή την οπτική –πράγματι τη μόνη δυνατή– εξετάσουμε την πάλη του Ελληνικού Κομμουνιστικού Κόμματος κατά τη διάρκεια του πολέμου, εναντίον των Ναζιστών Φασιστών εισβολέων, δεν μπορούμε παρά να συμπεράνουμε ότι, ανεξάρτητα από την ηρωική πάλη των μελών του και του Ελληνικού εργαζόμενου λαού ως όλο, το Κομμουνιστικό Κόμμα πράγματι ηττήθηκε.

Εδώ, παρενθετικά, ας παρατηρήσουμε ότι το Ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν ήταν το μόνο που έχασε σε αυτό τον πόλεμο. Σε μια σειρά άλλων χωρών (Γαλλία, Ιταλία και αλλού) τα Κομμουνιστικά Κόμματα επίσης ηττήθηκαν. Από όσο γνωρίζουμε, καμιά ηγεσία δεν έχει προσπαθήσει να κάνει μια κριτική ανάλυση των αιτίων της ήττας και της αποτυχίας πολλών Κομμουνιστικών Κομμάτων στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μόνο η ηγεσία του Μπολσεβίκικου Κόμματος1Αναφέρεται στο Κ.Κ.Σ.Ε. υπό τον Στάλιν. έχει προσπαθήσει να εξηγήσει τις «αποτυχίες» των Κομμουνιστικών Κομμάτων της Γαλλίας και της Ιταλίας – η εξήγηση είναι ότι «δυστυχώς ο Σοβιετικός Στρατός δεν πρόσφερε στο Γαλλικό και Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα υποστήριξη και δεν θα μπορούσε να το κάνει». (Με την λέξη «υποστήριξη» εννοείται άμεση υποστήριξη). Σύμφωνα με αυτή την «ανάλυση», κανένα Κομμουνιστικό Κόμμα υπό τις σημερινές συνθήκες δεν μπορεί να θριαμβεύσει στην πάλη για την εξουσία του εργαζόμενου λαού, με επικεφαλής την εργατική τάξη, χωρίς την ένοπλη υποστήριξη του Σοβιετικού Στρατού, που απαιτείται για την κάμψη της αντίστασης των ένοπλων δυνάμεων του εχθρού, με τη χρήση όπλων και έτσι να «δημιουργήσει αυτές τις συνθήκες που είναι απαραίτητες για να έρθει ένα Κομμουνιστικό Κόμμα στην εξουσία». Μια τόσο μη Μαρξιστική και μη Λενινιστική ανάλυση της ήττας του Γαλλικού και Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος είναι προφανώς απαράδεκτη καθώς αντί να αναζητήσει τις αιτίες τις ήττας στις εσωτερικές αδυναμίες αυτών των κομμάτων, τις βρίσκει αποκλειστικά σε εξωτερικούς παράγοντες (την έλλειψη ένοπλης επέμβασης του Σοβιετικού Στρατού). Μια «ανάλυση» αυτού του είδους δεν είναι απλά μη Μαρξιστική αλλά είναι ακόμα και ξεκάθαρα αντεπαναστατική καθώς απονεκρώνει τις εσωτερικές επαναστατικές δυνάμεις κάθε χώρας και τις καθοδηγεί στην αναμονή της απελευθέρωσης απ’ έξω, από τις ένοπλες δυνάμεις της Σοβιετικής Ένωσης. Μια τέτοια ανάλυση δεν μπορεί να είναι χρήσιμη σε κανένα Κομμουνιστικό Κόμμα, ούτε στο διεθνές επαναστατικό εργατικό κίνημα ως όλο.

Που βρίσκονται οι ρίζες αυτής της «νέας» θεωρίας της επανάστασης που διατύπωσε η ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης (η θεωρία ότι υπό τις σημερινές συνθήκες η νίκη του επαναστατικού κινήματος σε αυτή ή την άλλη χώρα είναι αδύνατη χωρίς την άμεση υποστήριξη του Σοβιετικού Στρατού);

Ο στρατηγός Τέμπο [By Stevan Kragujević – Transferred from sr.wikipedia to Commons., CC BY-SA 3.0 ]

Αυτή η θεωρία (όπως και η θεωρία για την μη-δυνατότητα της πραγμάτωσης του σοσιαλισμού σε μια χώρα χωρίς τη βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης) είναι αναμφισβήτητα έκφραση της συγκεντρωτικής και ηγεμονικής πολιτικής που ουσιαστικά ακολουθεί η Σοβιετική Κυβέρνηση. Η Σοβιετική Κυβέρνηση προσπαθεί να εξαρτήσει και να υποτάξει όλες τις Σοσιαλιστικές χώρες καθώς και να αναγκάσει όλα τα επαναστατικά κινήματα να υιοθετήσουν υποχρεωτικά όχι αυτή την πολιτική που μπορεί να αντιστοιχεί στα συμφέροντα και τις απαιτήσεις του πλατιού λαϊκού σώματος των χωρών τους αλλά όποια πολιτική αντιστοιχεί στα συμφέροντα της δικής της συγκεντρωτικής ηγεμονικής πολιτικής της. Με άλλα λόγια, η Σοβιετική Κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται καθόλου στη νίκη του Σοσιαλισμού σε κάποια άλλη χώρα, παρά μόνο αν την ίδια στιγμή έχει εγγυήσεις ότι αυτή η χώρα θα είναι εξαρτημένη και υποταγμένη (από τη Σοβιετική Ένωση, Σ.τ.M.) και από την άλλη η Σοβιετική Ένωση όχι απλά δεν ενδιαφέρεται καθόλου για οποιοδήποτε επαναστατικό κίνημα που δεν μπορεί να ελέγξει ή να υποτάξει στα δικά της ηγεμονικά σχέδια αλλά το θεωρεί μάλιστα και εμπόδιο. Πρακτικά, οι εγγυήσεις καθυπόταξης κάθε επαναστατικού κινήματος στα ηγεμονικά σχέδια της Σοβιετικής Κυβέρνησης σε τελική ανάλυση καταλήγουν στην κτηνώδη βία του Σοβιετικού Στρατού. Τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά! Η Σοβιετική Κυβέρνηση δεν θα μπορούσε ποτέ να στηριχθεί στα δημοκρατικά και επαναστατικά κινήματα και το πλατύ λαϊκό σώμα των άλλων χωρών για την πραγμάτωση της ηγεμονικής της πολιτικής (ακόμα και εκεί όπου το επαναστατικό κίνημα καθοδηγούνταν από μια ηγεσία που υπότασσε την πολιτική της στα συμφέροντα της ηγεμονικής πολιτικής της Σοβιετικής κυβέρνησης). Για την πραγμάτωση και την υιοθέτηση αυτής της ηγεμονικής πολιτικής, η Σοβιετική κυβέρνηση έχει στηριχθεί στη φυσική δύναμη του Στρατού της, έχει χρησιμοποιήσει μεθόδους που δανείστηκε από τους ιμπεριαλιστές και οι οποίες επομένως δεν έχουν απολύτως κανένα κοινό με τις επαναστατικές αρχές του Μαρξισμού-Λενινισμού. (Όταν αναφερόμαστε στις παραπάνω μεθόδους μιλάμε για τις μεθόδους οικονομικής διείσδυσης και οικονομικής πίεσης με σκοπό την καθυπόταξη άλλων Σοσιαλιστικών χωρών, την ανάπτυξη εκτεταμένων υπηρεσιών κατασκοπείας, την αντικατάσταση κυβερνήσεων ή την απομάκρυνση πολιτικών προσωπικοτήτων στις οποίες η Σοβιετική Κυβέρνηση έχει χάσει την εμπιστοσύνη της). Δεν ακολουθεί άλλωστε η Σοβιετική κυβέρνηση στην Ουγγαρία, Βουλγαρία, Πολωνία και άλλες Ανατολικοευρωπαϊκές χώρες την πολιτική της οικονομικής διείσδυσης με τη δημιουργία κοινών βιομηχανικών επιχειρήσεων και της πολιτικής καθυπόταξης μέσω εκτεταμένων υπηρεσιών κατασκοπείας αλλά και με την απομάκρυνση της μιας ή της άλλης «αναξιόπιστης» πολιτικής προσωπικότητας στις παραπάνω χώρες; Η πολιτική της Σοβιετικής Κυβέρνησης άλλωστε προς τη Σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία δεν είναι μια πολιτική οικονομικής και πολιτικής πίεσης; Και ούτω καθεξής. Για την πραγμάτωση της ηγεμονικής πολιτικής της, η ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης έχει αποδειχθεί ολοκληρωτικά εχθρική στα επαναστατικά κινήματα και στην επαναστατική πάλη κάθε χώρας όπου ο έλεγχός της δεν ήταν διασφαλισμένος (είτε λόγω γεωγραφικής απόστασης, είτε λόγω της «αναξιοπιστίας» της ηγεσίας είτε εξαιτίας οποιουδήποτε άλλου λόγου) ή που μπορεί να προορίζονται ως αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους ιμπεριαλιστές (αναφορικά με τις σφαίρες επιρροής). Γι’ αυτούς τους λόγους, η ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης υποστήριζε –για αρκετό καιρό μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο– ότι οι Κινέζοι Κομμουνιστές δεν θα πρέπει να οξύνουν τις σχέσεις τους με τον Τσαγκ Κάϊ Σεκ αλλά αντιθέτως θα πρέπει να έρθουν σε ένα είδος συμφωνίας μαζί του (πρακτικά σήμαινε την εμπόδιση της Κινέζικης Επανάστασης). Γι΄ αυτούς τους λόγους, η ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης δεν ενδιαφέρεται καθόλου στην ανάπτυξη της λαϊκής επαναστατικής πάλης στην Ινδονησία και σε άλλες αποικιακές χώρες (επειδή αυτές οι χώρες βρίσκονται στη σφαίρα επιρροής του Δυτικού Ιμπεριαλισμού). Για αυτούς τους λόγους, η ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης υποστήριξε ότι οι Γάλλοι και οι Ιταλοί Κομμουνιστές θα πρέπει να αφοπλίσουν το λαό, μόλις οι εχθροπραξίες του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου τελείωναν, ότι θα πρέπει να διαλύσουν τις λαϊκές επιτροπές που μπορεί να είχαν ξεφυτρώσει κατά τη διάρκεια του πολέμου ως προπαρασκευαστικά ή ακόμα και εν μέρει πραγματικά όργανα ενός επαναστατικού καθεστώτος, ότι θα πρέπει να συμμετάσχουν σε συμμαχίες με την αστική τάξη (που στην πραγματικότητα σήμαινε την εξαφάνιση όλων των αποτελεσμάτων επαναστατικής πάλης και αποποίηση της περαιτέρω επαναστατικής πάλης) κ.ο.κ. Τώρα, ποιο συμπέρασμα θα πρέπει να βγάλουμε από αυτά τα γεγονότα; Ξεκάθαρα, ότι η ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης ενδιαφερόταν για την ανάπτυξη του κινήματος μόνο σε εκείνες τις χώρες που αποτελούσαν «σφαίρες επιρροής» της Σοβιετικής Ένωσης και όπου υπήρχε δυνατότητα υπόταξής τους υπό τον έλεγχο της Σοβιετικής Κυβέρνησης. Αναφορικά με τα επαναστατικά κινήματα σε άλλες χώρες, στην πράξη η Σοβιετική Κυβέρνηση προσπάθησε να εμποδίσει τη νίκη τους και να τα εξαναγκάσει να συνεργαστούν με την αντιδραστική αστική τάξη, με όλες τις συνέπειες από κάτι τέτοιο. Βέβαια, αυτή η ηγεμονική πολιτική πράγματι απαιτούσε κάποιου είδους «θεωρητικής» επεξεργασίας. Γι’ αυτό άλλωστε οι ρεβιζιονιστές του Μαρξισμού-Λενινισμού παρασκεύασαν αυτή τη «νέα» θεωρία ότι δηλαδή η νίκη του επαναστατικού κινήματος στη μια ή την άλλη χώρα είναι αδύνατη, υπό τις συνθήκες του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, χωρίς την άμεση ένοπλη βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης.

Άγαλμα του στρατηγού Τέμπο στη γεννέτειρα του Utrg (Μαυροβούνιο)

Η ρεβιζιονιστική και ηγεμονική πολιτική της ηγεσίας της Σοβιετικής Ένωσης έχει εκφραστεί και στη στάση της προς την λαϊκή επαναστατική πάλη στην Ελλάδα. Η ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης δεν ενδιαφερόταν καθόλου στη νίκη της λαϊκής επαναστατικής πάλης στην Ελλάδα καθώς η Ελλάδα ήταν «γεωγραφικά» απομακρυσμένη από τη Σοβιετική Ένωση (έτσι δεν έμπαινε ζήτημα επέμβασης του Σοβιετικού Στρατού) και επειδή ήταν εκτός της «σφαίρας επιρροής» της Σοβιετικής Ένωσης (σύμφωνα με τη συμφωνία μεταξύ των κυβερνήσεων της Σοβιετικής Ένωσης και των Δυτικών Ιμπεριαλιστών). Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε διαφορετικά τα ακόλουθα γεγονότα:

Πρώτον, ο Σοβιετικός Τύπος και οι Σοβιετικοί ηγέτες σιώπησαν ενώ ο Τσόρτσιλ ακολουθούσε την πολιτική της ένοπλης επέμβασής του στην Ελλάδα, τον Δεκέμβριο του 1944. Εδώ μπαίνει το ζήτημα, γιατί εκείνη την εποχή ο Σοβιετικός Τύπος (όπως π.χ. ο Γιουγκοσλαβικός) δεν καταδίκασε δημόσια την πολιτική της ανοιχτής επέμβασης του Τσόρτσιλ στις εσωτερικές υποθέσεις μιας άλλης χώρας; Η σιωπή αυτή δεν οφείλεται στο γεγονός ότι οι Σοβιετικοί ηγέτες είχαν ήδη καταλήξει σε συμφωνία για την διαίρεση της Βαλκανικής Χερσονήσου και της Κεντρικής Ευρώπης σε «σφαίρες επιρροής» και ότι με αυτή τη συμφωνία η κυβέρνηση του Τσόρτσιλ είχε αποκτήσει το «δικαίωμα» να ακολουθήσει ανεξάρτητα τη δική της πολιτική στην Ελλάδα; Σε αυτή τη συμφωνία δεν ορίστηκε ότι η Ελλάδα αποτελεί σφαίρα επιρροής της Μεγάλης Βρετανίας; Γνωρίζουμε ότι οι Αμερικάνοι υπουργοί Κορντέλ Χαλ και Στετίνιους έγραψαν ανοιχτά για την ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ του Τσόρτσιλ και του Στάλιν, για τη διαίρεση σφαιρών επιρροής στη Βαλκανική Χερσόνησο (η Ελλάδα θα ανήκε στη σφαίρα επιρροής της Μεγάλης Βρετανίας και η Ρουμανία, Ουγγαρία και Βουλγαρία θα ανήκαν κατά το 75% στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης και 25% στη σφαίρα επιρροής της Μεγάλης Βρετανίας, η Γιουγκοσλαβία θα μοιράζονταν 50%-50% κ.ο.κ.). Οι δηλώσεις των Αμερικάνων υπουργών μπορεί να είναι ανακριβείς αλλά παρόλα αυτά δεν μπορούμε σίγουρα να εξηγήσουμε γιατί μέχρι τώρα ο Σοβιετικός Τύπος δεν τις έχει ποτέ αντικρούσει (ιδιαίτερα καθώς ολόκληρος ο παγκόσμιος τύπος αναφέρεται σε αυτές τις συμφωνίες). Γιατί ο Σοβιετικός τύπος σιωπά για την πολιτική ανοιχτής παρέμβασης του Τσόρτσιλ στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας (κάτι που στην πραγματικότητα ισοδυναμεί με έμμεση επιβεβαίωση); Προφανώς, όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά.

Μετά τον πόλεμο έχουν δημοσιευτεί μια σειρά κειμένων που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ της Ε.Σ.Σ.Δ. και της Μεγάλης Βρετανίας για την διαίρεση της Βαλκανικής χερσονήσου σε «σφαίρες επιρροής», χωρίς κάποια συμφωνία με τους Βαλκανικούς λαούς και μάλιστα σε αντίθεση με τα συμφέροντά τους. Ο Αμερικάνος υπουργός εσωτερικών Κορντέλ Χαλ (Αμερικάνος υπουργός εξωτερικών από το 1932 έως το τέλος του 1944) στις Αναμνήσεις του που δημοσιεύτηκαν στις Η.Π.Α. το 1947 δήλωσε ότι ο Λόρδος Χάλιφαξ, ο Βρετανός πρεσβευτής στην Ουάσιγκτον, «με ρώτησε στις 30 Μάη του 1944, πως αυτή η Κυβέρνηση» (η αμερικάνικη κυβέρνηση) θα ένιωθε για μια «συμφωνία μεταξύ των Βρετανών και των Ρώσων όπου η Ρωσία θα έχει κυριαρχική επιρροή στη Ρουμανία και η Βρετανία στην Ελλάδα» (σελ. 1451). Ο Κορντέλ Χαλ δήλωσε επιπλέον ότι αυτή η συμφωνία ενισχύονταν από την επίσκεψη του Τσόρτσιλ και του Ήντεν στη Μόσχα, τον Οκτώβριο του 1944. Στη σελίδα 1458, ο Κορντέλ Χαλ δηλώνει:

«Τα γεγονότα δικαιολόγησαν πλήρως την ανησυχία μας για την Αγγλο-Ρωσική συμφωνία που εφαρμόστηκε κανονικά μετά την συγκατάθεση του προέδρου. Όταν ο πρωθυπουργός Τσόρτσιλ και ο υπουργός εξωτερικών Ήντεν πήγαν στη Μόσχα τον Οκτώβριο του 1944 για να δουν τον Στάλιν και τον Μολότοφ επέκτειναν τη συμφωνία ακόμα περισσότερο, ακόμα και τα ποσοστά του σχετικού βαθμού επιρροής που η Βρετανία και η Ρωσία ξεχωριστά θα έπρεπε να είχαν σε καθορισμένες Βαλκανικές χώρες. Τηλεγραφήματα από την πρεσβεία μας στη Μόσχα και στην Άγκυρα ανέφεραν ότι η Ρωσία θα είχε 75/25 ή 80/20 κυριαρχία σε Βουλγαρία, Ουγγαρία, Ρουμανία, ενώ η Βρετανία και η Ρωσία θα είχαν την ίδια επιρροή στη Γιουγκοσλαβία 50/50. Αργότερα οι Ρώσοι θεώρησαν δεδομένο ότι με τη συμφωνία του Ιουνίου του 1944, η Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες τους είχαν δώσει ένα σημαντικό κομμάτι των Βαλκανίων, συμπεριλαμβανομένης της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας στη σφαίρα επιρροής τους».

Αν και οι αναμνήσεις του Κορντέλ Χαλ δημοσιεύτηκαν το 1947, τις λεπτομέρειες που παραθέτουμε δεν τις έχουν αρνηθεί τόσο η Βρετανική όσο και η Σοβιετική πλευρά. Το αντίθετο μάλιστα, στη Μοσχοβίτικη εφημερίδα Πράβντα, της 21ης Οκτώβρη του 1944, σ’ ένα κύριο άρθρο για τη συνάντηση Τσόρτσιλ-Στάλιν, όπου κατέληξαν στη γνωστή συμφωνία για τη διαίρεση (του κόσμου) σε «σφαίρες επιρροής», διαβάζουμε το ακόλουθο απόσπασμα:

«Η Ε.Σ.Σ.Δ. και η Μεγάλη Βρετανία συμφώνησαν σε μια κοινή πολιτική για την Γιουγκοσλαβία, όπου οι συντονισμένες ενέργειες των Σοβιετικών δυνάμεων, του Γιουγκοσλαβικού Στρατού Εθνικής Απελευθέρωσης υπό τον στρατηγό Τίτο και του Βουλγαρικού Στρατού διεξάγονται επιτυχώς εναντίον των Ναζιστικών ορδών που εκδιώκονται από την Βαλκανική Χερσόνησο».

Στους δημόσιους κύκλους της Βρετανίας δεν έχει γραφτεί και ειπωθεί τίποτα για αυτή τη συμφωνία, αν και η ύπαρξη αυτής της συμφωνίας αναγνωρίζεται ως κάτι το αδιαμφισβήτητο. Μόνο ο Ουΐνστον Τσόρτσιλ στο Κοινοβούλιο, στις 22 Οκτώβρη του 1944, επιστρέφοντας από τη Μόσχα δήλωσε ότι είχε καταλήξει σε μια «συνολική συμφωνία» με τον Στάλιν πάνω στο «πολύπλοκο ζήτημα των Βαλκανίων». Ο Τσόρτσιλ στη συνέχεια δήλωσε:

«Καταλήξαμε σε μια πολύ καλή λειτουργική συμφωνία για όλες αυτές τις χώρες. Με τη φράση «όλες αυτές τις χώρες» αναφερόμαστε στις χώρες Ελλάδα, Ρουμανία, Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία και πέρα από τα Βαλκάνια στην Ουγγαρία, κάθε μια χωριστά και όλες μαζί, με στόχο τη συγκεντροποίηση όλων των προσπαθειών τους σε συντονισμό με τις δικές μας εναντίον του κοινού εχθρού καθώς και στη δημιουργία, όσο είναι δυνατόν, μιας ειρηνικής διευθέτησης μετά το τέλος του πολέμου».

Για την ύπαρξη αυτών των συμφωνιών μεταξύ Στάλιν και Τσόρτσιλ αναφορικά με τη διαίρεση των «σφαιρών επιρροής» στα Βαλκάνια, ο υπουργός εσωτερικών Στετίνιους μιλά στο βιβλίο του Ο Ρούζβελτ και οι Ρώσοι, που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο το 1949. Στη σελίδα 218 ο Στετίνιους λέει ότι όταν στη Γιάλτα ο Στάλιν πρότεινε μια προσθήκη στη Διακήρυξη, δηλώνοντας ότι θα πρέπει να δοθεί υποστήριξη «στους πολιτικούς ηγέτες αυτών των χωρών που πήραν ενεργό μέρος στην πάλη κατά των Γερμανών εισβολέων», πρόσθετε «μοχθηρά» ότι ο Τσόρτσιλ «δεν θα πρέπει να ανησυχεί αν αυτή η πρόταση… θα εφαρμοσθεί στην Ελλάδα». Ο Στάλιν πρόσθεσε ότι «πίστευε πως θα ήταν υπερβολικά επικίνδυνο αν ο πρωθυπουργός (δηλαδή ο Τσόρτσιλ) επέτρεπε σε οποιεσδήποτε άλλες πέρα από τις βρετανικές δυνάμεις να μπούνε στη Ελλάδα». Ο Στάλιν πρόσθεσε ότι είχε «ολοκληρωτική εμπιστοσύνη στη Βρετανική πολιτική στην Ελλάδα».

Περαιτέρω, στη σελ. 195, αναφέρει ότι ο Τσόρτσιλ «τελείωσε τις παρατηρήσεις του για την Ελλάδα λέγοντας ότι πέντε Βρετανοί συνδικαλιστές είχαν πρόσφατα επισκεφτεί την Ελλάδα και πέρασαν πολύ δύσκολα». Αυτοί, δηλαδή η Βρετανική κυβέρνηση) «ήταν απόλυτα ευγνώμονες στο Στρατηγό Στάλιν, δήλωσε ο Πρωθυπουργός, για το ότι δεν ενδιαφέρθηκε με τις Ελληνικές Υποθέσεις. Ο Στάλιν επανέλαβε ότι δεν είχε σκοπό να ασκήσει κριτική στις Βρετανικές ενέργειες στην Ελλάδα και ούτε, πρόσθεσε, είχε σκοπό να παρέμβει σε αυτή τη χώρα».

Οι ισχυρισμοί αυτοί του Στετίνιους δεν έχουν αναιρεθεί από το Σοβιετικό τύπο.

Δεύτερον, μετά τη λήξη των εχθροπραξιών του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, ο Σοβιετικός τύπος για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν ανέφερε τίποτα για την λαϊκή επαναστατική πάλη στην Ελλάδα. Επιπλέον, οι Σοβιετικοί ηγέτες δεν επέτρεψαν η Απόφαση της πρώτης συνεδρίασης της Κομινφόρμ να συμπεριλάβει έστω και μια πρόταση που μπορεί να βοηθούσε τη λαϊκή επαναστατική πάλη στην Ελλάδα. Το άρθρο του Ζαχαριάδη για την Ελληνική λαϊκή επανάσταση, που ήδη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Για μια Διαρκή Ειρήνη για Λαϊκή Δημοκρατία απλά θάφτηκε. Εδώ είναι αρκετά φυσικό να θέλουμε να μάθουμε γιατί ο Σοβιετικός τύπος σιώπησε για τη λαϊκή επαναστατική πάλη στην Ελλάδα. Η σιωπή δεν προκλήθηκε από την ελπίδα ότι οι Σοβιετικοί ηγέτες μπορούσαν να φθάσουν σε συμφωνία με τους Αγγλο-αμερικάνους ιμπεριαλιστές σε άλλα ζητήματα, όπως αυτό της Γερμανίας και Αυστρίας σε βάρος της Ελλάδας; Σίγουρα αυτό αποτελεί την πιο χυδαία μορφή ιμπεριαλιστικής πολιτικής διαπραγμάτευσης, η αρχή δηλαδή να ρίχνουμε κάποια χώρα στα χέρια των ιμπεριαλιστών με την προϋπόθεση ότι θα δώσουν κάτι στη Σοβιετική Ένωση;

Τρίτον, οι Σοβιετικοί ηγέτες ασχολήθηκαν με το Ελληνικό λαϊκό επαναστατικό κίνημα μόνο αναφορικά με την καμπάνια συκοφάντησης της Ομοσπονδιακής Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Δεν χρειάζεται να πούμε ότι και εδώ τα συμφέροντα της ηγεμονικής πολιτικής της Σοβιετικής κυβέρνησης είχαν μεγαλύτερο βάρος από ό,τι τα συμφέροντα της λαϊκής επαναστατικής πάλης στην Ελλάδα – και πράγματι γι’ αυτό ακριβώς ξεκίνησε και η καμπάνια εναντίον της Σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας. Δηλαδή, από τη στιγμή που υποστηρίχθηκε ότι το σημαντικότερο πράγμα στην Ελλάδα δεν ήταν η πάλη για δημοκρατική λαϊκή εξουσία αλλά η αντεπαναστατική καμπάνια εναντίον της Σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας (που πρακτικά σήμαινε την πάλη για την υποστήριξη της ηγεμονικής πολιτικής της Σοβιετικής κυβέρνησης), η πολιτική για τον τερματισμό της λαϊκής επανάστασης στην Ελλάδα ήταν αναπόφευκτη συνέπεια. Πάνω σε αυτό το ζήτημα ο Σύντροφος Καρντέλι αναφέρει:

«Ένα απελευθερωτικό κίνημα μπορεί να είναι δυνατό μόνο όταν αναπτύσσεται μέσα από τις ίδιες τις δυνάμεις του έθνους και αν αντιστοιχεί στα άμεσα συμφέροντα και απαιτήσεις του πλατιού λαϊκού σώματος. Τη στιγμή όμως που η ηγεσία ενός τέτοιου κινήματος τίθεται στην υπηρεσία μιας ξένης ηγεμονικής πολιτικής που στρέφεται κατά των συμφερόντων και της ελευθερίας άλλων λαών, δεν μπορεί παρά να διαχωριστεί από τον ίδιο του το λαό, υπονομεύοντας τη δύναμη του».2Από μια ομιλία στο Γιουγκοσλαβικό Κοινοβούλιο: Μπόρμπα, 29 Δεκέμβρη 1949.

Αυτό σημαίνει ότι η ηγεσία του λαϊκού απελευθερωτικού κινήματος, σύμφωνα με τις διαταγές της Σοβιετικής ηγεσίας, προχώρησε με τα μάτια της ανοιχτά στη διάλυση της λαϊκής επανάστασης στην Ελλάδα αποκλειστικά για να συμμετάσχει στην αντεπαναστατική καμπάνια κατά της Σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας. Για μια ακόμα φορά τα συμφέροντα ενός επαναστατικού κινήματος θυσιάστηκαν στην υποστήριξη της ηγεμονικής πολιτικής της Σοβιετικής Κυβέρνησης.

Συνεπώς αυτή η «νέα» θεωρία -αναφορικά με την μη-δυνατότητα ενός επαναστατικού κινήματος να θριαμβεύσει σε κάποια χώρα χωρίς την άμεση υποστήριξη του Σοβιετικού Στρατού και επίσης αναφορικά με την μη-δυνατότητα της πραγμάτωσης του σοσιαλισμού σε κάποια χώρα χωρίς τη «βοήθεια» της Σοβιετικής Ένωσης είναι μια πιθανή θεωρητική προσπάθεια δικαιολόγησης και καθολικής σημασίας στην αντιδημοκρατική ξένη πρακτική της Σοβιετικής κυβέρνησης που παλεύει με κάθε μέσο να εισάγει την αρχή της ηγεμονίας του λεγόμενου «καθοδηγητικού έθνους» (και «καθοδηγητικού Κόμματος») μέσα στο εργατικό κίνημα όλης της υφηλίου. Από αυτή την άποψη η θεωρία αυτή ισοδυναμεί με μια επικίνδυνη παρέκκλιση από τις βασικές αρχές του Μαρξισμού-Λενινισμού (την αρχή της ισότητας όλων των Σοσιαλιστικών χωρών και Κομμουνιστικών κομμάτων, μεγάλων και μικρών, την αρχή της δυνατότητας της νικηφόρας επανάστασης και της πραγμάτωσης του Σοσιαλισμού σε κάθε χώρα κ.λπ.). Η εμφάνιση αυτής της θεωρίας έχει προσφέρει σε μια ποικιλία οπορτουνιστών μέσα στα Κομμουνιστικά Κόμματα τρομερές δυνατότητες όχι την απλή απόκρυψη από το λαό της οπορτουνιστικής πολιτικής που ακολούθησαν κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου αλλά την ανοιχτή υπεράσπιση αυτής της πολιτικής, ως της μόνης δυνατής πολιτικής ή κατάλληλης υπό τις δεδομένες συνθήκες (καθώς, όπως υποστηρίζουν, το επαναστατικό κίνημα δεν κέρδισε και δεν θα μπορούσε να κερδίσει, με τις δικές του δυνάμεις μονάχα, χωρίς την ένοπλη υποστήριξη του Σοβιετικού Στρατού). Εδώ επίσης, έχουμε μια πιθανή εξήγηση της συνεχούς έλλειψης κάποιας συγκεκριμένης μελέτης για της αιτίες της ήττας ορισμένων Κομμουνιστικών Κομμάτων κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου.

Για όλους αυτούς τους λόγους απαιτείται μια κριτική ανάλυση της ήττας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και επίσης κατά τη διάρκεια εναντίον του μοναρχοφασισμού και της ξένης επέμβασης καθώς μια τέτοια ανάλυση θα εξηγήσει τις αιτίες της ήττας πολλών άλλων Κομμουνιστικών Κομμάτων επίσης.

Υποσημειώσεις[+]