200 Xρόνια Mαρξ
Γιάννης Μηλιός
Περισσότερη πειθαρχία με τίμημα περισσότερη αστάθεια
Η χρηματοπιστωτική σφαίρα ως τεχνολογία εξουσίας
Ένα σημαντικό διήμερο για τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Kαρλ Mαρξ, οργάνωσε η επαναστατική Mαρξιστική Eπιθεώρηση, η Nέα Προοπτική και το διεθνές θεωρητικό περιοδικό Critique. Tο γενικό θέμα του διημέρου ήταν η Κρίση και “Κεφάλαιο” του Mάρξ.
Στις 22 και 23 Oκτωβρίου μαρξιστές από την Eλλάδα και άλλες χώρες έδωσαν διαλέξεις επιχειρώντας, με όπλο τις θεωρητικές αναλύσεις του Mαρξ στο Kεφάλαιο, να διεισδύσουν στους νόμους της παρούσας κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού.
O Γιάννης Μηλιός, καθηγητής στο EMΠ και εκδότης του θεωρητικού περιοδικού Θέσεις μίλησε με θέμα “Περισσότερη πειθαρχία για περισσότερη αστάθεια: το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο ως τεχνολογία εξουσίας”. Παρακάτω δημοσιεύουμε το πρώτο μέρος της εισήγησής του.
Η χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε το 2007-08 ήταν χωρίς αντίστοιχο προηγούμενο κατά την μεταπολεμική περίοδο, και το γεγονός αυτό αναγνωρίζεται από την πλειοψηφία των οικονομολόγων. Ταυτόχρονα, η κρίση αποτελεί μια «οριακή στιγμή», η οποία αποκαλύπτει και μας βοηθά να αναστοχαστούμε τους τρόπους λειτουργίας του σύγχρονου καπιταλισμού. Στις σχετικές συζητήσεις, η σύγχρονη μορφή του καπιταλισμού γίνεται κατά κανόνα αντιληπτή σε αναφορά με τον όρο «χρηματιστικοποίηση».
Στο πλαίσιο αυτό η σύγχρονη ετερόδοξη βιβλιογραφία κυριαρχείται από ένα επίμονο επιχείρημα. Το επιχείρημα είναι ότι η σύγχρονη χρηματοοικονομική φιλελευθεροποίηση θα πρέπει να προσεγγιστεί ως μια διαδικασία στην οποία οι χρηματοπιστωτικές ελίτ, δηλαδή οι απόντες οικονομικοί ιδιοκτήτες ή οι σύγχρονοι ραντιέρηδες στην κεϋνσιανή ορολογία, έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της νεοφιλελεύθερης μορφής του καπιταλισμού. Γράφοντας στα μέσα της δεκαετίας του ’30, ο Keynes (1973: 377) προέβλεψε την εξαφάνιση («ευθανασία») των ραντιέρηδων «μέσα σε μία ή δύο γενιές». Πολλοί σύγχρονοι κεϋνσιανοί παρουσιάζουν τις εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών ως την επιστροφή μετά από τρεις γενιές των αναγεννημένων ραντιέρηδων, για να θέσουν υπό τον έλεγχό τους την οικονομία. Έτσι, ο νεοφιλελευθερισμός ισοδυναμεί με την «εκδίκηση των ραντιέρηδων» (Smithin 1996: 84, που εισήγαγε αυτό τον όρο) πάνω στη «βιομηχανική κοινότητα» των μάνατζερ, των τεχνικών και των εργαζομένων.
Η σχετική οικονομική βιβλιογραφία χρησιμοποιεί έτσι τον όρο χρηματιστικοποίηση για να υποστηρίξει: (i) την αύξηση της οικονομικής σημασίας του «παρασιτικού-κερδοσκοπικού» χρηματοπιστωτικού τομέα σε αντίθεση με τον «πραγματικό» βιομηχανικό τομέα της οικονομίας, (ii) τη μεταφορά του εισοδήματος από τον δεύτερο στον πρώτο, αυξάνοντας έτσι τις οικονομικές ανισότητες και μειώνοντας την ενεργό ζήτηση, (iii) την ένταση της οικονομικής αστάθειας, η οποία μετατρέπεται σε κεντρική πτυχή του σύγχρονου καπιταλισμού.
Ως εκ τούτου, για την επιχειρηματολογία που βασίζεται στον κεϋνσιανισμό, ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια «άδικη» (από την άποψη της κατανομής του εισοδήματος), ασταθής, αντι-αναπτυξιακή παραλλαγή του καπιταλισμού, η άμεση συνέπεια της οποίας είναι η συρρίκνωση των εισοδημάτων των εργαζομένων και ο πολλαπλασιασμός της κερδοσκοπίας, σε αντιδιαστολή με κάποια υποτιθέμενη «δίκαιη» παραλλαγή του καπιταλισμού (π.χ. των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών).
Παρόλο που αυτές οι ετερόδοξες προσεγγίσεις προσεγγίζουν κάποιες πτυχές του σύγχρονου καπιταλισμού, δεν είναι σε θέση να δώσουν μια επαρκή εξήγηση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους επικράτησαν οι νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις» και η επακόλουθη χρηματιστικοποίηση των καπιταλιστικών κοινωνιών. Η βασική τους αδυναμία – και ταυτόχρονα το κοινό τους θεωρητικό υπόβαθρο – είναι ότι αντιλαμβάνονται τη νεοφιλελεύθερη «συνταγή» για την εξασφάλιση της κερδοφορίας του κεφαλαίου όχι ως ζήτημα παραγωγής κέρδους, αλλά ως ζήτημα αναδιανομής εισοδήματος – το οποίο αφορά ουσιαστικά τη σφαίρα της κυκλοφορίας.
Σε αντίθεση με αυτές τις προσεγγίσεις, θα αντιμετωπίσω την χρηματιστικοποίηση ως μια οργανική εξέλιξη και όχι ως μια παραμόρφωση στο εσωτερικό της καπιταλιστικής παραγωγής, αντλώντας από τη θεωρία του Karl Marx.
Ο Μαρξ στα ώριμα γραπτά του τονίζει κάτι που πραγματικά λείπει από όλες τις μετέπειτα ετερόδοξες προσεγγίσεις στον καπιταλισμό: την αντίληψη της αξίας ως κοινωνικής σχέσης. Από το χειρόγραφο των Grundrisse (1857-58) μέχρι την έκδοση του 1ου τόμου Κεφαλαίου (την οποία επιμελήθηκε ο ίδιος: 1867, 1872-75) αυτή η αντίληψη της αξίας είναι το σημείο εκκίνησης κάθε συγκεκριμένης προσπάθειας να αναλυθεί ο καπιταλισμός. Πρόκειται για ένα κεντρικό θέμα με σημαντικές θεωρητικές και πολιτικές επιπτώσεις. Σημαίνει επίσης ότι αυτό που πραγματικά λείπει από τη μη-μαρξική ετερόδοξη πολιτική οικονομία είναι η κατανόηση του κεφαλαίου ως κοινωνικής σχέσης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στο σύστημα του Μαρξ οι έννοιες της αξίας, του χρήματος, του κεφαλαίου, της ιδεολογίας, της χρηματοπιστωτικής σφαίρας και της ταξικής πάλης αλληλοσυνδέονται συστηματικά μεταξύ τους. Στην ανάλυση του Μαρξ, η αξιακή σχέση είναι μια αφηρημένη έκφραση (εμβρυϊκή μορφή) της κεφαλαιακής σχέσης όπου το χρήμα λειτουργεί ως αυτοσκοπός. Από αυτή την άποψη, το χρέος ως κοινωνική κατηγορία εμπίπτει τώρα στη λογική του κεφαλαίου. Αυτή είναι μια σημαντική αναλυτική αντίληψη με πολλές κρίσιμες επιπτώσεις για την κατανόηση του καπιταλισμού.
Η μαρξική θεωρία του κεφαλαίου δεν είναι μια ανάλυση των ενεργειών του καπιταλιστή. Δεν αποτελεί διερεύνηση που αναφέρεται στις ενέργειες ενός υποκειμένου. Αντίθετα, η κίνηση του κεφαλαίου δίνει «συνείδηση» στον καπιταλιστή. Η εξουσία του κεφαλαίου είναι απρόσωπη. Στην πραγματικότητα είναι η εξουσία του χρήματος ως τέτοια.
Σύμφωνα με την ανάλυση του Μαρξ, η θέση του κεφαλαίου καταλαμβάνεται από περισσότερα από ένα υποκείμενα. Πρόκειται αφενός για τον καπιταλιστή του χρήματος και αφετέρου τον ενεργό καπιταλιστή. Αυτό σημαίνει ότι μια λεπτομερής περιγραφή του καπιταλισμού δεν μπορεί να αγνοήσει την κυκλοφορία του τοκοφόρου κεφαλαίου, το οποίο απεικονίζει τη δομή του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η επιχειρηματολογία του Μαρξ μπορεί να παρασταθεί στο ακόλουθο σχήμα.
Στο γενικό αυτό σχήμα της αναπτυγμένης καπιταλιστικής παραγωγής, ο καπιταλιστής του χρήματος Α γίνεται αποδέκτης και κάτοχος ενός χρεογράφου ή αξιογράφου Α, δηλαδή μιας γραπτής υπόσχεσης πληρωμής από τον ενεργό καπιταλιστή Β. Η υπόσχεση αυτή πιστοποιεί ότι ο Α εξακολουθεί να παραμένει ιδιοκτήτης του χρηματικού κεφαλαίου Χ. Δεν μεταβιβάζει το κεφάλαιό του στον B, αλλά του εκχωρεί τη δυνατότητα να το χρησιμοποιήσει για κάποιο διάστημα. Θα αναγνωρίσουμε δύο γενικούς τύπους χρεογράφων: τα ομόλογα ΑΟ και τις μετοχές ΑΜ. Στην πρώτη περίπτωση η επιχείρηση δεσμεύεται να καταβάλει σταθερές και προσυμφωνημένες χρηματικές πληρωμές ανεξάρτητα από την οικονομική της κερδοφορία. Στη δεύτερη περίπτωση εξασφαλίζει κεφάλαιο πουλώντας τμήμα της ιδιοκτησίας της, γεγονός που τη δεσμεύει να αποδίδει μερίσματα ανάλογα με τα κέρδη της. Εάν η εταιρία είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο και αναφερόμαστε στην έκδοση μετοχών, ο κεφαλαιοκράτης Β αντιπροσωπεύει τον μάνατζερ ενώ ο κεφαλαιοκράτης Α το νομικό ιδιοκτήτη.
Σε κάθε περίπτωση, στα χέρια του Β το ποσό Χ λειτουργεί ως κεφάλαιο. Το χρήμα, που αποτελεί την ανεξάρτητη έκφραση της αξίας των εμπορευμάτων, επιτρέπει στον ενεργό καπιταλιστή Β να αγοράσει τα απαραίτητα μέσα παραγωγής Mπ και εργατική δύναμη Εδ για την οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας. Το τελευταίο γίνεται υπό καθεστώς ειδικών σχέσεων παραγωγής (που περιλαμβάνει μια συγκεκριμένη ιστορική μορφή σχέσεων εκμετάλλευσης) και με τον τρόπο αυτό μετατρέπεται σε διαδικασία παραγωγής υπεραξίας. Το χρηματικό απόθεμα που έχει στη διάθεσή του ο Β είναι η ουσιαστική έκφραση της κοινωνικής εξουσίας του να θέσει σε κίνηση την παραγωγική διαδικασία και να την ελέγξει.
H συνέχεια και το τέλος στο επόμενο φύλλο