της Δήμητρας Διαμαντοπούλου

Τρία χρόνια κλείνουν απ τη δολοφονία που με σόκαρε περισσότερο, απ’ αυτές που έχει ζήσει η δικιά μου η γενιά.

Ήμουνα 24 ετών όταν δολοφονήθηκε ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος. Δεν σοκαρίστηκα. Θύμωσα. Ήμουνα ακόμα στην ηλικία του θυμού και της οργής. Με τραβούσε και με επηρέαζε το κύμα της οργής που είχε απλωθεί και δεν είχα μπει στην διαδικασία να το επεξεργαστώ στο μυαλό και στην ψυχή μου και να αισθανθώ και αλλά.

Ήμουνα 30 όταν δολοφονήθηκε ο Παύλος Φύσσας και το μόνο που αισθάνθηκα ήταν το άδικο και ο θυμός και πάλι. Γιατί ήταν κάτι που αργά η γρήγορα θα γινόταν με τον έναν η με τον άλλον τρόπο και που είχε και πάλι ήδη γίνει με τόσους και τόσους μετανάστες που βρέθηκαν απλά ένα χάραμα σε έναν κάδο σκουπιδιών πετσοκομμένοι η να μαχαιρώνονται και να δολοφονούνται την ώρα που πήγαιναν με το ποδήλατο τους στη δουλειά ένα πρωί. Και η δολοφονία αυτή ήταν αυτή που ξεχείλισε το ποτήρι της οργής που σιγόβραζε και που πάλι με έπνιξε χωρίς να μου αφήσει περιθώρια να αφήσω χώρο για άλλα συναισθήματά.

Και έρχεται η 21η Σεπτεμβρίου του 2018, και βλέπω ήρεμα ένα βίντεο ενός ανθρώπου που τον ποδοπατάνε και τον σαπίζουν στο ξύλο λες και είναι σκουπιδάκι. Ενός ανθρώπου φοβισμένου και γύρω-γύρω άλλοι άνθρωποι αρκετοί απλά να κοιτάνε το συμβάν. Και δεν έχω καταλάβει ότι σ αυτό το βίντεο από ένα σημείο και μετά ο άνθρωπος αυτός είναι ήδη νεκρός. Ναι είχε γίνει γνωστό ότι πέθανε, αλλά δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι αυτό το βίντεο που έβλεπα έδειχνε και τη δολοφονία του εκείνη την ίδια ακριβώς στιγμή. Όταν αυτό το συνειδητοποίησα σοκαρίστηκα . Καθόμασταν στους υπολογιστές μας και βλέπαμε σε ένα βίντεο μια εν ψυχρώ δολοφονία ενός ανθρώπου τρομαγμένου που αντιλαμβανόταν ότι φεύγει η ζωή του και την ίδια στιγμή που το αντιλαμβανόταν ήταν εντελώς μόνος ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους χωρίς ένα χέρι, χωρίς τίποτα. Τη στιγμή που έσβηνε και έφευγε.

Και αργότερα μάθαμε και ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος. Του είχε φορέσει η κοινωνία που φτιάξαμε, όλες αυτές τις ταμπέλες που τραβούν την προσοχή: gay, οροθετικός, drag queen, πρώην χρήστης. Και έβαλα δικά του βιντεάκια και τον είδα. Και είδα το χαμόγελο και τη χαρά και τα τραγούδια και τα γκλίτερ και άλλα και άλλα και άλλα… Και μετά άρχισα να ακούω και να βλέπω ατάκες από κόσμο, από πολύ κόσμο του τύπου: “έλα ρε με την πουστάρα” ή “σιγά τώρα με το πρεζόνι” η “ε δε θα τρελλαθούμε τώρα για την ανωμαλάρα με το AIDS”.

Ούτε τότε αλλά ούτε και τώρα ακόμα έχω καταλάβει ακριβώς γιατί συνέβη ό,τι συνέβη. Αυτό που ξέρω είναι ότι με όλα αυτά από τότε μέχρι και σήμερα που τα σκέφτομαι πόνεσαν τα μέσα μου. Τα βαθύτερα της ψυχρής μου.

Ίσως γιατί κάποια απ τα πιο αγαπημένα μου άτομα – ειδικά ένα – είναι ομοφυλόφιλοι και γνωρίζω τι ζόρια έχουν περάσει σ’ αυτήν την – δυστυχώς ακόμα – οπισθοδρομική κοινωνία. Που μπορεί επιφανειακά να πηγαίνει μπροστά σε αυτά τα ζητήματα, αλλά τα βήματα είναι βήματα χελώνας και η ουσία των βημάτων αυτών φτάνει μέχρι το “εγώ δεν έχω πρόβλημα με τους γκέι, έχω και φίλους γκέι, αρκεί ό,τι κάνουν να το κάνουν στην κρεβατοκάμαρα τους“. Λες και όλοι αυτά που τα λένε αυτά, ό,τι κάνουν το κάνουν μέσα στην κρεβατοκάμαρα τους μόνο. Λες και δεν επιδεικνύουν παντού την καινούρια γκόμενα που έχουν, φιλώντας την, χαμουρεύοντάς την και αγκαλιάζοντάς την όπου σταθούν και όπου βρεθούν. Και αυτοί οι άνθρωποι οι ίδιοι είναι που ναι μεν ίσως να μην πουν “έλα ρε με την πουστάρα” γιατί θα καλύψουν την ομοφοβία τους πίσω από ένα “έχω και φίλους γκέι“ , που μεταξύ μας σιγά μην έχουν, αλλά θα θιχτούν – λες και είναι το κέντρο του κόσμου – αν δουν ένα γκέι ζευγάρι να φιλιέται.

Ίσως πάλι να σφίχτηκε και να πόνεσε η ψυχή μου μ’ όλο αυτό γιατί οι χρήστες και οι πρώην χρήστες ουσιών δίνουν αγώνα μεγάλο με τον εαυτό τους και κάποιος απ το πουθενά τους έχρισε ανθρώπους β’ κατηγορίας και τελειωμένα χαρτιά. Γιατί ακόμα και αυτοί που δίνουν αυτόν τον μεγάλο αγώνα και ξεφεύγουν ακόμα είναι δακτυλοδεικτούμενοι απ τους “υγιείς κανονικούς ταχτοποιημένους ανθρωπάκους”. Γιατί για αυτούς ακριβώς πρόκειται. Για ανθρωπάκια που φοράν την μάσκα της κανονικότητας.

Ίσως να δάκρυσα γιατί μου είναι αδιανόητο και – δεν το χωράω κάπου στη λογική μου – πως γίνεται ένας άνθρωπος να πεθαίνει μέσα σε τόσο μίσος, φοβισμένος, πονώντας, παρακαλώντας, χωρίς ένα χέρι αγάπης και τόσο μόνος ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους.

Ίσως γιατί πετάμε ένα “ο οροθετικός” και δεν αντιλαμβανόμαστε πόση δύναμη και αγώνα κρύβει μέσα αυτή η λέξη.

Ίσως πάλι γιατί βλέποντας τα γκλίτερ της Ζάκι και τα φορέματα και τα τραγούδια και τις γόβες και το σκυλάκι, εγώ έβλεπα μια ελεύθερη ψυχή που ήταν ελεύθερα αυτό που ήθελε να είναι κάθε στιγμή και όλο αυτό στα μάτια μου έβγαζε μια αθωότητα.

Ίσως για όλα αυτά μαζί ήταν η δολοφονία που με σόκαρε περισσότερο απ όλες και μου δημιούργησε σωρό συναισθημάτων.

Για την Zackie/Ζακ, για την Δήμητρα της Λέσβου, για κάθε ελεύθερη ψυχή που εγκλωβίζεται σε έναν τόσο σκλάβο κόσμο, να έλθει ένα αεράκι και να πάρει το μίσος και τον φόβο των ανθρώπων και να τα κάνει ασημένια και χρυσά γκλιτεράκια και ροζ και κόκκινα πουπουλάκια και πολύχρωμες περούκες και περήφανα τακούνια και ανοιχτές τραγουδιστές ψυχές.