
Στην Ελλάδα σύμφωνα με στοιχεία του Παρατηρητηρίου της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων για το Δ’ τρίμηνο του 2018, η ανεργία των γυναικών ανήλθε στο 23,7% έναντι του 14,7% των ανδρών. Στο ίδιο διάστημα, οι γυναίκες αφορούν στο 43,9% του εργατικού δυναμικού έναντι του 60,0% των ανδρών. Το ποσοστό ανεργίας για τις άγαμες γυναίκες ανέρχεται σε 32,4%, ενώ το αντίστοιχο των ανδρών ανέρχεται στο 23,5%. Στους έγγαμους υπάρχει ακόμα μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ των φύλων με τα ποσοστά ανεργίας να ανέρχονται στο 19,6% για τις γυναίκες και στο 9,0% για τους άνδρες.
Σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση 2019 του ΙΝΕ ΓΣΕΕ οι κοινωνικές παροχές στην Ελλάδα μειώθηκαν κατά 130 εκατομμύρια ευρώ, ενώ συγκριτικά με το 2009 οι κοινωνικές παροχές έχουν υποχωρήσει κατά 21,7%. Οι πολιτικές λιτότητας και υπερπλεονασμάτων έχουν επιβαρύνει σημαντικά το προσαρμοσμένο ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, το οποίο την περίοδο 2009-2017 σημείωσε πτώση 33,7%, διαταράσσοντας τη μακροοικονομική και τη χρηματοπιστωτική συνοχή της οικονομίας. Το επίδομα ανεργίας αναπληρώνει μόλις το 27% του μέσου μισθού. Το 2018 στον ιδιωτικό τομέα 571 χιλιάδες άτομα αμείβονταν με μισθό κάτω των 500 ευρώ, ενώ 251 χιλιάδες άτομα αμείβονταν με μισθό κάτω των 250 ευρώ.
Ένα ζήτημα στο οποίο επικεντρώθηκε η φετινή Ετήσια Έκθεση είναι το κατά πόσο η υποχώρηση του ποσοστού φτώχειας και ανεργίας αφορά συνολικά τους εργαζομένους της χώρας ή εάν υπάρχουν ενδείξεις περιθωριοποίησης συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Από τις σχετικές εκτιμήσεις προκύπτει όξυνση των εισοδηματικών διαφορών στην αγορά εργασίας μεταξύ των εργαζομένων διαφορετικής εργασιακής έντασης, επιδείνωση της θέσης των γυναικών στην αγορά εργασίας, καθώς και των μεταναστών σε σχέση με τους κατοίκους με ελληνική ιθαγένεια.
Πέραν της κατάστασης της ανεργίας, υπάρχουν μεγάλες διαφορές στις μισθολογικές απολαβές ανάμεσα στα φύλα. Οι διακρίσεις οφείλονται κυρίως, στις στερεοτυπικές διακρίσεις σε βάρος των γυναικών με συνέπεια τα χαμηλά ποσοστά εργασίας των γυναικών με ταυτόχρονα υψηλά επίπεδα ανεργίας, την ανισότητα στις αμοιβές σε σχέση με τις αντίστοιχες των ανδρών, την άνιση κατανομή της εργασίας με βάση το φύλο, δηλαδή υψηλή συγκέντρωση γυναικών σε ορισμένα επαγγέλματα και κλάδους που εξασφαλίζουν χαμηλότερης ποιότητας απασχόληση (πχ οικιακές εργασίες), αλλά και δυσκολία στην επαγγελματική εξέλιξη. Οι διακρίσεις στην πλειοψηφία τους είναι άμεσες και φανερές, ωστόσο υπάρχουν και έμμεσες διακρίσεις που διατηρούν και αναπαράγουν τα έμφυλα στερεότυπα. Οι διακρίσεις αυτές αφορούν στην βάση της σύνθεσης του γυναικείου εργατικού δυναμικού, κυρίως όσον αφορά την ηλικία, την οικογενειακή κατάσταση και την εκπαίδευση.
Οι ανισότητες αυτές αναπαράγουν φαινόμενα αποκλεισμού και φτώχειας, τα οποία οδηγούν στην κοινωνική περιχαράκωση και την αποκοπή από τον κοινωνικό και παραγωγικό ιστό ενός μεγάλου τμήματος του γυναικείου πληθυσμού, με οδυνηρά γι αυτό αποτελέσματα. Ένα μεγάλο τμήμα του γυναικείου πληθυσμού που βιώνει τις διακρίσεις λόγω φύλου, αποστασιοποιείται από το γίγνεσθαι της κοινωνίας που ζει και δραστηριοποιείται (κοινωνικός αποκλεισμός), ενώ τα αυξημένα ποσοστά ανεργίας το καθιστούν όμηρο των καταστάσεων της φτώχειας, αναγκάζοντάς το, είτε να περιπέσει σε κατάσταση “μόνιμης φτώχειας” είτε να συντηρείται από το συγγενικό (γονείς) ή φιλικό του περιβάλλον χωρίς καμιά επαγγελματική διέξοδο και κοινωνική προοπτική.
Έτσι, παρά το ότι τα επίσημα ποσοστά ανεργίας είναι βελτιωμένα τα τελευταία χρόνια, δεν παύουν να είναι αρνητικά για τον ρόλο και τη θέση τους στη σύγχρονη κοινωνία. Ειδικότερα όταν οι άνεργες γυναίκες, συνδυάζουν και κάποιες άλλες κοινωνικές ιδιότητες (μητέρες, έγκυες, αλλοδαπές, πρόσφυγες, μεσήλικες, θύματα κακοποίησης κ.ά.), τότε η κατάσταση αυτή επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τη θέση τους στην αγορά εργασίας. Η ανεργία ως κοινωνική κατάσταση, ειδικότερα όταν αποκτά παρατεταμένη διάρκεια (μακροχρόνια ανεργία), και πλήττει ακόμη πιο ειδικές πληθυσμιακές ομάδες γυναικών, όπως για παράδειγμα γυναίκες σε μονογονεϊκές οικογένειες με ανήλικα παιδιά, μπορεί πολύ εύκολα να περιθωριοποιήσει και να αποκόψει κοινωνικά, επαγγελματικά και οικονομικά μεγάλο ποσοστό των πληττομένων γυναικών.
Πρέπει εδώ να τονισθεί πως ποσοστά και έρευνες για την ανεργία και την εργασιακή κατάσταση στις θηλυκότητες και τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα δεν υπάρχουν. Και μόνο η έλλειψη αυτή αναδεικνύει τις διακρίσεις και τον σχεδόν παντελή αποκλεισμό των ατόμων αυτών από τον εργασιακό στίβο.
Οι γυναίκες και οι θηλυκότητες υφίστανται περιθωριοποίηση, αποκλεισμούς και βία. Λέγοντας βία ειδικότερα αναφερόμαστε στην έμφυλη βία, η οποία αφορά κάθε πράξη που βασιζόμενη σε μια αυθαίρετη διάκριση με βάση το φύλο -ως προέκταση του αήθους αφηγήματος περί μιας φύσει ανισότητας- έχει ως αποτέλεσμα τη σωματική, σεξουαλική ή/και ψυχολογική βλάβη ή πόνο, τον εξαναγκασμό και την αυθαίρετη στέρηση της ελευθερίας τόσο στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια ζωή. Η επιβολή της εξουσίας μέσα από την κυριαρχία της πατριαρχίας καθορίζει τις ανθρώπινες σχέσεις διαχρονικά, προκαλεί και συντηρεί τη βία σε κάθε της μορφή. Η καταπίεση ανθρώπου από άνθρωπο δεν μπορεί να γίνει ανεκτή και είναι πολλά τα παραδείγματα ανάγκης για εξέγερση, ανατροπή και αποτροπή της κυρίαρχης ιδεολογίας της πατριαρχίας.
Αρκεί να υπενθυμίσουμε πως 1 στις 3 γυναίκες έχει υπάρξει θύμα βίας ή θα υποστεί βία, τουλάχιστον μια φορά στη ζωή της από τον ερωτικό της σύντροφο, ενώ οι μισές γυναικοκτονίες έχουν πραγματοποιηθεί από (νυν ή πρώην) σύζυγο ή σύντροφο, 1 στις 5 γυναίκες είναι θύμα βιασμού ή απόπειρας βιασμού. Η γυναικοκτονία μπορεί να είναι το αποτέλεσμα άσκησης βίας και σεξουαλικής επίθεσης από ερωτικό σύντροφο, αποτέλεσμα μισογυνισμού, «έγκλημα για λόγους τιμής». Μπορεί επίσης να σημαίνει τη δολοφονία βρεφών και κοριτσιών ακόμα και για λόγους προίκας, ενώ γυναικοκτονία υφίσταται ακόμα και στο πλαίσιο ένοπλων συγκρούσεων. Ο ακρωτηριασμός γεννητικών οργάνων που υφίστανται εκατομμύρια γυναίκες σε όλον τον κόσμο ως μέσον αποξένωσης της γυναίκας από την ίδια τη σεξουαλικότητά της, μηχανορραφημένο για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο- ή καλύτερα «τιθάσευσης» – του σώματός της. Η σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας, την οποία οι μισές γυναίκες στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν υποστεί. Και ας μην ξεχνάμε τη σωματεμπορία γυναικών για σεξουαλική ικανοποίηση του ανδρικού πληθυσμού, το trafficking, που αφορά γνωστή τακτική εκμετάλλευσης γυναικών ανά τον κόσμο -μέθοδο κερδοφορίας που ξέπλυνε και η ελληνική δικαιοσύνη με την αθώωση του ιδιοκτήτη της αλυσίδας «Χωριάτικο» σε μια υπόθεση που τραβούσε χρόνια με πλήθος καταγγελιών και στοιχείων.
137 γυναικοκτονίες καταγράφονται κάθε μέρα σε όλο τον κόσμο. Γυναίκες δολοφονούνται από συζύγους και συγγενείς επειδή η τοξική αρρενωπότητα, σε διάφορες εκδοχές της, θεωρεί ότι μπορεί να ασκεί βία για το «σωφρονισμό» μας, βία ακόμα και ανθρωποκτόνα. Στην Ελλάδα μέσα στο 2019 έχουν καταγραφεί 12 γυναικοκτονίες. Ωστόσο, χιλιάδες είναι οι γυναίκες – θύματα ενδοοικογενειακής βίας κυρίως, που καταφεύγουν και καταγράφονται κάθε χρόνο στο υποστηρικτικό δίκτυο των ελάχιστων κρατικών δομών και σε αρμόδιες αρχές (αστυνομικές/δικαστικές/ιατροδικαστικές).
Εκτός των γυναικοκτονιών και της βίας που υφίστανται γυναίκες και θηλυκότητες ένα νέο εύρημα για τον έλεγχο των γυναικών αποτελεί το ζήτημα των εκτρώσεων, ένα ζήτημα που τους τελευταίους έξι περίπου μήνες των εκτρώσεων έχει επανέλθει στον δημόσιο διάλογο. Η Ιερά Σύνοδος θεσπίζει την «Ημέρα του αγέννητου παιδιού» που θα γιορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά τα Χριστούγεννα, ενώ το παραθρησκευτικό κίνημα «Αφήστε με να ζήσω» αναρτά στο μετρό της Αθήνας αφίσες που προπαγανδίζουν κατά της άμβλωσης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1983, στην Ελλάδα πραγματοποιείται μια δυναμική εκστρατεία και ένας εντυπωσιακός αγώνας για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων στη χώρα με τα χαρακτηριστικά συνθήματα “Έξω οι νόμοι από το κορμί µας” και “Όλες είμαστε παράνομες”. Και μετά από αρκετούς αγώνες, μόλις το 1986 υπερψηφίστηκε στην Ελλάδα το σχετικό νομοσχέδιο σύμφωνα με το οποίο, η έκτρωση δεν είναι, αλλά δικαίωμα. Αξίζει επίσης να σημειωθεί, ότι σε πολλά κράτη τα γυναικεία κινήματα, ακόμα αγωνίζονται για να κατακτήσουν το δικαίωμα του να ορίζουν οι ίδιες οι γυναίκες το σώμα τους και να διακόπτουν την κύηση αν δεν την επιθυμούν. Το ότι αυτή η συζήτηση ξανανοίγει, για ένα αυτονόητο ζήτημα και κεκτημένο όπως η αυτοδιάθεση του σωμάτος της γυναίκας και το να μην αντιμετωπίζεται αυτή ως αναπαραγωγική μηχανή, δείχνει τη συντηρητικόποιηση της κοινωνίας. Αντιθέτως, το ζήτημα που θα έχρηζε σοβαρής συζήτησης θα έπρεπε να είναι η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση και η ένταξή της στο εκπαιδευτικό σύστημα, καθώς τα ποσοστά αμβλώσεων σε ανήλικα κορίτσια είναι αυξημένα.
Δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε ειδικότερα στα ΛΟΑΤΚΙ+ υποκείμενα τα οποία, ως μη ανήκοντα στο μοντέλο της «κανονικότητας», βρίσκονται ακόμη περισσότερο στο στόχαστρο της καταπίεσης. Όσο κι αν ψάξουμε σε έρευνες και ποσοστά, πουθενά δεν θα βρούμε το ποσοστό ανεργίας τρανς ατόμων ή το ποσοστό ατόμων που αποκλείστηκαν από την εργασία λόγω της ταυτότητας ή της σεξουαλικότητάς τους. Ακόμη κι αν κάποιο άτομο βρει εν τέλει εργασία, καθημερινό είναι το φαινόμενο της ψυχολογικής βίας που υφίσταται λόγω της μη συμμόρφωσής του προς τις κοινωνικές επιταγές. Βία, η οποία προέρχεται τόσο από την εργοδοσία όσο κι από την τοξική ματσίλα των συναδέλφων του.
Ο πόλεμος ενάντια στα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα είναι καθημερινός. Η εικόνα δύο γκέι αντρών ή λεσβιών γυναικών χέρι-χέρι ή γενικά σε κάποια μορφή εκδήλωσης τρυφερότητας όπως μπορεί να είναι ένα φιλί, είναι επαρκής λόγος βία λεκτική και σωματική που πολλές φορές γίνεται και λιντσάρισμα. Από τον «καθημερινό» μάτσο στρέιτ στο τρένο μέχρι τον φασίστα στην πλατεία, τα προφίλ των επιτιθέμενων ποικίλλουν. Πολλές φορές μπορεί να είναι και άνθρωποι οι οποίοι επικαλούνται ριζοσπαστικά αισθήματα στο κοινωνικό γίγνεσθαι αλλά «εντάξει τώρα μην προκαλούν κιόλας» ή «ας είναι ό,τι θέλουν αλλά στο κρεβάτι τους, γιατί να τα βλέπουμε μες στη μούρη μας;»
Αυτή η ρητορική είναι που οπλίζει και το χέρι των κοινών δολοφόνων όπως αυτών του Ζακ Κωστόπουλου ή τόσων άλλων υποκειμένων που έπεσαν θύμα των «κανονικών». Το 2019 σημειώθηκαν πάνω από 300 δολοφονίες εναντίον τρανς ατόμων. Ατόμων που γεννήθηκαν και αρνήθηκαν να φορέσουν την ταμπέλα του κοινωνικού φύλου που τους επηβλήθηκε και έδρασαν με βάση την επιθυμία τους διαχειριζόμενα το σώμα τους όπως θέλουν. Εάν μια τρανς γυναίκα ή μια ντραγκ κουίν κυκλοφορήσει βράδυ μόνη της, τίποτα δεν της εξασφαλίζει τη σωματική της ακεραιότητα ή ακόμα την ίδια της τη ζωή.
Καμία νομοθεσία, κανενός αστικού κράτους δεν μπορεί να διασφαλίσει τα συμφέροντα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας κι έτσι δεν παραδίδουμε τα όπλα ούτε καταθέτουμε τις ελπίδες μας σε κανένα δήθεν προοδευτικό κόμμα που ευαγγελίζεται πως παλεύει για την πραγματοποίηση των αιτημάτων μας εντός συστήματος. Τέτοια κόμματα, απλώς προσπαθούν να αυξήσουν την εκλογική τους βάση κάνοντας δήθεν παραχωρήσεις καπιλευόμενα αγώνες δεκαετιών στους οποίους η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα έχει δώσει πολύ αίμα. Από το Stonewall όπου πρωτοστάτισαν μαύρες τρανς γυναίκες και ντράγκ κουίνς, μέχρι τους δρόμους της Βραζιλίας, της Χιλής, της Γαλλίας και οπουδήποτε υπάρχει επαναστατική πνοή, τα ΛΟΑΤΚΙ+ βρίσκονται στην πρώτη γραμμή και διεκδικούν το δικαίωμα στη ζωή, την εργασία, το δικαίωμα να ερωτεύονται ελεύθερα και την απελευθέρωση του σώματός τους από τις πατριαρχικές επιταγές και στεγανά. Τα ματωμένα από σφαίρες Pride σε Αφρική και Ασία, οι εξορκισμοί του παπαδαριού στα δικά μας βαλκανικά και ανατολικοευρωπαϊκά Pride, είναι η ωμή απόδειξη πως η πατριαρχία διψάει για αίμα «μη-κανονικών» προς συμμόρφωση τους.
«Ένα σίγουρο βήμα για την πρόοδο είναι η θέση της γυναίκας στην κοινωνία», έλεγε ο Μάρξ. Όμως το σημαίνον γυναίκα δεν πρέπει να ιδωθεί ως μια οριοθετημένη κατηγορία, αλλά ως πεδίο διεκδίκησης, υποκειμενικότητας, πολιτικού λόγου και δράσης και έτσι, ως πεδίο δυνατοτήτων. Των δυνατοτήτων που έχουν οι καταπιεσμένοι να ανατρέπουν κατεστημένες ισορροπίες και να χαλάνε τον ύπνο των κρατούντων.
Αυτές τις τεράστιες δυνατότητες των γυναικών να μπαίνουν μπροστά σε μεγαλειώδεις αγώνες το βλέπουμε σήμερα στην επαναστατημένη Χιλή, το είδαμε στις διαδηλώσεις εκατομμυρίων στη Βραζιλία ενάντια στον Μπολσονάρο, στην Αργεντινή, για το δικαίωμα στην έκτρωση, στη Βολιβία ενάντια στο πραξικόπημα που έριξε τον Μοράλες, στην Αιτή, στο Λίβανο, στην Αλγερία, στο Σουδάν και αλλού.
Όλες όμως αυτές οι δυνατότητες, όλοι αυτοί οι μεγαλειώδεις αγώνες δεν μπορούν να φέρουν στην πράξη τη χειραφέτηση της γυναίκας και όλων των διαφορετικών και των καταπιεσμένων μέσα στα πλαίσια της ταξικής κοινωνίας.
Το επαναστατικό κίνημα ενάντια στις έμφυλες ιεραρχίες και διακρίσεις, την πατριαρχία, την ομοφοβία και την τρανσφοβία, την ξενοφοβία και το ρατσισμό οφείλει να αναδείξει την ταξική φύση τους. «Η μαύρη ελίτ είναι χειρότερη από τη Δεξιά» έλεγε ένα σύνθημα σε διαδήλωση στο Σαλβαδόρ. Η έμφυλη ανισότητα και η καταπίεση δεν κυοφορεί μόνο την υποταγή των καταπιεσμένων – την «εθελούσια δουλεία»- και τον αποκλεισμό, αλλά και την εξέγερση ενάντια στην αδικία, την εξουσία του πατέρα, του συζύγου, του αφεντικού, του κράτους και των μηχανισμών του. Από την εποχή της Ιεράς Εξέτασης και του κινήματος των μαγισσών, των επαναστατριών της εποχής τους που κάηκαν στην πυρά, μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση, την Κομμούνα του Παρισιού, τη Ρώσικη Επανάσταση και την Ελληνική επανάσταση 1941 – 1949, το ζητούμενο της χειραφέτησης της γυναίκας τέθηκε στα πλαίσια της πάλης για την απελευθέρωση ολόκληρης της κοινωνίας από τα ταξικά δεσμά.
Ενσωματώνοντας όλες τις επαναστατικές παραδόσεις του επαναστατικού κινήματος της Ρόζας Λούξεμπουργκ, της Κλάρας Τσέτκιν, της Αλεξάνδρας Κολοντάι, ακούγοντας τη συγκλονιστική κραυγή «Ο Βιαστής Είσαι Εσύ» των γυναικών της εξεγερμένης Χιλής, το σύνθημα «ούτε μία λιγότερη» στην Αργεντινή, το Elenao (=όχι αυτός) των γυναικών της Βραζιλίας και το «black lives matter» του πολιτικού κινήματος που ιδρύθηκε το 2013 από 3 μαύρες γυναίκες, μετά από την αφροαμερικάνικη κοινότητα με αφορμή τις συχνές δολοφονίες μαύρων από την αμερικάνικη αστυνομία, αλλά και τις διεθνιστικές παραδόσεις του τροτσκιστικού κινήματος απευθύνουμε κάλεσμα σε όλα τα θύματα της πατριαρχικής εξουσίας και της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, όλες τις πολιτικές και κοινωνικές συλλογικότητες του φεμινισμού, των ΛΟΑΤΚΙ+ , των ατόμων με αναπηρία, των μεταναστών και μεταναστριών, των προσφύγων σε όλες και όλους που η όξυνση της καπιταλιστικής κρίσης σπρώχνει στο δρόμο της ριζοσπαστικοποίησης και του αγώνα.
Καλούμε στην πάλη για τη συνένωση όλων αυτών των αγώνων σε ένα πλατύ, διεκδικητικό κίνημα, συνδικαλιστικό, πολιτικό και κοινωνικό με επικεφαλής την εργατική τάξη, ενάντια στην «κανονικότητα» της ακραίας ταξικής βαρβαρότητας, που προωθεί η αστική εξουσία στην παρακμή της, για την ανατροπή του καπιταλισμού, ως όρο για την κατάκτηση του δικαιώματος στη ζωή και στην αξιοπρέπεια.
Η αμφισβήτηση της πατριαρχίας δεν μπορεί να γίνει μόνο με ατομικές αλλαγές απόψεων και στάσεων ζωής όσο αναγκαίες και αν είναι. Απαιτείται, πρώτα απ όλα, μια συλλογική στρατηγική του επαναστατικού κόμματος για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, που γεννά την καταπίεση, την εκμετάλλευση, το ρατσισμό. Η χειραφέτηση των γυναικών, της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, των αναπήρων, των μεταναστών και των μεταναστριών είναι μέρος της καθολικής ανθρώπινης χειραφέτησης.
Αυτό που μας διακρίνει από το κίνημα του διαθεματικού φεμινισμού, μολονότι με πολλά μέλη του παλεύουμε μαζί στους ταξικούς αγώνες είναι ότι η διαθεματικότητα που είχε σαν αφετηρία την πραγματική ανάγκη συνένωσης όλων των κινημάτων (φεμινιστικών, εργατικών, ΛΟΑΤΚΙ+, κ.λπ) δημιουργεί μια υπερταξική σχέση ανάμεσα στα διάφορα κινήματα σβήνοντας τον ηγεμονικό ρόλο της εργατικής τάξης ως καθολικής τάξης και σπέρνοντας τεράστια σύγχυση σε όσους αγωνίζονται ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα.
Φυσικά, η ανατροπή του καπιταλισμού δεν εγγυάται από μόνη της το τέλος του σεξισμού και των κάθε είδους αξιώσεων του ανδρικού φύλου σε βάρος των θηλυκοτήτων. Όπως έχει αναλύσει και ο Τρότσκι στο βιβλίο του «Προβλήματα της καθημερινής ζωής», η πάλη για τη χειραφέτηση πρέπει να είναι διαρκής. Η πάλη ενάντια στο σεξισμό – ρατσισμό αποτελεί σημαντική επαναστατική δυναμική του αγώνα στο δρόμο για την απελευθέρωση του ανθρώπου και την τελική χειραφέτηση κάθε ύπαρξης, ελεύθερα αυτοπροσδιοριζόμενης.
ΕΕΚ Τροτσκιστές
Ιανουάριος 2020