Γερμανία : Τι φέρνει η έξοδος της Μέρκελ από την πολιτική σκηνή

 

Σε ένα νέο οξύτερο στάδιο έχει μπει η κρίση πολιτικής εξουσίας στη Γερμανία μετά την παραίτηση της Άνγκελα Μέρκελ από την ηγεσία του CDU.
Αμέσως μετά τα δραματικά για το κόμμα της εκλογικά αποτελέσματα στις τοπικές κάλπες του Έσσεν, η Μέρκελ δήλωσε πως δεν θα θέσει υποψηφιότητα για πρόεδρος των Χριστιανοδημοκρατών στο επικείμενο εθνικό συνέδριό τους στις 6 Δεκέμβρη στο Αμβούργο.
Αμέσως μετά, κατέθεσαν τις υποψηφιότητες τους:
* Η Ανεγκρέτ Κραμπ-Κάρενμπάουερ, η οποία είναι ήδη γενική γραμματέας του CDU –κατ’ επιλογή της ίδιας της Μέρκελ- και Πρωθυπουργός του κρατιδίου του Σάαρ.
* Ο Γενς Σπαν, Ομοσπονδιακός Υπουργός Υγείας και αντίπαλος εκ δεξιών της Μέρκελ
* Ο Φρίντριχ Μερτς, πρώην πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του CDU και μετέπειτα σύμβουλος επιχειρήσεων και τελευταία της Black Rock, γεγονός που ήδη κριτικάρεται έντονα από ολοένα και περισσότερα γερμανικά ΜΜΕ. O Mερτς, όμως, φέρεται να έχει την υποστήριξη του τέως Ομοσπονδιακού ΥΠΟΙΚ και νυν προέδρου της Bundestag, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος παγίως τοποθετούνταν στα δεξιά της Μέρκελ.
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η “μερκελική” Κραμπ-Κάρενμπάουερ προηγείται του «σοϊμπλικού» Μερτς. Ωστόσο, η πλειοψηφία των υποστηριχτών του CDU τάσσονται υπέρ μιας συντηρητικής στροφής του κόμματός τους.
Σε περίπτωση που ο Μερτς εκλεγεί στην ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών, θεωρείται εξαιρετικά δύσκολη η «συγκατοίκησή» του με τη Μέρκελ, με την τελευταία να έχει το μεγάλο πρόβλημα, καθώς δύο στους τρεις Γερμανούς υποστηρίζουν την αποχώρησή της και από την Καγκελαρία.
Την ίδια ώρα, που εντείνονται οι πιέσεις για έξοδο της Μέρκελ όχι μόνο από την ηγεσία του CDU, αλλά και της χώρας, στον γερμανικό τύπο επαναφέρονται παλιότερα σενάρια που θέλουν τον Σόιμπλε (ο οποίος προωθεί τον Μερτς στην προεδρία του CDU) να αναλαμβάνει την καγκελαρία, μετά από ενδεχόμενη παραίτηση της Μέρκελ, για μία «μεταβατική», τουλάχιστον, περίοδο, δηλαδή μέχρι τις επικείμενες ομοσπονδιακές εκλογές, οι οποίες είναι προγραμματισμένες για το Φθινόπωρο του 2021.
Ο ίδιος ο Σόιμπλε, με πρόσφατες δηλώσεις του, τόνισε η πτώση της επιρροής του CDU (σ.σ. η οποία σημειώνεται τόσο σε τοπικές κάλπες, όσο και σε πανεθνικές δημοσκοπήσεις) οφείλεται στη συγκρότηση της κυβέρνησης του Μεγάλου Συνασπισμού (CDU-CSU-SPD) τον περασμένο Μάρτιο.
Με άλλα λόγια, ο βετεράνος Γερμανός πολιτικός παραδέχθηκε εμμέσως πως ο ίδιος ήταν ενάντια σ’ αυτήν την κυβέρνηση.
Εξάλλου, είχε δηλώσει πως αν φύγει το SPD από την κυβέρνηση «δεν θα χαθεί ο κόσμος», ενώ είναι, κατά τον ίδιο, δυνατή η διακυβέρνηση της χώρας και μόνο από το CDU–CSU.
Επόμενο (μετά τις εκλογές για την ανάδειξη ηγεσία στο CDU) ορόσημο για την πορεία της πολιτικής κρίσης στη Γερμανία είναι οι Ευρωεκλογές του Μαίου 2019 και αμέσως μετά, αρχές Σεπτεμβρίου, οι τοπικές εκλογές στο κρατίδιο του Βραδενβούργου και της Σαξονίας και, στα τέλη Οκτωβρίου οι εκλογές στη Θουριγγία.
Σε όλες τις δημοσκοπήσεις στα προαναφερθέντα ανατολικο-γερμανικά κρατίδια, πρώτη δύναμη βγαίνει το ακροδεξιό AfD (Αlternative fuer Deutschland/Εναλλακτική για τη Γερμανία). Γι’ αυτό έχει ανοίξει μια ολόκληρη συζήτηση για πιθανές εκλογικές συμμαχίες. Μερίδες του CDU είναι ανοιχτές για σχηματισμό τοπικών κυβερνήσεων όχι μόνο σε συμμαχία με το SPD, αλλά και με την Αριστερά ενάντια στο AfD. Άλλες μερίδες, πάλι, του CDU δεν αποκλείουν συμμαχία με το AfD. Ο ίδιος ο επικεφαλής του AfD, Αλεξάντερ Γκάουλαντ έχει δηλώσει όχι μόνο πως είναι θετικός σε συγκυβέρνηση με το CDU, αλλά και πως προτιμά στην ηγεσία του τον Μερτς και τον Σπαν έναντι της Κραμπ-Κάρενμπάουερ.
Ωστόσο, σε πανεθνική κλίμακα, η άνοδος του AfD έχει αναχαιτισθεί και εκείνο το κόμμα το οποίο κερδίζει συνεχώς από την πτώση του CDU, αλλά προπαντός του SPD (Σοσιαλδημοκράτες) είναι οι Πράσινοι. Στις τελευταίες δημοσκοπήσεις κερδίζουν το 22% έναντι 27% που κερδίζουν οι Χριστιανοδημοκράτες. Στο 14% έχουν πέσει οι Σοσιαλδημοκράτες και το ίδιο ποσοστό έχουν οι ακροδεξιοί του AfD.
Το κόμμα των Πρασίνων αν και έλκει την καταγωγή από τη ριζοσπαστική αριστερά της Γερμανίας τη δεκαετία του ’70 και του ’80, έχει μετατραπεί ιδίως μετά το ’90 σε ένα κεντρώο, αστικό (από την άποψη των κοινωνικών συμφερόντων που υπηρετεί) «προοδευτικό», φιλο-ΕΕ κόμμα, το οποίο ελκύει μαζικά ψηφοφόρους κυρίως νέους, αυταπασχολούμενους και υπαλλήλους ιδιωτικών εταιρειών.
Η άνοδος των Πρασίνων, το οποίο όπως λέγεται στο γερμανικό τύπο εκφράζει τη «νέα αστικότητα», αν και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως το «νέο κόμμα της αστικής τάξης» όπως κακώς… μεταφράζουν ορισμένοι συντάκτες στην Ελλάδα. Tο κόμμα της αστικής τάξης (και προπαντός του μεγάλου κεφαλαίου) παραμένει το CDU, αν και χάνει μερίδες της μεσαίας αστικής τάξης προς το AfD. Οι Πράσινοι εκφράζουν κυρίως τα νέα στρώματα που έχουν γεννηθεί στις γερμανικές μεγαλουπόλεις τα τελευταία 20 χρόνια και, έτσι, έχει εκτοπίσει από τη 2η θέση στις δημοσκοπήσεις το SPD, το οποίο είναι ακόμα πανίσχυρο στη συνδικαλισμένη εργατική τάξη.
Έτσι έχει προκληθεί μία γιγάντια κρίση στο εσωτερικό των Σοσιαλδημοκρατών, με αποτέλεσμα να θεωρείται πως δύσκολα θα κρατηθεί στην ηγεσία του η Άντρεα Νάλες.
Οι πιέσεις ασκούνται κυρίως από τα αριστερά και τη νεολαία (σ.σ. τους «Νέους Σοσιαλιστές»). Ωστόσο, δεν έχει εμφανισθεί κάποιος διακριτός διεκδικητής της προεδρίας. Ο μόνος αναγωρίσιμος δυνάμει ανταγωνιστής της Νάλες είναι ο Ομοσπονδιακός ΥΠΟΙΚ και αντι-καγκελάριος Όλαφ Σολτς. Ο Σολτς ανήκει, όμως, στις κεντρώες-δεξιές πτέρυγες του SPD, οι οποίες έχουν πληγεί πολιτικά, λόγω της ανίατης πλέον κρίσης στο Μεγάλο Συνασπισμό.
Ο ίδιος, όμως, ήδη παλεύει να αποκτήσει ζωτικό πεδίο δράσης στο χώρο του πολιτικού «Κέντρου» σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο (σ.σ. βρίσκεται σε στενή συνεργασία με το Γάλλο ομόλογό του), καθώς εξέρχεται η Μέρκελ από την γερμανική πολιτική σκηνή, στην οποία η ίδια ήταν η κατεξοχήν εκφραστής του εν λόγω πολιτικού χώρου .
Ο «χώρος» αυτός θα ανοίξει για τον Σολτς αν εκλεγεί ο Μερτς, πολλώ δεν μάλλον αν ο Σόιμπλε αναλάβει την καγκελαρία έως τις επόμενες ομοσπονδιακές εκλογές.
Από την κρίση των δύο βασικών ιστορικών «κομμάτων εξουσίας» στη Γερμανία δεν φαίνεται να κερδίζει μαζικά (π.χ. όπως οι Πράσινοι) το κόμμα της «Αριστεράς» (Linke). Αντίθετα, “μετρά” μία οριακή άνοδο. Μάλιστα, η πρωτοβουλία «Ξεσηκωθείτε» (Aufstehen) την οποία έλαβε το στέλεχος του εν λόγω κόμματος, Σάρα Βάγκενκνεχτ, όχι μόνο δεν βρίσκει την αναμενόμενη (από την ίδια) ανταπόκριση, αλλά η ίδια πλέον κινδυνεύει με έξοδο από τη Linke.
Δημ. Κατσ