Την αρχή και όχι το τέλος της πολιτικής κρίσης αποτελεί η κατάρρευση των διερευνητικών συνομιλιών μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών, Φιλελευθέρων και Πρασίνων για το σχηματισμό κυβέρνησης στη Γερμανία.
Τη θέση τους έλαβαν από τις αρχές του περασμένου Δεκέμβρη οι επαφές μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών για το σχηματισμό άλλης μίας κυβέρνησης «Μεγάλου Συνασπισμού» .
Και αυτό παρότι τα δύο αυτά κόμματα έχασαν πολύ μεγάλο μέρος της επιρροής τους στις τελευταίες ομοσπονδιακές εκλογές του Σεπτέμβρη 2017.
Αν και αυτή η «λύση» καταρρεύσει (π.χ. αν δεν περάσει η πρόταση για «Μεγάλο Συνασπισμό» από το συνέδριο των Σοσιαλδημοκρατών στα τέλη του τρέχοντος μηνός), τότε θα μπορεί να σχηματισθεί μόνο κυβέρνηση μειοψηφίας με τη συμμετοχή των Χριστιανοδημοκρατών και Βαυαρών «αδελφών» τους, των Χριστιανοκοινωνιστών.
Διαφορετικά, η χώρα θα οδεύσει σε πρόωρες εκλογές, για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1930.
Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν το θέλουν ούτε οι Βρυξέλλες, αλλά ούτε και οι Γερμανοί μεγαλοβιομήχανοι.
Kαι οι δύο αυτές πλευρές επιθυμούν τον άμεσο σχηματισμό μιας σταθερής κυβέρνησης «Μεγάλου Συνασπισμού» στο Βερολίνο για να αντιμετωπίσει τα καυτά ευρωπαϊκά προβλήματα, δηλαδή την παραπέρα ενοποίηση της ΕΕ εν μέσω ανάδυσης των εθνικισμών, την διαχείριση του Brexit, το προσφυγικό.
Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα επιθυμητό από τους ίδιους τους Γερμανούς.
Το ίδιο το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα θα συρθεί κυριολεκτικά σ’ αυτήν την κατεύθυνση, καθώς η μεγάλη πλειοψηφία της βάσης του δεν το θέλει, ασκώντας κριτική από αριστερή σκοπιά. Επίσης, μία ισχυρή μειοψηφία των Χριστιανοδημοκρατών δεν θέλει συγκυβέρνηση με τους Σοσιαλδημοκράτες, ασκώντας κριτική από δεξιά σκοπιά.
Στο μεταξύ, ο σχηματισμός κυβέρνησης Δεξιών και Ακροδεξιών στην Αυστρία έχει μπει σαν «σφήνα» στη σοβούσα γερμανική πολιτική κρίση.
Και αυτό γιατί τα μόνα κόμματα τα οποία αύξησαν τη δύναμή τους στις τελευταίες γερμανικές εκλογές, ήταν είναι η «Εναλλακτική για τη Γερμανία» και οι Φιλελεύθεροι, δηλαδή η φασίζουσα και νεοφιλελεύθερη ακροδεξιά αντίστοιχα. Έτσι δεν θα μπορούσε να αποκλείσει κανείς τη συμμετοχή τους στην κυβέρνηση μαζί με τους δεξιούς Χριστιανοδημοκράτες.
Η ενίσχυση ειδικά της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία» οφείλεται, σύμφωνα με δημοσίευμα της μεγαλύτερης γερμανικής πολιτικής εφημερίδας Sueddeutsche Zeitung, στην «ταξική πάλη των προνομιούχων» της Γερμανίας.
Το ενδεχόμενο της συμμαχίας Χριστιανοδημοκρατών με την ακροδεξιά έχει ήδη τεθεί στη δημόσια συζήτηση, όπως φάνηκε σε άρθρο της μεγαλύτερης οικονομικής εφημερίδας της Γερμανίας, της Handeslblatt, πριν τα Χριστούγεννα.
Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν θεωρείται πιθανό, αν και υποστηρίζεται από το 30% της γερμανικής κοινής γνώμης .
Καμπανάκι για παγκόσμια κρίση
Την ίδια ώρα που δεν είναι δυνατόν να σχηματισθεί κυβέρνηση, εντείνονται οι ανησυχίες στο Βερολίνο για την έκρηξη μίας νέας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, λόγω του συνδυασμού της αύξησης του χρέους και της αύξησης της αξίας των μετοχών και των ακινήτων.
Στη μηνιαία έκθεση του γερμανικού Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομικών (Δεκέμβρης 2017) αναφέρεται χαρακτηριστικά πως “το παγκόσμιο χρέος βρίσκεται σε χωρίς προηγούμενο επίπεδο και τελευταία, συνεχίζει να αυξάνεται. Παρόμοια, αυξάνονται οι τιμές των περιουσιακών αξιών, όπως των μετοχών και των ακινήτων”, τονίζεται.
“Η σύνδεση του υψηλού χρέους και των υψηλών τιμών των περιουσιακών στοιχείων θα μπορούσε να αναγνωρισθεί ως ένας κίνδυνος για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την πραγματική οικονομία”, σημειώνεται από το γερμανικό ΥΠΟΙΚ.
Ωστόσο, “μία σταθερή μακροοικονομική πολιτική”, αλλά και “διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να μειώσουν αυτό τον κίνδυνο”, τονίζεται στην ίδια έκθεση.
Εξάλλου, η άποψη στο γερμανικό ΥΠΟΙΚ είναι πως “ο κίνδυνος μιας ανανεωμένης κρίσης θα μπορούσε να αυξηθεί, αν καθυστερήσει η διαδικασία με την οποία θα καταστούν ανθεκτικές οι οικονομίες”.
Στην ίδια έκθεση επισημαίνεται πως “η επεκτατική νομισματική πολιτική των μεγάλων κεντρικών τραπεζών οδήγησε σε υψηλή ρευστότητα και εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια”.
Έτσι, “οι επενδυτές αναλαμβάνουν υψηλά ρίσκα”. Στο μεταξύ, όμως και “οι τιμές των μετοχών και των ακινήτων αυξήθηκαν”.
Ταυτόχρονα, “μπορούν τα κράτη και ο ιδιωτικός τομέας να δανείζονται με πολύ χαμηλά επιτόκια”. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα “να μειώνεται η πίεση για μείωση του χρέους” των κρατών και του ιδιωτικού τομέα, σύμφωνα με την ίδια έκθεση.
Το γερμανικό ΥΠΟΙΚ επισημαίνει πως “μια προσαρμογή στη νομική πολιτική θα έπρεπε να ασκήσει μεγαλύτερη πίεση στα υπερχρεωμένα κράτη και στον ιδιωτικό τομέα”. Αυτό σημαίνει πως “πρέπει να μειωθούν τα χρέη του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα μέσω οικονομικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με στόχο την ενίσχυση της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας”.
Δ.Κ.