Με το ένα πόδι στον γκρεμό βρίσκεται η κυβέρνηση του… πρώην Μεγάλου Συναπισμού στη Γερμανία. Γιατί “πρώην”; Γιατί τα κόμματα τα οποία τον συναποτελούν, δεν έχουν πλέον την πλειοψηφία της λαϊκής υποστήριξης.
Στην τελευταία πανεθνική δημοσκόπηση (Deutschland-Trend, ARD), η κεντροδεξιά ένωση των CDU /CSU λαμβάνει μόλις 26% έναντι 32% που έλαβε στις ομοσπονδιακές εκλογές πριν ένα χρόνο περίπου. Το κεντροαριστερό SPD λαμβάνει μόλις 14% έναντι 20%.
Με άλλα λόγια το άθροισμα των CDU/CSU -SPD ανέρχεται σε μόλις 40% έναντι 52% που ήταν το Σεπτέμβρη του 2017. Οι τάσεις αυτές δεν είναι μόνο δημοσκοπικές, αλλά έχουν ήδη αποτυπωθεί στην κάλπη και, συγκεκριμένα, στις εκλογές του κρατιδίου της Βαυαρίας στις 14 Οκτωβρίου.
Το CSU έπεσε στο 37% έναντι 47% και το SPD έπεσε στο 9,5% από το 20%. Αντίθετα, εκτινάχθηκαν οι Πράσινοι (σ.σ. κόμμα του προοδευτικού κέντρου με οικολογικές αναφορές), λαμβάνοντας 17,5% έναντι 8,9%, αλλά και το ακροδεξιό AfD (10,2%).
Οι τάσεις αυτές αναμένεται και με το παραπάνω να εκδηλωθούν στις εκλογές στο κρατίδιο του Έσσεν στις 28 Οκτωβρίου. Όι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν πως οι Πράσινοι θα λάβουν 22%, ενώ το CDU πέφτει στο 26% έναντι 38% που έλαβε το 2013. Είναι τόσο μικρή πλέον η “απόσταση” μεταξύ Πρασίνων και CDU που ο γερμανικός τύπος μιλά για μάχη στήθος -με στήθος.
Το εντυπωσιακό είναι πως τα δύο αυτά κόμματα συγκυβερνούν από το 2013 στο Έσσεν. Ωστόσο, το CDU καταποντίζεται, ενώ οι Πράσινοι εκτινάσσονται. Την ίδια ώρα έχει σταματήσει η άνοδος του ακροδεξιού AfD, ενώ ασταμάτητη είναι η πτώση του SPD. Το κόμμα της Αριστεράς (Linke) δείχνει οριακές ανοδικές τάσεις.
Αν επαληθευθούν οι προβλέψεις για το εκλογικό αποτέλεσμα στο Έσσεν στις 28 Οκτωβρίου -κυρίως σ’ ό,τι αφορά την άνοδο των Πρασίνων- τότε οι πολιτικές αντοχές της Ομοσπονδιακής κυβέρνησης του Μεγάλου Συνασπισμού θα είναι πλέον οριακές.
Και αυτό γιατί, θα αποδειχθεί πως ενώ το μέλημα του Μεγάλου Συνασπισμού, από τη στιγμή που αυτός συγκροτήθηκε (Φλεβάρης -Μάρτης 2018) ήταν η υπεράσπιση του πολιτικού χώρου του “Κέντρου” προπαντός ενάντια στην ακροδεξιά, τελικά όχι μόνο ανέβηκε ακόμα περισσότερο η ακροδεξιά (AfD), αλλά και το πολιτικό “Κέντρο” εκφράζεται πλέον και από τους αντιπολιτεύομενους Πράσινους και όχι μόνο από μερίδες του CDU και του SPD που κυβερνάνε.
Με άλλα λόγια, πρωτίστως η “κεντρώα” ηγέτιδα του CDU και Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ θα υποσθεί μία διπλή πολιτική ήττα. Έτσι θα υποσθεί μία ακόμα μεγαλύτερη εσωκομματική πίεση σε σχέση με εκείνη που έχει βρεθεί έως τώρα. Ήδη μετρά μία προσωπική – πολιτική ήττα, μετά την απόρριψη της πρότασής της για την ανάληψη της προεδρίας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματός της από τον Φόλκερ Κάουντερ. Η εκλογή του Ραλφ Μπρινκχάουζ αντί του Κάουντερ είναι μία έμμεση νίκη όσων αντιπολιτεύονται από τα δεξιά τη Μέρκελ.
Την ίδια ώρα, μάλλον όχι… τυχαία, ο τέως Ομοσπονδιακός Υπουργός Οικονομικών και νυν Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Βουλής (Bundestag) -και βασικός εκ των δεξιών αντίπαλος της Μέρκελ- Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έχει αυξήσει τελευταία τις δημόσιες παρεβάσεις του.
Στην τελευταία, μάλιστα, παρέμβασή του (στη Bild) κάθε άλλο παρά στάθηκε αρνητικός στο να μείνει μόνο του στην κυβέρνηση το CDU, χωρίς το SPD.
Υπέρ μίας κυβέρνησης “μειοψηφίας” (με τη συμμετοχή μόνο του CDU-CSU) είχαν ταχθεί, μετά την κατάρρευση των συνομιλιών για το σχηματισμό κυβέρνησης CDU/CSU-Πρασίνων -Φιλελευθέρων και πριν το σχηματισμό του Μεγάλου Συνασπισμού, μερίδες του CDU, προειδοποιώντας πως σε αντίθετη περίπτωση θα ενισχυόνταν τα πολιτικά “άκρα” και θα απομαζικοποιούνταν τα “λαϊκά” κόμματα (CDU/CSU, SPD). Οι προβλέψεις αυτές επαληθεύτηκαν σε γενικές γραμμές.
Πλέον, σενάρια τα οποία διαρρέονται στον γερμανικό τύπο, θέλουν τον Σόιμπλε ”διάδοχο” της Μέρκελ στην Καγκελαρία, αν και όχι στο κόμμα.
Ορόσημο, στην όλη πορεία πιθανότατων, πλέον, αλλαγών στην κορυφή της πυραμίδας στο CDU και της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, είναι το ετήσιο εθνικό συνέδριο του CDU στις 6 Δεκεμβρίου. Εκεί θα εκλεγεί η νέα ηγεσία του κόμματος. Το αποτέλεσμα της εκλογής αυτής θα κρίνει τις μετέπειτα εξελίξεις στο αστικό γερμανικό πολιτικό σύστημα.
Σε κάθε περίπτωση, ένα φαίνεται σίγουρο : Η τελευταία “σταθερή” κυβέρνηση στην Ευρώπη βρίσκεται στο τέλος της. Και αυτό ενώ η ΕΕ αποσυντίθεται όπως φαίνεται από το Brexit αλλά και την κρίση στην Ιταλια. Τι εννοούμε λέγοντας ”σταθερή” κυβέρνηση; Εννοούμε πως συγκροτήθηκε από τους δύο παραδοσιακούς πολιτικούς πυλώνες της χώρας, τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι κυριαρχούν στη Γερμανία, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1945.
Τα τελευταία δώδεκα χρόνια, τα δύο αυτά κόμματα συγκυβερνούν, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης πάνω στον ευρωπαϊκό και γερμανικό καπιταλισμό προς όφελος, φυσικά, της γερμανικής αστικής τάξης.
Ωστόσο, όπως φαίνεται, τα εν λόγω κόμματα δεν μπορούν άλλο να παίξουν αυτό το ρόλο όχι μόνο καθένα χωριστά, αλλά και από κοινού (δηλ. μέσω μίας μεταξύ τους κυβερνητικής συμμαχίας), ειδικά καθώς η παγκόσμια κρίση έχει εισέλθει πλέον σε μια νέα φάση, όπως φαίνεται από την έκρηξη του παγκόσμιου χρέους, τον κλικακούμενο διεθνή εμπορικό πόλεμο κ.λπ.
Η κλιμακούμενη πολιτική κρίση της κυβέρνησης στο Βερολίνο έχει ήδη προκαλέσει τους πρώτους τριγμούς στη γερμανική οικονομία. Και αυτό για πρώτη φορά μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’90 (αν εξαιρέσει κανείς τις συνέπειες του παγκόσμιου κραχ του 2008-9), δηλαδή μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών που ήλθε ως συνένεια της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ και του Ανατολικού Μπλοκ.
Τότε, η κρίση αυτή αντιμετωπίστηκε με τις δραματικές περικοπές στο ”κράτος-πρόνοιας”, το πάγωμα των μισθών, την επέλαση του γερμανικού κεφαλαίου στην ανατολική Ευρώπη, αλλά και την υποδοχή ακόμα περισσοτέρων μεταναστών. Κανένας από αυτούς τους όρους δεν μπορεί να επαναληφθεί. Η εισροή νέων μεταναστών αν και αναγκαία για τον γερμανικό καπιταλισμό βρίσκει την αντίσταση της μεσαίας αστικής τάξης, η οποία στρέφεται στην άκρα δεξιά. Επίσης νέες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και τους μισθούς δεν είναι πλέον ανεκτές από τους εργάτες, μετά από 20 χρόνια λιτότητας. Την ίδια ώρα, η άνοδος των ανατολικο-ευρωπαϊκών οικονομιών (μαζί και η επέκταση της ρωσικής επιρροής) φέρνει στα όρια την παραπέρα γερμανική επέκταση προς ανατολάς..
Υπό αυτούς τους όρους, ούτε το παραδοσιακό κόμμα της μεγάλης και μεσαίας γερμανικής αστικής τάξης -το CDU- αλλά ούτε και το παραδοσιακό κόμμα της εργατικής τάξης, το SPD, μπορεί να ”ξανανιώσει”.
Από αυτήν την άποψη (και όχι μόνο…), η γερμανική αστική τάξη είναι υποχρεωμένη να συγκρουσθεί με τη γερμανική εργατική τάξη, σε μια κλίμακα μεγαλύτερη από εκείνη που εκδηλώθηκε με την προλεταριακή επανάσταση του 1918-1919 που φέτος ”κλείνει” 100 χρόνια….
Δ.Κ.