ΓΕΡΜΑΝΙΑ: ΝΑΖΙΣΤΙΚΕΣ ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΕΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ

Η χώρα είναι συγκλονισμένη μετά τη ρατσιστική τρομοκρατική επίθεση στο Χανάου. Η πράξη δείχνει για άλλη μια φορά αυτό που τμήματα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, τα δικαστήρια και η αστυνομία «αγνοούν» εδώ και χρόνια: Η ακροδεξιά τρομοκρατία αποτελεί σύνηθες φαινόμενο στη Γερμανία. Και δεν είναι μόνο η αγκιτάτσια του φασιστικού AfD που οδηγεί σε τέτοιες πράξεις.
Στις 19 Φεβρουαρίου, στο Χανάου της Γερμανίας, ένας Ναζί δολοφόνησε 9 ανθρώπους. Τα αστικά μέσα ενημέρωσης αμέσως προσπάθησαν να το παρουσιάσουν ως ένα «μεμονωμένο» έγκλημα από έναν ψυχικά διαταραγμένο. Ωστόσο, είναι μια έκφραση ενός κύματος δεξιάς τρομοκρατίας που σαρώνει τη χώρα τον τελευταίο καιρό.
Αναλυτικότερα, ένας 43χρονος άνδρας, ο οποίος δημοσίευσε παράλογα μηνύματα κατά των μεταναστών στο Youtube, δολοφόνησε εννέα άτομα και τραυμάτισε τουλάχιστον άλλους τέσσερις. Αργότερα, η αστυνομία ανακάλυψε δυο ακόμα πτώματα στο διαμέρισμα του τρομοκράτη. Τον φερόμενο ως δράστη, ο οποίος άφησε ένα ρατσιστικό γράμμα ομολογίας της πράξης του και τη μητέρα του. Τα θύματα είχαν την ατυχία να βρίσκονται σε δύο μπαρ της πόλης όπου άνθρωποι από πολλές τις εθνικότητες πάνε για να καπνίσουν ναργιλέ, ειδικά άτομα τουρκικής, κουρδικής, αραβικής, ιρανικής και βαλκανικής καταγωγής. Πολλά από τα θύματα ήταν Κούρδοι.
Ο τρομοκράτης άφησε πίσω του ένα είδος μανιφέστου, ανάλογο με αυτό του Μπρέβικ της Νορβηγίας, στο οποίο έγραφε ότι ορισμένες εθνικότητες πρέπει να εξαλειφθούν, καθώς δεν είναι δυνατόν πλέον να… απελαθούν από τη Γερμανία. Στις πρώτες αναφορές της, η αστυνομία δεν αναφέρθηκε καν στα ακροδεξιά κίνητρα του δράστη.

Μοναχικά άτομα και ρατσιστική βία

Τα αστικά μέσα ενημέρωσης το παρουσιάζουν, όπως είπαμε, ως έγκλημα ενός μοναχικού ατόμου και ψυχικά άρρωστου. Σύμφωνα με τους ανακριτές, ο δράστης ήταν προηγουμένως άγνωστος στην αστυνομία. Επιπρόσθετα, «δεν υπάρχουν ενδείξεις για άλλους δράστες». Είναι λοιπόν μια βίαιη πράξη ενός ψυχικά «μπερδεμένου» ατόμου; Η αλήθεια είναι ότι δεν πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό, για όποιον έχει τα μάτια του ανοιχτά. Δεν ήταν απλά μια πράξη ενός μανιακού. Το εν λόγω έγκλημα είναι ενσωματωμένο μέσα στις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες οι Ναζί και οι φασίστες αισθάνονται «ασφαλείς» ότι καλούνται να «δράσουν». Η Γερμανία βιώνει μια δραματική στροφή προς τα ακροδεξιά. Πρόσφατα, το CDU, το συντηρητικό κόμμα της Μέρκελ, ψήφισε μαζί με το ακροδεξιό AfD στην πολιτεία της Θουριγγίας για την αποτροπή της εκλογής ενός αριστερού μεταρρυθμιστή πρωθυπουργού, με βασικό προεκλογικό σύνθημα «να φύγει ο κόκκινος».
Αυτή η πολιτική στροφή προς τα δεξιά εμπνέει ένα πρωτοφανές κύμα ρατσιστικής βίας. Έχουν σημειωθεί εκατοντάδες επιθέσεις σε σπίτια προσφύγων. Αξίζει να σημειωθεί ότι το εν λόγω περιστατικό έλαβε χώρα αφού έχουν περάσει μόλις τρεις μήνες από τότε που ένας άλλος Ναζιστής τρομοκράτης επιτέθηκε σε μια συναγωγή στην πόλη Χάλε. Πέρυσι επίσης, ένας άλλος Ναζί δολοφόνησε έναν πολιτικό του CDU στο Κάσελ, ο οποίος είχε μιλήσει υπέρ των προσφύγων. Μόλις λίγες ημέρες πριν από την επίθεση στο Χανάου, η αστυνομία έκανε έφοδο σε σπίτια 12 ατόμων, συμπεριλαμβανόμενου και ενός αστυνομικού, που ετοιμάζονταν να επιτεθούν σε τζαμιά. Τους τελευταίους μήνες υπήρξαν νέες αποκαλύψεις για ακροδεξιά τρομοκρατικά δίκτυα, τα οποία οργανώνονται σε ομοσπονδιακό και τοπικό επίπεδο με όπλα και σχεδιάζοντας επιθέσεις.
Η δεξιά τρομοκρατία δεν αποτελεί νέο φαινόμενο στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία: ακροδεξιοί τρομοκράτες έχουν σκοτώσει τουλάχιστον 229 άτομα από τη δεκαετία του 1970. Πραγματοποίησαν επίσης 123 επιθέσεις με εκρηκτικούς μηχανισμούς, 2.173 εμπρηστικές επιθέσεις, δώδεκα απαγωγές και 174 ένοπλες ληστείες. Και αυτά τα στοιχεία αποτελούν μόνο τα αποδεδειγμένα γεγονότα.

Αστυνομία και προστάτες του συντάγματος

Τις περισσότερες φορές, βέβαια, η γερμανική αστυνομία παραμένει «αδρανής» κατά της ακροδεξιάς και φασιστικής τρομοκρατίας. Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ χειρότερη. Ο κρατικός μηχανισμός της Γερμανίας, και ιδίως οι εσωτερικές μυστικές υπηρεσίες της, είναι διαποτισμένες από τη φασιστική ιδεολογία. Κάθε λίγες εβδομάδες, νέα ναζιστικά κύτταρα ανακαλύπτονται στην αστυνομία ή στο στρατό. Επί δέκα χρόνια, ο ναζιστικός πυρήνας “Παράνομοι Εθνικοσοσιαλιστές” (NSU) κατάφερε να δολοφονήσει εννέα μετανάστες. Η αστυνομία όχι μόνο αδιαφόρησε, αλλά και πράκτορες των “Προστατών του Συντάγματος” (έτσι ονομάζεται η γερμανική εγχώρια υπηρεσία κατασκοπείας) δραστηριοποιούνταν στην περιφέρεια του NSU.
Οι “Προστάτες του Συντάγματος”, θεωρητικά, είναι υπεύθυνοι για την καταπολέμηση φασιστικών ομάδων. Στην πραγματικότητα, η υπηρεσία έχει ιδρυθεί από πρώην Ναζί και αντί να διώκει τους φασίστες παρενοχλούσε Αριστερούς και αγωνιστές υπέρ της κλιματικής αλλαγής. Αυτή η αντίληψη φάνηκε και από τα σχόλια του πρώην επικεφαλής της υπηρεσίας και έναν πολιτικό από το CDU, οι οποίοι αντιδρώντας στα γεγονότα στο Χανάου μίλησαν κατά της «σοσιαλιστικής λογικής: οι τρομοκράτες είναι πάντα δεξιοί και τα θύματα είναι πάντα αριστερά». Παρότι το αίμα των ρατσιστικών δολοφονιών δεν είχε στεγνώσει, το γερμανικό κατεστημένο στρέφει την προσοχή του στην Αριστερά.

Αστική τάξη και φασιστική λογική

Ο τρομοκράτης του Χανάου μπορεί να σχεδίασε τις δολοφονίες μόνος του. Ωστόσο, η «λογική» του απλώς επαναλάμβανε τις θεωρίες συνωμοσίας που παρουσιάζονται στη δημόσια τηλεόραση και στις μεγαλύτερες αστικές εφημερίδες. Βουλευτές μιλούν για την “μεγάλη αντικατάσταση” των λευκών Γερμανών από τους μαύρους μετανάστες, που οργανώνονται από σκοτεινές και προφανώς σατανικές δυνάμεις. Ο ναζιστής δολοφόνος απλά οδήγησε αυτή την παραδοσιακή θεωρία συνωμοσίας στο λογικό της συμπέρασμα.
Με λίγα λόγια, οι φασίστες δεν είναι η μόνη δύναμη που τροφοδοτεί τον ρατσισμό. Τα τελευταία χρόνια, πολιτικοί από όλα τα αστικά κόμματα, καθώς και ένα μεγάλο μέρος των ΜΜΕ, έχουν εμπλακεί στη δημιουργία ρατσιστικών εχθρικών εικόνων Η εστίαση εδώ δίνεται σε στοχευμένες επιθέσεις κατά του Ισλάμ, το οποίο συνδέεται με αρνητικά συνθήματα όπως η τρομοκρατία, η καταπίεση των γυναικών, η ομοφοβία ή ο αντισημιτισμός.
Ήδη το 2007, μελέτη των επιστημόνων για τα ΜΜΕ Χαφέζ και Ρίχτερ αναφορικά με την Ισλαμική εικόνα στη δημόσια τηλεόραση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από τα 133 προγράμματα που μεταδόθηκαν από δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς, το Ισλάμ παρουσιάζεται στο 81% των περιπτώσεων με αρνητική χροιά.

Μπαρ και εγκληματικές φατρίες

Δεν αποτελεί σύμπτωση λοιπόν το γεγονός ότι ο δράστης επέλεξε τα εν λόγω μπαρ ως στόχο. Η ποινικοποίηση και η δυσφήμηση των συγκεκριμένων μπαρ ως πρόσφορο έδαφος για «εγκληματίες» είναι μέρος της ρατσιστικής υποκίνησης με την οποία μουσουλμάνοι και άνθρωποι με μεταναστευτικό υπόβαθρο δέχονται ολοένα και περισσότερες επιθέσεις εδώ και μήνες.
Όχι μόνο οι φασίστες αλλά και «απλοί» αστοί πολιτικοί από τους Χριστιανοδημοκράτες και το SPD συμμετείχαν επανειλημμένα στη διάδοση ρατσιστικών προκαταλήψεων και απαίτησαν την έφοδο της αστυνομίας στα μπαρ με πρόσχημα την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος. Πριν από δύο χρόνια, αξίζει να σημειωθεί, το AfD άρχισε να καταγγέλλει τα εν λόγω μπαρ ως τοποθεσίες όπου συγκεντρώνονται… μαφιόζοι. Η τοπική κυβέρνηση, με επικεφαλής το SPD, αποκρίθηκε σε αυτή τη δεξιά πίεση διοργανώνοντας μαζικές αστυνομικές εφόδους. Δεν βρήκαν όμως κανένα στοιχείο εγκληματικής δραστηριότητας στα εν λόγω μπαρ. Δημιουργήθηκε όμως η εικόνα ότι τέτοιου είδους μπαρ είναι επικίνδυνα.
Χαρακτηριστικό των ρατσιστικών στερεοτύπων είναι η αντίδραση στην τρομοκρατική επίθεση στο Χανάου: πολυάριθμα ΜΜΕ αρχικά μιλούσαν για «ανταλλαγή πυροβολισμών» και μάλιστα υπαινίχθηκαν ανοιχτά τη σύγκρουση μεταξύ εγκληματικών «φατριών».

Αντιφασιστικές Κινητοποιήσεις και ισχυρό κράτος

Μετά το γεγονός πάντως, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι συμμετείχαν σε αντιφασιστικές διαδηλώσεις. Πολλοί φαίνεται να ζητάνε σήμερα μέσα σε αυτή την κατάσταση την «παρέμβαση» του κράτους. Για να σταματήσει η ακροδεξιά τρομοκρατία, εκπρόσωποι των ΜΜΕ, πολιτικοί και άλλοι «απαιτούν» τώρα από το δικαστικό σώμα και την αστυνομία να πατάξουν τον… φασισμό. Μάλιστα ένας πολιτικός από τους Πράσινους έγραψε στο Twitter αμέσως μετά την αιματηρή πράξη: “Φτάνει! Έχουμε ένα τεράστιο πρόβλημα με τη δεξιά τρομοκρατία στη Γερμανία και πρέπει επιτέλους να αρχίσουμε να αποστραγγίζουμε τον βάλτο άπαξ δια παντός, με τη σοβαρότητα του κράτους δικαίου, τόσο στο διαδίκτυο όσο και εκτός διαδικτύου.”
Αυτή η γραμμή δεν είναι νέα. Μετά την ανακοίνωση των τρομοκρατικών δομών το 2016, ο τότε υπουργός Εσωτερικών Μέζιερ είχε ήδη ανακοινώσει τη σκληρή αντιμετώπιση των φασιστών από το κράτος και διέταξε ένα «κύμα συλλήψεων». Υποσχέθηκε μάλιστα: «Οποιαδήποτε τρομοκρατία ενδέχεται να προκύψει θα εξαλειφθεί εν τη γενέσει της από τις αρχές ασφαλείας». Τέσσερα χρόνια αργότερα, οι δεξιοί τρομοκράτες μπορούν να συνεχίζουν τη δράση τους χωρίς κανένα πρόβλημα.
Οι εκκλήσεις για “ισχυρό” κράτος στον αγώνα κατά της δεξιάς είναι λάθος. Ο αστικός κρατικός μηχανισμός είναι ακατάλληλος για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ναζιστικής τρομοκρατίας. Είναι μέρος του προβλήματος. Πολυάριθμα σκάνδαλα τα τελευταία χρόνια δείχνουν ξεκάθαρα πόσο έχουν διεισδύσει η ακροδεξιά και οι νεοναζιστές στην αστυνομία, το στρατό, τις μυστικές υπηρεσίες και το δικαστικό σώμα.
Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια έχει καταστεί απολύτως σαφές ότι οι κρατικές αρχές αντιμετωπίζουν διαρθρωτικά προβλήματα στην αντίληψη της δεξιάς τρομοκρατίας ως κίνδυνο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι κυβερνητικές υπηρεσίες έχουν καταμετρήσει μόνο 75 θύματα δεξιάς βίας από το 1990, ενώ τα «θύματα» των αντιφασιστικών πρωτοβουλιών είναι πάνω από 200. Ταυτόχρονα, ανώτεροι αξιωματούχοι του “μηχανισμού ασφαλείας” εμπλέκονται μερικές φορές σε ή υποβαθμίζουν τα ακροδεξιά τρομοκρατικά δίκτυα.

Απαγόρευση φασισμού

Μαζί με το αίτημα για ισχυρότερο κράτος κατά του φασισμού έχουμε και ένα άλλο παραπλήσιο αίτημα, αυτό της απαγόρευσής του από το αστικό κράτος. Δικαστικές αποφάσεις κατά των φασιστών αποδεικνύουν όμως ότι το αστικό δικαστικό σώμα δεν είναι πρόθυμο να «δράσει αποτελεσματικά» ενάντια στη ακροδεξιά τρομοκρατία. Έτσι για συμμέτοχή σε δολοφονία από ακροδεξιούς καταδικάζεται κάποιος σε τρία χρόνια φυλάκισης. Αν όμως πετάξεις μπουκάλι σε διαδήλωση κατά των G20, η ποινή είναι τριάμισι χρόνια. Επίσης, η προηγούμενη εμπειρία με τις απαγορεύσεις δείχνει το εξής: Οι πολιτικές πεποιθήσεις (αν κάποιος βέβαια μπορεί να θεωρήσει το φασισμό πεποίθηση) δεν μπορούν να απαγορευτούν. Ακόμη και στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, έγιναν προσπάθειες να αποδυναμωθεί το αναδυόμενο Εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα απαγορεύοντας το NSDAP. Εκείνη την εποχή κατασχέθηκαν όλα τα κομματικά περιουσιακά στοιχεία, το γραφείο του NSDAP στο Μόναχο έκλεισε και ακόμα και η κομματική εφημερίδα “Völkischer Beobachter” απαγορεύτηκε. Δεν σταμάτησε αυτό όμως την άνοδο των Ναζί. Τα μέλη οργανώθηκαν μέσα σε άλλα πλαίσια και τέλος το NSDAP ιδρύθηκε το 1925.
Το γεγονός ότι οι απαγορεύσεις δεν προσφέρουν λύσεις είναι επίσης προφανές σήμερα. Οι σχεδόν 40 απαγορεύσεις και διαλύσεις των νεοναζιστικών και δεξιών δομών μετά την επανένωση των Γερμανιών δεν εμπόδισαν ούτε τους φασίστες ούτε αποδυνάμωσαν σημαντικά τη βίαιη νεοναζιστική σκηνή.
Το αίτημα η αστυνομία και το δικαστικό σώμα να μας προστατέψει από το φασισμό είναι απλά μια φάρσα, δεδομένου ότι τα κρατικά όργανα εμπλέκονται πολύ περισσότερο στη δίωξη αντιφασιστών παρά στον αγώνα κατά των Ναζί. Έτσι, η έκκληση για αποφασιστική κρατική καταστολή της ακροδεξιάς μπορεί εύκολα να μετατραπεί στο αντίθετο. Το ιδεολογικό σημείο εκκίνησης για τον “αγώνα κατά του εξτρεμισμού” του αστικού κράτους είναι η κατασκευή ενός “δημοκρατικού κέντρου της κοινωνίας” που απειλείται εξίσου από την αριστερά και τη δεξιά. Ωστόσο, η αντίληψη αυτή αποκαλύπτει ότι η Αριστερά, σε αντίθεση με τους Ναζί, είναι ο βασικός εχθρός του αστικού κράτους. Επιπλέον, οι εκπρόσωποι αυτού του δήθεν “δημοκρατικού” κέντρου υποκινούν επανειλημμένα τον ρατσισμό.

Αντιφασιστικός ταξικός αγώνας
Το ζητούμενο δεν είναι η αστυνομία και η ενίσχυση των οργάνων ασφαλείας, αλλά η αποφασιστική καταπολέμηση του ρατσισμού και του φασισμού. Χρειαζόμαστε ταξικές αντιρατσιστικές και αντιφασιστικές μαζικές δράσεις και κίνημα. Μια πραγματική απάντηση στον ακροδεξιό τρόμο πρέπει να είναι ταξικά ανεξάρτητη από τα θεσμικά καπιταλιστικά όργανα και κόμματα του γερμανικού καθεστώτος. Αυτή μπορεί να προέλθει μόνο από μια εργατική τάξη που αντιτίθεται στις ρατσιστικές, νεοφιλελεύθερες πολιτικές των καπιταλιστικών κομμάτων του αστικού κατεστημένου μέσω ενός ενιαίου ταξικού μετώπου και που θα παλεύει για τα δικά της ανεξάρτητα ταξικά συμφέροντα και την εργατική εξουσία.
Αρ. Μα.