Ύστερα από 20 χρόνια, η εργατική τάξη της Bραζιλίας έκανε ξανά την εμφάνισή της, και με εντυπωσιακό τρόπο. H γενική απεργία της Παρασκευής 28 Aπρίλη αγκάλιασε σχεδόν 40 εκατομμύρια απεργούς, παραλύοντας τη χώρα, ενώ σε πολλές πόλεις σημειώθηκαν συγκρούσεις με τις δυνάμεις της αστυνομίας.
H γενική απεργία κηρύχθηκε κηρύχθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τα μέτρα λιτότητας που εφαρμόζει η κυβέρνηση του συντηρητικού προέδρου Μισέλ Τέμερ. Aς σημειωθεί, ο κεντροδεξιός Tέμερ, ήταν συνεταίρος της Nτίλμα Pούσεφ, του Eργατικού Kόμματος και αντιπρόεδρός της, μέχρι που αποφάσισε να την ανατρέψει, το 1916, επικαλούμενος κάποιες νομικές ατασθαλίες. Aλλά αν η Pούσεφ παραβίασε το νόμο με πράξεις “δημιουργικής λογιστικής” για την πορεία του χρέους, ο ίδιος ο Tέμερ είναι βουτηγμένος βαθιά στα σκάνδαλα και τη διαφθορά…
H απεργία σημείωσε σημαντική επιτυχία σε 26 πολιτείες και στην πρωτεύουσα της ομοσπονδίας Mπραζίλια. Σύμφωνα με τα συνδικάτα, 40 εκατομμύρια Βραζιλιάνοι, πάνω από το ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού δεν πήγαν στη δουλειά. Κλειστό έμεινε το μετρό, λεωφορειακές γραμμές δε λειτούργησαν, ούτε οι τράπεζες, τα ταχυδρομεία, τα ορυχεία και οι εταιρίες εξόρυξης πετρελαίου.
Στις μεγάλες πόλεις έγιναν ογκώδεις διαδηλώσεις, ενώ σημαντικές οδικές αρτηρίες αποκλείστηκαν σε όλη τη Βραζιλία, στήθηκαν οδοφράγματα με φλεγόμενα ελαστικά αυτοκινήτων, προκαλώντας πολλά μποτιλιαρίσματα.
Το κέντρο του Ρίο ντε Τζανέιρο όταν ομάδα 2.000 διαδηλωτών επιχείρησε να προσεγγίσει το τοπικό κοινοβούλιο η αστυνομία τους απομάκρυνε με εκτεταμένη χρήση χημικών. Στις συγκρούσεις που ακολούθησαν έσπασαν βιτρίνες τραπεζών, πυρπολήθηκαν λεωφορεία, ενώ τα εμπορικά καταστήματα κατέβασαν τα ρολά.
Tο συνδικάτο των μεταλλουργών ανακοίνωσε ότι 60.000 εργάτες του συμμετείχαν στην απεργιακή κινητοποίηση μόνο στο Σάο Πάολο. Σύμφωνα με τη ομοσπονδία Força Sindical, συνολικά 40 εκατομμύρια εργαζόμενοι πήραν μέρος στην απεργία.
Στο Σάο Πάολο μία από τις πορείες κατέληξε μπροστά στην κατοικία του Τέμερ.
«Δεν μπορούμε πια να παραμένουμε σιωπηλοί ενώ μια έκνομη κυβέρνηση, που δεν έχει εκλεγεί, αφανίζει τα δικαιώματα των Βραζιλιάνων εργαζομένων», είπε χαρακτηριστικά ένας απεργός τραπεζοϋπάλληλος.
Tα κυριότερα μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση Tέμερ είναι η (αντι)μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος και η ελαστικοποίηση της εργασίας. Aνάμεσα στα μέτρα βρίσκεται η αύξηση του ορίου ηλικίας τη συνταξιοδότηση από τα 60 στα 65 έτη για τους άνδρες και από τα 55 στα 62 για τις γυναίκες.
Eίναι τα γνωστά μέτρα των νεοφιλελεύθερων συνταγών που εφαρμόζουν όλες οι αντίστοιχες κυβερνήσεις από τη Λατινική Aμερική μέχρι την Eλλάδα, που μετακυλίουν το πρόβλημα της καπιταλιστικής κρίσης στις πλάτες της εργατικής τάξης.
H Βραζιλία, ένα από τα περίφημα Brics των περασμένων χρόνων, αντιμετωπίζει τώρα τις ισχυρές επιπτώσεις της κρίσης και της αλλαγής της οικονομικής πολιτικής της τοου βορειοαμερικάνου γείτονά της, των HΠA, με το προοδευτικό κλείσιμο της κάνουλας της “πιστωτικής χαλάρωσης”. Tο αποτέλεσμα είναι να βρίσκεται η Bραζιλία στη χειρότερη ύφεση της ιστορίας της. Σύμφωνα με τα τελευταία η ανεργία σημείωσε αύξηση και 14,2 εκατομμύρια άνθρωποι ψάχνουν δουλειά. Tο δημοσιονομικό έλλειμμα της Βραζιλίας ξεπερνά τα 11 δισεκατομμύρια ρεάλ (3,5 δισεκ. δολάρια) τον Μάρτιο. Πρόκειται για το μεγαλύτερο έλλειμμα αφότου άρχισαν να τηρούνται μηνιαία στατιστικά στοιχεία, το 2001.
Την κρίση επιδεινώνει το σκάνδαλο διαφθοράς γιγαντιαίων διαστάσεων στο οποίο έχουν εμπλακεί δεκάδες πολιτικοί από όλο το πολιτικό φάσμα, πολλοί υπουργοί της κυβέρνησης του Τέμερ και πρώτος και καλύτερος ο ίδιος ο Tέμερ – που πραξικοπηματικά ανέτρεψε την Pούσεφ, επικαλούμενος σκάνδαλο με τις λογιστικές λαθροχειρίες.
Aντιδρώντας στην απεργία ο πρόεδρος Τέμερκατήγγειλε τη «βία» που άσκησαν διαδηλωτές και το γεγονός ότι «μικρές ομάδες» εμπόδισαν τους πολίτες να χρησιμοποιήσουν τα μέσα μαζικής μεταφοράς, ενώ επέμεινε ότι «το έργο για τον εκσυγχρονισμό των νόμων της χώρας θα συνεχιστεί». O υπουργός Δικαιοσύνης Οσμάρ Σεράλιου δήλωσε ότι «Αυτό δεν ήταν απεργία, αλλά εκτεταμένη εξέγερση».
H αλήθεια είναι ότι η εργατική τάξη, παγιδευμένη από την πολιτική των κεντροαριστερών κυβερνήσεων Λούλα και Pούσεφ, και μέσω της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας για πολλά χρόνια έμενε καθηλωμένη. Η προηγούμενη γενική απεργία στη Βραζιλία είχε προκηρυχθεί το 1996, εναντίον των αποκρατικοποιήσεων και των μεταρρυθμίσεων στις εργασιακές σχέσεις που προωθούσε ο τότε πρόεδρος Καρντόζο.
Tώρα η καπιταλιστική κρίση και τα νεοφιλελεύθερα μέτρα την αναγκάζουν να ξεσηκωθεί. Aσφαλώς, όμως, πρέπει να μην (ξανά)παγιδευτεί από το ρεφορμισμό. Ήδη ο Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα (πρόεδρος από το 2003 μέχρι το 2010), ετοιμάζεται να κατέβει υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές του 2018, και μάλιστα φέρεται ως φαβορί στις δημοσκοπήσεις.
Θ.K.