Η Συνέλευση Αγωνιζόμενων Ηθοποιών συμμετέχει δυναμικά όλο το τελευταίο διάστημα στις κινητοποιήσεις των σπουδαστριών/ών των Δραματικών Σχολών και Σχολών Χορού, για τη μορφή και το περιεχόμενο των σπουδών τους, διεκδικώντας ένα ριζικό μετασχηματισμό της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί τον καιρό της πανδημίας με την αναλγησία του ΥΠΠΟΑ. Παρακάτω η ανακοίνωση των σπουδαστριών/ών που συμμετέχουν στη Συνέλευση και παρεμβαίνουν στους αγώνες της περιόδου.

Η συνθήκη της πανδημίας και το φαινόμενο των επαναλαμβανόμενων lockdown έφεραν στην επιφάνεια χρόνιες δυσλειτουργίες του καλλιτεχνικού κλάδου. Ένα από τα πιο πληττόμενα κομμάτια της συγκεκριμένης περιόδου αποδείχτηκε αυτό της εκπαίδευσης. Οι σπουδαστές των καλλιτεχνικών σχολών έρχονται αντιμέτωποι με το ρητό «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού», καθώς από το Νοέμβριο καλούνται να δεχτούν την τηλεκπαίδευση ως μια νέα κανονικότητα διεξαγωγής των μαθημάτων. Εντός αυτής της νέας κανονικότητας, ο βιωματικός και πρακτικός χαρακτήρας του αντικειμένου παραγκωνίζεται. Η ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας αποκτά προϋποθέσεις που ξεπερνούν τις δυνατότητες των σπουδαστών/-τριών, καθώς πολλές είναι οι φορές που έρχονται αντιμέτωποι/-ες με κάποια διακοπή ρεύματος, κακή σύνδεση στο ίντερνετ, τεχνικές βλάβες κ.ά. Το πιο σημαντικό, όμως, σημείο είναι ότι η τηλεκπαίδευση εξ ορισμού αποκλείει κάποιους/-ες, οι οποίοι, είτε δεν διαθέτουν τον απαραίτητο τεχνικό εξοπλισμό (μικρόφωνα, υπολογιστές, κάμερες κ.λπ.) για να παρακολουθήσουν απρόσκοπτα είτε στερούνται του προσωπικού χώρου που απαιτείται για την ομαλή διεξαγωγή κάποιων μαθημάτων. Υπάρχουν, τέλος, και εκείνοι/-ες που αντιμετώπισαν σοβαρά ζητήματα υγείας εξαιτίας του εγκλεισμού ή της πανδημίας και καλούνται να αντεπεξέλθουν στη νέα τάξη πραγμάτων αναγκαστικά χωρίς περιθώριο εναλλακτικής λύσης.

Είναι σαφές, πια, ότι η προσβασιμότητα σε αυτή την νέα κανονικότητα των καλλιτεχνικών σπουδών έχει ταξικές προϋποθέσεις. Σε συνθήκες που η οικονομία καταρρέει και η εύρεση εργασίας είναι πιο δύσκολη από ποτέ, οι σπουδαστές/-τριες επιβαρύνονται οικονομικά ακόμα περισσότερο, αφού δεν εντάσσονται σε καμία επιδοματική πολιτική, δεν λαμβάνουν καμία κρατική οικονομική στήριξη για τη συνέχιση των σπουδών τους, οι περισσότεροι/-ες δεν έχουν κάποιο εισόδημα, παρά μόνο την οικονομική βοήθεια από τους συγγενείς τους (οι οποίοι βιώνουν την ίδια ζοφερή κατάσταση), και, παρόλα αυτά, καλούνται να πληρώσουν το ίδιο ποσό που έδιναν και πριν, ενώ υπάρχει κατακόρυφη επιδείνωση των συνθηκών. Το ΥΠΠΟΑ δεν έχει φροντίσει για όλα τα παραπάνω, ούτε για μείωση των διδάκτρων, τα οποία δεν αντιστοιχούν πλέον στην πρότερη ποιότητα εκπαίδευσης. Αντιθέτως, παραμένει άφαντο έχοντας αναγγείλει μόνο την αναστολή των σπουδών. Ουσιαστικά με τη στάση αυτή έχει αφήσει σχολές και σπουδαστές έκθετους/-ες να αποφασίσουν αν θα ακολουθήσουν τη λογική της τηλεκπαίδευσης ή θα διακόψουν τα μαθήματα για την περίοδο του lockdown και άρα θα παρατείνουν ες αεί τις σπουδές τους χωρίς να γνωρίζουν πότε, εάν και πώς αυτές θα ολοκληρωθούν. Παρά την πληθώρα επιστολών και διαμαρτυριών στις οποίες προβαίνουν από τον Νοέμβριο οι σπουδαστές/-τριες, η μετριοπαθής αντιμετώπισή τους από το ΥΠΠΟΑ και η διαχρονική αδιαφορία που έχει δείξει όλους αυτούς τους μήνες επισφραγίζεται με την συνάντηση του Υφυπουργού Πολιτισμού κ. Γιατρομανωλάκη με εκπροσώπους του σπουδαστικού σώματος στις 1/4/2021. Για ακόμα μια φορά δεν υπήρξε καμία εμπεριστατωμένη απάντηση, αντιθέτως, ο ίδιος επιβεβαίωσε το γεγονός ότι δεν υπάρχει σαφής σχεδιασμός ούτε για το άνοιγμα των σχολών αλλά ούτε και για την εξέλιξη και τη διεξαγωγή του υπόλοιπου σπουδαστικού έτους και των εξετάσεων δίνοντας το ελεύθερο στην εκάστοτε σχολή να συνεχίσει να λειτουργεί αυθαίρετα και να ακολουθήσει το δικό της δρόμο. Όσον αφορά το πλαίσιο οικονομικής στήριξης των σπουδαστών, αποποιήθηκε τις ευθύνες ζητώντας από τους ίδιους(!) τους σπουδαστές να δημιουργήσουν και να καταθέσουν ένα ολοκληρωμένο οικονομικό πρόγραμμα προς μελέτη σαν άλλοι οικονομολόγοι, τονίζοντας από την άλλη πως όλες οι ιδιωτικές σχολές που ανήκουν στις πληγείσες επιχειρήσεις έχουν λάβει όλα τα προβλεπόμενα οικονομικά βοηθήματα, το ίδιο και οι εργαζόμενοι σε αυτές. Το γεγονός αυτό κάνει ακόμα πιο εμφανή την επιλεκτική μέριμνα και τον προνομιακό χειρισμό των επιχειρήσεων έναντι των μαθητών/-τριών. Αυτό οδήγησε τους σπουδαστές/-τριες να οργανωθούν μεταξύ τους θέτοντας ως στόχο την από κοινού κινητοποίησή τους και δημιουργώντας μέσω συνελεύσεων ένα συντονιστικό μαθητών αποτελούμενο από τουλάχιστον 20 δραματικές σχολές.

Μέσα σε αυτή τη συγκυρία, και, με την ελπίδα ότι ο μόνος χαμένος αγώνας είναι αυτός που δε δόθηκε ακόμα, 12 δραματικές Σχολές (με τον αριθμό να αυξάνεται συνεχώς) προχωρούν από τα μέσα Μαρτίου σε αποχή από την τηλεκπαίδευση ρισκάροντας να χάσουν το διδακτικό ακαδημαϊκό τους έτος. Πρόκειται για ένα μέσο πάλης που χρησιμοποιούν ως ύστατη μορφή αγώνα δημιουργώντας ένα κοινό μέτωπο απέναντι στο υπεύθυνο Υπουργείο, διεκδικώντας απαντήσεις και ανάληψη πολιτικών ευθυνών για την ανεξέλεγκτη- πλέον- και ζοφερή κατάσταση που το ίδιο έχει δημιουργήσει. Πρόκειται για μία απόφαση που πάρθηκε έπειτα από 4 μήνες (η διάρκεια διαφέρει ανά σχολή) διαδικτυακών μαθημάτων με την κατάσταση να έχει φτάσει στο απροχώρητο, όχι μόνο λόγω της κούρασης που επήλθε ως αποτέλεσμα των ατελείωτων ωρών εκπαίδευσης μπροστά από μια οθόνη, αλλά, κυρίως, λόγω της μη αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας αυτών. Όπως αναλύθηκε παραπάνω, αποτελεί κοινή ομολογία των φοιτητών πως τα διαδικτυακά μαθήματα δε μπορούν ούτε κατά προσέγγιση να φτάσουν το επίπεδο ή έστω να αναπληρώσουν τα ζωντανά μαθήματα με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται η εκπαιδευτική διαδικασία στο έπακρο. Η τηλεκπαίδευση αποτελεί μια λύση ανάγκης, η οποία όμως μετά από ένα χρόνο κλειστών σχολών καλλιτεχνικής εκπαίδευσης κινδυνεύει να γίνει η νέα «κανονικότητα» προωθώντας μια εκπαίδευση για «λίγους». Έτσι, οι σπουδαστές/-τριες, με πλήρη συνείδηση των ειδικών συνθηκών που δημιουργεί μία υγειονομική κρίση τέτοιου βεληνεκούς δε ζητούν να ενταχθούν σε κάποια κατάσταση εξαίρεσης ή προνομιακής μεταχείρισης, παρά μόνο να εκπληρωθεί το αυτονόητο δικαίωμά τους στην ποιοτική εκπαίδευση καθώς και την απρόσκοπτη ενημέρωση όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα σπουδών τους.
Όπως και κάθε αγώνας, έτσι κι αυτός της αποχής έχει το δικό του κόστος. Μέσα σε 15 μέρες παρατηρείται να δημιουργούνται φαινόμενα διάσπασης και διχασμού μέσα στις σχολές με αποτέλεσμα το κλίμα μεταξύ των φοιτητών ή μεταξύ αυτών και του καθηγητικού προσωπικού να επιβαρύνεται. Μια ανασκόπηση της κατάστασης είναι χρήσιμη για να εξηγηθεί το εν λόγω κλίμα. Ως προς τους σχολάρχες, αυτοί δεν αντιμετωπίζουν ενιαία το ζήτημα της αποχής με αποτέλεσμα να υπάρχουν σχολές που έχουν αποφασίσει την ολοκληρωτική παύση της εκπαίδευσης σε κοινό μήκος κύματος με τους σπουδαστές/-τριες έως ότου δοθούν απαντήσεις, ενώ άλλες συνεχίζουν κανονικά τα μαθήματα μόνο με τους σπουδαστές που δεν απέχουν. Αυτό έχει ως φανερό επακόλουθο τη δημιουργία δύο ταχυτήτων εκπαίδευσης, πολλές φορές μέσα στο ίδιο έτος (!), όπου ένα ποσοστό φοιτητών απέχει συνειδητά από τα μαθήματα και ένα άλλο τα συνεχίζει. Δευτερευόντως, η αποχή δεν στρέφεται κατά όλων των μαθημάτων: μέρος φοιτητών/-τριών απέχουν μόνο από τα πρακτικά μαθήματα εξακολουθώντας να διδάσκονται τα θεωρητικά, ενώ άλλοι έχουν αποφασίσει ότι η συνολική αποχή αποτελεί πιο ηχηρό μέσο αγώνα. Τρίτον, ακόμα και οι ίδιοι οι φοιτητές/-τριες έχουν διχαστεί και δεν έχουν καθολικά προχωρήσει σε αποχή, διότι παρά την απογοήτευση που επικρατεί δρουν υπό το φόβο να χάσουν τη χρονιά και να πρέπει να επαναλάβουν το έτος με την ανάλογη οικονομική επιβάρυνση που αυτό συνεπάγεται. Όλα τα προαναφερόμενα, βέβαια, δε θα χρειαζόταν να συμβούν εάν οι υπεύθυνοι φρόντιζαν να υπάρχει ένα κλίμα σύμπνοιας και αλληλοενημέρωσης. Αντιθέτως, όμως, μέσα σε αυτό το πλαίσιο που δημιούργησαν ματαιώνεται ο ίδιος ο σκοπός της εκπαίδευσης που αντί να προωθεί τη λογική της αλληλεγγύης και της ομάδας, βάζει τα εκ διαμέτρου αντίθετα προτάγματα, με τα πιο ανταγωνιστικά και εγωιστικά κίνητρα να τροφοδοτούνται συνεχώς λόγω της κατάστασης. Τα αποτέλεσμα αυτών είναι ότι η πραγματικότητα εξακολουθεί να είναι ρευστή και ασαφής με τις δίκαιες διεκδικήσεις των φοιτητριών/-τριών να μένουν στην αφάνεια ή, χειρότερα, -σκοπίμως- να παρακάμπτονται και, όπου, η τακτική «διαίρει και βασίλευε» που έχουν δημιουργήσει οι από πάνω μπορεί να αποβεί μοιραία για την ομαλή ολοκλήρωση του ακαδημαϊκού έτους.


Τα διαρκή αιτήματα των φοιτητών/-τριών όπως διατυπώνονται από τους ίδιους είναι τα παρακάτω:

1. Αναπλήρωση όσων μηνών/διδακτικών ωρών χάθηκαν την περίοδο του lockdown ή παράταση του ακαδημαϊκού έτους, ή και δυνατότητα επανάληψης του έτους, ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε σχολής, έπειτα από συνεννόηση των σπουδαστριών/-στών με τις/τους υπεύθυνους σπουδών τους.

2. Σαφή σχεδιασμό διεξαγωγής των διπλωματικών εξετάσεων των τελειοφοίτων, καθώς και των προαγωγικών εξετάσεων των υπολοίπων ετών.

3. Παραχώρηση κατάλληλων δημόσιων χώρων και αδειοδότηση χρήσης ιδιωτικών χώρων -εξωτερικών ή εσωτερικών και στις δύο περιπτώσεις- για τις σχολές που οι εγκαταστάσεις τους δεν πληρούν τις προσφάτως υποδεδειγμένες υγειονομικές προδιαγραφές.

4. Ειδική βεβαίωση άδειας μετακίνησης, ιδιαίτερα για τις/τους τελειόφοιτες/-ους, με σκοπό τη διεξαγωγή διά ζώσης προβών, μέχρι την ολική επαναλειτουργία των σχολών μας. Η προετοιμασία των διπλωματικών εξετάσεων προσομοιάζει στις πρόβες για επαγγελματικές παραστάσεις και άρα αρμόζει να διεξαχθεί με αντίστοιχα μέτρα προστασίας.

5. Eπιδότηση των διδάκτρων, καθώς η πανδημία έχει καταστήσει άνεργες/-ους την πλειονότητα των σπουδαστριών/-στών. Επίσης, η παράταση του έτους θα στερήσει την εποχιακή εργασία από τους σπουδαστές/-τριες. Σε καμία περίπτωση να μην επιβαρυνθούν με επιπλέον δίδακτρα, πέραν των ήδη συμφωνημένων.

6. Οικονομική ενίσχυση, δηλαδή επιδότηση ενοικίου -ιδιαίτερα εκείνων που δεν σπουδάζουν στον τόπο μόνιμης κατοικίας τους-, παροχή ειδικής ταυτότητας ισότιμης με τη φοιτητική και, εν γένει, οποιαδήποτε παροχή προβλέπεται και για τις/τους φοιτήτριες/-ές των ΑΕΙ.

7. Επιχορήγηση των σχολών με τα απαραίτητα (covid-test, μάσκες, αντισηπτικά), για την ασφαλή υγειονομική λειτουργία τους.