της Κατερίνας Μάτσα

Ο πρόσφυγας στην εποχή μας, είναι ο άνθρωπος που δεν έχει δικαίωμα να έχει δικαιώματα, όπως λέει η Hannah Arendt. Είναι κεντρική φιγούρα της σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας.

Η αναγκαστική, συνήθως, εγκατάλειψη του γενέθλιου τόπου, των φίλων, των συγγενών, του κοινωνικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος καθώς και οι συνθήκες που τον έκαναν να πάρει την απόφαση, αποτελούν παράγοντες ψυχικού τραυματισμού. Πολύπλοκα τα βιώματά του εγγράφονται στην προσωπική του ιστορία, την προσωπική του διαδρομή στη ζωή, , τη συλλογική του ιστορία (της κοινότητας, του έθνους του) και γίνονται πηγή ψυχικής οδύνης Οι απώλειες της γης του, των εθίμων του, της δουλειάς του, τού σπιτιού του, της γλώσσας του, της κοινότητάς του γεννούν το λεγόμενο μεταναστευτικό πένθος, όπως έχει αναλύσει ο Kαταλανός εθνοψυχίατρος Joseba Achotegui. Η ίδια η μετανάστευση ισοδυναμεί με μια κατάσταση διαρκούς stress.

Αυτή η κατάσταση γεννά πολλές αλλαγές στη συμπεριφορά του. Παλινδρομεί συναισθηματικά, αισθάνεται μόνος, απελπισμένος, αποτυχημένος στο σχέδιό του να μεταναστεύσει. Οι ξενοφοβικές εκδηλώσεις στη χώρα υποδοχής εντείνουν τα αμφιθυμικά του αισθήματα τόσο για τη χώρα υποδοχής όσο και για τον γενέθλιο τόπο, που άφησε πίσω του.

Ο εγκλεισμός του σε στρατόπεδα κράτησης, σε άθλιες συνθήκες, χωρίς να γνωρίζει τη γλώσσα, χαμένος στο λαβύρινθο της γραφειοκρατίας για να ζητήσει άσυλο, εκτεθειμένος σε κάθε είδους ταπεινώσεις και εκδηλώσεις ρατσισμού, αντιμέτωπος με την απουσία υπηρεσιών υγείας που να καλύπτουν τις ανάγκες του, ο πρόσφυγας βιώνει αυτές τις συνθήκες ως ακόμα πιο τραυματικές από εκείνες που τον έκαναν να εγκαταλείψει τον τόπο του. Το stress μεγαλώνει διαρκώς, ο τωρινός τραυματισμός αναβιώνει προηγούμενους, τα προβλήματα συσσωρεύονται και, μέσα σε αυτούς τους όρους, ο άνθρωπος αυτός δεν μπορεί να επιτελέσει το πένθος του για όλα όσα έχει χάσει. Το μεταναστευτικό πένθος γίνεται αδύνατο πένθος και εγκαθίσταται τo σύνδρομο του Οδυσσέα. Παρουσιάζονται αγχώδεις, καταθλιπτικές διαταραχές, διαταραχή μετατραυματικού stress (PTSD).

Η διαταραχή μετατραυματικού stress είναι μια διαγνωστική κατηγορία του DSM, που διαδέχτηκε την «τραυματική νεύρωση», την οποία περιέγραψε ο Freud. Κατασκευάστηκε από την αμερικάνικη Ψυχιατρική, μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ, για να συμπεριλάβει τους ψυχικούς τραυματισμούς που προκάλεσε αυτός ο πόλεμος. Σήμερα ο όρος χρησιμοποιείται ευρύτατα για τον πληθυσμό των προσφύγων, για να περιγράψει τις συνέπειες του τραυματισμού τους.

Η χρήση του όρου αντιμετωπίζεται με επιφυλάξεις από μερίδα του ψυχιατρικού κόσμου, αφού αποδίδει τον τραυματισμό σε ένα εξωτερικό πάντα παράγοντα, ανάγοντας το τραυματισμένο υποκείμενο στα συμπτώματά του – μια κριτική, που αφορά συνολικά το DSM, με τον περιγραφικό και α-θεωρητικό του χαρακτήρα.

Πάντως, από κλινική άποψη, συμπτώματα αυτής της διαταραχής παρουσιάζονται περί τους 6 μήνες μετά το τραυματικό γεγονός, με εφιάλτες, αναβίωση της τραυματικής σκηνής (flash back), απόσυρση, ευερεθιστότητα, αϋπνία, ψυχική δυσφορία, συχνά τάση για αυτοκτονία.

Θεωρείται ως μία κανονική αντίδραση σε μια μη-κανονική κατάσταση. Εμφανίζεται στο 1/3 περίπου των περιπτώσεων, όχι σε όλα τα τραυματισμένα άτομα.

Σε κάποιες περιπτώσεις, που το ψυχολογικό υπόστρωμα είναι ευάλωτο, μπορεί να εμφανισθούν κρίσεις πανικού, κρίσεις υστερικού τύπου, ψυχαναγκασμοί, φοβίες.

Άλλοτε επικρατούν οι νευρολογικές διαταραχές του τύπου της υπερμνησίας ή της αμνησίας (κυρίως των πρόσφατων γεγονότων), διαταραχές της προσοχής, δυσκολίες συγκέντρωσης, διαταραχές του χωροχρονικού προσανατολισμού.

Είναι συχνή, επίσης η εμφάνιση ψυχοσωματικών ενοχλημάτων, διάχυτων πόνων, ημικρανίας, ιλίγγων κ.λπ., καθώς και χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών, σε μια προσπάθεια να ξεφύγει από την κόλαση που ζει.

Σε άλλες περιπτώσεις παρατηρείται κοινωνική απόσυρση, αποχή από σεξουαλικές και άλλες δραστηριότητες, εικόνα ανθρώπου που κυριαρχείται από την οδύνη του.

Πάντως, όλα τα συμπτώματα για τα οποία παραπονείται ο ασθενής-πρόσφυγας συναρθρώνονται γύρω από τα τραυματικά του βιώματα και αποκτούν μεγαλύτερες διαστάσεις μέσα στις αφιλόξενες, ξενοφοβικές συνθήκες της χώρας υποδοχής.

Τέλος, σε πιο σοβαρές περιπτώσεις, μπορεί να εμφανισθούν ψυχωτικού τύπου εκδηλώσεις με παραληρηματικές ιδέες, διωκτικού συνήθως τύπου, ψευδαισθήσεις και φαινόμενα αποπροσωποποίησης.

Με αυτούς τους όρους, μέσα σε αυτές τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, πώς μπορεί ο ειδικός της Ψυχικής Υγείας να προσεγγίσει και να βοηθήσει αυτό το εξαιρετικά δύσπιστο άτομο, που ματαιώνεται καθημερινά προσπαθώντας να εξασφαλίσει το πολυπόθητο άσυλο;. Πώς μπορεί να αποφύγει τον κίνδυνο να θεωρηθεί και αυτός μέρος του ίδιου ελεγκτικού, καταπιεστικού μηχανισμού των υπηρεσιών μετανάστευσης;

Βασική προϋπόθεση για την αποφυγή όλων αυτών των κινδύνων είναι η προσέγγιση του ατόμου από τη σκοπιά της Ανθρωπιστικής Ψυχιατρικής. Χρειάζεται συμπόνια, ενσυναίσθηση, σεβασμός, εμπιστοσύνη στις αφηγήσεις του, χωρίς αμφισβητήσεις και ειρωνείες, κατανόηση, υπομονή, οικοδόμηση μιας ζεστής, ανθρώπινης σχέσης με τον πρόσφυγα.

Στην περίπτωση που οι διαταραχές είναι σοβαρές και κρίνεται αναγκαία η χορήγηση κάποιας φαρμακευτικής αγωγής, αυτό πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή, γιατί τα φάρμακα δρουν διαφορετικά σε άτομα διαφορετικής κουλτούρας, διαφορετικών διατροφικών συνηθειών κ.λπ.

Είναι βέβαιο ότι αυτά τα τόσο τραυματισμένα άτομα έχουν ανάγκη ψυχολογικής υποστήριξης, διαρκούς ενθάρρυνσης, ανάδειξης και ενίσχυσης της ψυχικής ανθεκτικότητάς τους. Όμως έχει πολύ μεγαλύτερη αξία η στάση της αποδοχής και της αναγνώρισης της αξίας του προσώπου και της κουλτούρας του, παρά οι επιμέρους θεραπευτικές τεχνικές, που και αυτές, εξάλλου, πρέπει να παίρνουν πάντα υπόψη τους πολιτιστικούς παράγοντες. Εδώ η Εθνοψυχιατρική μπορεί να παίξει πολύ σημαντικό ρόλο.

Η ψυχιατρική εξέταση πρέπει να αποφεύγει τον κίνδυνο της εύκολης κατάταξης αυτού του ατόμου σε κάποια διαγνωστική κατηγορία ψυχιατρικών διαταραχών, με βάση απλά και μόνο την συμπτωματολογία, χωρίς να λαμβάνονται πολύ σοβαρά υπόψη οι πολιτιστικοί παράγοντες, που μπορεί πραγματικά να νοηματοδοτήσουν και τη συγκεκριμένη κλινική εικόνα.

Κάθε θεραπευτική παρέμβαση που γίνεται κάνοντας αφαίρεση του πολιτιστικού πλαισίου του συγκεκριμένου πρόσφυγα και της μοναδικότητας της ύπαρξής του μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες της προσφυγιάς, κινδυνεύει όχι μόνο να μην προσφέρει βοήθεια –παρά τις καλές προθέσεις- αλλά να επιβαρύνει την όλη κατάσταση.

Αναγκαία, λοιπόν, η επιμόρφωση προς αυτή την κατεύθυνση όλων των ειδικών της Ψυχικής Υγείας που παρεμβαίνουν στο πεδίο.

Ενάντια σε κάθε τάση ψυχιατρικοποίησης και ψυχολογικοποίησης, ο ειδικός της Ψυχικής Υγείας πρέπει να προσεγγίζει με μεγάλο σεβασμό κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αναζητώντας πάντα, μέσα από το διάλογο, το προσωπικό νόημα κάθε συμπεριφοράς, που παρουσιάζεται ως παθολογική.

Οφείλει να τοποθετείται στην πράξη ενάντια στη λειτουργία της Ψυχολογίας ως τεχνολογίας ψυχοπολιτικού ελέγχου των προσφύγων, ενάντια στη διαχείριση του προσφυγικού από τις ΜΚΟ που απορροφούν τα τεράστια, συνήθως, ευρωπαϊκά κονδύλια, μέσα από πυροσβεστικού χαρακτήρα δράσεις, διευκολύνοντας στην ουσία την αντιπροσφυγική κρατική πολιτική.

Πρέπει να τονίσουμε ότι η κατάσταση της ψυχικής υγείας των προσφύγων είναι ακόμα πιο επιβαρυμένη στην περίπτωση των ασυνόδευτων παιδιών και των εφήβων.

Εδώ, οι ψυχικές διαταραχές μπορεί να πάρουν τη μορφή των κρίσεων πανικού, της νυκτερινής ενούρησης, του άγχους, της κατάθλιψης, των αυτοκτονικών τάσεων, που , φορές \ περνούν στην πράξη της χρήσης ουσιών κ.ά.

Ο τύπος και η σοβαρότητα της ψυχικής διαταραχής εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, την ηλικία, τον τρόπο που αποχωρίσθηκαν τους γονείς, την ψυχολογική υποστήριξη στη χώρα υποδοχής, τους υλικούς όρους ζωής στις συνθήκες της προσφυγιάς κ.ά.

Το ίδιο σοβαρά είναι τα πράγματα και για τους εφήβους. Φτάνοντας στη χώρα υποδοχής, βιώνοντας ένα διαρκές stress, κατακλύζονται από το αίσθημα απειλής των θεμελίων της ψυχικής τους υπόστασης και ενός εσωτερικού τρόμου, που δεν μπορούν να καταπραύνουν. Αισθάνονται μετέωροι στον ξένο τόπο, σε μια διαρκή κρίση ταυτότητας, γεμάτοι φόβο, ανασφάλεια, θλίψη και απελπισία. Κάνουν εκρήξεις βίας και απόπειρες αυτοκτονίας. Συχνά καταφεύγουν στα ναρκωτικά, σε μια προσπάθεια να καταστείλουν την ψυχική ένταση και να ναρκώσουν τον ψυχικό τους πόνο.

Η συνθήκη του πρόσφυγα συνυφαίνεται με τη διάρρηξη όλων των κοινωνικών δεσμών, που είχε συνάψει στον γενέθλιο τόπο. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται, για να επιβιώσει ψυχικά, να συνάψει κοινωνικούς δεσμούς στη χώρα υποδοχής με το ντόπιο πληθυσμό, να ενσωματωθεί στον κοινωνικό ιστό.

Από αυτήν την άποψη, είναι αναγκαία η οικοδόμηση ενός κινήματος κοινωνικής αλληλεγγύης ντόπιων και προσφύγων ενάντια στο ρατσισμό και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Εξάλλου, όπως σωστά λέει και το σύνθημα των αλληλέγγυων “στον κόσμο των αφεντικών είμαστε όλοι ξένοι”. Η κοινωνική χειραφέτηση είναι αδύνατη χωρίς την κατανίκηση της ξενοφοβίας και του ρατσισμού, χωρίς την ενεργό ενότητα “ντόπιων” και “αλλοδαπών”.

Αυτό το κίνημα πρέπει να διεκδικήσει άμεσο κλείσιμο των στρατοπέδων υποδοχής και κάθε τόπου εγκλεισμού του προσφυγικού πληθυσμού. Αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης σε σπίτια μέσα στις πόλεις. Υγειονομική φροντίδα σε όλα τα επίπεδα. Επαγγελματικές ευκαιρίες. Δυνατότητες εκμάθησης της γλώσσας της χώρας υποδοχής. Ένταξη των παιδιών στην εκπαιδευτική διαδικασία μαζί με το ντόπιο μαθητικό πληθυσμό, χωρίς διακρίσεις. Συμμετοχή σε αθλητικές, καλλιτεχνικές και άλλες δραστηριότητες από κοινού με το ντόπιο πληθυσμό. Δημιουργία όρων ζωής που να ανοίγουν σε αυτό τον πολύπαθο πληθυσμό τον ορίζοντα του μέλλοντος και να τρέφουν την αρχή της Ελπίδας.

Άλλωστε, και οι ίδιοι οι πρόσφυγες, παρά τους ψυχικούς τραυματισμούς και τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, με την επιμονή και τον αγώνα τους κρατούν ζωντανό το όνειρο μιας ζωής που αξίζει να την ζήσεις…