Η επανεκκίνηση της Πρωτοβουλίας για ένα Ανεξάρτητο Κέντρο Αγώνα Εργατών, με τη συνέλευσή της στις 24/5, γίνεται σε μια κρίσιμη πολιτική περίοδο, όπου οι κόκκινες κυβερνητικές γραμμές και το προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ επανερμηνεύονται συστηματικά, προκειμένου να χωρέσουν στο σχήμα του «αμοιβαία επωφελούς συμβιβασμού» με τους πιστωτές τοκογλύφους. Είναι μια σοβαρή εξέλιξη, η οποία προξενεί τριγμούς στα ανώτατα κυβερνητικά και κομματικά στελέχη, κυρίως όμως δημιουργεί δυσφορία μέσα στο πρωτοπόρο τμήμα των μελών και φίλων του ΣΥΡΙΖΑ, που και αυτό έδωσε τη μάχη τα προηγούμενα χρόνια να φύγει η λαομίσητη κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Μπροστά μας βρίσκεται σε εξέλιξη, η προσπάθεια της κυβέρνησης να «κοντύνει» τις λαϊκές επιθυμίες, να κλείσει το ρήγμα που προκάλεσε στο αστικό πολιτικό σύστημα το εκλογικό αποτέλεσμα της 25 Γενάρη, να σταματήσει το ωστικό κύμα που παράχθηκε προς όλη την Ευρώπη. Κάτι τέτοιο όμως είναι μάταιο.
Η ίδια η εργατική τάξη και ευρύτερα οι εργαζόμενοι αντιλαμβάνονται πως όλες οι βασικές προϋποθέσεις που χειροτέρευσαν τη ζωή μας τα προηγούμενα 5 χρόνια είναι παρούσες. Οι διαπραγματεύσεις με τους περίφημους θεσμούς και η συμφωνία της 20 Φλεβάρη το αποτυπώνουν αυτό έντονα. Η εργατική τάξη δεν έχει αυταπάτες που βαθμιαία θα πέσουν. Παρακολουθεί και τοποθετείται ήδη από τώρα, έμπρακτα και αγωνιστικά, σε βασικούς χώρους, με έντονα προβλήματα που παραμένουν, και θα παραμείνουν άλυτα. Οι εργασιακές σχέσεις και το ασφαλιστικό, η ανεργία, η κατάσταση στην υγεία και την πρόνοια, η κατάσταση στην παιδεία αποτελούν ανοιχτές πληγές στο κοινωνικό σώμα, που φέρνουν μαζί τους διεκδικήσεις που παραμένουν ανεκπλήρωτες.
Ταυτόχρονα όμως οι εργαζόμενοι απεχθάνονται τους εκβιασμούς των τοκογλύφων δανειστών, έχουν μνήμη και δε θέλουν να επιτρέψουν την επιστροφή των ζόμπι της αστικής πολιτικής ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Αυτό είναι ένα στοιχείο, που αν δεν το λάβουν υπόψη τους οι επαναστατικές δυνάμεις του εργατικού κινήματος, δε θα μπορέσουν να διαμορφώσουν την αναγκαία τακτική. Το σχήμα περί αυταπατών των εργαζομένων που βαθμιαία θα πέφτουν, συγκροτεί ένα σχήμα που θεωρεί γραμμική την εξέλιξη των συνειδήσεων, δε λαμβάνει υπόψη του το εκρηκτικό υλικό που έχει ήδη συσσωρευτεί, δεν αντιλαμβάνεται την ποιότητα της κατάστασης, την ιστορική συστημική παρακμή και αδυναμία του καπιταλισμού να γυρίσει σε καλύτερες μέρες. Αυτό το γεγονός αλλάζει το περιεχόμενο και τη μορφή των εργατικών αγώνων και της παρέμβασης των επαναστατών.
Η Πρωτοβουλία για Ανεξάρτητο Κέντρο Αγώνα Εργατών, τα προηγούμενα χρόνια, ανέδειξε, με αντιφάσεις και δυσκολίες, ως κεντρική πολιτική πρόταση προς την εργατική τάξη και τους εργαζόμενους τη δημιουργία Ανεξάρτητων Κέντρων Αγώνα, από το κράτος, το κεφάλαιο, και τους γραφειοκράτες μέσα στο εργατικό κίνημα. Πρόταση που εμφανίστηκε με τις δύο πανελλαδικές συναντήσεις στο εργοστάσιο της ΒΙΟΜΕ, και την τρίτη στο Βόλο. Ήταν παρούσα σε όλες τις απεργίες και τους αγώνες της τάξης. Συμμετείχε και συμμετέχει σε δομές αλληλεγγύης, σε κοινωνικά ιατρεία και φαρμακεία, σε αυτά τα πολύτιμα κύτταρα πάλης για τα κοινωνικά προβλήματα, εγχειρήματα αυτοοργάνωσης. Θέτει τη γραμμή του εργατικού ελέγχου, σε χώρους του δημοσίου (όπως στο ΤΕΕ).
Πλευρές του προγράμματος και των προτάσεων της Πρωτοβουλίας υιοθετούνται από ένα ευρύτερο τμήμα των πρωτοπόρων αγωνιζόμενων εργαζόμενων. Είναι προτάσεις που τις προσέγγισαν μέσα από την ίδια την εμπειρία και τη δράση τους. Αυτό είναι το πολυτιμότερο στοιχείο για τη νέα περίοδο επανεκκίνησης που ανοίγει για την Πρωτοβουλία.
Διακηρύσσουμε και τώρα πως οι εργατικές ανάγκες είναι αδιαπραγμάτευτες, ως επικεφαλίδα του προγράμματος μας. Για τη μονομερή διαγραφή του χρέους, την εθνικοποίηση των βασικών τομέων παραγωγής και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Προτάσσουμε την ανάγκη της διεύρυνσης του Καραβανιού Αλληλεγγύης και Αγώνα, που με την οργάνωση από την ΕΡΤ3, τις νικήτριες καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών, τους διαθέσιμους εκπαιδευτικούς και τους σχολικούς φύλακες, εργοστασιακούς εργάτες όπως των Τσιμέντων Χαλκίδας, θέτει προς τους εργαζόμενους ένα πραγματικό ανεξάρτητο κέντρο αγώνα εργατών, μακριά από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, αλλά και από προϋπάρχοντες εργατικούς συντονισμούς ερήμην των εργατών.
Το επόμενο διάστημα το εργατικό κίνημα θα κριθεί στη διατύπωση των διεκδικήσεών του σε κάθε κλάδο και χώρο, συνδέοντας τα αιτήματά του με όλους τους αγωνιζόμενους εργαζόμενους, συγκροτώντας ένα πολιτικό διεκδικητικό κίνημα, που θα ακυρώνει συμβιβασμούς, και θα αποδεικνύει απτά τη δυνατότητά μας να οργανώσουμε την κοινωνία με τη δική μας εξουσία.