του Οσβάλντο Κοτζιόλα

Η δολοφονία του João Alberto Silveira Freitas, ενός μαύρου άνδρα γνωστού ως Μπέτο στους φίλους του, ο οποίος ξυλοκοπήθηκε και δολοφονήθηκε στις 19 Νοεμβρίου από λευκούς φρουρούς ασφαλείας σε μια μονάδα του σούπερμάρκετ Carrefour στο Πόρτο Αλέγκρε, πυροδότησε κύμα εθνικής αγανάκτησης.

Ο Μπέτο ήταν 40 ετών και άφησε πίσω τη σύζυγό του, Milena Borges Alves, 43 ετών, επιστάτρια ηλικιωμένων. Ο Μπέτο ζούσε με τη σύζυγό του σε μια φαβέλα στη Βίλα Φαράπος, βόρεια του Πόρτο Αλέγκρε, όπου τον αγαπούσαν πολύ οι γείτονες. Έβγαζε τα προς το ζην δουλεύοντας ως εργάτης, κάνοντας μικροδουλειές ως ζωγράφος και χτίστης. Οι φρουροί ασφαλείας χτύπησαν το κεφάλι του στο έδαφος αρκετές φορές και ο Μπέτο φώναξε για βοήθεια και ζήτησε να μπορεί να αναπνεύσει, όλα παρουσία της συζύγου του, η οποία εμποδίστηκε να τον πλησιάσει.

Οι δολοφόνοι, ένας 24χρονος και ένας 30χρονος, συνελήφθησαν επί τόπου. Ένας από αυτούς είναι αξιωματικός της στρατιωτικής αστυνομίας και μεταφέρθηκε σε στρατιωτική φυλακή. Ο άλλος είναι υπάλληλος ασφαλείας της επιχείρησης και κρατείται σε κτίριο της Πολιτικής Αστυνομίας. Η έρευνα αντιμετωπίζει το έγκλημα ως ανθρωποκτονία. Στις εικόνες που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, μπορεί κανείς να δει τους δύο άνδρες ντυμένους με μαύρα ρούχα, που χρησιμοποιούνται συνήθως από τους φρουρούς ασφαλείας, να χτυπούν στο πρόσωπο το θύμα, που είναι στο πάτωμα. Μια γυναίκα που ήταν κοντά κατέγραψε τις ενέργειες των επιτιθέμενων. Στη συνέχεια, με το αίμα ήδη να τρέχει στο έδαφος, άλλοι άνθρωποι εμφανίστηκαν γύρω από τον επιτιθέμενο άνθρωπο, ενώ οι επιτιθέμενοι συνέχισαν να προσπαθούν να τον ακινητοποιήσουν στο έδαφος. Μια ομάδα SAMU (Υπηρεσία Έκτακτης Ιατρικής Βοήθειας) προσπάθησε να επαναφέρει στη ζωή τον άνθρωπο μετά τον ξυλοδαρμό, αλλά πέθανε επί τόπου. Οι αρχικές αναλύσεις των εγκληματολογικών και ιατρικο-νομικών τμημάτων του Γενικού Ινστιτούτου Εμπειρογνωμοσύνης (IGP) του Ρίο Γκράντε ντο Σουλ κατέδειξαν ως αιτία θανάτου την ασφυξία. Όπως και στην περίπτωση του Τζωρτζ Φλοϊντ στις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία αποκαλύπτεται ως ένα διεθνές μοτίβο.

Τα ρατσιστικά στοιχεία του εγκλήματος είναι εντυπωσιακά. Το Carrefour, μια γαλλική πολυεθνική, έχει ιστορικό φυλετικής βίας στις εγκαταστάσεις της, παρά τις πολυάριθμες διαδηλώσεις και καταγγελίες από αντιρατσιστικά κινήματα για ρατσιστικές πρακτικές. Το έγκλημα της 19ης Νοεμβρίου επιβεβαιώνει την ύπαρξη ενός θεσμοθετημένου προτύπου ασέβειας και βίας που στρέφεται κατά του μαύρου πληθυσμού από αυτήν την πολυεθνική. Συμβαίνει εδώ και πολύ καιρό. Το 2009, ο Januário Alves de Santana, ένας μαύρος υπάλληλος της USP, θεωρήθηκε ύποπτος για ένα αδύνατο έγκλημα -την κλοπή του ίδιου του αυτοκινήτου του- υπέστη ξυλοδαρμό με το «δικαίωμα να τον γρονθοκοπήσουν», χτυπήματα στο κεφάλι και κλωτσιές, από πέντε φρουρούς ασφαλείας της υπεραγοράς Carrefour στο Σάο Πάολο. Τα παραδείγματα, τα οποία έχουν καταγγελθεί είναι δεκάδες και θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν.

Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι δολοφόνοι, συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικής αστυνομίας που ήταν εκεί και “εργάζονταν” παράνομα (με πλήρη γνώση της εργοδότριας εταιρείας, η οποία θα πρέπει να προσαχθεί στη δικαιοσύνη μόνο γι’ αυτόν τον λόγο) ενήργησαν σύμφωνα με τις εντολές και την εκπαίδευση που παρείχε η εξωτερική εταιρεία ασφαλείας που εξυπηρετούσε το υπερμάρκετ, η οποία ονομάζεται Vetor, και το ίδιο το Carrefour. Οι εκμεταλλευόμενοι μεταμορφώθηκαν σε δολοφόνους άλλων εκμεταλλευόμενων, για χάρη του καπιταλιστικού κέρδους. Πρόκειται για ένα μοτίβο “προστασίας της ιδιοκτησίας”. Κτηνωδία στην υπηρεσία του καπιταλιστικού κέρδους, στον ύστατο βαθμό και μέχρι την τελευταία δεκάρα, ακόμα και μπροστά στην υποψία (η οποία προφανώς δεν ξεπέρασε αυτό) της απώλειας μερικών άθλιων chirolas (λεπτών).

Φωτο από πορεία στο São Paolo ενάντια στις δολοφονίες των μαύρων: Mídia NINJA

Οι δολοφόνοι θα οδηγηθούν στη δικαιοσύνη και ενδέχεται να αντιμετωπίσουν βαριές ποινές φυλάκισης (ο εμπλεκόμενος σεκιουριτάς έχει ήδη απομακρυνθεί από την εταιρεία), ενώ οι διευθυντές της επιχείρησης έχουν προβεί σε «ανθρωπιστικές» δηλώσεις και υποσχέσεις για αναθεώρηση των «συστημάτων ασφαλείας» τους. Μπορεί ακόμη και να κάνουν μια δωρεά (το κέρδος μερικών λεπτών λειτουργίας της εταιρείας) στην οικογένεια του θύματος. Στη Βραζιλία, όπως και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, ο ρατσισμός υπηρετεί την/και συγχωνεύεται με την εκμετάλλευση και την ταξική καταπίεση. Προκειμένου να καταπολεμηθεί ο ρατσισμός, είναι απαραίτητο να καταπολεμηθεί ο καπιταλισμός, για μια κυβέρνηση των εργατών της πόλης και της υπαίθρου. Για να καταπολεμήσουμε τον καπιταλισμό, πρέπει να σταματήσουμε τον ρατσισμό στις τάξεις των εκμεταλλευόμενων. Η Carrefour και η Vetor να θεωρηθούν υπεύθυνοι για το έγκλημα, ενώπιον των ίδιων των κατηγορουμένων. Και αυτό τώρα.

21/11/2020