Ένα διαφορετικό Χριστουγεννιάτικο παραμύθι
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας Άγιος Βασίλης που ήταν χοντρούλης μα δεν τον ένοιαζε… Ήταν μακριά απ’ τα πρότυπα ομορφιάς των περιοδικών, τις ξανθές ανορεξικές μοντέλες, τους άντρες με τα καλοξυρισμένα μάγουλα με τον καινούριο αφρό ξυρίσματος· αντίθετα αυτός είχε μια πλούσια μακριά άσπρη γενειάδα… κι αν και τον είχαν πάρει τα χρόνια κι είχε ασπρίσει ακόμα καβαλούσε το έλκυθρό του κι έσκιζε τους ουρανούς… όταν ήταν νεότερος οδηγούσε και μοτοσυκλέτα…
Aποφάσισε λοιπόν παραμονή Πρωτοχρονιάς να πάει να παραδώσει τα δώρα… Πήγε πρώτα στον Κορυδαλλό, στις φυλακές, και δώρισε τσιγάρα και τηλεκάρτες στους κρατούμενους, ακόμη τους έδωσε βόλους για να είναι δημιουργικοί και να φτιάξουν μόνοι τους κομπολόγια. Έκανε παραμονή Πρωτοχρονιάς μαζί τους απέξω εκεί όπου μαζεύεται κόσμος και βλέπουν τις φωτιές που ανάβουν οι φυλακισμένοι και οι πολιτικοί κρατούμενοι…
Έπειτα πήγε σε καταλήψεις και σε κατειλημμένα ξενοδοχεία και έδωσε ρούχα και τρόφιμα στους πρόσφυγες που όπως και αυτός είχαν κάνει ένα ταξίδι από πολύ μακριά για να φτάσουν ως εδώ…
Μετά πήγε στους κατοίκους της Μάνδρας και στο Μάτι και έδωσε επίσης ρουχισμό και τρόφιμα γι αυτούς τους ανθρώπους που η φύση δεν τους δικαίωσε και πλημμύρισε ή έκαψε τα σπίτια τους…
Τέλος πήγε σε ψυχιατρεία, γηροκομεία και άλλα ιδρύματα κι έκανε δώρα στους ανθρώπους που περνούσαν τις γιορτές εκεί μέσα…
Ήταν τα καλύτερα και πιο μαγικά Χριστούγεννα και όλοι ήταν καλά & αγαπημένοι… Δεν ένιωσαν ότι είχαν κάτι διαφορετικό από τους άλλους, ένιωσαν ένα με την κοινωνία που τους είχε δείξει το κακό της πρόσωπο…
Οι άνεργοι βρήκαν δουλειές, οι καθαρίστριες δεν ξαναπολύθηκαν επειδή δεν είχαν απολυτήριο και τα κίτρινα γιλέκα φτάσαν μέχρι την Ελλάδα, την Αργεντινή και το όνειρο της Επανάστασης κύκλωσε όλο τον κόσμο που αποφάσισε να παλέψει μαζικά ενάντια στον εχθρό, ενάντια σ’ αυτούς που τρώγαν με χρυσά κουτάλια στα κοινοβούλια ενώ απέξω έμεναν άστεγοι…
Και δεν χιόνισε αυτή τη χρονιά για να μην παγώσουν οι άστεγοι και τα αδεσποτάκια.
Iωάννα Παπαθ.