Την Τετάρτη 13 Ιουλίου 2022, γύρω στις 5 το απόγευμα, βγήκε η πολυπόθητη και κατάπτυστη συνάμα απόφαση για την δίκη του Δημήτρη Λιγνάδη. Ενώ μέχρι το μεσημέρι τα νέα από το δικαστήριο έρρεαν στον τύπο και ενώ είχε ήδη κριθεί ένοχος για δύο βιασμούς, περιμέναμε την ετυμηγορία των δικαστών και των ενόρκων για την εξέλιξη της υπόθεσής του.

Η πρώτη είδηση λοιπόν ήταν ότι του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης 12 χρόνων χωρίς να του αναγνωριστεί κανένα ελαφρυντικό. Πάλι στα μαλακά σκέφτηκα, έπεσε! Είναι δυνατόν; Δώδεκα χρόνια για δύο βιασμούς; Μα η καθαρίστρια πριν από καιρό είχε κριθεί ένοχη, με επιβληθείσα ποινή 8 ετών, για ένα πλαστό απολυτήριο Δημοτικού, μονολόγησα! Αυτές ήταν οι πρώτες σκέψεις μου πριν σκάσει η βόμβα της αποφυλάκισης. Λίγη ώρα, λοιπόν, μετά την ανακοίνωση της ποινής, τα site του αστικού τύπου γέμιζαν το ένα μετά το άλλο με άρθρα που έφεραν τίτλους όπως «αποφυλακίζεται ο Δημήτρης Λιγνάδης» ή «ελεύθερος ο Δημήτρης Λιγνάδης με περιοριστικούς όρους» και άλλα παρόμοια. Μπα… αποκλείεται, σκέφτηκα. Fake news, είπα και έψαχνα με μανία στο κινητό μου να καταλάβω τι είχε συμβεί. Και κατάλαβα! Αυτό που έμοιαζε με προκλητική αυταπάτη ήταν γεγονός και οι τίτλοι των ηλεκτρονικών ειδήσεων ουδόλως ψευδείς ήταν. Μερικές ώρες μετά ο παιδοβιαστής αφέθηκε όντως ελεύθερος να γυρίσει σπίτι του, σε ένα σπίτι που αποτέλεσε κολαστήριο για τόσα παιδιά. Αφέθηκε ελεύθερος να γυρίσει στην οικογένειά του με το σκεπτικό ότι δεν είναι ύποπτος για την τέλεση νέων αδικημάτων. Η λέξη οργή είναι λίγη για να περιγράψει το συναίσθημα μετά από αυτή την εξέλιξη.

Η λέξη ντροπή είναι φτωχή για να χαρακτηρίσει το όλο σκεπτικό με το οποίο έγινε η λήψη αυτής της απόφασης. Ένας άνθρωπος ο οποίος κατηγορήθηκε και κρίθηκε ένοχος για δύο τουλάχιστον βιασμούς -και ποιός ξέρει πόσους άλλους που είτε δεν καταγγέλθηκαν ποτέ είτε ο ίδιος δεν δικάστηκε εν τέλει γιατί τα αδικήματα είχαν παραγραφεί- με απόφαση της αστικής δικαιοσύνης είναι πλέον ελεύθερος να κινείται και να κυκλοφορεί ανάμεσά μας.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης ο συνήγορος του κατηγορούμενου, Αλέξης Κούγιας, έδωσε ρεσιτάλ υπεράσπισης του πελάτη του. Πότε προσβάλλοντας την τιμή και την αξιοπρέπεια των θυμάτων, πότε στέλνοντας μηνύσεις και αγωγές σε όσους και όσες σχολίαζαν δημόσια τις τακτικές του, προσπαθούσε μανιωδώς να πείσει δικαστές και ενόρκους ότι φταίνε τα θύματα. Μάλιστα… Τα θύματα φταίνε για τον κύριο Κούγια! Αυτό προσπαθούσε να αποδείξει με επιχειρήματα τύπου ότι δεν είχαν καμία δουλειά να πάνε στο σπίτι του πελάτη του ή ότι ήταν συναινετικό, μέχρι ακόμη και το τελευταίο ότι «αυτά τα παιδιά που καταγγέλλουν τον Δημήτρη Λιγνάδη δεν είναι σαν τα δικά μας παιδιά». Και πράγματι θα δώσω ένα δίκιο στον κύριο Κούγια. Δεν είμαστε σίγουρα σαν τα δικά τους παιδιά. Γιατί για εμάς η έννοια της συναίνεσης, της αυτοδιάθεσης και του αυτοπροσδιορισμού έχει σημασία. Για εμάς το γυναικείο σώμα δεν αποτελεί αναπαραγωγική μηχανή και σιχαινόμαστε τους άντρες παλαιάς κοπής. Για εμάς ο βιαστής δεν ξεπλένεται με ισχυρισμούς γύρω από την εμφάνιση, την ένδυση ή τις ερωτικές και σεξουαλικές προτιμήσεις των θυμάτων. Για μας ο βιαστής είναι βιαστής και φταίει πάντα και μόνο αυτός, πόσο μάλλον όταν ο βιασμός αφορά και ανήλικα παιδιά.

Το ότι δεν είμαστε σαν τα δικά τους τα παιδιά αποκρυσταλλώνεται και στο πώς το δημοκρατικό κατά τα άλλα κράτος δικαίου και δικαιωμάτων αποφασίζει να εφαρμόσει τους νόμους. Τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα πιο ουσιαστικά, τα αναπαλλοτρίωτα όπως αυτά της ελευθερίας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της ίδιας της ζωής αποτελούν προνόμιο των από πάνω. Έχουν μέσα στο αστικό τους κράτος ταξικότητα, όπως ταξικότητα έχει και η δικαιοσύνη. Είναι ταξική αυτή η δικαιοσύνη που απονέμεται μέσα από τα δικαστήριά τους. Γι’ αυτό και σε τελευταία ανάλυση καμία «δικαιοσύνη» δεν περιμένουμε από «την δικαιοσύνη» τους. Απλά η κατάσταση μοιάζει με καζάνι έτοιμο να εκραγεί. Οι αποφάσεις και οι πρωτοβουλίες των τελευταίων μηνών εκφράζουν απόλυτα την εμπόλεμη κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Την ίδια στιγμή που ο Δημήτρης Λιγνάδης και ο Φιλιππίδης κυκλοφορούν έξω ελεύθεροι, οι βιασμένοι και οι βιασμένες προσπαθούν να επουλώσουν τις πληγές τους. Ποια από εμάς θα ξεχάσει άραγε την περίπτωση της Γεωργίας Μπίκα; Οι δράστες και οι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση του βιασμού της, γόνοι όλοι πλουσίων οικογενειών, απαλλάχθηκαν με βούλευμα. Την ίδια στιγμή που οι δολοφόνοι του Ζακ Κωστόπουλου απολαμβάνουν την άνεση του σπιτιού τους, η μάνα του Ζαχαρία ανάβει το καντήλι του. Ούτε δύο μήνες δεν έμεινε στη φυλακή ο μεσίτης Χορταριάς και αποφυλακίστηκε με συνοπτικές διαδικασίες ενώ ο κοσμηματοπώλης τέθηκε εξαρχής σε κατ’ οίκον περιορισμό. Και όλα αυτά κάτω από την μύτη μας. Δεν θα μας κάνει καμία εντύπωση αν αρχίσουν να σέρνονται πάλι στην κοινωνία και ελεύθερα το ένα μετά το άλλο και τα φασιστοειδή. Ποιος θα ξεχάσει ποτέ το όνομα Κορκονέας; Ο δολοφόνος του ανήλικου Αλέξη Γρηγορόπουλου έχει αφεθεί και ζει πλέον ελεύθερος. Δεν είναι λέει ύποπτος τέλεσης νέων αδικημάτων. Κανείς από τους προαναφερθέντες δεν θεωρείται επικίνδυνος σύμφωνα με τα κριτήρια που αξιολογεί η αστική δικαιοσύνη. Οι «επικίνδυνοι» είναι όσοι βρίσκονται στο δικό μας το οδόφραγμα και εκεί το ελληνικό κράτος στέκεται ανυποχώρητο, εκδικητικό και έτοιμο να κατασπαράξει ό,τι αποτελεί εχθρό του. Όπως αυτό που συμβαίνει τώρα με τον Γιάννη Μιχαηλίδη ο οποίος βρίσκεται σε απεργία πείνας από τις 23 Μαΐου. Τι και εάν κρατείται 8,5 χρόνια στη φυλακή, τι κι αν βάσει των νόμων του ίδιου του κράτους περί συγχωνεύσεων ποινών πληροί όλες τις τυπικές προϋποθέσεις για την υφ’ όρον αποφυλάκισή του; Στην περίπτωση του Μιχαηλίδη το συμβούλιο πλημμελειοδικών Άμφισσας έκρινε ότι υπάρχει κίνδυνος τέλεσης νέων αδικημάτων. Δεν είναι απλά εκδικητικό! Η αποφυλάκιση του δολοφόνου του Αλέξη την ίδια περίοδο που ο φίλος του βρίσκεται σε απεργία πείνας για το δίκαιο αίτημά του είναι κρατική πρόκληση και ξεπερνά τα όρια της κοινωνικής ανοχής.

Είναι ξεκάθαρο ότι δεν τρέφουμε καμία αυταπάτη και κανένα αίσθημα δικαιοσύνης δεν πρόκειται να αποκατασταθεί με αποφάσεις των αστικών δικαστηρίων. Το κράτος με τους θεσμούς του και τους νόμους του φροντίζει πάντα να αυτοσυντηρείται με τις σχέσεις εξουσίας που συντηρεί και στέκεται πάντα αμείλικτο με τα δικά μας τα παιδιά και με ό,τι θεωρεί απειλή για την εύρυθμη λειτουργία του. Το ερώτημα είναι για πόσο ακόμα!

C.C.