της Μαργαρίτας Κουτσανέλλου

Η υπόθεση του νεαρού εργαζόμενου σε παραλιακό μπαρ της Ρόδου, ο οποίος για να σερβίρει τους πελάτες του μαγαζιού που βρίσκονταν ξαπλωμένοι σε ανάκλιντρα μέσα στη θάλασσα, μπαίνει μέχρι το λαιμό στο νερό μεταφέροντας τις παραγγελίες τους σε πλωτούς δίσκους, έχει γίνει εδώ και αρκετές ημέρες το θέμα συζήτησης σε κοινωνικά δίκτυα, στα ΜΜΕ, αλλά και στα επίσημα θεσμικά όργανα, μηδέ εξαιρουμένου του ανεκδιήγητου νεόκοπου υπουργού εργασίας, Άδωνι Γεωργιάδη.

Δεν θα μας απασχολήσει εδώ κατά πόσο η συγκεκριμένη δουλειά είναι νόμιμη ή νομότυπη. Εξάλλου, στη μακραίωνη κοινωνική ιστορία, οι όροι με τους οποίους η ανθρώπινη εργασία παρέχεται, είναι μέχρι απελπισίας συνηθισμένο, να έχουν υπάρξει κατά κανόνα τόσο νόμιμοι, όσο και απάνθρωποι. Οπότε καμία έκπληξη δεν μας κάνει εάν κράτος και θεσμοί καταλήξουν ότι εφόσον ο εργαζόμενος θέλει να κάνει αυτή τη δουλειά, σε κανένα δεν πέφτει λόγος.

Άλλωστε, αυτή είναι και η θεμελιώδης απάτη του εκμεταλλευτικού συστήματος που είναι ο μόνος πραγματικός νόμος που ισχύει στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και στην καπιταλιστική κοινωνία. Εργαζόμενος και εργοδότης προσέρχονται σε μία υποτίθεται απολύτως ελεύθερη από εξαναγκασμούς συμφωνία, στην οποία ο μεν εργαζόμενος αποδέχεται να κάνει ό,τι του ζητήσει ο εργοδότης, ο δε εργοδότης θα τον αμείψει με μία συμφωνημένη πληρωμή για τις υπηρεσίες του. Και μπορεί να ακούγεται σε κάποιους άστοχη και υπερβολική η διατύπωση «ό,τι του ζητήσει», αφού θα σκεφτούν «ε, όχι και ό,τι του ζητήσει…» υπάρχουν πράγματα ανεπίτρεπτα και δεν είναι δύσκολο να απαριθμήσουμε εύκολα πολλά παραδείγματα. Για παράδειγμα, είναι ανεπίτρεπτο να δουλεύεις οικοδόμος σε ουρανοξύστη και να κρέμεσαι 200 μέτρα πάνω από τη γη, «γυμνός» σαν πουλί αλλά χωρίς τα φτερά. Δεν είναι κάτι κανονικό. Kαι όμως υπήρξε κανονικό αυτό για αιώνες, όπως και πολλά αδιανόητα για εμάς σήμερα! Και τότε συνειδητοποιείς ότι στον κυνικό κόσμο της εκμετάλλευσης, η κανονικότητα είναι κάτι που ορίζεται από την ανάγκη και όχι από τις υποκριτικές εν πολλοίς διακηρυκτικές κορώνες για τις κοινωνικές αξίες, της ανθρώπινης αξίας συμπεριλαμβανόμενης.

Μπορεί να γίνει λοιπόν κανονικό πολύ εύκολα, αυτό που είναι αναγκαίο για όποιον παλεύει για να επιβιώσει. Και να πιστέψει για το λόγο αυτό βαθιά μέσα του ότι είναι ελεύθερη επιλογή, η αναπόδραστη υποταγή του στην ανάγκη του, η οποία με τη σειρά της μεταφράζεται σε μία σύμβαση με τον εκμεταλλευτή – εργοδότη του «για να κάνει ό,τι του ζητήσει», έναντι μιας αμοιβής.

Είναι λοιπόν απολύτως άστοχο να προσπαθούμε να εξηγήσουμε ή να σχολιάζουμε με τρόπο επιτιμητικό τον σερβιτόρο-κολυμβητή και τους συναδέλφους του, για το γεγονός ότι φαίνεται να εκφράζουν τη θέση ότι τίποτα το περίεργο δεν βλέπουν στο να εργάζονται υπό αυτές τις συνθήκες και ότι κανένα πρόβλημα δεν έχουν, αρκεί το μεροκάματο να βγαίνει, πόσο μάλλον αν αποδίδει έξτρα από τα συμφωνημένα με το αφεντικό, το οποίο βεβαίως ούτε στη θάλασσα βουτά για να βγάλει τα προς το ζην, ούτε από τη μοιρασιά του κόπου των αμφίβιων σερβιτόρων μένει απ’ έξω. Το αντίθετο. Μάλλον, τα πράγματα είναι εξόχως «κανονικά» από τη δική του θέση.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι για τους νέους εργαζόμενους, η εργασία με δικαιώματα είναι άγνωστη έννοια. Η όξυνση της εκμετάλλευσης και η ασυδοσία από την πλευρά των εργοδοτών είναι μια κανονική κατάσταση για τους ανθρώπους που εισέρχονται τώρα στην εργασία και η οπισθοδρόμηση στα εργασιακά θέματα είναι μια διαπιστωμένη κατάσταση, η οποία ολοένα και επιταχύνεται. Άρα, γιατί αναρωτιόμαστε πόσο κοντά βρισκόμαστε στην κατάσταση η μισθωτή εργασία να εκφυλίζεται σε μισθωτή δουλεία και το χειρότερο, αυτό να γίνεται αντιληπτό ως μία κανονική κατάσταση; Για τους μαρξιστές, το κεφαλαιοκρατικό σύστημα που βασίζεται στη μισθωτή εργασία, δεν είναι παρά το σύστημα της μισθωτής σκλαβιάς. Έχοντας απαλλοτριώσει τους παραγωγούς από τα μέσα παραγωγής, οι καπιταλιστές έχουν υποδουλώσει την εργατική τάξη. Μέσα από μακρόχρονους αγώνες, συχνά ποτισμένους με αίμα, με απεργίες και επαναστάσεις, οι εργάτες κέρδισαν δικαιώματα, που τώρα, στην περίοδο της κρίσης και παρακμής του καπιταλισμού, οι καπιταλιστές επιχειρούν να αφαιρέσουν, ρίχνοντας τον εργάτη στο έσχατο σημείο εξαθλίωσης.

Χρειάζονται όχι εργαζόμενους με αξιοπρέπεια, αλλά υποδουλωμένους ανθρώπους στις ορέξεις του αφεντικού και των πελατών του…

Όσον αφορά λοιπόν το ερώτημα, πώς άραγε βλέπει ο αμφίβιος σερβιτόρος-κολυμβητής τον εαυτό του, πολλές απορίες δεν υπάρχουν.

Αξίζει να κλείσει όμως το σχόλιο αυτό, με τον προβληματισμό τι είναι άραγε αυτό που ενεργοποίησε τόσο πολύ τα κοινωνικά ανακλαστικά, ώστε να υποχρεωθεί εντελώς υποκριτικά ο Υπουργός Εργασίας να «διατάξει» έρευνα και να προκαλεί αυτό την πικρή θυμηδία όλων μας;

Η εικόνα του νέου άνδρα να σέρνει ένα δίσκο μέσα στο νερό, με την προφανή δυσκολία και την αυξημένη προσπάθεια που απαιτεί αυτό από τη μια και η εικόνα από την άλλη του υπηρετούμενου έναντι αμοιβής τουρίστα που ραχατεύει πάνω σε μία ξαπλώστρα, λικνιζόμενη από το θαλασσινό κύμα είναι μία δυνατή εικόνα με αρνητικούς συνειρμούς. Ανακαλεί στη συλλογική μνήμη την εικόνα ανθρώπινων υποζυγίων που επί αιώνες βρίσκονταν στην υπηρεσία ως αχθοφόροι των ανώτερων κοινωνικών τάξεων. Ανακαλεί στη συλλογική μνήμη την κατάσταση του σκλάβου. Και αυτή η εικόνα δεν θα μπορούσε να είναι πιο δηλωτική της ταπεινωτικής πραγματικότητας που κρύβει το success story του Μητσοτάκη και της κυβερνητικής παρέας του. Ήταν μία ενοχλητική αποκάλυψη του πραγματικού προσώπου της ανάπτυξης με την οποία υπόσχονται ότι θα ευημερήσει ο ελληνικός λαός. Ήταν μία μελαγχολική εικόνα που θύμισε σε όλους ότι πορευόμαστε στο μέλλον με την επιστροφή των νέων γενεών στο σκοτεινό παρελθόν.

Είναι μία εικόνα που πρέπει να μας οπλίζει με λύσσα για να τη θέσουμε μια για πάντα στο παρελθόν, μαζί με όλο το μαύρο αντιδραστικό συρφετό που την επιβάλλει ως «κανονική». Είναι μία εικόνα που πρέπει να μας θυμίζει ότι είναι μονόδρομος το βασίλειο της ελευθερίας να κατισχύσει στο βασίλειο της ανάγκης και αυτή η κατίσχυση πρέπει να είναι το δικό μας σχέδιο και το δικό μας έργο, μέσα στο σήμερα.