του Σάββα Μιχαήλ
Στις 5 Δεκεμβρίου έγινε ο πρώτος γύρος για την εκλογή αρχηγού στο ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ. Αναπάντεχα, πάνω από 270 χιλιάδες ψηφοφόροι προσήλθαν στις κάλπες, περισσότεροι από ό,τι το 2017, όταν, σε μια κρίσιμη καμπή του υπό διάλυση κόμματος που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου, εκλέχτηκε αρχηγός η μακαρίτισσα Φώφη Γεννηματά.
Ως γνωστόν πλέον, τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου διέψευσαν τις δημοσκοπήσεις και την προπαγάνδα των συστημικών φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ που προέβλεπαν θρίαμβο του ακροδεξιού Ανδρέα Λοβέρδου, γνωστού δεκανικιού της Νέας Δημοκρατίας. Ο φίλος του Άδωνη, και για πάντα στιγματισμένος από το ρόλο που έπαιξε στην διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών που πολλές αυτοκτόνησαν τελικά, ο αλαζονικός και πομπώδης Λοβέρδος ήρθε τρίτος και καταϊδρωμένος. Τον ξεπέρασε ακόμα κι ο… ΓΑΠατος
Έτσι στον δεύτερο γύρο στις 12 Δεκεμβρίου, θα αντιπαραταχθούν από την μια, ο απερίγραπτος – και προτιμητέος από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ – “αντιδεξιός”(;) Γιωργάκης Παπανδρέου, ο πρωθυπουργός του Καστελόριζου που εγκαινίασε την εποχή των μνημονίων κουβαλώντας και το ΔΝΤ, κι από την άλλη, ο νικητής της πρώτης θέσης Νίκος Ανδρουλάκης, ο άχρωμος κι άγευστος άνθρωπος των μηχανισμών και των Βρυξελλών.
Η αβάστακτη κενότητα των υποψηφίων αρχηγών, όπως φάνηκε και στο βαρετό “ντιμπέιτ” των 5 στην ΕΡΤ κι ο συνολικός σαματάς στα ΜΜΕ θα μας έβαζε στον πειρασμό να πούμε “πολύς θόρυβος για το τίποτα” και να προσπεράσουμε βιαστικά. Θα ήταν λάθος.
Πίσω από το θόρυβο βρίσκεται η υπαρκτή αγωνία της άρχουσας τάξης συνολικά αλλά και των δύο λεγόμενων “κομμάτων εξουσίας”, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ για το πιο κυβερνητικό σχήμα θα αναδειχτεί στις επόμενες εκλογές, που πιθανότατα θα επισπευστούν μέσα στο 2022. Καθώς επιδεινώνεται γοργά η οικονομική κρίση κι ο εφιάλτης της πανδημίας, η ακροδεξιά κυβέρνηση των α(χ)ρίστων του Κούλη φθείρεται γοργά αλλά δεν κερδίζει τίποτα από την φθορά της η αναξιόπιστη αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ σε “προοδευτική συμμαχία” με κεντρώα φαντάσματα. Το κενό, η κρίση διακυβέρνησης και πειστικής εναλλακτικής, εκδηλώνει μια καθεστωτική κρίση που κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορεί να ξεσπάσει σε ανοικτή κι ανεξέλεγκτη από τους “πάνω” κρίση πολιτικής εξουσίας και ταξικής κυριαρχίας, με τις “μάζες να κατεβαίνουν στην αρένα που καθορίζονται τα πεπρωμένα τους”, σύμφωνα με την επίκαιρη ρήση του Τρότσκυ.
Γι’ αυτό κι αγωνιούν να φτιάξουν μια σανίδα σωτηρίας για το σύστημα, ένα κυβερνητικό σχήμα συνασπισμού, έστω ετερόκλιτων δυνάμεων. Στην Ευρώπη βλέπουν ανάλογα παραδείγματα στην κυβέρνηση συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών – Πρασίνων- δεξιών Φιλελευθέρων στην Γερμανία ή Σοσιαλδημοκρατίας – Ποδέμος στην Ισπανία και μέχρι πρόσφατα την κυβέρνηση της σοσιαλδημοκρατίας με στήριξη του ΚΚ και του Μπλόκου της Αριστεράς στην Πορτογαλία. Για να υπάρξει παρόμοιο σχήμα κυβέρνησης συνασπισμού στην Ελλάδα χρειάζεται ένα υποστύλωμα στο κλυδωνιζόμενο κι αναξιόπιστο πολιτικό σύστημα. Μήπως ένα ακροδεξιό ή και φασιστικό δεκανίκι σαν αυτό που επιχειρούν να κατασκευάσουν στη Γαλλία στη θέση του Μακρόν; Ή, καλλίτερα, στις ελληνικές συνθήκες, ένα βολικό ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ; Σ’ αυτήν την περίπτωση προφανώς, η ΝΔ θα προτιμούσε ένα λοβερδικό υποστύλωμα, μια κυβέρνηση συνασπισμού με το “ακραίο κέντρου”, ξεχνώντας βέβαια ότι κάτι τέτοιο χρεοκόπησε ήδη με τις κυβερνήσεις Σαμαρά-Βενιζέλου με ή χωρίς Κουβέλη σαν μαϊντανό. Το αρχηγικό κόμμα του Τσίπρα με τους εμπειρογνώμονές του βλέπει σαν τον “ιδανικό εραστή” και συνέταιρο κεντροαριστερής εξουσίας -ποιον;- τον “αντιδεξιό” ΓΑΠ, τον χρεοκοπημένο ήδη πρωθυπουργό Καστελόριζου κι εντολοδόχο του ΔΝΤ. Οι σανίδες σωτηρίας και των μεν και των δε αποδεικνύονται σάπιες από καιρό καταπακτές.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης πάλι μπορεί να θέλει να προβάλλει νιάτα (πρόωρα γερασμένα στις δημόσιες αμαρτίες) και λαχανάκια Βρυξελλών με κοπανιστό ευρωπαϊκό αέρα, σαν ελπίδες στον απογοητευμένο πρώην ψηφοφόρο των άλλων κομμάτων. Πόσο μπορεί να πείσει και να βρει μαζικό αντίκρισμα καθώς ο λαός δοκιμάζεται και θα δοκιμαστεί ακόμα περισσότερο στο άμεσο μέλλον από την κρίση, μαζί κι από νέα φιρμάνια των αγαπημένων στον Ανδρουλάκη Βρυξελλών;
Το πρόβλημα παραμένει ανοικτό και δισεπίλυτο για την άρχουσα τάξη. Παραμένει, όμως, ανοικτό και για την εργατική τάξη και τις φτωχές λαϊκές μάζες των μικροαστών. Δεν πρέπει να υποτιμήσουμε καθόλου την μαζική συμμετοχή 276 χιλιάδων ψηφοφόρων στον πρώτο γύρο. Δεν τους στείλανε ούτε μπορούν να στείλουν “βαλτούς” σε τέτοια κλίμακα η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ. Η συμμετοχή εκδηλώνει, με ένα στρεβλό τρόπο, την υπαρκτή αγωνία των “από κάτω”. Εάν τα πλουσιότερα μικροαστικά στρώματα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης στράφηκαν πλειοψηφικά στον Λοβέρδο και στα ακροδεξιά του κηρύγματα πατριδοκαπηλίας και βαριάς ποινικοποίησης της κοινωνικής ζωής, η αποτυχία του να επικρατήσει πανελλαδικά παρόλη την πρωτοφανή στήριξη από τα ελεγχόμενα ΜΜΕ, δείχνει ότι η μεγάλη μάζα φτωχοποιημένων μικροαστών αναζητά μια πιο δημοκρατική και κοινωνικά ευαίσθητη εναλλακτική λύση, μέσα πάντα στο σύστημα, είτε προβάλλοντας τις επιθυμίες τους στη λευκή οθόνη νέων προσώπων τύπου Ανδρουλάκη είτε στην νεκρανάσταση του παπανδρεϊσμού έστω κατ’ όνομα… Ψάχνουν με αγωνία μια εναλλακτική – εκεί, όμως, που δεν υπάρχει.
Η κωλοτούμπα Τσίπρα το 2015 και το τρίτο φαρμακερό μνημόνιο διάσπασε το μπλοκ εργατών και μικροαστών που είχε συγκροτηθεί στους αντιμνημονιακούς αγώνες και που επένδυσε επί ματαίω τις προσδοκίες του στον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Μητσοτάκης κέρδισε τους δυσαρεστημένους μικροαστούς και τις εκλογές του 2019. Την υποστήριξη αυτή την χάνει γοργά και το γεγονός αυτό εκδηλώνεται και με την πυρετώδη εκλογική κινητικότητα των μικροαστών στις εκλογές αρχηγού ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ.
Η εργατική τάξη είναι η μόνη κοινωνική ταξική δύναμη που επικεφαλής των πλατύτερων φτωχών λαϊκών μαζών μπορεί να βγάλει την κοινωνία από την κρίση. Το δυναμικό της ήδη φαίνεται σε κινητοποιήσεις και αγώνες, όπως στους ντελιβεράδες και τα λιμάνια. Η πάλη της, όμως, δεν πρέπει να περιοριστεί στο στενά οικονομικό-συνδικαλιστικό μέτωπο. Για να γίνει η τάξη εναλλακτική δύναμη διεξόδου από την πολύπλευρη κρίση που μας ταλανίζει πρέπει να μεταμορφωθεί ποιοτικά σε πολιτική εναλλακτική δύναμη εξουσίας. Κι εδώ βρίσκεται ο Γόρδιος Δεσμός.
Τα γραφειοκρατικά κόμματα που μιλούν στο όνομα της Αριστεράς κι έχουν έτσι αναφορά στο εργατικό κίνημα στέκονται φραγμός σε κάτι τέτοιο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ζητά να γίνει ο κορμός μιας “προοδευτικής διακυβέρνησης” του χρεοκοπημένου συστήματος, με νωπές της πληγές της “κυβερνώσας” -με τον Καμμένο- “Αριστεράς” και με προσανατολισμό ακόμα δεξιότερο, για μια Κεντροαριστερά(;) ταξικής συνεργασίας. Με εντελώς φθαρμένο, τάχα “νέο” περιτύλιγμα μας προτείνει μια χειρότερη εκδοχή “της κυβερνώσας Αριστεράς που γνωρίσαμε”.
Το ΚΚΕ πάλι περιλαμβάνει το ζήτημα της εργατικής εξουσίας στη ρητορική του αλλά ταυτόχρονα το μεταθέτει στο αόριστο μέλλον λόγω “αρνητικού συσχετισμού των δυνάμεων”. Το μόνο που απομένει για σήμερα, για εδώ και τώρα, είναι μια “μαχητική, συνεπής Αντιπολίτευση”, όχι η σύνδεση της πάλης για τις εργατικές και λαϊκές διεκδικήσεις και της ανατροπής της αντιλαϊκής κυβέρνησης των αφεντικών με την πάλη για την εργατική εξουσία και τον σοσιαλισμό. Λόγω του περιβόητου κι αμετακίνητου “αρνητικού συσχετισμού” -που μεταφράζεται στο εκλογικό ποσοστό του ΚΚΕ- κάθε αναφορά σε πάλη για ανατροπή της δεξιάς κυβέρνησης δεν μπορεί παρά να οδηγεί νομοτελειακά στον… ΣΥΡΙΖΑ!
Η κρίση διακυβέρνησης, όμως, εντείνεται, εξελίσσεται σε καθεστωτική κρίση του όλου αστικού πολιτικού συστήματος κι ο λαός, με όλη τη σύγχυση και την απογοήτευσή του, αναρωτιέται ποια κυβέρνηση θα μπορούσε να λύσει τα πιο επιτακτικά του προβλήματα. Με απλά λόγια, δεν του αρκεί να του μιλάς για αντιπολίτευση και μόνο, χωρίς προοπτική αλλαγής της εξουσίας, χωρίς αλλαγή στο επίπεδο των κρίσιμων πολιτικών αποφάσεων για την ζωή και το θάνατο των εκατομμυρίων.
Δυστυχώς και στις διασκορπισμένες δυνάμεις της λεγόμενης εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς παρατηρείται συχνά ο ετεροκαθορισμός από τα συντελούμενα στην κοινοβουλευτική Αριστερά, με άλλους να αλληθωρίζουν προς τον ΣΥΡΙΖΑ κι άλλους να προσδοκούν συμπόρευση με την ουρά του ΚΚΕ για μια “μαχητική συνεπή Αντιπολίτευση” και μόνο.
Αντί έτσι να συγκροτούν την λύση στο πρόβλημα, γίνονται μέρος του προβλήματος, που με άλλες, “κεντρώες” μορφές το είδαμε να αντανακλάται και στην απεγνωσμένη αναζήτηση τόσο των “από πάνω” όσο και των “από κάτω” μιας σανίδας σωτηρίας στην ιστορική τρικυμία.
6 Δεκεμβρίου 2021