Sungur Savran
Μέρος 1ο
Οι Τουρκικές εκλογές κατέπληξαν ολόκληρο τον κόσμο. Μια μεταστροφή τέτοιου μεγέθους σε ένα διάστημα πέντε μηνών πιθανώς να είναι άνευ προηγουμένου στην εκλογική Ιστορία. Έχοντας χάσει ένα ολόκληρο πέμπτο του εκλογικού του σώματος (εννέα ποσοστιαίες μονάδες) στις γενικές εκλογές της 7ης Ιουνίου νωρίτερα φέτος, το AKP του Ταγίπ Ερντογάν, νυν προέδρου της Δημοκρατίας και πρώην πρωθυπουργού, πραγματοποίησε μια απίστευτη επιστροφή στις πρόωρες εκλογές που πραγματοποιήθηκαν την 1η Νοεμβρίου. Ανέκτησε όλα όσα είχε χάσει, λαμβάνοντας περίπου το ήμισυ της λαϊκής ψήφου. Αφαίρεσε δύο εκατομμύρια ψήφους από το φασιστικό κόμμα, το MHP· ένα εκατομμύριο από το HDP, το κυρίαρχα κουρδικό κόμμα· μισό εκατομμύριο από ένα φονταμενταλιστικό ισλαμικό κόμμα, τον προκάτοχο του ΑΚΡ, και έλαβε άλλο ένα εκατομμύριο από νέα στρώματα που ήρθαν να ψηφίσουν, σε υψηλότερο ποσοστό αυτήν τη φορά. Με οποιαδήποτε κριτήρια, η μεταβλητότητα των εκλογικών αριθμών, για να χρησιμοποιήσω έναν όρο δημοφιλή στην διάλεκτο της χρηματιστηριακής αγοράς, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.
Και όχι μόνο αυτό: οι τουρκικές εκλογές της 1η Νοεμβρίου εντάσσονται σε μια ολόκληρη σειρά από εκλογές που πραγματοποιήθηκαν αυτό το έτος, συμπεριλαμβανομένων των ισραηλινών και των βρετανικών, όπου οι δημοσκοπήσεις αποδείχθηκαν εντελώς λανθασμένες. Εφησυχασμένοι από τις αλλεπάλληλες δημοσκοπήσεις που παρουσίαζαν μια αμετάβλητη κατάσταση από τις 7 Ιουνίου (Σ.τ.M: οι Τουρκικές γενικές εκλογές της 7ης Ιουνίου 2015 δεν ανέδειξαν νικητή), τόσο η εγχώρια όσο και η διεθνής κοινή γνώμη αιφνιδιάστηκαν εντελώς όταν η εκλογική καταμέτρηση άρχισε να γνωστοποιείται.
Η διάσταση μεταξύ των δημοσκοπήσεων και των εκλογικών αποτελεσμάτων δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει εδώ. Αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι να εξηγηθεί η εκπληκτική διακύμανση που παρατηρήθηκε σε ένα διάστημα πέντε μηνών. Μακριά από το να είναι μια απολογητική συγκάλυψη για το ΑΚΡ, η απάντηση στο ερώτημα του πώς το AKP εγέρθηκε από τις στάχτες του σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα θα πρέπει να ξεκινήσει με τα χαρακτηριστικά των εκλογών που κορυφώθηκαν με τις δημοσκοπήσεις της 1η Νοεμβρίου. Με απλά λόγια, αυτό που συνέβη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί εκλογική διαδικασία. Υπήρξαν, οπωσδήποτε, δημοσκοπήσεις την ημέρα των εκλογών και, αν κρίνουμε από τις μέχρι τώρα διαθέσιμες πληροφορίες, η διαδικασία της ψηφοφορίας ακολούθησε τα διεθνώς αποδεκτά πρότυπα, εκτός από ορισμένες εξαιρετικές αλλά σοβαρές παρατυπίες στην κουρδική περιοχή. Το πρόβλημα είναι ότι η εκλογική εκστρατεία και προπαγάνδα είχε καταστεί σχεδόν αδύνατη για όλα τα κόμματα εκτός του ΑΚΡ! Οι εκλογές αυτές ήταν αγνώριστες, μιλώντας με συγκεκριμένους βιωματικούς όρους, για όποιον έχει ζήσει έστω λίγες εκλογικές διαδικασίες στην Τουρκία. Δεν υπήρξαν ξανά εκλογές κατά τη διάρκεια των οποίων οι δρόμοι να ήταν άδειοι κατά την περίοδο που προορίζεται νόμιμα για ψηφοθηρία, χωρίς σχεδόν καθόλου συλλαλητήρια, ακόμα και από τα δύο άλλα μεγάλα κόμματα πέραν του ΑΚΡ, όπου το μόνο πράγμα που θύμιζε στον πληθυσμό την ύπαρξη των επικείμενων εκλογών ήταν η τηλεόραση και… η κατάσταση ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης ήταν τρομακτική, όπως θα δούμε παρακάτω. Ήταν πλασματικές εκλογές και ως εκ τούτου τα αποτελέσματα μπορεί να είναι πανηγυρικά για τον Ταγίπ Ερντογάν και την ομάδα του, αλλά δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως δείκτης του που πηγαίνει η Τουρκία.
Ο πόλεμος για την επιβίωση του Ερντογάν
Τα αποτελέσματα των εκλογών της 7ης Ιουνίου έφεραν τον Ερντογάν στο χείλος του γκρεμού: έχοντας χάσει την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, αντιμετώπισε τώρα το ενδεχόμενο διερεύνησης των πολλών εγκλημάτων του, πρώτα απ’ όλα τις περιβόητες υποθέσεις διαφθοράς που βασίζονται σε πολύ σημαντικά αρχεία που ανοίχτηκαν τον Δεκέμβριο του 2013 στον απόηχο των γεγονότων του πάρκου Γκεζί. Το νέο άνοιγμα αυτών των αρχείων, που έκλεισαν νωρίτερα από μια ευέλικτη πλειοψηφία βουλευτών του ΑΚΡ, θα σήμαινε, δεδομένης της μεγάλης ισχύος των φακέλων, τη δίωξη τεσσάρων πρώην υπουργών του, καθώς και του γιού του και, κατά πάσα πιθανότητα, τελικά του ιδίου του εαυτού του. Είναι πλέον γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο πως για να απεγκλωβιστεί από αυτήν τη δύσκολη κατάσταση, ο Ερντογάν αναθέρμανε τον πόλεμο κατά του κουρδικού κινήματος συγκεντρωμένου γύρω από το ΡΚΚ. Υπολόγιζε να καταδείξει το HDP, το βασικά Κουρδικό κοινοβουλευτικό κόμμα που είχε περάσει το κατώφλι του 10 τοις εκατό στις εκλογές του Ιουνίου, ως κόμμα πολέμου και όχι ειρήνης και με τον τρόπο αυτό να σπρώξει κάτω από εκείνο το μοιραίο όριο. Οι τρεις μήνες που μεσολάβησαν από τα τέλη του Ιουνίου έως τις δημοσκοπήσεις της 1ης Νοεμβρίου είδαν μια άγρια πολεμική προσπάθεια που σχεδόν αναβίωσε εικόνες από τη δεκαετία του 1990, την περίοδο του λεγόμενου «βρώμικου πολέμου» του βαθέως κράτους εναντίον των Κούρδων. Σε πολλές κουρδικές πόλεις και κωμοπόλεις κυριολεκτικά εισέβαλαν οι ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας και του στρατού, επιβάλλοντας παρατεινόμενη απαγόρευση της κυκλοφορίας καθ’ όλο το εικοσιτετράωρο έως και δέκα ημέρες, και πολλοί άνθρωποι, κυρίως άμαχοι, δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ κάθε φορά που τόλμησαν να αψηφήσουν τους περιορισμούς. Αυτά συνοδεύτηκαν από καταιγιστικούς βομβαρδισμούς των οχυρώσεων του ΡΚΚ στο Βόρειο Ιράκ. Το PKK απάντησε σε είδος, κάνοντας επιδρομές σε στρατώνες και στήνοντας ναρκοπαγίδες, σκοτώνοντας πολλούς αστυνομικούς και στρατιώτες σε επίδειξη δύναμης. Η Τουρκία ρίχτηκε σε ένα όργιο βίας.
Το αποκορύφωμα ήταν, φυσικά, η σφαγή της Άγκυρας στις 10 Οκτωβρίου η οποία στοίχισε τη ζωή σε περισσότερους από 100 διαδηλωτές που είχαν κατέβει στους δρόμους, τρεις εβδομάδες πριν από τις εκλογές, για να διαμαρτυρηθούν για τον πολεμικό προσανατολισμό της κυβέρνησης. Μπορεί με ασφάλεια να υποστηριχθεί ότι τα αποτελέσματα των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου είναι αποτέλεσμα της σφαγής στην Άγκυρα περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Η κυβέρνηση έχει αποδόσει αυτήν τη σφαγή πρώτα απ’ όλα στους αυτόχειρες βομβιστές του ISIS. Ακόμα κι αν αυτό είναι αλήθεια, τότε τίθεται το ερώτημα γιατί οι υπηρεσίες πληροφοριών δεν ήταν σε θέση να ανιχνεύσουν την απειλή αυτή και γιατί η κανονικά αυταρχική αστυνομία δεν είχε στήσει σημεία ελέγχου για την ασφάλεια ενός τόσο μεγάλου πλήθους ανθρώπων, που έφτανε πιθανώς τις εκατοντάδες χιλιάδες. Η κυβέρνηση είναι υπεύθυνη για τη σφαγή στην Άγκυρα καθώς είχε γενναιόδωρα παραμελήσει τις δολοφονικές επιθέσεις του ISIS κατά των Κούρδων σε προηγούμενα στάδια.
Η προεκλογική εκστρατεία και προπαγάνδα φιμώνεται
Ήταν μέσα σε αυτό το κλίμα βίας και ασφυκτικής σειράς περιορισμών και απαγορεύσεων που ασκήθηκαν από την κυβέρνηση και το δικαστικό σώμα, τώρα σχεδόν εξ ολοκλήρου υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης του ΑΚΡ, που η εκλογική διαδικασία, ή ό, τι απέμεινε από αυτήν, εκτιλύχτηκε. Όλα τα κόμματα εκτός από το ΑΚΡ ακύρωσαν ένα μέρος της εκλογικής τους εκστρατείας, με το HDP να έχει σχεδόν εγκαταλείψει την ιδέα διοργάνωσης συλλαλητηριών απ’ το φόβο άλλης μιας βομβιστικής επίθεσης. Κανονικά ένας χρόνος ζωηρής φανφάρας, η προεκλογική περίοδος διαδραματίστηκε αυτή τη φορά στις οιονεί πόλεις-φαντάσματα της κουρδικής περιοχής που επικύρωσαν ακόμη περισσότερο την φαντασιακή ποιότητα των εκλογών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το αυξημένο ποσοστό αποχής σε πολλές κουρδικές πόλες, ενώ συνολικά, στη χώρα γενικότερα, το ποσοστό συμμετοχής αυξήθηκε. Το μόνο συμπέρασμα που μπορεί κανείς να βγάλει είναι ότι το HDP έχασε ίσως εκατοντάδες χιλιάδες ψήφους επειδή ο κουρδικός πληθυσμός δεν μπορούσε να φτάσει έως τις κάλπες, ως αποτέλεσμα της πεισμωμένης κρατικής καταστολής.
Δεν ήταν μόνο αυτό, όμως, που άδειασε από ουσία τις εκλογές. Ενώ στην ανατολή, δηλαδή τις κουρδικές περιοχές της Τουρκίας, ήταν η αστυνομία και ο στρατός που κατέφυγαν στην καταστολή του πληθυσμού, στο δυτικό τμήμα της χώρας ήταν οι τραμπούκοι του ΑΚΡ, σε συμμαχία με τους διαβόητους «Γκρίζους Λύκους», την οργάνωση νεολαίας του MHP, του μακρόχρονου φασιστικού κινήματος της Τουρκίας, που εκφόβισαν και τρομοκράτησαν τους Κούρδους και ιδίως το HDP. Σε μια μόνη βραδιά στις αρχές του Σεπτεμβρίου, 146 ολόκληροι χώροι του HDP, συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών γραφείων του στην Άγκυρα, την πρωτεύουσα της χώρας, δέχθηκαν επίθεση, βανδαλίστηκαν, και σε ορισμένες περιπτώσεις πυρπολήθηκαν. Φυσικά, αφού το HDP εγκατέλειψε κάθε επιδεικτική δημόσια εμφάνιση, δεν υπήρχε πλέον ανάγκη εκφοβισμού και παρενόχλησης!
Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ήταν σοβαρά κατεσταλμένα. Από τη μία πλευρά, οι εγκαταστάσεις της εφημερίδας Hurriyet, της ναυαρχίδας του τουρκικού Τύπου, δέχθηκαν επίθεση δύο φορές και ένας δημοσιογράφος που εργάζεται τόσο γι’ αυτή όσο και για το τηλεοπτικό κανάλι CNN Turk ξυλοκοπήθηκε από τέσσερις τραμπούκους στο δρόμο. Το γεγονός αυτό σόκαρε κατά κάποιο τρόπο αυτές τις συνοικίες, που συνήθως γλιτώνουν το είδος της μεταχείρισης που η αριστερά δέχεται ανελλειπώς στην Τουρκία. Η επακόλουθη αυτό-λογοκρισία του εν λόγω μιντιακού ομίλου είχε σημαντικές επιπτώσεις, δεδομένου ότι ίσως το μεγαλύτερο κανάλι μέσω του οποίου το HDP έλαβε χρόνο κάλυψης στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης κατά τη διάρκεια των εκλογών του Ιουνίου, αγγίζοντας έτσι ένα σημαντικό τομέα των σύγχρονων μικροαστών εργαζομένων ή εργαζομένων σε γραφεία τουρκικής καταγωγής που ήταν επιρρεπείς στο να το ψηφίσουν, ήταν αυτός και ειδικότερα αυτός ο δημοσιογράφος.
Τα μέσα φιμώθηκαν περαιτέρω όταν πολλά κανάλια που ανήκουν στην αδελφότητα της οποίας ηγείται ο Φετουλάχ Γκιουλέν, ο παλιός σύμμαχος του Ερντογάν που έσπασε μαζί του μετά την εξέγερση του Γκεζί, «έπεσαν» χωρίς κανέναν λόγο. Όσο για τα κρατικά μέσα ενημέρωσης, τα στατιστικά στοιχεία αποκαλύπτουν την απόλυτη μονομέρεια της προπαγανδιστικής δραστηριότητας στην προεκλογική περίοδο. Μέσα στον τελευταίο μήνα πριν από τις εκλογές, το κανάλι TRT, υπό στενή παρακολούθηση από την κυβέρνηση, πρόβαλε τον Ερντογάν συνολικά 29 ώρες, τον Νταβούτογλου, τον πρωθυπουργό του ΑΚΡ, 30 ώρες, ενώ σε όλα τα άλλα κόμματα παραχωρήθηκε ένα πενιχρό σύνολο πέντε ωρών, με το HDP να του αναλογούν 18 λεπτά!
Συνολικά, η Τουρκία είχε μια προεκλογική περίοδο, κατά την οποία το ΑΚΡ χρησιμοποιήσε όλα τα μέσα προπαγάνδας, συμπεριλαμβανομένωων συλλαλητηρίων σε μια σειρά από πόλεις, όντας βέβαιοι ότι καμμία βόμβα δε θα εκρηγνυόταν στις συγκεντρώσεις τους. Η διαδικασία κατάφωρα απέκλεισε ίσα επίσημα δικαιώματα σε άλλα κόμματα. Τώρα, αν η προπαγάνδα δεν ήταν αποτελεσματική στις εκλογικές διαδικασίες, κανένα κόμμα δε θα ξόδευε τόσο πολύ χρόνο, χρήμα και ενέργεια για να φτάσει σε ανθρώπους μέσω συλλαλητηρίων και πορειών και ψηφοθηρίας στην αγορά και επισκέψεων στα καφενείο και αυτοκινητοπομπών. Τίποτα απ’ όλ’ αυτά δεν πραγματοποίηθηκε από τα άλλα κόμματα. Εξ ου και το κόμμα που θα κατάφερνε να κάνει τη φωνή του να ακουστεί στους ανθρώπους, ειδικά σε μια περίοδο γεμάτη από τραγικά γεγονότα, θα ήταν φυσικά σε θέση να κονντά στις απόψεις του μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.
Αυτό που είναι εντυπωσιακό δεν είναι το ανώμαλο αποτέλεσμα. Αυτό που είναι πραγματικά συγκλονιστικό είναι ότι αυτό το είδος παρωδίας μπορεί να περάσει για εκλογές σε μια χώρα που έχει ένα πολυκομματικό κοινοβουλευτικό σύστημα για πάνω από μισό αιώνα, έστω και με σύντομα διαλείμματα στρατιωτικής επέμβασης. Έτσι, αυτό είναι το σημείο στο οποίο το ΑΚΡ έχει φέρει τη χώρα. Αν του επιτραπεί, θα προσπαθήσει σίγουρα να την ρίξει ακόμη πιο βαθιά στην άβυσσο.
Στο επόμενο φύλλο το τέλος