του Σουνγκούρ Σαβράν

Οι «πιο σημαντικές εκλογές της χρονιάς» (τάδε έφη The Economist, αμέσως μετά το δεύτερο γύρο των Τουρκικών εκλογών) τελείωσαν. Στο τέλος του δεύτερου γύρου ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κέρδισε με αρκετές ποσοστιαίες μονάδες (52 τοις εκατό έναντι 48 τοις εκατό) τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου (θα συντομεύσουμε και τα δύο ονόματα, το πρώτο ως RTE και το δεύτερο ως KK, και οι δύο συντομογραφίες είναι πολύ κοινές στην τουρκική λαϊκή πολιτική). Ο KK παραδέχτηκε την ήττα του περίπου τέσσερις ώρες μετά το κλείσιμο των εκλογικών τμημάτων. Αυτό υποδηλώνει ότι η αντιπολιτευτική Εθνική Συμμαχία που υποστήριξε τον KK, ηγέτη του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, για Πρόεδρο της Δημοκρατίας δεν θα υποβάλει ένσταση για σοβαρές παρατυπίες. Τέτοιες παρατυπίες έχουν γίνει οικογενειακή υπόθεση στη διάρκεια της 21χρονης διακυβέρνησης του ΑΚΡ και έτσι η ανακάλυψη κάθε είδους επώδυνων σημείων δεν πρέπει να εκπλήξει τις επόμενες ημέρες. Ωστόσο, φαίνεται ότι τουλάχιστον προς το παρόν, δεν υπάρχουν κραυγαλέες νοθεύσεις του τύπου που συνέβησαν, για να αναφέρουμε το πιο διάσημο παράδειγμα, κατά το συνταγματικό δημοψήφισμα του 2017.

Από την άλλη, αυτές οι εκλογές -και εδώ μιλάμε μόνο για την προεδρική όψη των εκλογών και όχι για τις γενικές (κοινοβουλευτικές) εκλογές που έγιναν μαζί με τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών πριν από δύο εβδομάδες- μπορεί και να μην είχαν στηθεί, αλλά είναι προφανώς παράνομες και αθέμιτες. Και γιατί το λέμε αυτό; Πρωτίστως γιατί το σύνταγμα της χώρας το λέει ξεκάθαρα, «ένα άτομο μπορεί να εκλεγεί πρόεδρος της δημοκρατίας μόνο δύο φορές». Λοιπόν, ο RTE έχει ήδη εκλεγεί δύο φορές σε αυτή τη θέση (2014 και 2018), επομένως δεν έπρεπε να του επιτραπεί να είναι υποψήφιος. Αλλά η μόνη αρμόδια αρχή για τέτοια θέματα είναι η Ανώτατη Εκλογική Επιτροπή και αυτή η επιτροπή είναι υπό τον έλεγχο του RTE, όπως και το υπόλοιπο δικαστικό σώμα. Η αριστερά δεν πρέπει να εγκαταλείψει αυτό το θέμα και όποτε έρχεται στην ημερήσια διάταξη θα πρέπει να επιμένει στη μη νομιμότητα της τρίτης θητείας του. Αν και όταν οι μάζες, ειδικά η εργατική τάξη, εμπλακεί σε ενέργειες που προκαλούν την κυβέρνηση, είναι τρομερό ατού για να ειπωθεί κατά του RTE ότι είναι: «Αντισυνταγματικός πρόεδρος!» Είναι ένας πρόεδρος της δημοκρατίας που πρέπει να απομακρυνθεί όταν παρουσιαστεί η πρώτη ευκαιρία.

Υπάρχουν πολλές άλλες παρατυπίες που θα δημιουργούσαν τεράστιο σκάνδαλο και θα ανέτρεπαν ολόκληρη την εκλογική διαδικασία σε μια χώρα που σέβεται ελάχιστα τις δημοκρατικές της διαδικασίες. Για να πάρουμε μόνο ένα παράδειγμα, επειδή το κουρδικό κοινοβουλευτικό κόμμα HDP υποστήριξε τον ΚΚ στις προεδρικές εκλογές (αλλά κατέβηκε αυτόνομα στο κοινοβουλευτικό σκέλος), ο RTE και η παρέα του προσπάθησαν να το χρησιμοποιήσουν για να αποδείξουν ότι η Εθνική Συμμαχία και ο KK συνεργάζονταν με «τρομοκράτες», εννοώντας φυσικά το PKK. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί φυσιολογικό σε μια χώρα όπου οι μάζες εξαρτώνται από την αδιάκοπη προπαγάνδα κατά των Κούρδων και των πολιτικών τους οργανώσεων. Ωστόσο, στη διάρκεια ολόκληρης της εβδομάδας πριν από τον πρώτο γύρο, ο RTE έδειχνε στις συγκεντρώσεις του βίντεο με έναν από τους κορυφαίους ηγέτες του PKK εμφανώς πολύ επεξεργασμένο και μονταρισμένο. Η επιχείρηση αυτή φαίνεται να είχε μεγάλη επιρροή σε μεγάλες μάζες ανθρώπων. Αυτό είναι ένα τέλειο παράδειγμα αυτού που ορισμένοι τείνουν να χαρακτηρίζουν «μετα-αλήθεια», αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι παρά η αναπαραγωγή των μεθόδων του Γκέμπελς στην πολιτική μεθοδολογία των αντιδραστικών όλων των χωρών.

Και αυτό το χυδαίο ψέμα είναι μόνο ένα ακραίο παράδειγμα μιας πληθώρας παρατυπιών που στιγμάτισαν αυτές τις εκλογές.

Ο Ερντογάν σε προσευχή στην Αγιά Σοφιά

«Οι σημαντικότερες εκλογές της τουρκικής ιστορίας»

Οι κύριοι σχολιαστές όλων των πλευρών εντός της Τουρκίας πήγαν μακρύτερα απ’ όσο πήγε ο Economist και δήλωσαν ότι αυτές οι εκλογές ήταν οι «σημαντικότερες εκλογές της τουρκικής ιστορίας». Σε αυτό, πολλοί διανοούμενοι της σοσιαλιστικής αριστεράς έγιναν ουρά των (αστών) σχολιαστών. Ένας λόγος, ίσως όχι πολύ συχνά εμφανής αλλά πάντα παρών στο μυαλό των υποστηρικτών αυτής της ιδέας, είναι ότι το 2023 είναι η εκατονταετηρίδα από την ίδρυση της δημοκρατίας στην Τουρκία. Δεδομένων των πολύ διαφορετικών εκτιμήσεων για τη δημοκρατία που πρεσβεύουν οι δύο πλευρές των πολιτιστικών πολέμων που μαίνονται από την άνοδο του ΑΚΡ στην εξουσία, η δημοκρατία έχει εκτιμηθεί ιδιαιτέρως από την αντιπολίτευση, ιδιαίτερα η στροφή προς τη Δύση («σύγχρονος πολιτισμός» στην κεμαλική ορολογία) και η απομάκρυνση από τις ισλαμικές αξίες και πολιτισμό (αναμεμειγμένη με τον κοσμικό χαρακτήρα, το μεγάλο μήλο της έριδος μεταξύ των δύο πλευρών) είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της δημοκρατίας. Όποιος κέρδιζε τις εκλογές θα είχε το πάνω χέρι στην αναπόφευκτη ιδεολογική μάχη που θα δοθεί τον υπόλοιπο χρόνο.

Ο λόγος που αναφέρθηκε ρητά ήταν ότι, μετά από δύο δεκαετίες αντεπαναστατικής διακυβέρνησης του ΑΚΡ, ήταν η πρώτη φορά που επιτέλους επινοήθηκε μια ρεαλιστική στρατηγική από τον ΚΚ, τον ηγέτη του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, του CHP, του κεμαλικού και υποτιθέμενου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, το κόμμα που ιδρύθηκε από τον Ατατούρκ τη δεκαετία του 1920 και ανήλθε στην εξουσία με τον Ετζεβίτ τη δεκαετία του 1970. Θα παρέχουμε άφθονες πληροφορίες για τη συμμαχία που χτίστηκε υπό την ηγεσία του ΚΚ παρακάτω. Εδώ θα θέλαμε απλώς να εκφράσουμε την άποψή μας ότι δεν υπήρχε κάτι ιδιαίτερο που να ξεχωρίζει αυτές τις εκλογές από τις προηγούμενες, εκτός από το γεγονός ότι πολλές δημοσκοπήσεις έδειχναν τον ΚΚ ως πιθανό νικητή των προεδρικών εκλογών. Και επειδή αξιολογούμε αυτή τη συμμαχία τόσο ως μη ρεαλιστική, ως εργαλείο για να απαλλαγούμε από τον δεσποτισμό και την αντιδραστική πολιτική του RTE και, ταυτόχρονα, θετικά επιζήμια από την πλευρά της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων μαζών, συμπεριλαμβανομένων των Κούρδων, των Αλεβιτών, των γυναικών και άλλων καταπιεσμένων στρωμάτων, δεν συμμετείχαμε και δεν αποτελέσαμε μέρος αυτού του τεράστιου κύματος ελπίδας πριν και απελπισίας μετά, στις εκλογές που σάρωσε και σαρώνει κάθε είδους ανθρώπους που αντιτίθενται στον RTE, το AKP και τη Λαϊκή Συμμαχία που έχει χτίσει ο RTE με το κύριο φασιστικό κίνημα της Τουρκίας. Θα εξηγήσουμε παρακάτω γιατί η συμμαχία της αντιπολίτευσης δεν είχε ρεαλισμό και ήταν επιζήμια για τα συμφέροντα των εργαζομένων και των καταπιεσμένων.

Αλλά προτού προχωρήσουμε στην εξήγηση, ας επισημάνουμε επίσης ότι το συντριπτικό μέρος των σοσιαλιστικών κομμάτων και κινημάτων στην Τουρκία, καθώς και το κουρδικό κόμμα HDP, υποτάχθηκαν πλήρως στη στρατηγική και τη συμμαχία που ανέπτυξε ο ΚΚ. Αυτή η πολιτική ουράς υψώθηκε σε αξίωμα. Η κριτική αυτού του στρατηγικού προσανατολισμού είναι ο κύριος στόχος αυτού του άρθρου.

Το παρασκήνιο

Για να κατανοήσουμε τις περιπλοκές του τακτικού προσανατολισμού των δύο συμμαχιών και της αριστεράς, συμπεριλαμβανομένου του κουρδικού κινήματος που εκπροσωπείται από το HDP, πρέπει να υπενθυμίσουμε στον αναγνώστη την πορεία δύο δεκαετιών της διακυβέρνησης του RTE και του AKP.

Στην εξουσία από τα τέλη του 2002, το AKP διένυσε τέσσερις διαφορετικές φάσεις. Η πρώτη διήρκεσε μέχρι το 2007, όταν ο RTE ήταν απασχολημένος να εξασφαλίσει εύνοια του ιμπεριαλισμού, ιδιαίτερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και της καθιερωμένης πτέρυγας της τουρκικής αστικής τάξης οργανωμένης στην ισχυρή TÜSİAD (Ένωση Τούρκων Βιομηχάνων και Επιχειρηματιών), τη μονοπωλιακή κορυφή της Μπουρζουαζίας της Κωνσταντινούπολης, την οποία εμείς στο DIP αποκαλούμε δυτικόφρονη-κοσμική πτέρυγα της αστικής τάξης. Το ΑΚΡ προσπαθούσε έτσι να απομονώσει τους πιο σκληρούς αντιπάλους του μέσα στο τουρκικό πολιτικό σύστημα, πρώτα απ’ όλα τα κορυφαία στελέχη των ενόπλων δυνάμεων (TSK), που είχαν ανατρέψει την κυβέρνηση του Ερμπακάν, ιστορικού ηγέτη του ισλαμιστικού κινήματος στην Τουρκία μέσω ενός μετά βίας συγκαλυμμένου πραξικοπήματος μόλις το 1997. Πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι ο RTE, μαζί με κάποιους άλλους ανερχόμενους ηγέτες του κινήματος του Ερμπακάν, διαχωρίστηκαν από τον Ερμπακάν και ίδρυσαν το ΑΚΡ μόλις το 2001 με το πρόσχημα ότι επρόκειτο για μια «μετριοπαθή ισλαμική» επανεμφάνιση του κινήματος του ιστορικού ηγέτη, και ως εκ τούτου υποστηρίχθηκε από την κυβέρνηση των ΗΠΑ και την Ε.Ε. Ως εκ τούτου, σε αυτή την πρώιμη φάση, ο RTE ήταν ο αγαπημένος του ιμπεριαλιστικού κατεστημένου, συμπεριλαμβανομένων των δυτικών ΜΜΕ.

Αυτός ο παρατεταμένος μήνας του μέλιτος δέχθηκε ένα πλήγμα από την άρνηση του στρατού να παραδώσει τη συμβολική προεδρία της δημοκρατίας στο AKP όταν έληξε η θητεία τού νυν προέδρου το 2007. Η προεδρία θεωρούνταν ανέκαθεν ως κυνηγότοπος για τους θεματοφύλακες της κεμαλικής κληρονομιάς. Ένα είδος pronunciamiento [πραξικόπημα] από τον αρχηγό του γενικού επιτελείου έθεσε σε κίνηση μια αποτυχημένη στρατιωτική επέμβαση, το πρώτο «ψηφιακό πραξικόπημα» στην ιστορία της χώρας η οποία γνωρίζει τόσο καλά όλους τους τύπους και μεγέθη πραξικοπημάτων. Το AKP ήρθε στην κορυφή, πιθανόν επειδή ο αρχηγός του γενικού επιτελείου είχε μερικά βρώμικα μυστικά στο παρελθόν του, τα οποία τώρα κατείχε ο εξαιρετικά ισχυρός σύμμαχος του RTE, Φετουλάχ Γκιουλέν, ένας ιεροκήρυκας και ο ηγέτης μιας μισο-μυστικής αδελφότητας, που υποστηρίζεται και προστατεύεται από τις ΗΠΑ, όπου ζει το τελευταίο τέταρτο του αιώνα. Αυτό το επεισόδιο επιδείνωσε τις σχέσεις μεταξύ της TÜSİAD και της κυβέρνησης και ξεκίνησε μια διαδικασία μέσω της οποίας ο RTE και ο Γκιουλέν προσπάθησαν να πάρουν τον έλεγχο του δικαστικού σώματος, των ενόπλων δυνάμεων (TSK) και της αστυνομίας στο πλευρό του Γκιουλέν και της MIT (κατασκοπεία), διάφορες άλλες κυβερνητικές υπηρεσίες, ιδίως την TRT (κρατική ραδιοφωνία και τηλεόραση), το πρακτορείο Anadolu (ημιεπίσημο πρακτορείο ειδήσεων) και τη Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων, καθώς και τα κύρια (ιδιωτικά) μέσα ενημέρωσης από την πλευρά του RTE. Αυτή η δεύτερη φάση ήταν, λοιπόν, η μετατροπή του υπόγειου «αναίμακτου εμφυλίου πολέμου» που ξεκίνησε από νωρίς μεταξύ των δύο πλευρών σε μια ανοιχτή πάλη μεταξύ της εκδυτικιζόμενης-κοσμικής αστικής τάξης και των εκπροσώπων της στις κρατικές υπηρεσίες, αφενός, και του ΑΚΡ και της αδελφότητας του Γκιουλέν, που αγωνίζονταν επιτυχώς για να αυξήσουν την επιρροή τους στο αστικό κράτος για λογαριασμό της νεοανερχόμενης ισλαμιστικής πτέρυγας της αστικής τάξης. Σημαντικότερο ορόσημο ήταν το συνταγματικό δημοψήφισμα του 2010, μέσω του οποίου ο RTE (και ο Γκιουλέν στη σκιά) κατάφερε να αναδιατάξει τη συνταγματική διάταξη στον διορισμό των δικαστών, γενικά, και στο πλαίσιο των πολύ ισχυρών ανώτατων δικαστηρίων, ειδικότερα. Το δικαστικό σώμα, μέχρι τότε πιστός σύμμαχος του στρατού στην καταπολέμηση του ισλαμισμού, τέθηκε σταδιακά υπό τον έλεγχο της ισλαμιστικής συμμαχίας.

Αυτή η δεύτερη φάση διήρκεσε μέχρι την λαϊκή εξέγερση του πάρκου Γκεζί το 2013. Το μαζικό κίνημα, που δεν περιοριζόταν με κανένα τρόπο στο πάρκο Γκεζί, ή στην περιοχή Ταξίμ, ή στην Κωνσταντινούπολη, αλλά ήταν ενεργό σε όλες τις περιοχές της Τουρκίας, απείλησε στα σοβαρά να ρίξει την κυβέρνηση. Ο RTE άλλαξε τακτική. Εν μία νυκτί έγινε πολύ πιο νταής, για πρώτη φορά στράφηκε ανοιχτά εναντίον της Δύσης (κατηγορώντας αυτό που αποκάλεσε «λόμπι των τοκογλύφων», εννοώντας τη Wall Street και το City), την αστική τάξη του TÜSİAD επίσης για συνεργασία μαζί τους και έφτασε μέχρι να πετάξει την απειλή εμφυλίου πολέμου κατά του Γκεζί. Για μια ολόκληρη δεκαετία (τέλη 2002 – μέσα του 2013) είχε ξεπεράσει όλες τις καταιγίδες που είχε προκαλέσει η δυτικόφρονη συμμαχία (TÜSİAD, το TSK, το δικαστικό σώμα, τα πανεπιστήμια κ.λπ.), αλλά η λαϊκή εξέγερση τον αναστάτωσε. Ως αποτέλεσμα, έχασε πολλούς από τους συμμάχους του, στη Δύση και στην Τουρκία, συμπεριλαμβανομένων των φιλελεύθερων που τον είχαν ακολουθήσει δειλά σε κάθε κίνηση που έκανε ενάντια στο λεγόμενο «σύστημα κηδεμονίας».

Το Γκεζί χωρίζει την ηγετική καριέρα του RTE σε δύο μισά: μεταξύ 2003 και 2013, έκανε συνεχώς ελιγμούς και έβαζε επιδέξια τον έναν εχθρό εναντίον του άλλου. Μεταξύ 2013 και 2023, κυβέρνησε (με μία εξαίρεση) μέσω καταστολής και προκλήσεων.

Η τρίτη φάση ήταν η συντομότερη και διήρκεσε μέχρι το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα του 2016. Αυτό ήταν ένα ακόμα μεταβατικό στάδιο προς το δεσποτικό του καθεστώς, που τελικά δημιουργήθηκε πλήρως μετά από αυτό το πραξικόπημα. Ήταν μεταβατικό για δύο λόγους. Πρώτον γιατί μέχρι το 2015 είχε κολλήσει στη λεγόμενη «διαδικασία επίλυσης» σύμφωνα με την οποία υποτίθεται ότι το κουρδικό ζήτημα, ένα φλέγον ζήτημα ζωής ή θανάτου από τότε που είχε ξεκινήσει ανταρτοπόλεμο το PKK το 1984, επρόκειτο να επιλυθεί ειρηνικά. Με αυτόν τον τρόπο ο RTE αποκτούσε έναν ακόμη νέο σύμμαχο για να αντισταθμίσει την απώλεια των πρώην συμμάχων του. Αυτό έληξε στα μέσα του 2015, όταν χρησιμοποίησε το κουρδικό ζήτημα για να κερδίσει το κλασικό φασιστικό κίνημα, το MHP, στο πλευρό του μετά την ήττα των εκλογών του 2015. Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι το ρήγμα μεταξύ των δύο συμμάχων στην εξουσία, του RTE και του Γκιουλέν, δεν είχε ακόμα φτάσει στο λογικό τέλος της ανοιχτής ρήξης.

Αυτή η αντίφαση έφτασε σε έξαρση τον Ιούλιο του 2016, όταν σε ένα επεισόδιο γεμάτο μυστήριο, η αδελφότητα Γκιουλέν οργάνωσε ένα πραξικόπημα κατά του RTE, το οποίο επρόκειτο να αποδειχτεί αποτυχημένο και να οδηγήσει στη σύλληψη, φυλάκιση και τιμωρία των Γκιουλενιστών εντός του στρατού, του δικαστικού σώματος της αστυνομίας και των γραμμών της αστικής τάξης μαζικά. Αυτή ήταν η δεύτερη εξαιρετικά ευαίσθητη στιγμή για τον RTE μετά το Γκεζί. Για μια σύντομη στιγμή, φλέρταρε με όποιον μπορούσε για να παραμείνει στη ζωή και στη συνέχεια κινήθηκε ακλόνητα προς ένα νέο δεσποτικό καθεστώς μόλις συνήλθε από το σοκ. Σε αυτό, το φασιστικό MHP ήταν ο πάντα πιστός σύμμαχός του. Το σημείο καμπής εδώ είναι, φυσικά, το δεύτερο μεγάλο συνταγματικό δημοψήφισμα του 2017, το οποίο δημιούργησε ένα sui generis προεδρικό σύστημα.

Έτσι, ο χαρακτήρας του καθεστώτος έχει αλλάξει σταδιακά αλλά αρκετά αναγνωρίσιμα σε αυτές τις δύο δεκαετίες διακυβέρνησης του RTE. Αυτό έχει τρεις διαφορετικές πτυχές. Από τη μία πλευρά, το καθεστώς έγινε ολοένα και πιο δεσποτικό, με την εκτελεστική εξουσία να ελέγχει αυστηρά όχι μόνο τη δικαιοσύνη και πολλές κυβερνητικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης από το 2018 της Κεντρικής Τράπεζας, η οποία είχε κάποια αυτονομία στο παρελθόν, αλλά επίσης εξευτέλισε πλήρως το νομοθετικό σκέλος της κυβέρνησης. Από τη δεκαετία του 1960, το αξίωμα του προέδρου της δημοκρατίας είχε συμβολικό χαρακτήρα. Τώρα αυτό το αξίωμα έχει καταλάβει τεράστια εξουσία και άφησε στο κοινοβούλιο έναν σχεδόν συμβολικό ρόλο.

Όλα αυτά είναι αλήθεια. Αυτό που δεν ισχύει, κατά τη γνώμη του κόμματός μας, του DIP, είναι ότι πρόκειται για «απολυταρχία», δηλαδή για μονοπρόσωπη διακυβέρνηση. Αν και είναι αναμφισβήτητο ότι ο RTE εξακολουθεί να απολαμβάνει ένα χαρισματικό κύρος στα μάτια ιδιαίτερα των πληβειακών μαζών του πληθυσμού και, ως εκ τούτου, όλοι οι κάτοχοι εξουσίας πρέπει ως ένα βαθμό να υποκύψουν μπροστά στην εξουσία του, η κυβέρνηση ωστόσο είναι χωρισμένη σε κλίκες που είναι ήδη σε σκληρό ανταγωνισμό για θέσεις ισχύος για την περίοδο μετά τον RTE (αν και είναι μόλις 69 ετών, η υγεία του είναι εμφανώς επιδεινωμένη). Το φασιστικό MHP σε συμμαχία με ορισμένες σκιώδεις πολιτικές προσωπικότητες, ιδιαίτερα με τον Σουλεϊμάν Σοϊλού, πρώην υπουργό Εσωτερικών, είναι ένας από τους ανταγωνιστές. Οι αντίπαλοι περιλαμβάνουν πολλές πολιτικές προσωπικότητες του ΑΚΡ του RTE καθώς και ορισμένα από τα μέλη της οικογένειάς του και, τρίτον, ένα σύνολο στελεχών της ασφάλειας, με τον Υπουργό Άμυνας, πρώην Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, καθώς και τον Διευθυντή της ΜΙΤ την πρώτη γραμμή.

Η δεύτερη όψη έχει να κάνει με τα βαριά πλήγματα που υπέστη η ανεξιθρησκία (laicité στην τουρκική πολιτική γλώσσα). Η δέσμευση της Τουρκίας από τις πρώτες μέρες της δημοκρατίας στον αποκλεισμό του Ισλάμ από τα κοσμικά ζητήματα έχει δεχθεί ένα πολύ σοβαρό πλήγμα. Η θρησκεία είναι πανταχού παρούσα και η Γενική Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων έχει μεταλλαχθεί από μια κυβερνητική υπηρεσία επιφορτισμένη με τον αυστηρό έλεγχο των θρησκευτικών δραστηριοτήτων σε ένα τμήμα προπαγάνδας της θρησκευτικής ιδεολογίας. Σε αυτό, φυσικά, δεν είναι μόνη. Η Τουρκία έχει γίνει μια κυψέλη όλων των τύπων αδελφοτήτων και κοινοτήτων, παίρνοντας τον έλεγχο πολλών πτυχών της εκπαίδευσης και μεγαλώνοντας μια νέα γενιά φανατικών και μισογύνηδων γυναικοκτόνων.

Αλλά για εμάς η πιο σημαντική πτυχή, που δεν αναφέρθηκε ποτέ έστω και περαστικά από τον ΚΚ και άλλους όμοιούς του, και σπάνια αναφέρεται από τους σοσιαλιστές μας, είναι η πλήρης καταστολή των εργατικών δικαιωμάτων. Όλες οι απεργίες οποιασδήποτε σημασίας για τους γενικούς ταξικούς αγώνες έχουν απαγορευτεί από τον RTE την τελευταία δεκαετία. Η συνδικαλιστική οργάνωση στον ιδιωτικό τομέα απαιτεί σχεδόν τις ίδιες συνωμοτικές τεχνικές και την υπόγεια εργασία που είναι απαραίτητη για τα παράνομα επαναστατικά κόμματα! Οι κυβερνήσεις του AKP ήταν πάντα πίσω από τους καπιταλιστές σε αυτόν τον χωρίς τέλος πόλεμο. Οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν σωματεία, αλλά δεν υπάρχει δυνατότητα υπογραφής συλλογικών συμβάσεων. Και όταν ομάδες των εργαζομένων βγαίνουν μπροστά για να αγωνιστούν και να αλλάξουν αυτή την εντελώς υποκριτική κατάσταση σε μια χώρα που υποτίθεται ότι έχει φιλελεύθερο καθεστώς εργασιακών σχέσεων, η αστυνομία, η χωροφυλακή, τα δικαστήρια και το Υπουργείο Εργασίας συνωμοτούν για να καταπνίξουν κάθε αντίσταση. Και το μόνο που κάνει ο ΚΚ και η κουστωδία του είναι να μιλάνε για το πώς ο πληθωρισμός στην αγορά επηρεάζει ολόκληρο τον πληθυσμό (όχι τις «εργατικές μάζες», Θεός φυλάξοι από τέτοιου είδους κομμουνιστική ορολογία!), χωρίς να αναφέρουν ποτέ το μπλοκάρισμα των λύσεων για αυτή τη φτωχοποίηση. Και γιατί αυτό; Γιατί το CHP και η Εθνική Συμμαχία στο σύνολό της, αν όχι κάθε κόμμα σε αυτή τη συμμαχία, είναι αναμφισβήτητα το φερέφωνο της δυτικόφρονης-κοσμικής αστικής τάξης!

Η εξέλιξη του φασισμού

Δεν αρκεί να αντιμετωπίζουμε τον φασισμό απλώς ως πιστό σύμμαχο του RTE από το 2015. Το φασιστικό κίνημα στην Τουρκία έχει παρουσιάσει μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη μετά τη μετατροπή του MHP σε μικρότερο σύμμαχο του RTE. Μια πτυχή αυτού είναι η διαίρεση του κινήματος σε πολλές διαφορετικές οργανώσεις. Ένα κόμμα που έχει πλέον σημαντική δύναμη είναι το İyi Party, με γυναίκα στην ηγεσία. Αυτό το κόμμα, μέλος της Εθνικής Συμμαχίας, έλαβε σχεδόν το 10 τοις εκατό των ψήφων στις βουλευτικές εκλογές. Αυτό το κόμμα, μια διάσπαση του MHP, πρέπει να θεωρηθεί ως ένα κλασικό φασιστικό κόμμα. Ένα συντριπτικό μέρος της ηγεσίας προέρχεται από τα στελέχη του φασιστικού κινήματος και ήταν, ως νέοι, δολοφόνοι όλων των ειδών αριστερών όταν το MHP διεξήγαγε έναν πλήρους κλίμακας κεκαλυμμένο εμφύλιο πόλεμο ενάντια στο εργατικό κίνημα και την αριστερά τη δεκαετία του 1960 και τη δεκαετία του 1970. Έπειτα, υπάρχουν κι άλλες διασπάσεις από αυτό το κόμμα. Ο Ουμίτ Οζντάγκ, ένας φασίστας ηγέτης ασυνήθιστου διαμετρήματος, είναι χονδρικά ένας Τούρκος Ματέο Σαλβίνι. Το βασικό του σχέδιο είναι να απαλλαγεί από τα εκατομμύρια των αιτούντων άσυλο, των προσφύγων και των παράτυπων μεταναστών που έχουν συρρεύσει στην Τουρκία υπό το AKP. Ήταν το μικρό του κόμμα (το οποίο ωστόσο έλαβε πάνω από το 2% στις εκλογές) που παρουσίασε τον τρίτο προεδρικό υποψήφιο, Σινάν Ογάν, στις εκλογές (περισσότερα για αυτόν αργότερα). Τέλος, υπάρχει άλλο ένα κόμμα που είναι σύμμαχος του RTE, προϊόν μιας διαμάχης μέσα στο φασιστικό κίνημα τη δεκαετία του 1980, ένα κόμμα που έλαβε το 1% των ψήφων στις εκλογές.

Εάν προσθέσετε τη λαϊκή ψήφο που έλαβαν αυτά τα κόμματα, το σύνολο υπολείπεται του ενός πλήρους τετάρτου του εκλογικού σώματος μόνο κατά μερικές μονάδες, με το 5 τοις εκατό των ψήφων στις προεδρικές εκλογές να πηγαίνει σε έναν αβλαβή φασίστα υποψήφιο. Αυτή είναι η υψηλότερη ψήφος που έχει λάβει συνολικά το φασιστικό κίνημα στην ιστορία του. Το MHP έλαβε την υψηλότερή του βαθμολογία το 1999, με 19 τοις εκατό των ψήφων, γεγονός που του απέφερε την αντιπροεδρία της κυβέρνησης σε μια κυβέρνηση συνασπισμού για τρία χρόνια. Αλλά το σταθερά αυξανόμενο ενδιαφέρον για το κίνημα, διχασμένο καθώς είναι προς το παρόν, θα πρέπει, ωστόσο, να είναι ένα προειδοποιητικό σημάδι για την εργατική τάξη και την αριστερά. Αν και όταν ενωθεί κάτω από μια ενιαία ηγεσία, το φασιστικό κίνημα, με βάση όλα όσα γνωρίζουμε για αυτό από την ιστορία του, αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο για τα εργατικά συνδικάτα, για τα σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κινήματα, για τις κουρδικές μάζες, για τους Αλεβίτες και τις εντελώς ανοργάνωτες μάζες των αιτούντων άσυλο και των παράτυπων μεταναστών που έχουν βρει καταφύγιο σε αυτή τη χώρα. Όποιος κάνει εικασίες για την περίοδο μετά τον RTE θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός με αυτήν την πτυχή των προοπτικών για το μέλλον.

Η επίπονη οικοδόμηση μιας αντιπολίτευσης

Αφότου απέτυχε παταγωδώς στην, ας το πούμε καθαρά και δυνατά, ηλίθια τακτική κατά τις προεδρικές εκλογές του 2014 (πριν εγκαθιδρυθεί το νέο καθεστώς) και του 2018 (τις πρώτες μετά την εγκαθίδρυση του προεδρικού συστήματος), ο ΚΚ είδε ένα νέο φως στη διάσπαση του φασιστικού κινήματος τα δύο ως αποτέλεσμα της αντίδρασης πολλών μακροχρόνιων στελεχών του MHP στη δουλική υποταγή της ηγεσίας του κόμματος στον RTE μετά το 2015.

Η άνοδος του İyi Parti ήταν η βάση της στρατηγικής του ΚΚ για την οικοδόμηση μιας συμμαχίας προκειμένου να νικήσει τη δεξιά συμμαχία AKP-MHP. Έτσι, απέναντι από τη λεγόμενη Λαϊκή Συμμαχία μεταξύ του AKP και του MHP υψώθηκε η Εθνική Συμμαχία. Ενώ αυτή η συνεργασία χτιζόταν με ένα φασιστικό κόμμα ενάντια σε μια κυβέρνηση που θεωρούνταν από πολλούς στο ίδιο κίνημα ως «φασιστική», δημιουργήθηκαν διασπάσεις του AKP. Αυτά ήταν κόμματα καθαρά οργανωμένα γύρω από έναν ηγέτη σημαντικού αναστήματος στον κόσμο της πολιτικής. Το ιστορικό αυτών των ηγετών είναι πολύ διδακτικό.

Ο ένας, ο Αλί Μπαμπατζάν, ήταν υπουργός αρμόδιος για ολόκληρη την οικονομία υπό τον RTE για 13 ολόκληρα χρόνια, οδηγώντας στη λεηλασία της τουρκικής οικονομίας από το ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο, ένα πρόσωπο το οποίο μπορεί κανείς, χωρίς οποιονδήποτε ενδοιασμό, να πει «άνθρωπο του Σίτι του Λονδίνου» στην Τουρκία, ένας άνθρωπος που επιτέθηκε μεταξύ 2002 – 2015 στο συντριπτικό μέρος των κερδών και των δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει η εργατική τάξη κατά τη διάρκεια των δεκαετιών. Ο άλλος, ο Αχμέτ Νταβούτογλου, ξεκίνησε ως σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του RTE, προήχθη στη θέση τού υπουργού Εξωτερικών από το 2011 και μετά ως πρωθυπουργός κατά τις επαίσχυντες σφαγές του 2015, ένας καθηγητής διανοούμενος που ήταν ο εγκέφαλος πίσω από τον νεοοθωμανισμό του RTE, ο Κίσινγκέρ του, ας πούμε. Προσθέστε σε αυτά το ετοιμοθάνατο κόμμα του Ερμπακάν και ένα άλλο αδύναμο κόμμα της δεξιάς και θα έχετε έναν μεγάλο(!) συνασπισμό, γεννημένο ως το Γραφείο των Έξι. Στην πραγματικότητα ήταν η Εθνική Συμμαχία που αναπαρήγαγε φανταστικά τον εαυτό της, χωρίς να προστεθεί καμία νέα εκλογική ή μαχητική ισχύς. Θα μπορούσε να ονομαστεί «πλασματική εθνική συμμαχία», με τον ίδιο τρόπο που είχε συλλάβει το «πλασματικό κεφάλαιο» ο Μαρξ. Κανένα από αυτά τα κόμματα (εκτός από το İyi Party, το οποίο ήταν ήδη μέλος της Εθνικής Συμμαχίας) δεν θα μπορούσε να είχε εκλέξει μόνο του βουλευτές, έχουν τόσο μικρή υποστήριξη στους κόλπους του λαού. Αν ο καθένας τους εξελέγη βουλευτής στις βουλευτικές εκλογές της 14ης Μαΐου, αυτό συνέβη επειδή το CHP (το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα) τους χορήγησε ποσοστώσεις (και τι ποσοστώσεις!) στη δική του λίστα.

Σε αυτό το Γραφείο των Έξι, προστέθηκε, απέξω, αφού το κουρδικό κίνημα στιγματίζεται από όλο το φάσμα των αστικών κομμάτων, το HDP και το μπλοκ που είχε συγκεντρωθεί γύρω του (η λεγόμενη Συμμαχία Εργασίας και Ελευθερίας).

Έτσι, η αριθμητική του πρώτου γύρου αθροίζεται πολύ καλά (τα στοιχεία είναι φυσικά μόνο κατά προσέγγιση): στις κοινοβουλευτικές εκλογές, το CHP, το κόμμα του KK, έλαβε 25 τοις εκατό, το İyi Parti και η Συμμαχία Εργασίας και Ελευθερίας από 10% έκαστο. Προσθέστε τα νούμερα και θα φτάσετε στο μερίδιο ψήφων του ίδιου του ΚΚ (45 τοις εκατό) στις προεδρικές εκλογές! Τίποτα (ή σχεδόν τίποτα) από τους επιφανείς ηγέτες των άλλων κομμάτων στο Γραφείο των Έξι. Και το CHP είχε σχεδόν 40 βουλευτές, ορισμένοι από αυτά τα κόμματα μεταξύ των μελών τους εκλεγμένοι από μόνοι τους! Πραγματικά έξυπνη κίνηση!

Μια αντιπολίτευση χτισμένη πάνω σε κινούμενη άμμο

Το κόμμα μας, το DIP, αποκαλύπτει εδώ και μήνες τις αντιφάσεις της Εθνικής Συμμαχίας, γνωστής και ως Γραφείο των Έξι, και τις εντελώς λανθασμένες πολιτικές που ακολουθεί η σοσιαλιστική αριστερά και το κουρδικό κίνημα έναντι αυτής της συμμαχίας. Με άλλα λόγια, η κριτική που θα συνοψίσουμε παρακάτω δεν είναι εκ των υστέρων. Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους πιστεύουμε ότι η στρατηγική που επινόησε ο ΚΚ δεν ήταν ούτε ρεαλιστική ούτε σωτήρια για τις εργαζόμενες μάζες και τους καταπιεσμένους. Δεν μιλάμε με αφηρημένα λόγια, αλλά βασίζουμε σε δεδομένα την αντίθεσή μας σε αυτή τη στρατηγική.

Θα παρουσιάσουμε τα κύρια σημεία ένα προς ένα, ώστε να είναι κατανοητά σε ένα ξένο κοινό που, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν είναι εξοικειωμένο με τις περιπλοκές της τουρκικής πολιτικής και μπορεί να χαθεί στις λεπτομέρειες του λαβύρινθου. Θα σταθούμε πρώτα στα προβλήματα και τις αδυναμίες της Εθνικής Συμμαχίας και αργότερα θα περάσουμε στην τακτική και τη στρατηγική του σοσιαλιστικού κινήματος.

1. Η Εθνική Συμμαχία δεν είναι καν μια «προοδευτική» δύναμη εξαρχής. Η επίσημη δικαιολογία που δίνεται για τη σπουδαιότητά της είναι η αντιδραστική φύση της κυβέρνησης της Λαϊκής Συμμαχίας. Τι είναι όμως η Λαϊκή Συμμαχία παρά ένας συνασπισμός ισλαμισμού και φασισμού; Η ίδια η Εθνική Συμμαχία, όπως έχει ήδη εξηγηθεί, έχει τρία κόμματα με ισλαμιστική φονταμενταλιστική καταγωγή (δύο από τα οποία είναι πρόσφατες διασπάσεις του AKP) και ένα κόμμα που είναι παρακλάδι του φασιστικού MHP. Το αντίδοτο λοιπόν δεν είναι καλύτερο από το δηλητήριο!

2. Το CHP είναι το μόνο κόμμα εντός της συμμαχίας που μπορεί να διεκδικήσει μια «αστική-προοδευτική» κληρονομιά σε ορισμένα στάδια της ιστορίας του. Δεν συμφωνούμε με τέτοιους εύκολους χαρακτηρισμούς προς αυτήν την κατεύθυνση και πιστεύουμε ότι το θέμα είναι πολύ πιο περίπλοκο και αντιφατικό, αλλά δεν είναι εδώ το μέρος για αυτή τη συζήτηση. Ωστόσο, ακόμη και το ίδιο το CHP κινείται γρήγορα προς τα δεξιά. Ένα από τα σημαντικότερα σχέδια του ΚΚ είναι να απευθυνθεί στους φασίστες και να προσπαθήσει να τους πείσει ότι το CHP είναι ο καλύτερος χώρος για αυτούς αυτή τη στιγμή! Η Εθνική Συμμαχία είναι αναμφισβήτητα μια δεξιά δύναμη στην τουρκική πολιτική, αν και δεν είναι τόσο ακραία όσο η Λαϊκή Συμμαχία σε ορισμένες από τις πολιτικές της. Πρέπει να προστεθεί ότι η Εθνική Συμμαχία είναι πιο ευθαρσώς φιλοϊμπεριαλιστική, ενώ η Λαϊκή Συμμαχία είναι πολύ πιο δόλια!

3. Το σημαντικό πολιτικό γεγονός των διαπραγματεύσεων μεταξύ των γύρων επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά το γεγονός της δεξιάς φύσης της Εθνικής Συμμαχίας. Ο KK κάθισε και διαπραγματεύτηκε με τον Ουμίτ Οζντάγ, έναν φασίστα που ήδη αναφέραμε παραπάνω, και υπέγραψε ένα πρωτόκολλο μαζί του που περιελάμβανε όχι μόνο μια ρατσιστική πλατφόρμα απέλασης όλων των εκατομμυρίων αιτούντων άσυλο και μεταναστών που βρίσκονται στην Τουρκία ένα χρόνο τώρα, αλλά και βαριά αντιδραστικά μέτρα σχετικά με το κουρδικό ζήτημα, συμπεριλαμβανομένης της συνέχισης της πολιτικής διορισμού διοικητών μετά τις τοπικές εκλογές για την αντικατάσταση των νεοεκλεγμένων δημάρχων πόλεων και κωμοπόλεων στις κουρδικές πόλεις, μια πολιτική για την οποία το AKP είχε καταδικαστεί αποφασιστικά από όλες τις πλευρές των «δημοκρατών» ως τώρα, και τον αποκλεισμό των διαπραγματεύσεων με το κουρδικό κίνημα για να καταλήξουν σε διευθέτηση σε αυτό το ακανθώδες ζήτημα. Αυτό είναι μόνο η αρχή.

4. Η Εθνική Συμμαχία είναι ένα συνονθύλευμα εξαιρετικά διαφορετικών ιδεολογικών και πολιτικών κινημάτων που θα διαλυθούν κάτω από την πίεση κάθε είδους κρίσης. Για να γίνει αυτό κατανοητό στο ξένο κοινό, αναφερόμαστε στο επεισόδιο της τριήμερης αποχώρησης του İyi Parti από τη συμμαχία στις αρχές Μαρτίου. Ο λόγος ήταν ότι η ηγέτις αυτού του κόμματος απλά δεν μπόρεσε να πείσει τα στελέχη και τα μέλη της ότι ο ΚΚ, ένας Αλεβίτης, ήταν αποδεκτός υποψήφιος – τόσο βαθύς είναι ο σουνιτικός σοβινισμός τους ενάντια στους Αλεβίτες, μια θρησκευτική μειονότητα που είναι ιδιάζουσα κυρίως στο έδαφος της Ανατολίας και τη Συρία, αν και έχει τις ρίζες της στην Κεντρική Ασία. Έτσι, η βιωμένη εμπειρία δείχνει ήδη πόσο εύθραυστη είναι η συμμαχία. Ο μόνος λόγος που επέστρεψε ήταν ότι ο ΚΚ τέθηκε υπό την κηδεμονία των μητροπολιτικών δημάρχων της Κωνσταντινούπολης και της Άγκυρας με την ιδιότητα των αντιπροέδρων, οι οποίοι εξελέγησαν το 2019 ως δήμαρχοι του CHP, αλλά εξακολουθούν να διεκδικούν περήφανα τη φασιστική τους κληρονομιά.

Ο RTE, πολύ επιδέξιος στο να διχάζει τους εχθρούς του, πιθανότατα δε θα αφήσει ανεκμετάλλευτες όλες τις διαφορετικές δυνατότητες διαίρεσης της Εθνικής Συμμαχίας. Πολλά παζάρια μπορεί να έρθουν στην ημερήσια διάταξη στο εγγύς μέλλον. Έτσι, ακόμη και στο απόμακρο ενδεχόμενο ο ΚΚ να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές, οι σχέσεις του με τους εταίρους του στο συνασπισμό θα κρέμονται από μια κλωστή. Τώρα, με πολλές κυβερνητικές θέσεις να είναι ανοιχτές για προτάσεις στα διάφορα κόμματα και προσωπικότητες, οι πιθανότητες του RTE είναι φυσικά ακόμη μεγαλύτερες.

5. Βασικός άξονας του προγράμματος της Εθνικής Συμμαχίας είναι η αντικατάσταση του προεδρικού συστήματος sui generis που θεσπίστηκε με τη συνταγματική τροποποίηση του 2017 με ένα «ενισχυμένο κοινοβουλευτικό σύστημα». Το DIP επέμεινε ότι το νέο προεδρικό σύστημα εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντα ολόκληρης της τουρκικής αστικής τάξης, συμπεριλαμβανομένης της δυτικόφρονης-κοσμικής πτέρυγάς της, σε συνθήκες οικονομικής και πολιτικής αναταραχής στο διεθνές σύστημα και ότι, ως εκ τούτου, η Εθνική Συμμαχία θα αγκάλιαζε πρόθυμα αυτό το καθεστώς αν ερχόταν ποτέ στην εξουσία, αναφέροντας συχνά την περίπτωση του Φρανσουά Μιτεράν στη Γαλλία, ο οποίος χαρακτήρισε την 5η Δημοκρατία που ιδρύθηκε από τον Σαρλ ντε Γκωλ το 1958 ως «διαρκές πραξικόπημα» εκείνη την εποχή, αλλά κυβέρνησε το ίδιο καθεστώς ως πρόεδρος της Δημοκρατίας για δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια μεταξύ 1981 και 1995.

6. Η Εθνική Συμμαχία και, ειδικότερα, το CHP πέταγαν λευκή πετσέτα κάθε φορά που το ΑΚΡ διέσχιζε κατάφωρα τον Ρουβίκωνα ή παραβίαζε το νόμο. Τα παραδείγματα πολλά. Απλώς για να αναφέρω δύο παραδείγματα, το συνταγματικό δημοψήφισμα του 2017 κερδήθηκε από την πλευρά του AKP μόνο αφ’ ότου η Ανώτατη Εκλογική Επιτροπή, υπό τις οδηγίες του RTE αναμφίβολα, άλλαξε τους κανόνες του παιχνιδιού εν μέσω της διαδικασίας ψηφοφορίας (οι λεπτομέρειες δεν μας απασχολούν εδώ, αφού το CHP δεν αμφισβήτησε την αλήθεια αυτής της κατάφωρης παραβίασης). Το CHP απλώς το έλαβε υπόψη του, καθώς ο RTE σχεδόν κορόιδευε τους αντιπάλους του, χρησιμοποιώντας μια έκφραση που σημαίνει «όποια κι αν είναι η νομική κατάσταση, έχω ήδη πετύχει τον στόχο μου», μια έκφραση που είναι πρόδηλη σε όλους τους ομιλητές της Τουρκικής. Η εύθραυστη διαμαρτυρία της Εθνικής Συμμαχίας κατά της υποψηφιότητας του RTE για τρίτη θητεία σε μια χώρα όπου οι δυο είναι ο ρητός συνταγματικός κανόνας για οποιονδήποτε πρόεδρο αποτελεί περαιτέρω μαρτυρία για το ίδιο πράγμα.

Βεβαίως, αφότου έσβησε η πρώτη ευφορία που δημιουργήθηκε από τη σύσταση της Εθνικής Συμμαχίας,

έδρες στο κοινοβούλιο για να αλλάξει το σύνταγμα, (b) οι αρχιτέκτονες της συμμαχίας ήταν όλοι πρόθυμοι να παραχωρήσουν στον ΚΚ, αν κέρδιζε ποτέ τις προεδρικές εκλογές, όλες τις εξουσίες που το σύνταγμα δίνει στον RTE αυτή τη στιγμή, (c) και ότι ακόμη και στην περίπτωση που ο ΚΚ, εκλεγόταν, θα έπρεπε να κυβερνήσει ενάντια σε μια εχθρική πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει όλες τις εξουσίες που υποδουλώνουν το κοινοβούλιο στη «μονοπρόσωπη διοίκηση» που όλοι επέκριναν τόσο σφοδρά. Τέτοια απόλυτη υποκρισία!

O Κιλιντσάρογλου (κέντρο)

Η σοσιαλιστική αριστερά και το κουρδικό κίνημα δένουν τη μοίρα τους με το κάστρο του Κιλιτσντάρογλου που βρίσκεται στον αέρα

Έχουμε ήδη αναφέρει ότι η συντριπτική μερίδα της σοσιαλιστικής αριστεράς στην Τουρκία και το κουρδικό κίνημα, το κοινοβουλευτικό HDP, υπέταξαν την πολιτική τους σε αυτές τις εκλογές στην Εθνική Συμμαχία και την ακολούθησαν μέχρι το τέλος. Αυτό είναι, δυστυχώς, ένα θλιβερό θέαμα.

Πρέπει να κάνουμε καθαρή την έκταση της πολιτικής ουράς. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δώσουμε κάποιες λεπτομέρειες στον ξένο αναγνώστη μας, καθώς διεξήχθησαν δύο διαφορετικές εκλογές (προεδρικές και γενικές) την ίδια ημέρα (14 Μαΐου, που ήταν ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών) και αφού πολλά σοσιαλιστικά κόμματα και το HDP συμμετείχαν όντως στις γενικές εκλογές από μόνα τους, ο ξένος αναγνώστης μπορεί να παραπλανηθεί και να πιστέψει ότι είχαν την ανεξάρτητη εκλογική τους πολιτική χωρίς να υποστηρίξουν καθόλου τη Εθνική Συμμαχία. Αυτό δεν ισχύει. Η πολιτική ουράς αφορά τις προεδρικές εκλογές και ήταν σχεδόν καθολική.

Αρχικά, η αριστερά στάθηκε σχεδόν ομόφωνη σε αυτήν την υποστήριξη. Ακόμη χειρότερα, αυτό δεν ήταν καν κριτική υποστήριξη. Ήταν πλήρης υποστήριξη ακόμη και για εκείνους (όπως το Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας – το TKP), οι οποίοι υπογράμμισαν ότι οι δικές τους πολιτικές ήταν πολύ διαφορετικές από του CHP και του υποψηφίου του KK (δήλωση η οποία από μόνη της είναι αμφισβητήσιμη), αλλά παρόλα αυτά δεν επέκρινε καθόλου τον ΚΚ ή το κόμμα του δημόσια, από φόβο μήπως πολλοί το εξοστρακίσουν επειδή έτσι υποστηρίζει τον RTE έμμεσα. (Το DIP έλαβε, φυσικά, περισσότερο από αρκετό μερίδιο στα υβριστικά σχόλια!).

Υπάρχουν τρεις ομάδες σοσιαλιστικών κομμάτων που υποστήριξαν τον ΚΚ, συν το κουρδικό κίνημα. (a) Το κουρδικό κίνημα έχει μια sui generis πολιτική και ιδεολογία. Εμπεριέχει τους μακρινούς απόηχους του σοσιαλιστικού του παρελθόντος, αλλά ακολουθεί επίσης το μεταμοντερνιστικό πρόγραμμα, που ο ιστορικός του ηγέτης Αμπντουλάχ Οτζαλάν, στη φυλακή εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα, χτίζει επίπονα από ανόμοια στοιχεία πολιτικών ταυτότητας και στοιχεία του θεωρητικού corpus των Ιμμάνουελ Βαλερστάιν και Μάρεϊ Μπούκτσιν. Το HDP δεσμεύτηκε πλήρως σε αυτές τις εκλογές να στηρίξει τον ΚΚ. (b) Σχεδόν μια ντουζίνα σοσιαλιστικών ομάδων εργάζονται εντός του HDP για περισσότερο από μια δεκαετία τώρα. Όλες τους, με μία ή δύο εξαιρέσεις, συμφώνησαν με την απόφαση της ηγεσίας του HDP να στηρίξει τον ΚΚ και στους δύο γύρους. (c) Άλλες έξι σοσιαλιστικές ομάδες και κόμματα προσχώρησαν στο HDP, στη Συμμαχία Εργασίας και Ελευθερίας (που προαναφέραμε ήδη). Αυτές βρίσκονται σε μια θέση διαφορετική από αυτές που έχουν μπει εντός του HDP. Είναι ανεξάρτητα κόμματα που προσχώρησαν στη συμμαχία, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις, επιδιώκοντας να εκλέξουν βουλευτές. Όλα αυτά τα κόμματα στήριξαν επίσης τον ΚΚ. (d) Τελικά, τέσσερα κόμματα και ομάδες συγκεντρώθηκαν σε αυτό που ονομαζόταν Σοσιαλιστική Ένωση Δυνάμεων. Από αυτά, μόνο ένα (το TKH) δεν κάλεσε για ψήφο στον ΚΚ μένοντας σιωπηλό σε αυτό το ζήτημα.

Αρκετές Τροτσκιστικές ομάδες έθεσαν υποψηφίους στους καταλόγους του TIP (Κόμμα Εργατών Τουρκίας, μερικές φορές αποκαλούμενο και Εργατικό Κόμμα Τουρκίας), το οποίο ήταν και το ίδιο μέλος της συμμαχίας γύρω από το HDP. Οι υποψήφιοι αυτοί τοποθετήθηκαν σε θέσεις όπου ήταν αδύνατο να εκλεγούν. Η παρουσία τους στις λίστες του TIP σήμαινε ότι αυτές οι ομάδες συμμετείχαν στην έκκληση για ψηφο στον ΚΚ, του οποίου το TIP ήταν ένας από τους πιο θορυβώδεις και άκριτους υποστηρικτές.

Ορίστε οι λόγοι για τους οποίους αυτή η πολιτική ασυγκράτητης υποστήριξης στον ΚΚ ήταν αυτοκτονική τόσο για τους σοσιαλιστές όσο και για το κουρδικό κίνημα. (Ένας καλύτερος τρόπος για να γίνει αυτό θα ήταν να ασκήσουμε την κριτική μας σε δύο διαφορετικά στάδια. Αλλά δεν θέλουμε να κάνουμε ακόμη μεγαλύτερο ένα ήδη υπερβολικά μεγάλο άρθρο.)

  1. Αυτή η πολιτική ουράς στο μεγάλο πολιτικό κόμμα που έφτιαξε η δυτικόφρονη κοσμική αστική τάξη της Τουρκίας, από τις πιο ισχυρές εταιρείες και τους μεγάλους βιομηχανικούς γίγαντες της χώρας, αποφεύγει την επιδίωξη μιας πολιτικής οικοδόμησης της ταξικής ανεξαρτησίας του προλεταριάτου. Το κόμμα μας βρίσκεται σε καθημερινή επαφή με εκατοντάδες και χιλιάδες βιομηχανικούς εργάτες. Το να τους καλούμε να ψηφίσουν τον ΚΚ και να συνεχίζουμε την καθημερινή προπαγάνδα για να πείσουμε τους εργάτες που παραδοσιακά ψήφιζαν το ΑΚΡ ή το MHP (πιθανώς τα δύο τρίτα του προλεταριάτου, αφήνοντας κατά μέρος τους Κούρδους και τους Αλεβίτες εργάτες) είναι μια σοβαρή ευθύνη και εχθρική προς το χτίσιμο ενός άλλου τύπου κόμματος, ενός επαναστατικού εργατικού κόμματος. Αυτό θα έπρεπε να ισχύει και για άλλα σοσιαλιστικά κόμματα, αλλά δεδομένης της αδιαφορίας του σοσιαλιστικού κινήματος στην Τουρκία για το προλεταριάτο μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης κ.λπ. η προσοχή τους είναι πλέον στραμμένη σε πολύ διαφορετικά ζητήματα. Υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις σε αυτό, αλλά αυτή είναι η συνολική εικόνα. Οι υλικές συνθήκες καθορίζουν τη συνείδηση και σε αυτήν την περίπτωση.

Πρέπει να προσθέσουμε παρεμπιπτόντως, ως αντίδοτο στην πιθανή μη διαλεκτική αντίληψη της ανάπτυξης της ταξικής συνείδησης, ότι όσοι εργάτες ψηφίζουν ΑΚΡ και MHP δεν είναι καθόλου στατικοί στην κατανόηση του κόσμου. Συχνά βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των εργαζομένων που πρέπει να πολεμήσουν την αστυνομία ή τη χωροφυλακή όταν οι τελευταίες προσπαθούν να εξουδετερώσουν, συχνά χωρίς επιτυχία, τους αγώνες που δίνουν οι εργατικές συλλογικότητες κατά τη διάρκεια απαγορευμένων απεργιών ή πικετοφοριών ή κατάληψης εργοστασίων. Δεν μιλάμε για σποραδικές ή εξαιρετικές περιπτώσεις, αλλά για ένα συστηματικό πρότυπο συμπεριφοράς από την πλευρά των εργαζομένων. Πολλοί από τους εργάτες που προσχωρούν ή συμπαθούν το κόμμα μας προέρχονται από αυτούς τους εργάτες. Είναι πολύ λάθος για τους επαναστάτες να εγκαταλείπουν αυτούς τους εργάτες στο AKP!

  1. Πολλοί στο σοσιαλιστικό κίνημα υπερασπίζουν την υποστήριξή τους στον ΚΚ με το επιχείρημα ότι μόλις κερδίσει ο ΚΚ, αυτοί, οι σοσιαλιστές μας, θα περάσουν αμέσως στην αντιπολίτευση, δουλεύοντας για τους εργάτες, τα άλλα εργατικά στρώματα, τους καταπιεσμένους κ.λπ. Αυτό είναι φυσικά το παλιό επιχείρημα των Μενσεβίκων που το πήραν αργότερα τα σταλινικά κόμματα του 20ού αιώνα σε χώρες όπου τα καθήκοντα που σχετίζονται με τη δημοκρατική επανάσταση βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη της κοινωνίας. Πέρα από αυτό, δεν είναι καθόλου αλήθεια ότι η υποστήριξη προς τον KK ήταν μια εφάπαξ τακτική, του είδους χτύπα-και φύγε. Συνεχίζεται ρητά το αργότερο από το 2016 και μερικές φορές σιωπηρά από το ίδιο το Γκεζί. Είναι πράγματι, πολύ περίεργο, σχεδόν σαν αστείο, που η τουρκική αριστερά την εποχή της εξέγερσης του Γκεζί έβγαλε το συμπέρασμα ότι έπρεπε να προετοιμάσει την ήττα του RTE στις εκλογές. Μην έχοντας δημιουργηθεί ένα Τουρκικό Podemos (ή Unidas Podemos με το σημερινό του όνομα), η αριστερά στρεφόταν, σε διαφορετικές επιλογές, μεταξύ του HDP και του CHP. Αυτό είναι το παρασκήνιο. Ως προς το μέλλον, είναι σχεδόν αδύνατο για την αριστερά να σταματήσει να υποστηρίζει το CHP και, αν επιβιώσει ως πολιτικός ηγέτης, την ηγεσία του ΚΚ. Επομένως, αυτή η εκλογική στήριξη έχει γίνει στρατηγικός προσανατολισμός για πολλές συνιστώσες της αριστεράς.
  2. Αυτή η στρατηγική θα έπρεπε να έχει εγκαταλειφθεί εδώ και πολύ καιρό, ακόμη κι αν ήταν σωστή σε οποιοδήποτε σημείο του παρελθόντος. Η στρατηγική έχει ως μοναδικό στόχο δήθεν την ήττα του δεσποτικού καθεστώτος του RΤΕ. Ωστόσο, κάθε φορά που ο RTE σπρωχνόταν στη γωνία τη δεκαετία μεταξύ της λαϊκής εξέγερσης του Γκεζί και σήμερα, το CHP ερχόταν σε μια μετριοπαθή συμφωνία με το AKP, καθιστώντας έτσι δυνατή την επιβίωση του δεσποτισμού του RTE!
  3. Η συνθηκολόγηση του CHP και της Εθνικής Συμμαχίας στις πολλαπλές περιπτώσεις τετελεσμένων του RTE, υπό το πρίσμα της παραβίασης της νομοθεσίας, γίνεται πολύ σημαντική και καθοριστική όσον αφορά στη νοθεία των εκλογών. Ζητάμε από τον αναγνώστη να θυμηθεί τι συνέβη στο συνταγματικό δημοψήφισμα του 2017. Η αποφασιστική στιγμή αυτή τη φορά πιθανότατα θα είχε έρθει αν το CHP που είχε κερδίσει την κούρσα με μια μικρή διαφορά και το ΑΚΡ στη συνέχεια λάμβανε μέτρα για να στήσει τα αποτελέσματα ώστε να κάνει τη νίκη δική του. Όλοι όσοι είχαν το ελάχιστο επίπεδο πολιτικής συνείδησης γνώριζαν ότι αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει διαμάχες μεταξύ των δύο πλευρών. Η CHP δεν είχε καμία στρατηγική για αυτό. Αν το ΑΚΡ χρειαζόταν να νοθεύσει τις εκλογές για να τις κερδίσει, το CHP θα παρέμενε παθητικό απέναντι σε αυτού του είδους τη μείζονα παρέμβαση. Το CHP είναι το κόμμα των ταπεινών. Δεν γνώριζε καν ότι αυτή τη φορά είχε στο πλευρό του τον κουρδικό λαό, τόσο έμπειρο στον αγώνα για τα δικαιώματά του με νύχια και με δόντια. Δεν αρκεί να νικήσουμε το στρατόπεδο του RTE μόνο στο εκλογικό έδαφος. Χρειάζεται επίσης η επιρροή στους δρόμους. Αυτό σημαίνει άμεσα ότι η Εθνική Συμμαχία ήταν άχρηστη ως μέσο για να νικήσει τη Λαϊκή Συμμαχία, καθώς η τελευταία ήταν έτοιμη να την πολεμήσει αν χρειαστεί. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για αυτό.

Η εκλογική πρόταση του DIP που πέρασε απαρατήρητη

Όλα αυτά δεν συνεπάγονται ότι το DIP ήταν ουδέτερο ή ήταν αδιάφορο για τις εκλογές. Όχι, αντιθέτως, διαισθανόμενο την κατεύθυνση που θα έπαιρναν τα πράγματα καθώς πλησίαζαν οι εκλογές, το DIP διατύπωσε την πρότασή του για το σύνολο του σοσιαλιστικού κινήματος πολύ πριν από τις εκλογές, τον Ιούλιο του 2022, σχεδόν ένα χρόνο πριν, προτού κάποιο μεμονωμένο κόμμα κάνει τη θέση του ξεκάθαρη για τις εκλογές.

Η πρόταση ήταν απλή και εύκολα κατανοητή: Δημιουργία ενός Ανεξάρτητου Σοσιαλιστικού Μπλοκ από όλα τα διαφορετικά σοσιαλιστικά κόμματα της χώρας. Εφόσον η μόνη ενεργή θέση στη χώρα μετά το πέρασμα στο νέο καθεστώς έγινε η προεδρία της δημοκρατίας, ας κατεβάσει αυτό το Μπλοκ υποψήφιο για τις προεδρικές εκλογές, κάποιον ικανό να απευθυνθεί στην εργατική τάξη και τις ανησυχίες της, με βάση ένα αμοιβαία αποδεκτό πρόγραμμα που θα έκανε τα ταξικά ζητήματα -της ελευθερίας απέναντι στο δεσποτικό καθεστώς και του ιμπεριαλισμού και του πολέμου- τα κύρια σημεία του.

Η φόρμουλα έδινε επίσης μια απάντηση στο ερώτημα τι πρέπει να γίνει στον δεύτερο γύρο των εκλογών, αν φτάναμε εκεί (κάτι που συνέβη, όπως γνωρίζουμε τώρα). Η συμφωνία θα άφηνε τα μέρη που έμπαιναν το Μπλοκ να αποφασίσουν ελεύθερα όπως ήθελαν για τον δεύτερο γύρο. Το ίδιο το DIP αποφάσισε να μην υποστηρίξει κανέναν από τους αστούς υποψηφίους στον δεύτερο γύρο. (Ήταν προφανές, δεδομένης της ισορροπίας δυνάμεων, ότι κανένας σοσιαλιστής υποψήφιος δεν θα περνούσε στον δεύτερο γύρο.) Αλλά άλλοι που επέμεναν ότι έπρεπε να υποστηριχθεί ο υποψήφιος που είναι εναντίον του RTE θα ήταν ελεύθεροι να το κάνουν. Αυτό θα επέτρεπε την επίτευξη συμβιβασμού μεταξύ των δύο προοπτικών.

Τα προφανή κέρδη που αναμένονταν από την τακτική του DIP ήταν τρία: πρώτον, το Μπλοκ θα παρουσίαζε μια ενιαία στάση από την πλευρά της σοσιαλιστικής αριστεράς ευρύτερα στο λαό, σε μια χώρα όπου το δημοφιλές ανέκδοτο είναι το παράπονο για τον κατακερματισμό της (σοσιαλιστικής) αριστεράς. Δεύτερον, θα λειτουργούσε έτσι ως ισχυρό εργαλείο για την απεύθυνση στις ανησυχίες, τα προβλήματα και τις φιλοδοξίες των εργατικών τάξεων και θα παρείχε ένα εφαλτήριο για την περαιτέρω οργάνωση της εργατικής τάξης σε βάση ταξικής ανεξαρτησίας και έτσι θα ενίσχυε τη φωνή του σοσιαλισμού στους ταξικούς αγώνες. Τρίτον, σε περίπτωση που ο RTE και η Λαϊκή του Συμμαχία κέρδιζαν τις εκλογές, ο κοινός αγώνας μεταξύ διαφορετικών σοσιαλιστικών κομμάτων θα ήταν γόνιμο έδαφος για την προετοιμασία για τις ακόμη πιο δύσκολες μάχες του μέλλοντος.

Ωστόσο, από την αρχή, το TIP, το οποίο κέρδισε ένα συγκεκριμένο κοινό χάρη στις δραστηριότητες των βουλευτών του (που εκλέχτηκαν στο HDP ως αποτέλεσμα συμφωνίας με αυτό το κόμμα κατά τις εκλογές του 2018) βγήκε καθαρά για ψήφο σε οποιονδήποτε υποψήφιο της αναδυόμενης τότε Εθνικής Συμμαχίας από τον πρώτο γύρο. (Το ότι αυτός ο υποψήφιος θα μπορούσε, πολύ εύλογα, να είναι ο Μανσούρ Γιαβάς, ο δήμαρχος της Άγκυρας που εξακολουθεί να καμαρώνει για τη φασιστική του κληρονομιά δεν φαινόταν να τους ενοχλεί καθόλου.) Ο λόγος που αναφέρθηκε ήταν ότι ένας τρίτος υποψήφιος στον πρώτο γύρο ενδέχεται να δώσει τις εκλογές στον RTE. Το Sol Parti (το πρώην ÖDP περιορισμένο σε μια σκιά του προηγούμενου εαυτού του) απέκλεισε τυχόν υποψηφίους που θα συναγωνίζονταν τον KK. Άλλοι προσάρμοσαν τις πολιτικές τους θέλοντας και μη σε αυτούς τους δύο. Η στάση του HDP, από την άλλη πλευρά, ήταν λίγο πιο λεπτή από αυτές τις δύο, αφού συνέχιζαν να αναβάλλουν μια δήλωση υποστήριξης στον KK για λιγότερο από ένα μήνα πριν από τον πρώτο γύρο.

Έτσι, η πρόταση του DIP πέρασε απαρατήρητη.

Είναι σημαντικό να κάνουμε απολογισμό συγκρίνοντας τις δύο πολιτικές τώρα που τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Η σοσιαλιστική αριστερά δεν κέρδισε τίποτα, επαναλαμβάνουμε, απολύτως τίποτα από την πολιτική που υιοθέτησε στις προεδρικές εκλογές. Κάποιοι μπορεί να απαντήσουν ότι αρκετές σοσιαλιστικές ομάδες βγήκαν ενισχυμένες από τις βουλευτικές εκλογές, ιδίως το TIP. Όμως η πρότασή μας αφορά την τακτική για τις προεδρικές εκλογές, όχι τις βουλευτικές εκλογές. Η σοσιαλιστική αριστερά και ακόμη και το HDP μετατράπηκαν ο καθένας σε έναν υποδεέστερο παθητικό παράγοντα όσον αφορά την προεδρική κούρσα, την καθοριστική. Δείτε τι συνέβη ανάμεσα στους γύρους. Μόλις η χώρα βγήκε από τον πρώτο γύρο, τόσο το HDP όσο και ορισμένα από τα σοσιαλιστικά κόμματα διαβεβαίωσαν τη χώρα για τη συνέχιση της υποστήριξής τους στον ΚΚ και στον δεύτερο γύρο. Για δες, ο ΚΚ μετά γύρισε πλευρό και άρχισε διαπραγματεύσεις τόσο με τον Ουμίτ Οζντάγ, τον φασίστα πολιτικό του οποίου το μοναδικό σλόγκαν ήταν η ρατσιστική πολιτική της ολικής απέλασης των αιτούντων άσυλο και των μεταναστών όσο και με τον άλλο φασίστα που αναφέρθηκε παραπάνω, τον Σινάν Ογάν, με σχεδόν την ίδια πλατφόρμα. Στο τέλος, ο Ογάν επέλεξε να υποστηρίξει τον RTE για τον δεύτερο γύρο, πιθανότατα επειδή τού υποσχέθηκαν μια θέση στην επερχόμενη κυβέρνηση εάν η τελευταία κέρδιζε. Ο Οζντάγ, από την άλλη πλευρά, ανάγκασε τον KK να υπογράψει ένα πρωτόκολλο με αντάλλαγμα την υποστήριξή του στον υποψήφιο της Εθνικής Συμμαχίας. Όπως εξηγήθηκε παραπάνω, το πρωτόκολλο περιελάμβανε την πλήρη αποδοχή του ρατσιστικού του προγράμματος, μαζί με πρόσθετα μέτρα κατά της κουρδικής υπόθεσης! Προφανώς, η πλατφόρμα υπογράφηκε ακόμη και χωρίς έμμεση, κεκλεισμένων των θυρών διαβούλευση με το HDP. Γιατί το τελευταίο κόμμα έδωσε συνέντευξη Τύπου το ίδιο απόγευμα εκφράζοντας την ψυχραιμία του για αυτόν τον νεοφερμένο στους υποστηρικτές του ΚΚ και είπε ότι θα δημοσιοποιήσει την τελική του στάση την επόμενη μέρα. Τέτοια ασέβεια για έναν εταίρο που ασκεί απαράμιλλη επιρροή στο δέκα τοις εκατό περίπου της λαϊκής ψήφου είναι άκρως άστοχη. (Επιπλέον, αν θυμηθούμε ότι το κόμμα του νεοφερμένου Οζντάγ είχε λάβει μόνο το 2,2 τοις εκατό της λαϊκής ψήφου στον πρώτο γύρο, η κίνηση γίνεται επίσης ανόητη.) Αυτό το περιστατικό δείχνει πόσο λίγα περιθώρια ελιγμών είχαν το HDP ή οι σοσιαλιστές στις προεδρικές εκλογές.

Συγκρίνετε ποιες δυνατότητες θα είχαν ανοιχτεί οι σοσιαλιστές αν είχαν κατεβάσει έναν κοινό υποψήφιο για τον πρώτο γύρο. Ο φασίστας Οζντάγ διαπραγματευόταν για τη δύναμη του πενιχρού του 2,2%. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι αν οι σοσιαλιστές είχαν καταλήξει σε έναν κοινό υποψήφιο για τον πρώτο γύρο, αυτός ο υποψήφιος θα είχε λάβει ακόμη περισσότερα από αυτό, κατά τη γνώμη μας θα είχε περάσει το όριο του 5 τοις εκατό με μια καλή, αποτελεσματική εκστρατεία που θα έφερνε μπροστά τα πολλά δεινά και τις μάστιγες που αντιμετωπίζει ο εργαζόμενος και καταπιεσμένος πληθυσμός που αγνοείται εντελώς από τα αστικά κόμματα και τους υποψηφίους. Φανταστείτε πόση επιρροή θα είχε αυτό στον σοσιαλιστή υποψήφιο στη συζήτηση μεταξύ των δύο γύρων. Αν μη τι άλλο, αυτό θα είχε δώσει στους σοσιαλιστές την ευκαιρία να επιστήσουν την προσοχή όλου σχεδόν του πληθυσμού στις πολιτικές τους και να εκθέσουν το αστικό πολιτικό κατεστημένο ανεπανόρθωτα.

Αυτή ήταν η διαφορά μεταξύ των δύο τακτικών.

Όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, το DIP δεν ψήφισε κανέναν από τους υποψηφίους σε κανέναν γύρο των προεδρικών εκλογών και ζήτησε ψήφο στο TKH επειδή αυτό ήταν το μόνο σοσιαλιστικό κόμμα που δεν κάλεσε για ψήφο στον ΚΚ και, επιπλέον και πολύ σημαντικό, υπήρξε σύμμαχος του DIP και των αντιΝΑΤΟϊκών θέσεων του κόμματός μας από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία.

Ανεβάζοντας τον πήχη: Η κατασκευή από τον RTE μιας υπεραντιδραστικής «αντι-αντιπολίτευσης»

Η κατασκευή του Γραφείου των Έξι, το οποίο στη συνέχεια αφομοιώθηκε στην Εθνική Συμμαχία, προκάλεσε μια αντίθετη κίνηση από το AKP. Έχοντας κοροϊδέψει το Γραφείο των Έξι και τις αναπόφευκτες υπεκφυγές, παλινωδίες και αναβολές του, ο RTE ένιωσε υποχρεωμένος να φέρει νέους παίκτες στη συμμαχία του. Υπήρχε ήδη ένα τρίτο, ξεκάθαρα φασιστικό κόμμα στη συμμαχία μεταξύ του AKP και του MHP. Αναζητώντας νέες δυνάμεις, ο RTE χτύπησε τρεις διαφορετικούς υποψήφιους συμμάχους, o ένας πιο επαίσχυντος από τον άλλο. Πρώτα υπήρχε το Κόμμα του Αλλάχ. Φυσικά, όποιος έχει ελάχιστη γνώση του ισλαμικού κόσμου θα σκεφτεί αμέσως τη Hezbollah (στην αραβική της μορφή) ή τη Hizbullah (στην τουρκική της μορφή). Αλλά όχι, αυτό ονομάστηκε από την περσική λέξη Huda και αποκαλέστηκε (με ελαφρώς τουρκοποιημένο τρόπο) Hüda-Par («Par» συντομογραφία του parti [κόμμα]). Και γιατί αυτός ο δανεισμός από τα Περσικά; Επειδή η αυθεντική Hizbullah που είναι ο πρόγονος αυτού του κόμματος στιγματίστηκε για πάντα στα τέλη της δεκαετίας του 1990 λόγω των δολοφονικών πράξεών της, όπως την ταφή των πτωμάτων των αυθαίρετα σκοτωμένων θυμάτων της, συμπεριλαμβανομένων ευσεβών γυναικών που φορούσαν τακτικά τη χιτζάμπ, κάτω από πλάκες από σκυρόδεμα, έτσι ώστε η δυσοσμία να μην κινούσε υποψίες. Το Hüda-Par είναι απλώς η συνέχεια αυτής της κεκαλυμμένης οργάνωσης! Δεν έχει εκλογική επιρροή. Παρόλα αυτά, έχει εκλέξει τέσσερις βουλευτές στο ψηφοδέλτιο του AKP! Αυτό που υπόσχεται στο ΑΚΡ ως σύμμαχο είναι η βία κατά του κουρδικού εθνικού κινήματος εάν και όταν παραστεί ανάγκη. «Τα αγόρια μας»!

Υπήρχε τότε το κόμμα που ιδρύθηκε από τον γιο του Ερμπακάν, τον ιστορικό ηγέτη του ισλαμιστικού κινήματος που αναφέρθηκε προηγουμένως, ανταγωνιζόμενος το τελευταίο κόμμα του Ερμπακάν πριν από τον θάνατό του, το οποίο είναι μέλος του Γραφείου των Έξι του ΚΚ. Ονομαζόταν Κόμμα της Επιστροφής στην Ευημερία, αφότου το Ευημερία ήταν το όνομα σειράς κομμάτων του Ερμπακάν υπό τα οποία είχε επιτυχία και τελικά ανέλαβε το αξίωμα του πρωθυπουργού. Η Επιστροφή της Ευημερίας είναι ασύγκριτα πιο αντιδραστική από το ιστορικό Κόμμα της Ευημερίας του Ερμπακάν. Πρακτικά θα οδηγήσουν στο διαχωρισμό των γυναικών -και εφόσον το AKP έδωσε πολλαπλές παραχωρήσεις που θα συνέβαλαν στην υποδούλωση των γυναικών- αν εφαρμοστούν ως επίσημα μέτρα.

Μια τελευταία πινελιά ειρωνείας. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει ο RTE είχε κοροϊδέψει το Γραφείο των Έξι. Όμως τελικά η «συμμαχία» του αριθμούσε και έξι κόμματα. Ο τελευταίος που ήλθε ήταν… το κόμμα του Ετζεβίτ. Οι αποστάτες είναι ένας συνηθισμένος τύπος στη σημερινή Τουρκία. Αλλά ένας ηγέτης του κόμματος του Ετζεβίτ να επιτίθεται στην Εθνική Συμμαχία επειδή ενεργούσε στο όνομα του «γκιαούρηδων», δηλαδή των απίστων, είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς ακόμη και σε αυτήν την ατμόσφαιρα.

Η αριθμητική είναι πολύ προσεγμένη και εδώ. Υποθέτοντας ότι δεν κλάπηκαν ψήφοι (και αυτό είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς τουλάχιστον για το MHP) στις κοινοβουλευτικές εκλογές, το AKP κέρδισε (και πάλι περίπου) το 35 τοις εκατό, το MHP δέκα τοις εκατό, το Κόμμα της Ευημερίας το 3 τοις εκατό και το άλλο φασιστικό κόμμα ένα τοις εκατό. Προσθέστε τα και έχετε το περίπου 49% του RTE!

Η βασική αιτία της ανθεκτικότητας του Ερντογάν

Δεν μπορούμε να ολοκληρώσουμε αυτό το κομμάτι χωρίς να αγγίξουμε το πιο καθολικό μάθημα και των δύο αυτών εκλογών και, γενικότερα, την επιτυχία του Ερντογάν να κουμαντάρει την αφοσίωση των μαζών, ιδιαίτερα των πληβειακών στρωμάτων του αστικού πληθυσμού, των ανθρώπων που ζουν στα μετόπισθεν των επαρχιακών πόλεων ειδικά στα «ενδότερα», την καρδιά της Ανατολίας και τους αγρότες. Το γιατί μια σχέση αγάπης έχει δέσει αυτές τις μάζες με τον αρχηγό τους για τόσο καιρό μπορεί να εξηγηθεί μόνο με βάση τη συγκεκριμένη ιστορία της Τουρκίας, ενός έθνους που, αφού απολάμβανε έξι αιώνες αυτοκρατορικής κυριαρχίας, βρέθηκε δραστικά περιορισμένο και καταρρακωμένο, στα γόνατα σε ακραία κατάσταση, στην αυγή του 20ού αιώνα. Για να κατανοήσουμε τους τρόμους που έχει προκαλέσει αυτό στην τουρκική ψυχή και να εμβαθύνουμε στις βαθύτερες αιτίες τους μέσα στην υλική ζωή της συσσώρευσης κεφαλαίου είναι θέμα προβληματισμού για μια άλλη εργασία. Αυτή την ανάλυση την κάναμε νωρίτερα στα τουρκικά. Δεν είναι εδώ το μέρος για να αναφερθούμε σε αυτήν την πολύ συγκεκριμένη πτυχή του τουρκικού ζητήματος.

Ωστόσο, όλες οι χώρες είναι συγκεκριμένες και ωστόσο πολλές μοιράζονται όλο και περισσότερο την ίδια μοίρα σχετικά με την άνοδο μιας συγκεκριμένης οικογένειας πολιτικών κομμάτων και ηγετών ενός έντονα τυραννικού είδους. Κάποιοι, ειδικά στις ιμπεριαλιστικές χώρες, είναι οι κληρονόμοι του φασισμού, αν και δεν έχουν τα τάγματα εφόδου τους, την πολιτοφυλακή τους, τις ομάδες των τραμπούκων τους, όπως οι μελανοχίτωνες του Μουσολίνι και τα SS και SA του Χίτλερ. Εμείς στο DIP αποκαλούμε αυτό το νέο είδος κόμματος πρωτοφασιστικό. Άλλοι είναι πιο στενά συνδεδεμένοι με τις συγκεκριμένες ιστορικές εξελίξεις των χωρών τους, όπως ο Μόντι στην Ινδία ή ο Ερντογάν στην Τουρκία. Υπάρχουν επίσης εκείνοι που βασίζονται στη μίμηση: η τυπολογία της Λατινικής Αμερικής φαίνεται να ταιριάζει σε αυτήν την κατηγορία, με επικεφαλής τον Μπολσονάρο. Δεν είναι όλοι φασίστες. Ο Μόντι είναι, αλλά όχι ο Ερντογάν. Το Ισλάμ έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες και αυτές είναι που δημιούργησαν τον Ερντογάν. Όσοι χαρακτήρισαν, με δεμένα μάτια, το καθεστώς του Ερντογάν ως «φασιστικό» την τελευταία περίοδο, αναζητούν απλώς μια δικαιολογία για να στηρίξουν το CHP. Και τι ειρωνεία να προσπαθεί κανείς να ρίξει ένα καθεστώς που χαρακτηρίζει «φασιστικό» με κοινοβουλευτικές μεθόδους! Καρικατούρα Μαρξισμού!

Ωστόσο, δείξαμε παραπάνω προσοχή στην αυξανόμενη πολιτική δύναμη του αρχικού, γνήσιου τύπου φασισμού στην Τουρκία επίσης. Επομένως, σε συνδυασμένη μορφή, αυτά τα δύο κινήματα μπορεί να πλησιάζουν όλο και περισσότερο στον φασισμό.

Όχι, από μόνος του, ο Ερντογάν δεν είναι φασίστας, αλλά μοιράζεται με τους φασίστες άλλων χωρών αυτό το κοινό χαρακτηριστικό να μιλάει στην καρδιά του κοινού λαού, όπως κανένας πολιτικός του κατεστημένου δεν μπορεί να το καταφέρει. Και το βασικό κλειδί της επιτυχίας του είναι ότι η αριστερά γενικά και η σοσιαλιστική αριστερά ειδικότερα, όπως και σε όλες τις χώρες για τις οποίες μιλάμε τώρα, έχει απογοητεύσει τον απλό λαό, συμπεριλαμβανομένης της εργατικής τάξης. Αυτός είναι ο λόγος που ο κόσμος έχει στραφεί στον Ερντογάν και σε όμοιούς του ηγέτες σε μια σειρά από χώρες.

Ο Ερντογάν μπορεί να έχει αποδυναμωθεί πολιτικά και μπορεί να υποφέρει από κακή υγεία προσωπικά. Αλλά οι εκλογές του 2023 έδειξαν ότι η Τουρκία απέχει πολύ από το να αφήσει πίσω αυτή τη φάση της ιστορικής της εξέλιξης. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται το σοσιαλιστικό/κομμουνιστικό κίνημα να μπει στη μάχη και να αρχίσει να μιλάει τη γλώσσα της εργατικής τάξης. Η εργατική τάξη, όπως και όλες οι πληβειακές μάζες της Τουρκίας, βρίσκονται υπό το ξόρκι του Ερντογάν. Ο δρόμος προς τα εμπρός λοιπόν είναι να τραβήξουμε αυτό το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Μόνο οι επαναστάτες σοσιαλιστές μπορούν να το κάνουν αυτό, αλλά όχι κάνοντας την ουρά στους αστούς πολιτικούς, αλλά επιδιώκοντας τη δική τους πορεία ταξικής ανεξαρτησίας.

30 Μαΐου 2023

Μετάφραση Γιαν. Σιμ.