“Μια νεκρή που περπατά ακόμα”
του Σάββα Μιχαήλ
«Νεκρή που περπατά ακόμη», αποκάλεσε ο πρώην υπουργός Οικονομικών των Τόρηδων Τζορτζ Όζμπορν την ηγέτιδα των Τόρηδων[1] Τερέζα Μέι μετά το εκλογικό φιάσκο της, στις 8 Ιουνίου. Αυτή η δηλητηριώδης, βιτριολική, ασεβέστατη δήλωση θα μπορούσε να ισχύσει και πέραν της Συντηρητικής πρωθυπουργού τής μετά-Brexit Βρετανίας. Με έναν έναν πολύ διαφορετικό, αντιφατικό τρόπο, ταιριάζει και στην 5η Δημοκρατία, που ιδρύθηκε το 1958 από τον Ντε Γκωλ στη Γαλλία, μετά την εμφανώς σαρωτική εκλογική νίκη του Εμμανουέλ Μακρόν στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών της 11ης Ιουνίου.
Ακόμα παραπέρα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η δήλωση για την “νεκρή που περπατάει ακόμα”, περιγράφει με ακρίβεια την άθλια κατάσταση που επικρατεί στην Ευρωπαϊκή (μη)Ένωση στο σύνολό της αλλά και πέρα από αυτήν, στον καπιταλιστικό κόσμο.
Σε κάθε περίπτωση, η Βρετανία βρίσκεται ήδη έξω από την ΕΕ, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των ήδη πολύπλοκων διαπραγματεύσεων με τις Βρυξέλλες. «Το Brexit είναι Brexit», όπως είπε η Τερέζα Μέι, όταν εκτίμησε λάθος το γενικό λαϊκό κλίμα που επικρατούσε στη χώρα μετά το δημοψήφισμα του 2016 και κάλεσε για πρόωρες εκλογές για να ενισχύσει την εξουσία της στο Κόμμα των Τόρηδων, όσο και στη χώρα γενικά. Τώρα, καθώς οι Συντηρητικοί έχασαν την πλειοψηφία τους, σε ένα «μετέωρο Κοινοβούλιο» όπου κανένα κόμμα δεν έχει πλειοψηφία, η Μέι αγωνίζεται απεγνωσμένα να επιβιώσει, διαπραγματευόμενη για μια μειοψηφική κυβέρνηση με τους ακροδεξιούς Ιρλανδούς Προτεστάντες του DUP[2]. Ακόμα χειρότερα, γι’ αυτήν και το Κόμμα της: ο ηγέτης του Εργατικού Κόμματος Τζέρεμι Κόρμπιν, ξορκισμένος σαν κάποιος «περιθωριακός ριζοσπάστης σοσιαλιστής», με την ταμπέλα του «Τροτσκιστή» από τα αστικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, με τη συνεχή επίθεση από τους δεξιούς Μπλαιρικούς του κόμματός του, είχε μια απροσδόκητη εκτόξευση στις εκλογές, πλησιάζοντας την είσοδο της πρωθυπουργικής Downing Street.
Μετά την έκπληξη του δημοψηφίσματος για το Brexit, και τη νίκη του ρατσιστικού τέρατος Τραμπ στο Λευκό Οίκο, ξανά επήλθε το απροσδόκητο – αυτή τη φορά, στην αριστερή πλευρά του πολιτικού σκηνικού.
Γιατί όλα πήγαν τόσο λάθος στους γενικούς πολιτικούς υπολογισμούς της Τερέζα Μέι, των Συντηρητικών, της ίδιας της βρετανικής μπουρζουαζίας;
Οι αστικές μέθοδοι σκέψης, ιδιαίτερα η εκλογολαγνεία, δεξιάς ή “αριστερής” κοπής, παραμένουν τυφλές μπροστά στην τεράστια πολιτική αποσταθεροποίηση, ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης που ξέσπασε το 2007, και η οποία προκαλεί ακραία πολιτική αστάθεια, απότομες στροφές και ζιγκ-ζαγκ, άλυτες καθεστωτικές κρίσεις σε όλες τις λεγόμενες «ανεπτυγμένες» καπιταλιστικές χώρες.
Στις τελευταίες ευρωεκλογές, το 2014, το ακροδεξιό UKIP[3] του Φάρατζ θριάμβευσε ενώ τώρα στις εκλογές του 2017 σχεδόν εξαφανίστηκε. Ο Κάμερον σκέφτηκε ότι είχε την ευκαιρία να κεφαλαιοποιήσει την έκρηξη του εθνικισμού και προσπάθησε να μανουβράρει απέναντι στην ΕΕ και τους ευρωσκεπτικιστές του κόμματος των Τόρηδων καλώντας το Δημοψήφισμα, υποστηρίζοντας, την ίδια στιγμή, ο ίδιος το στρατόπεδο της Παραμονής στην ΕΕ. Ο ελιγμός απέτυχε, το Brexit κέρδισε και ο Κάμερον βρέθηκε εκτός εξουσίας. Η Μέι σκέφτηκε ότι είχε μια σταθερή βάση («Το Brexit είναι Brexit») για να καθιερώσει την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία της πάνω στους Τόρηδες και στη χώρα ως μια νέα Θάτσερ και σαν ο καλύτερος διαπραγματευτής ενός «σκληρού Brexit». Έτσι κάλεσε πρόωρες εκλογές – και έχασε το στοίχημα.
Η Τερέζα Μέι και η άρχουσα τάξη υποτίμησαν εντελώς ότι πίσω από την αντιφατική πολιτική συμπεριφορά των μαζών, η οποία αντανακλάται στον στρεβλωτικό καθρέφτη των εκλογών, έχει συσσωρευτεί ένας εκρηκτικός κοινωνικός θυμός, ακόμη και απελπισία, ανάμεσα στους εργάτες και τους φτωχούς, μετά την καταστροφή που επέφερε η παρατεταμένη, άλυτη κρίση του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, κι η οποία δεν προκαλείται μόνον από την ΕΕ, ούτε, βεβαίως, από τον αιώνιο αποδιοπομπαίο τράγο της ακροδεξιάς, τους μετανάστες.
Η αντεργατική αλαζονεία του προγράμματος των Τόρηδων, συμπεριλαμβανομένου του πλήρως ανοϊκού «φόρου άνοιας[4]», έβαλαν φωτιά στο συσσωρευμένο δυναμίτη. Από την άλλη πλευρά, το σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα ενός Κόρμπιν, μισητού και στόχου επιθέσεων από όλες τις δυνάμεις της καπιταλιστικής τάξης, τον έκανε πόλο έλξης μιας κρίσιμης μάζας δυσαρεστημένων εργαζομένων, ιδιαίτερα των νέων, των ανέργων και των φτωχών της πόλης. Μια απότομη αριστερή στροφή καταγράφηκε στη μετα-Brexit Βρετανία, κι η οποία την έριξε σε μια δραματική καθεστωτική κρίση ενώ περιέπλεξε παραπέρα την ήδη μπλεγμένη διαδικασία του Brexit.
Η πηγή αυτής της αναταραχής είναι η συνεχιζόμενη δεκαετής και άλυτη παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, η οποία δε μπορεί να επιλυθεί με κοινοβουλευτικά μέσα, με τη λιτότητα των Τόρηδων – ή με τον Κορμπινικό νεοκεϋνσιανισμό. Όλες οι καπιταλιστικές οικονομικές στρατηγικές έχουν ήδη αποτύχει να ξεπεράσουν ή να «ρυθμίσουν» τις αντιφάσεις ενός σαπισμένου, παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού που έπαθε ενδόρηξη το 2007. Βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή της βαθύτερης κρίσης της αστικής τάξης στη χώρα και στην «Παλαιά Ήπειρο», όπου γεννήθηκε ο καπιταλισμός.
Λίγες μέρες αργότερα, η κρίση της αστικής τάξης πήρε άλλη μορφή στις εκλογές για μια νέα Κοινοβουλευτική Εθνοσυνέλευση στη Γαλλία. Μετά τη νίκη του στις προεδρικές εκλογές, ο Μακρόν καλωσορίστηκε από τα διεθνή mainstream μέσα ενημέρωσης ως ο μεγάλος νικητής και αδιαμφισβήτητος κυβερνήτης της χώρας, καθώς σχεδόν όλη η παραδοσιακή κομματική – κοινοβουλευτική αντιπολίτευση έχει εξατμιστεί, μαζί με τα όνειρά της για «συγκατοίκηση» με το νέο επίδοξο Βοναπάρτη.
Αλλά η γιγαντιαία αποχή άνω του 51% του εκλογικού σώματος καταδεικνύει ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι εχθρική τόσο απέναντι στο Μακρόν, όσο και σε όλο το υπάρχον διεφθαρμένο αστικό πολιτικό σύστημα. Ήδη στις Προεδρικές Εκλογές, ήταν σαφές και το είχαμε τονίσει και εμείς οι ίδιοι, ότι η 5η Δημοκρατία που ίδρυσε ο Ντε Γκωλ με ένα βοναπαρτιστικό πραξικόπημα το 1958, έχει καταρρεύσει. Τα παραδοσιακά κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα για δεκαετίες, αυτό της Δεξιάς κι αυτό της σοσιαλδημοκρατικής Αριστεράς, απορρίφθηκαν μαζικά από τους ψηφοφόρους. Τα αποτελέσματα των κοινοβουλευτικών εκλογών επιβεβαίωσαν αυτό το αδιάψευστο γεγονός. Καμία επιστροφή εκ νεκρών, κανένα θαύμα δε συνέβη.
Το ακροδεξιό Front National[5] της Μαρίν Λε Πεν είχε επίσης σοβαρή υποχώρηση, αποτυγχάνοντας προφανώς να γίνει πόλος έλξης της λαϊκής απόρριψης των παραδοσιακών κομμάτων και βαθαίνοντας τις δικές του εσωτερικές διαιρέσεις και την κρίση του μετά την αποτυχία των εκλογικών σχεδίων του.
Ο Μακρόν με την πλήρη υποστήριξη των ισχυρότερων τομέων της άρχουσας τάξης στη Γαλλία και στην ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, προωθήθηκε ως ο «νέος» σωτήρας του γερασμένου κοινωνικού συστήματος, βασίζοντας την άνοδό του «πέρα από τη δεξιά ή την αριστερά» στην οικοδόμηση ενός «νέου» σχηματισμού με τα πιο σάπια παλιά υλικά, καννιβαλίζοντας τα πτώματα των παραδοσιακών κομμάτων, της Δεξιάς και του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Οι υποψήφιοι της λεγόμενης «κοινωνίας των πολιτών» της La République En Marche, παρόλο που πολλοί απ’ αυτούς δεν είχαν περάσει ποτέ από εκλογική δοκιμασία κι ούτε μίλησαν ποτέ με τους ψηφοφόρους, προέρχονται από θέσεις εδραιωμένες στον κρατικό μηχανισμό και στις επιχειρήσεις. Αυτό το ψευτοκόμμα συγκροτήθηκε και προσπαθεί να λειτουργήσει σαν καπιταλιστική επιχείρηση – αλλά σε συνθήκες πτώχευσης του ίδιου του συστήματος. Δεν μπορεί να δημιουργηθεί ένας νέος ζωντανός οργανισμός συναρμολογώντας κομμάτια από νεκρά σώματα. Μόνο ένα τέρας του Φρανκενστάιν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα.
Στην πραγματικότητα, αυτό το Προεδρικό «Κόμμα» είναι η ενσάρκωση μιας 5ης Δημοκρατίας ήδη νεκρής – πρόκειται για μια République Zombie En Marche!
Σύμφωνα με το υφιστάμενο εκλογικό σύστημα, το Κόμμα του Μακρόν με μόνο το 16% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους θα έχει πιθανώς περισσότερο από το 70% των εδρών στο κοινοβούλιο. Ένα παλιό, φλύαρο talking shop καταντάει κι αναγνωρίζεται τώρα δημόσια σαν σκέτη, τυπική σφραγίδα των ήδη ειλημμένων αποφάσεων της προεδρικής κυριαρχίας.
Η ηττημένη αριστερά, συμπεριλαμβανομένων των περισσότερων από την άκρα αριστερά, δεν μπορεί να δει τους λόγους για την ήττα της, τη φύση της νίκης του Μακρόν – και την ευαλωτότητά του.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα σχεδόν εξαφανισμένο, πληρώνει το τίμημα όλων των προδοσιών του.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα έχει συρρικνωθεί και κατηγορεί… μόνο τον Μελανσόν, όχι ότι το ίδιο κατάντησε η ουρά του, όπως έκανε προηγουμένως και με την κυρίαρχη σοσιαλδημοκρατία.
Ο Μελανσόν κατηγορεί όλους τους άλλους και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Τα λεγόμενα «προοδευτικά» μέσα ενημέρωσης κατηγορούν τον Μελανσόν ως «πολύ ριζοσπαστικό» και «πολύ επιθετικό» μετά τις προεδρικές εκλογές, κι ότι γι’ αυτό έχασε τα κέρδη της Ανυπότακτης Γαλλίας στον πρώτο γύρο. Στην πραγματικότητα, αυτός ο αριστερός ρεφορμιστής, εθνικιστής και δημαγωγός, παραπλανά ένα τμήμα του πληθυσμού που μετακινείται προς τα αριστερά, αντιπροσωπεύοντας πάντα τη σχέση υποταγής ανάμεσα στα ριζοσπαστικά λαϊκά στρώματα με ένα τμήμα μιας «ριζοσπαστικής» αστικής και μικροαστικής τάξης. Ένα φαινόμενο παραδοσιακό στη Γαλλία, από την επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1848, ως το Λαϊκό Μέτωπο του 1936, με καταστροφικά πάντα αποτελέσματα. Σύμβολο αυτής της σύνδεσης με τη «ριζοσπαστική» αλλά πάντα αστική Γαλλία ήταν και είναι η εντολή του Μελανσόν να απαγορεύσει τις κόκκινες σημαίες ή τη «Διεθνή» ή ακόμα και τις σημαίες του PCF[6] από τις συγκεντρώσεις του.
Το NPΑ παραμένει ηττημένο και ηττοπαθές, ακόμη και πριν από τον πρώτο γύρο της 11ης Ιουνίου. Παρουσίασε τους δικούς του ανεξάρτητους υποψηφίους μόνο σε 28 από τις 577 περιφέρειες. Οι λόγοι δεν ήταν μόνον το οικονομικό κόστος, η έλλειψη οργανωτικής προετοιμασίας ή η προτίμηση στην εξωκοινοβουλευτική πάλη, όπως λέχθηκε κατόπιν εορτής. (Τουλάχιστον η Lutte Ouvrière κατάφερε να παρουσιάσει ανεξάρτητους υποψηφίους σε 553 περιφέρειες, κερδίζοντας ένα μικρό αριθμό ψήφων, 158.574, και ποσοστό 0,72% των ψηφισάντων).
Η ηττοπάθεια -όχι απλώς ο πεσιμισμός- έχει τις ρίζες του στις φιλελεύθερες αριστερές πολιτικές του που αρνούνται να δουν οποιεσδήποτε επαναστατικές δυνατότητες στο εγγύς μέλλον. Στο ανακοινωθέν στις 11ης Ιουνίου 2017, η ηγεσία του NPA δεν μπορεί να δει ούτε καν την κατάρρευση της 5ης Δημοκρατίας. Μιλά μόνο για «μια άρρωστη Δημοκρατία, όλο και πιο αντιδημοκρατική» – παρόλο που το καθεστώς που θεσπίστηκε το 1958 ήταν και είναι ήδη βοναπαρτιστικό και τα τελευταία χρόνια σε μόνιμη Κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης. Αδυνατώντας να δει οτιδήποτε πέρα από ένα αστικό δημοκρατικό καθεστώς, το NPA παραμένει τυφλό απέναντι στην κρίση του ίδιου του καθεστώτος, την οποία μπόρεσαν να δουν ακόμα κι ορισμένοι αναλυτές στον mainstream Τύπο (για παράδειγμα, βλ. Gael Brustier, “Législatives: vers la poursuite d’ une crise de régime”12 Ιουνίου 2017, www. Libération.fr/auteur/3188-gael-brustier”), και, φυσικά, δεν βλέπουν τον αντίκτυπο της τρέχουσας παγκόσμιας κρίσης στην ευάλωτη Προεδρία Μακρόν.
Έτσι, το ΝΡΑ δεν βρίσκει τίποτα άλλο για να κατηγορήσει τον Μελανσόν παρά μόνο για «διαίρεση της αριστεράς» (ποιάς αριστεράς;). Περιορίζεται τώρα να προτείνει μια αντιπολίτευση, λίγο-πολύ, σε συνδικαλιστική βάση εναντίον των αντεργατικών μέτρων του Μακρόν αμέσως μετά το δεύτερο γύρο.
Πράγματι, ο Μακρόν προετοιμάζει έναν άγριο ταξικό πόλεμο εναντίον των εργαζομένων για να καταστρέψει εντελώς τον Εργατικό Κώδικα, προχωρώντας πολύ πιο πέρα από τα χτυπήματα που έδωσε ήδη ο νόμος Ελ Κομρί, απολύοντας συνάμα 120.000 υπαλλήλους από το δημόσιο τομέα, κόβοντας τις συντάξεις των φτωχών και τους φόρους των πλουσίων. Ξεκινά από τώρα την επίθεση στον Εργατικό Κώδικα για να την ολοκληρώσει με «ordonnances – εντολές», νομιμοποιημένες από μια πλήρως ελεγχόμενη Συνέλευση μέσα στο καλοκαίρι μέχρι τις 20 Σεπτεμβρίου – μόλις τέσσερις ημέρες πριν από τις κρίσιμες εκλογές στη Γερμανία.
Οι επιθέσεις αυτές είναι απαίτηση όχι μόνο του γαλλικού καπιταλισμού αλλά και της γερμανικής άρχουσας τάξης και της ΕΕ για να αποκαταστήσουν τον βαρειά τραυματισμένο γερμανογαλλικό άξονα της ΕΕ, χωρίς τον οποίο δεν μπορεί να υπάρξει ούτε το ευρώ ούτε η ίδια η ΕΕ.
Η διαδικασία της αποσύνθεσης της μετά-Brexit ΕΕ δεν έχει σταματήσει. Και πρέπει να σημειώσουμε ότι όπως υπογράμμισαν οι Financial Times στις 12 Ιουνίου, οι εκλογικές αναταραχές στη Βρετανία και στη Γαλλία καθόλου τυχαία συμπίπτουν με τη συνάντηση του Γιούρογκρουπ στις 15 Ιουνίου για την χωρίς τέλος τραγωδία της ελληνικής χρεοκοπίας.
Στη Γαλλία και στην ΕΕ συνολικά, μπήκαμε σε μια περίοδο μεγάλων συγκρούσεων όπου η κινητοποίηση ενάντια στο αντεργατικό νόμο Ελ Κομρί το 2016 ήταν μόνο το πρελούδιο, μια πρώτη μάχη σε έναν κλιμακούμενο ταξικό πόλεμο.
Καθεστωτική κρίση σημαίνει κρίση κρατικής πολιτικής εξουσίας: ποια τάξη θα επικρατήσει και θα πάρει την τύχη -ή τη δυστυχία- της κοινωνίας στα χέρια της.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την εργατική τάξη δεν είναι η απουσία μαχητικότητας – η αγωνιστική της ικανότητα εξακολουθεί να υφίσταται παρά τις αποτυχίες. Ο κίνδυνος βρίσκεται στην απουσία μιας επαναστατικής μαρξιστικής ηγεσίας, ενός διεθνιστικού κομμουνιστικού κόμματος μάχης, με ρίζες στις προλεταριακές μάζες. Πρέπει να προετοιμαστούμε επειγόντως. Η Έκτακτη Ευρωμεσογειακή Διάσκεψη, η οποία πραγματοποιήθηκε με επιτυχία στην Αθήνα στις 26-28 Μαΐου, ήταν ένα βήμα και χάραξε δρόμους προς αυτή την κατεύθυνση. Πρέπει να συνεχίσουμε, να αγωνιστούμε, να οργανώσουμε την προετοιμασία της πάλης για την εξουσία των εργατών και την σοσιαλιστική ενοποίηση της Ευρώπης πάνω στα ερείπια της ιμπεριαλιστικής ΕΕ.
13 Μαΐου 2017
[1] Conservative Party, Συντηρητικό Κόμμα, επισήμως Conservative and Unionist Party, Συντηρητικό και Ενωτικό Κόμμα.
[2] Democratic Unionist Party, Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα
[3] UK Independence Party, Κόμμα Ανεξαρτησίας Ηνωμένου Βασιλείου
[4] Dementia tax, εξοντωτικός φόρς που πρότεινε η Μαίη για τους υπέργηρους συνταξιούχους
[5] Front National, Εθνικό Μέτωπο
[6] Parti Communiste Français, Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα