Προσυνεδριακός διάλογος: Διπλή θηλιά στο λαιμό του ελληνικού καπιταλισμού

Προσυνεδριακός διάλογος για το 16ο συνέδριο του ΕΕΚ

 

Τις διαστάσεις του χρέους της χώρας προς τους διεθνείς πιστωτές λαμβάνει σιγά -σιγά το χρέος του λαού προς το Δημόσιο, αλλά και το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία, αλλά και τις τράπεζες  ξεπέρασαν τα 230 δισ. ευρώ (129% του ΑΕΠ).

Την ίδια στιγμή, το εξωτερικό δημόσιο χρέος της Ελλάδας προς τις χώρες της ευρωζώνης ξεπερνά τα 330  δισ. ευρώ (186% ΑΕΠ).

Το θέμα αυτό επισημαίνεται με ιδιαίτερη έμφαση στο σχέδιο προοπτικών του ΕΕΚ για το 16ο συνέδριο.

Μάλιστα συνδέεται με την όλη επιχειρηματολογία του Κόμματος υπέρ της άποψης ότι ο ελληνικός ”κρίκος” στην ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική αλυσίδα έσπασε με τη χρεοκοπία του 2010 και έκτοτε δεν μπορεί να κολλήσει, παρά τα απανωτά Μνημόνια, αλλά και την προβλεπόμενη έξοδό του από αυτά το ερχόμενο καλοκαίρι.

Συγκεκριμένα, αναφέρεται στο προσυνεδριακό Σχέδιο Προοπτικών πως ”η παρούσα επιλογή της Ε.Ε. όσον αφορά τον «σπασμένο κρίκο» της Ελλάδας είναι η εξής: η σκόπιμη και συντονισμένη με την ελληνική κυβέρνηση δραστηριότητα να κρυφτεί η πραγματικότητα της αδύνατης επανασυγκόλλησης του «σπασμένου κρίκου», της χρεοκοπίας της Ελλάδας πίσω από την fake εικόνα ενός “success story”.  

Ο κρίκος, όμως, παραμένει οριστικά σπασμένος. Το δημόσιο χρέος παραμένει μη βιώσιμο και σ’ αυτό προστίθεται το αυξανόμενο βάρος του ιδιωτικού χρέους, έκφραση και τα δύο των άλυτων αντιφάσεων και δομικών ανεπαρκειών του καπιταλισμού στην Ελλάδα, που εξερράγησαν με την παγκόσμια κρίση”.

Τι σημαίνουν τα παραπάνω; Δύο πράγματα. Πρώτον, τα Μνημόνια, όχι μόνο δεν μείωσαν το δημόσιο χρέος προς τους διεθνείς δανειστές (που στην πλειοψηφία τους πλέον είναι τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης), αλλά δημιούργησαν ένα γιγάντιο ληξιπρόθεσμο ιδιωτικό χρέος προς τις τράπεζες και το Δημόσιο (εφορίες, ασφαλιστικά ταμεία).

Μ’ άλλα λόγια, τα Μνημόνια όχι μόνο δεν έλυσαν την κρίση στις χρηματο-οικονομικές σχέσεις μεταξύ του ελληνικού αστικού κράτους και των διεθνών δανειστών, αλλά δημιούργησαν μία πρωτοφανή κρίση στις χρηματο-οικονομικές σχέσεις μεταξύ του ντόπιου πληθυσμού και του ντόπιου κράτους και χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Η πρώτη κρίση, δηλαδή εκείνη που αφορά τις διεθνείς χρηματοοικονομικές σχέσεις του ελληνικού αστικού κράτους με τα άλλα αστικά ευρωπαϊκά κράτη είναι αξεδιάλυτα δεμένη με την δεύτερη κρίση που αφορά τις εγχώριες χρηματο-οικονομικές σχέσεις μεταξύ του ελληνικού αστικού κράτους και του πληθυσμού που ζει και εργάζεται εντός των συνόρων του.

Αυτό σημαίνει πως η μία κρίση δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί χωρίς να αντιμετωπισθεί η άλλη.

Ωστόσο εκείνο που συμβαίνει είναι το εξής : Η αντιμετώπιση της μίας εμποδίζει την αντιμετώπιση της άλλης, με συνέπεια να εκραγούν τελικά ξανά και οι δύο μαζί και όχι μόνο η μία, όπως συνέβη το 2010.

Συγκεκριμένα, η διασφάλιση της αποπληρωμής του εξωτερικού δημοσίου χρέους και, έτσι, η αντιμετώπιση της κρίσης των διεθνών χρηματο-οικονομικών σχέσεων του κράτους τα επόμενα χρόνια προϋποθέτει υψηλά πλεονάσματα στον κρατικό προϋπολογισμό.

Τα πλεονάσματα, όμως, αυτά χτίζονται μόνο με τη συνέχιση της φορομπηχτικής πολιτικής αλλά και των μειώσεων στις δημόσιες δαπάνες για μισθούς και συντάξεις του εγχώριου πληθυσμού της Ελλάδας, σε συνθήκες παραγωγικής αποσύνθεσης του εγχωρίου καπιταλισμού.

Ωστόσο, η ίδια αυτή πολιτική λιτότητας είναι που οδηγεί σε ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση των ληξιπροθέσμων οφειλών του πληθυσμού προς το Δημόσιο (εφορίες, ταμεία) και τις τράπεζες.

Οι οφειλές αυτές με τη σειρά τους εμποδίζουν οποιαδήποτε μακροχρόνια διατήρηση των πλεονασμάτων στον κρατικό προϋπολογισμό και έτσι την αντιμετώπιση της κρίσης στις διεθνείς χρηματο-οικονομικές σχέσεις του ελληνικού αστικού κράτους.

Παράλληλα, όμως, οι οφειλές του ντόπιου πληθυσμού προς το ντόπιο κράτος και ντόπιο χρηματοπιστωτικό σύστημα αποτελούν μία ολοένα και διογκούμενη ”νάρκη” στις σχέσεις μεταξύ του εγχώριου πληθυσμού από τη μια μεριά και του αστικού κράτους, του ντόπιου χρηματοπιστωτικού συστήματος αλλά και των μεγάλων καπιταλιστικών ομίλων στη χώρα από την άλλη.

Μάλιστα η εργατική τάξη δέχεται διπλή πίεση από την παραπάνω κρίση.

Πιο συγκεκριμένα, δέχεται την άμεση πίεση από την εφορία και τις τράπεζες για τα δικά της χρέη και, ταυτόχρονα, δέχεται την έμμεση πίεση από τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις στις οποίες εργάζεται λόγω των χρεών των ίδιων αυτών των επιχειρήσεων.

Και αυτό γιατί οι επιχειρήσεις μετακυλίουν τα βάρη των δικών τους χρεών πάνω στους εργαζομένους μέσω περικοπών στους μισθούς, εντατικοποίησης των ρυθμών δουλειάς αλλά και απολύσεων.

Την ίδια ώρα, οι εργαζόμενοι δέχονται το άγριο κυνήγι της εφορίας και των εισπρακτικών μηχανισμών των τραπεζών.

Το πεδίο της αναμέτρησης μεταξύ των εργαζομένων και γενικότερα των φτωχών λαϊκών στρωμάτων με το κράτος, τις τράπεζες και τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις στην πραγματικότητα έχει μπει σε ένα εντελώς νέο στάδιο, το οποίο θα γίνει πιο ορατό ολοένα καθώς πλησιάζουμε στην ”έξοδο” από τα Μνημόνια. Συνιστά, δε, ένα νέο στάδιο της κρίσης της αστικής εξουσίας.

Βασικό χαρακτηριστικό του νέου σταδίου θα είναι η άμεση απαίτηση του αστικού κράτους και των τραπεζών να πάρουν πίσω τα χρωστούμενα του λαού, την ίδια ώρα που ο λαός θα παραμένει αιχμάλωτος της μνημονιακής λιτότητας παρά το ”τέλος” των Μνημονίων.

Όπως τονίζεται στο ίδιο προσυνεδριακό σχέδιο προοπτικών ”η παρούσα κρίση εξουσίας, η κρίση του αστικού καθεστώτος ως καθεστώτος, σημαίνει, πρώτα-πρώτα, αδυναμία της κεφαλαιοκρατίας να συγκεντρώσει εκείνους τους απαραίτητους όρους αντιμετώπισης της τρέχουσας παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, οι οποίοι θα της επιτρέψουν να σταθεροποιήσει την πολιτική και ταξική της κυριαρχία.” .

Καμία κυριαρχία της αστικής τάξης στην Ελλάδα δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί αν ο λαός δεν αναγκασθεί να πληρώσει (ή έστω να ξεκινήσει να πληρώνει) το χρέος του προς το κράτος και της τράπεζες. Για να το κάνει αυτό θα πρέπει να δεχθεί, για δεύτερη φορά μέσα στην τελευταία 8ετία, μια γιγάντια υποβάθμιση των όρων ζωής του. Η πρώτη φορά ήταν όταν υπέστη μαζικές περικοπές στο εισόδημά του από τα ”τσεκούρια” στους μισθούς, τις συντάξεις και έπειτα στις θέσεις εργασίας. Ωστόσο, δεν δέχθηκε απόλυτα να πληρώσει τα παλιά αλλά και νέα χρέη που του φόρτωσε ο καπιταλισμός.

Το αστικό πολιτικό σύστημα ως όλο, αλλά και όλες οι πολιτικές δυνάμεις κάθε άλλο παρά έχουν ετοιμασθεί επαρκώς γι’ αυτήν την επερχόμενη κοινωνική αναμέτρηση, η οποία εμπεριέχει όλα τα έως τώρα άλυτα ζητήματα (όπως π.χ. η κρίση εξωτερικού χρέους) αλλά και απαιτήσεις των μαζών για παροχές.

Αυτό σημαίνει πως μια νέα πολιτική κρίση είναι μπροστά μας.

Από αυτήν την άποψη είναι που αξίζει να υπενθυμίσουμε και πάλι το σχέδιο προοπτικών του ΕΕΚ για το 16ο συνέδριό του, σύμφωνα με το οποίο ”η ίδια παγκόσμια κρίση, στο έδαφος ενός κοινωνικού ναρκοπέδιου, στο σταυροδρόμι όλων των διεθνών αντιφάσεων και ανταγωνισμών, εμποδίζει την διαμάχη για την κυβερνητική καρέκλα μεταξύ των μηχανισμών Τσίπρα και Μητσοτάκη να αποκρυσταλλωθεί σε εναλλακτικό πολιτικό σύστημα αστικής κυβερνητικής διαχείρισης της καπιταλιστικής χρεωκοπίας. ”.

Αυτό θα είναι το κεντρικό διακύβευμα της διετίας 2018 -2019.

Ορισμένοι αστικοί κύκλοι το γνωρίζουν ήδη. Στο Κυριακάτικο ”ΒΗΜΑ’ των περασμένων Χριστουγέννων γράφτηκε το εξής : ”Η επόμενη ημέρα των μνημονίων μπορεί να κυριαρχηθεί από τις απειλές ενός πληθωρισμού αιτημάτων από όλες τις πλευρές και από τις συνέπειες του αναπόφευκτου εκλογικού κύκλου, ο οποίος, αν δεν έχει ήδη ανοίξει, θα ανοίξει σίγουρα μετά τον Αύγουστο του 2018.

Ήδη οι δημόσιες δαπάνες είναι απόλυτα πιεσμένες στον υπέρτατο βαθμό, σε σημείο που να απειλείται η εύρυθμη λειτουργία του κράτους και των υπηρεσιών του. Έπειτα από οκτώ χρόνια περιορισμών και συνεχούς περιστολής αναδεικνύονται άπειρα λειτουργικά προβλήματα, άλλα μικρότερα και άλλα μεγαλύτερα. Λογικά λοιπόν την επομένη των μνημονίων θα αναπτυχθεί κύκλος «δίκαιων» αιτημάτων, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα θα λάβει μυθικές διαστάσεις αν συμπέσει με τον επερχόμενο εκλογικό κύκλο, κατά πάσα πιθανότητα θα είναι μακρύτερος και βασανιστικότερος, γιατί κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει την επίτευξη αυτοδύναμων κυβερνήσεων. Το πιθανότερο είναι να χρειαστούν συμμαχικές κυβερνήσεις, ενώ θα εκκρεμεί η προοπτική προκήρυξης νέων εκλογών καθώς στις αρχές του 2020 θα εκκρεμεί και η εκλογή νέου Προέδρου Δημοκρατίας”.

Γι’ αυτά ετοιμάζονται κάποιοι στην αστική τάξη. Εμείς;

Δ.Κ.