Δημήτρης Ι. Κατσαγάνης

(Ο φίλος, ο άνθρωπος, ο ποιητής)

Όπως θα γνωρίζετε οι περισσότεροι, με τον Δημήτρη Κατσαγάνη υπήρξαμε συνάδελφοι εν βιοπορισμώ, αλλά και φίλοι γκαρδιακοί. Γνωριστήκαμε μάλλον αργά, όταν πλησιάζαμε στα σαράντα μας χρόνια, αυτό ωστόσο δεν εμπόδισε σε τίποτα την ανάπτυξη μιας στέρεης φιλίας. Η κοινή μας αγάπη για την ποίηση, οι κοινές –από δύσκολες έως σκληρές– συνθήκες δουλειάς, οι κοινές αιτωλικές μας ρίζες ήταν, ασφαλώς, παράγοντες που έθρεψαν αυτή τη φιλία. «Από κει και πέρα», κατά το γνωστό στερεότυπο, ο καθένας μας εκτίμησε προφανώς κάποια από τα χαρακτηριστικά του άλλου. Ας επαναλάβω λοιπόν, μ’ αυτή την πένθιμη ευκαιρία, αυτά που και άλλοτε έχω πει για τον χαρακτήρα του, για ό,τι πολύ εκτίμησα και αγάπησα σ’ αυτόν.
Ο Δημήτρης υπήρξε άνθρωπος τίμιος με τον εαυτό του και με τους άλλους. Εννοούσε να λέει πάντοτε αυτό και μόνον αυτό που θεωρούσε σωστό, χωρίς να τον απασχολεί ούτε κατ’ ελάχιστον το ενδεχόμενο να γίνει δυσάρεστος. Έμεινε πιστός στις ιδέες του ως το τέλος, σε πείσμα του συρμού της εποχής και σε πείσμα δυνάμεων τεραστίων και ανεξέλεγκτων που δείχνουν ακατανίκητες. Με κάποιον τρόπο, συναντιόνταν –και «έδεναν»– εντός του η αγωνία και η σιγουριά, η απόλυτη πεποίθηση και η κατανόηση, ενίοτε η οργή και πάντοτε η τρυφερότητα. Νομίζω υπήρξε ένα θαυμάσιο κράμα πείσματος και ρομαντισμού – ενός, όμως, ρομαντισμού που δεν έχει καθόλου να κάμει με μεγαλοστομίες και που, κατά παράδοξο ενδεχομένως τρόπο για πολλούς, δεν χάνει ούτε στιγμή την επαφή του με το στέρεο έδαφος της πεζής και συνήθως σκληρής πραγματικότητας.
Για την ποίηση του Δημήτρη έχω μιλήσει και παλαιότερα, πριν και μετά από τη φυγή του. Αισθάνομαι, ωστόσο, ότι αυτή τη φορά τα πράγματα κάπως διαφέρουν:      
Φαίνεται πως ένας χρόνος δεν είναι μόνο διάστημα ικανό να μας επιβάλει την παραδοχή της απώλειας πολύτιμου φίλου, όσο κι αν αυτή η απώλεια ήταν πρόωρη, όσο κι αν μας είχε βρει απροετοίμαστους. Είναι, κατά πάσαν πιθανότητα, και διάστημα  κατάλληλο για ν’ αρχίσει ο, κατασταλαγμένος πλέον, εντοπισμός των κύριων χαρακτηριστικών του έργου ενός ποιητή· δεν ομιλώ, φυσικά, για αποτίμηση και μάλιστα με αξιώσεις οριστικότητας, αυτή είναι άλλη ιστορία που απαιτεί χρονικά μεγέθη τα οποία μας υπερβαίνουν.
Η ποίηση, ως γνωστόν, παράγεται από τη ζωή – και, για να είμαι ακριβέστερος, παράγεται από την αλήθεια της ζωής. Με άλλα λόγια, αυτό που, κατά τη σολωμική διδαχή «πρέπει […] με δύναμη να συλλάβει ο νους» και «η καρδιά θερμά να αισθανθεί», απαιτείται να ανταποκρίνεται σε βαθιά έγνοια και σε καθημερινή πράξη, σε αυθεντικό «τρόπο ζωής» του ποιητή. Αν αυτό δεν συμβαίνει, μπορεί ενδεχομένως ο επίδοξος δημιουργός να αραδιάσει ωραίες εικόνες και γυαλιστερούς στίχους, ποίηση, ωστόσο, δεν είναι καθόλου σοφό να περιμένουμε απ’ αυτόν.
Από τη ζωή, λοιπόν, του Δημήτρη αναδύεται η ποίησή του, από τον τρόπο με τον οποίο πορεύτηκε στη ζωή του (σύμφωνα με τον χαρακτήρα του, για τον οποίο μίλησα λίγο πριν)  προκύπτουν φυσιολογικά, οργανικά, οι θεματικοί άξονες της ποίησής του, οι «έμμονες ιδέες» με τις οποίες αυτή συμπλέκεται, πλέκεται και αναπτύσσεται –ή, άλλως, εξελίσσεται– απ’ αρχής μέχρι τέλους: Η ζωή με τις βασικές της συνιστώσες, τον έρωτα και το θάνατο, η ομορφιά της φύσης δοσμένη πάντα με τρόπο που να μαρτυρεί την αρχέγονη, μυστική σχέση του ανθρώπου με το φυσικό του περιβάλλον, η ποίηση και το ποίημα, η Ιστορία με το θηριοτροφείο της  που αποκαλούμε «κοινωνία» και η Επανάσταση. Αυτά έχω, τουλάχιστο προσωπικά, προσλάβει ως κύριες θεματικές σταθερές της ποίησης του Δημήτρη. Καθόλου δεν αποκλείω, ωστόσο, το ενδεχόμενο κάτι να μου διαφεύγει (για την ακρίβεια, κάτι να έχω υποβαθμίσει), γι’ αυτό και σπεύδω να διευκρινίσω ότι ομιλώ με την ιδιότητα του αναγνώστη, όχι εκείνη του κριτικού, την οποία ασφαλώς και σέβομαι και εκτιμώ, αλλά δεν διαθέτω. Ως απλός αναγνώστης λοιπόν μπορεί, ως ένα βαθμό, αγόμενος από τις δικές μου εμμονές, να έχω αυθαιρετήσει όταν συμπέραινα ότι αυτό ή εκείνο είναι διαχρονικό στην ποίηση του Δημήτρη και το άλλο περιστασιακό.
Αυτά ως προς τα θέματα που διατρέχουν την ποίησή του. Επειδή όμως αυτή η τελευταία είναι τέχνη, πρωτίστως μας ενδιαφέρει η μορφή της, στοιχείο φαινομενικά εξωτερικό που όμως αποτελεί την ουσία της. Μας ενδιαφέρουν οι λεγόμενες «επιρροές», οι δοκιμές και οι –κάποτε δαιδαλώδεις– διαδρομές, μας ενδιαφέρει η αγωνιώδης αναζήτηση των τρόπων έκφρασης, η εκάστοτε προκρινόμενη ή επινοούμενη μέθοδος, το εν τέλει προσωπικό ύφος του δημιουργού. Έχοντας πάντα κατά νουν όσα ήδη είπα για την ιδιότητά μου ως απλού αναγνώστη, θα επιχειρήσω τώρα τη συνοπτική παράθεση των, κατά τη γνώμη μου, βασικών συνιστωσών της ποίησης του Δημήτρη, όπως αυτές προκύπτουν και κατασταλάζουν μέσα μου ύστερα από μακροχρόνια παρακολούθηση και με το οδυνηρό δεδομένο ότι πλέον η εξελικτική της πορεία έχει φτάσει στο παράκαιρο τέρμα της.
Βασικό γνώρισμά της θεωρώ την κρυπτικότητά της. Για την ακρίβεια, ωστόσο, πρόκειται για κρυπτικότητα η οποία εύκολα αλώνεται, φτάνει να έχει ο αναγνώστης τη διάθεση της μετοχής στο έργο. Ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με γραφή ελλειπτική, με οικονομία λόγου που επιτυγχάνεται διά της αφαίρεσης όλων των λέξεων που δεν συνιστούν βασικούς αρμούς της φράσης. Φαίνεται πως ο ποιητής θεωρεί αυτή την αφαίρεση αναγκαία προκειμένου ο λόγος του να γίνεται εναργής, το κείμενο να δηλώνει την ποιητική του ταυτότητα και ν’ αποκτάει την απαιτούμενη φόρτιση. Συν τω χρόνω, ωστόσο, παρατηρούμε ότι αυτή η –έτσι κι αλλιώς επιφανειακή, κατά τα ανωτέρω– ερμητικότητα υποχωρεί· τουλάχιστο στις δύο τελευταίες συλλογές τα ποιήματα είναι πολύ πιο ευκρινή, πολύ πιο εύκολα προσβάσιμα.
Άλλο, ορατό διά γυμνού οφθαλμού, στοιχείο ύφους της ποίησης του Δημήτρη βρίσκω τη χαμηλή φωνή. Από αρχής μέχρι τέλους, και ανεξαρτήτως θέματος με το οποίο καταπιάνεται, εξαιρετικά σπάνια επέτρεψε στην υποβόσκουσα ένταση να βγει στην επιφάνεια.
Θα αναφέρω, ακόμη, την άρδευσή του απ’ τον δημοτικό λόγο και ιδιαίτερα απ’ το δημοτικό μας τραγούδι. Ο ήχος, αρκετές φορές και η λέξη, του δημοτικού στίχου, ακούγονται με σταθερή πυκνότητα στην ποίησή του. Όπως, ωστόσο, έχω αναφέρει και παλαιότερα, στα νεανικά του έργα ο δημοτικός τρόπος εμφανίζεται αμεσότερα, ηχεί ζωηρότερα, ο δημοτικοφανής στίχος θέλει να τονίσει την προέλευσή του και, παρά την ήδη συντελεσθείσα αφομοίωση, το καταφέρνει. Αντίθετα, στις ύστερες συλλογές η αφομοίωση έχει ολοκληρωθεί, το πάνω χέρι έχει πλέον ο προσωπικός τόνος, ο λόγος του προσωπικού δημιουργού «τραβάει» τον δημοτικό λόγο προς το μέρος του, ακόμα κι όταν παρατίθενται ατόφιοι δημοτικοί στίχοι μέσα σε εισαγωγικά. Το τελευταίο αυτό αποτελεί και ένα από τα πλέον εμφανή στοιχεία της εξέλιξης της ποίησης του Δημήτρη, και δεν χρειάζεται πιστεύω να υπομνησθεί πόσο η εξέλιξη είναι αναγκαία στο έργο ενός δημιουργού, όπως ακριβώς σε κάθε ζωντανόν οργανισμό.
Ελπίζω, μ’ αυτές μου τις παρατηρήσεις, να έχω δώσει ένα κάπως σαφές περίγραμμα της ποίησης του Δημήτρη Κατσαγάνη. Δεν θα ήθελα, ωστόσο, να κλείσω τη σύντομη αυτή προσέγγισή μου χωρίς να μνημονεύσω ένα σταθερό εκφραστικό της καταφύγιο, αποκαλυπτικό μιας βαθιάς, ως φαίνεται, αγάπης του ποιητή. Πρόκειται για τα πουλιά. Τα συναντάμε με εξαιρετική πικνότητα στις σελίδες των βιβλίων του, τ’ ακούμε συχνά να κελαηδούν, τα βλέπουμε συχνότερα να πετάνε, πότε απλώς στον αέρα, κάποτε στον ουρανό, άλλοτε ένα ένα, κάποια φορά «δυοδυο, δυοτρια», άλλην σμήνη ολόκληρα, φορές φορές στέκονται στο κλαδάκι τους ή περπατούν στο έδαφος, κάποιο «χοροπηδάει και παίζει», άλλο ανασηκώνει τα φτερά του. Άλλοτε αναφέρονται απλώς ως «πουλιά», άλλοτε μας συστήνονται με τ’ όνομά τους: γλάροι, σπουργίτια, περιστέρια, πέρδικες και τρυγόνες (θαρρώ τα πιο αγαπημένα του), γεράκια, δρυοκολάπτες, κοράκια, κουκουβάγιες, αηδόνια, όλα έχουν τη θέση τους σ’ αυτή την ποίηση, όλα βρίσκουν κλαδάκι να κουρνιάσουν στις σελίδες της νιώθοντας τόσο άνετα όσο νιώθει κανείς μέσα στο σπίτι του και, ασφαλώς, συμβάλλοντας –ως γνήσια πετούμενα– στην απογείωσή της.
Θα διαβάσω λίγα μικρά αποσπάσματα και μεμονωμένους στίχους, τόσο για την ομορφιά τους, όσο και γιατί δείχνουν τρόπο χειρισμού της εικόνας, μετουσίωσή της σε ποίηση:
Να σου το πει ο γλάρος που πετάει αλάνθαστα / γράφοντας τ’ όνομά σου με φτερά και λευκό αλάνθαστα, (Ε13)
Πέτρες ζωντανές / με το σπουργίτι / παιδικό χιόνι (Ε27)
Ένα πουλί κι ο ουρανός / γράφονται στην άκρη του κλαριού (Ε33)
Στα μάτια σου κυνηγήθηκα με τα πουλιά (Ε40)
Ονειρεύτηκα γλάρους σε μαύρο ουρανό, και το πρωΐ ήρθες, / ολόασπρο πουκάμισο.  (ΣΠΙ38)
πουλιά και βραδινά κλαριά / που ανάδευε η σελήνη […] (ΠΟΝ12)
Το δάσος συλλαβίζει τ’ αηδονιού το λάλημα (ΠΟΝ53)
Ένα περιστέρι κάθισε άφθονο στο μάρμαρο (ΠΟΝ54)
Όπως συνεννοείται ένα πουλί με τον ουρανό (Δ14)
και με το αηδόνι που φιλοσοφεί / και μες στα φύλλα λακωνίζει. (Δ22)
Ο ουρανός εποπτεύει τα πουλιά (Δ35)
Από έναν κόσμο επιστρέφω / όπως τα πουλιά από το δάσος / στο κλαρί τους. (Δ44)
Μιλώ όπως οι αθώοι στο πεπρωμένο τους / και τα πουλιά στον ουρανό και στα φτερά τους. (Δ48)
Έρχονται όμως τα αποδημητικά πουλιά / των πέντε ηπείρων και των ουρανών / να πάρουν τα μικρά τους / κρώζοντας χάχανα Στυμφαλικά / πάνω στην όαση. (Δ57)
Τα πουλιά, / διδακτικά του γένους στον ορίζοντα / περνούσαν και ανάδευαν συστατικά τη φύση. (ΑΕ12)
Οι λέξεις λιγοστά πουλιά / φτερουγίζαν στο χειμώνα. (ΑΕ21)
φτερούγισμα όλων των γερακιών στην έρημο. (ΑΕ24)
Έλεγα να περνούσε ένα πουλί / κι έσπευσε μαύρο χατίρι / ο κόρακας. (ΑΕ36)
και κείνο το αηδόνι το μοναχό / όταν λαλεί μ’ εκθέτει (ΑΕ43)
Κοιτώντας την πλαγιά  και ρίχνοντας στο θάνατο / το ’να πουλί μηνούσε στ’ άλλο / και περνούσαν.(ΑΕ61)
Τα χείλη σου μετέωρα, / κόκκινα πουλιά στο χάος (ΑΕ69)
Βλέποντας αίφνης / ακρόκλαρο σπουργίτι (ΑΕ72)
κι ένα πουλί μικρό και μέγα δίδαγμα / στις φυλλωσιές τριγύρου φτερακίζει  (ΑΕ74)
Και, τέλος, θα διαβάσω απ’ τα ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ένα σύντομο ποίημα, όπου τα πουλιά έχουν καίριο ρόλο, και όπου μάλλον συνοψίζονται όλα όσα έχω πει:

28
Η πέτρα είναι αίτημα
εμού του ακατασκεύαστου.
Αυγούλα φως κι όλα μάτια γίνονται.
Σταγόνα τριαντάφυλλο οπλισμένη
και στ’ ανοιχτά και στα κλειστά όπου πέφτει
κελαηδισμός, κλαρί, φτεράκισμα                                                      
συνομιλία κορυφών με θεωρία.
Στον αέρα το γεράκι
κόβει ορθά το Σύμπαν
ο τόπος στύβεται
κάτι στο νου να δώσει.
Έλα λοιπόν λυδία λέξη,
ποίημα μονοστάγονο
δαιμόνιο μέλλον.