Η Δημοκρατία στην Αμερική: από τον ντε Τοκβίλ στον Τραμπ
του Χόρχε Αλταμίρα
Η εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ σηματοδοτεί μια πολιτική στροφή προς τον Βοναπαρτισμό, δηλαδή, προς ένα καθεστώς προσωπικής εξουσίας με αντιδραστικό περιεχόμενο. Αυτό είναι πέραν της συγκέντρωσης εξουσίας που εγγυάται το Αμερικάνικο προεδρικό σύστημα.
Ο χαρακτηρισμός των Ηνωμένων Πολιτειών ως μιας δημοκρατίας αγροτικών ολιγαρχιών, συνοδευόμενης από μια συμβολική Εκτελεστική Εξουσία, είναι ιστορικά λανθασμένος, κι ακόμα περισσότερο σε σχέση με την επακόλουθή τους ανάπτυξη. Ο πόλεμος με το Μεξικό, ο Εμφύλιος Πόλεμος, η ντε φάκτο προσάρτηση της Κούβας, οι διαδοχικές χρηματιστικές κρίσεις στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα και οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι οδήγησαν σε έναν ισχυρό κρατικό συγκεντρωτισμό· οι «ρυθμιστικές» υπηρεσίες σε όλα τα πεδία, ιδιαίτερα οι υπηρεσίες στο πεδίο της εθνικής ασφάλειας, είναι, για όλα τα πρακτικά ζητήματα, πέραν του ελέγχου του Κονγκρέσου. Αυτό το φαινόμενο αναπτύχθηκε πιο φανερά, σαν αποτέλεσμα μιας διαρκούς κούρσας πυρηνικού εξοπλισμού, ενός νέου κύκλου πολέμων, ξεκινώντας με την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και τελικά (αν αυτός ο όρος γίνεται να χρησιμοποιηθεί), με την καπιταλιστική χρεοκοπία που τώρα είναι στον 8ο χρόνο της (και της οποίας το επίκεντρο ήταν ακριβώς οι ΗΠΑ)- ή, πηγαίνοντας ακόμα παρά πέρα, στην Ασιατική κρίση του 1997, για να μην αναφερθούμε στη βιομηχανική και χρηματιστική κρίση της δεκαετίας του 70. Δεν είναι τυχαίο ότι η Κλίντον προειδοποίησε στην εκστρατεία της για τον κίνδυνο του να βάλει ο Τραμπ τα χέρια του στην πυρηνική σκανδάλη. Αυτή η πιθανότητα από μόνη της, ψέλνει τον επιτάφιο για οποιαδήποτε πολιτική δημοκρατία και φυσικά για όλο το υπάρχον κοινωνικό σύστημα.
Η Εκστρατεία Υπέρ του Πραξικοπήματος
Αυτό που μόλις τέλειωσε είναι μια εκλογική καμπάνια που από την αρχή χαρακτηρίστηκε από την ανάδειξη μιας πολιτικής κρίσης εξαιρετικού μεγέθους: τόσο μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα, με την χωρίς προηγούμενο νίκη ενός «αριστεριστή», του Μπέρνι Σάντερς, επί της Κλίντον, σε είκοσι πολιτείες· και ιδιαίτερα με το τεχνικό νοκ-άουτ του μηχανισμού του κόμματος των Ρεπουμπλικάνων στα χέρια κάποιου που επιδείκνυε τον εαυτό του σαν μίντια «κλόουν», ένα σκιώδη επιχειρηματία και πολυάσχολο εκατομμυριούχο. Ένα αποτέλεσμα διαφορετικό από το τελικό, θα είχε σα συνέπεια, απλώς μια στροφή στον οδικό χάρτη αυτής της πολιτικής κρίσης, αλλά σε καμία περίπτωση το ξεπέρασμά της. Αυτή η κρίση επίσης χρειάζεται να τεθεί σε ιστορική προοπτική, όπως εξελίχθηκε από την δολοφονία του Τζον Κέννεντυ και του αδερφού του Ρόμπερτ· την κατάρρευση της κυβέρνησης Κάρτερ· την ήττα στο Βιετνάμ και την καθαίρεση του Νίξον· την εκλογική απάτη που επέτρεψε την ήττα του Αλ Γκορ από τον Τζορτζ Μπους τζούνιορ. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα παρουσιάζει μια δεκαετία μακράς κατεδάφισης της ανάπτυξής του, με την εμφάνιση του φασιστικού Tea Party (Κόμμα του Τσαγιού).
Η εκλογική καμπάνια που μόλις έκλεισε είχε τον οριστικό χαρακτήρα ενός πραξικοπήματος, από τη στιγμή που σημαδεύτηκε από τις «διαρροές» του μηχανισμού ασφάλειας εμπλέκοντας τους υποψήφιους και μια εσωτερική πάλη ανάμεσά τους, την οποία ο φιλο-Τραμπ δήμαρχος της Νέας Υόρκης Ρόμπερτ Τζουλιάνι, ο εφευρέτης της καμπάνιας «μηδενικής ανοχής», περιέγραψε ως «εξέγερση». Η «εκκαθάριση» που ο Τραμπ θα κάνει στο FBI μας υπενθυμίζει τον δικό μας (Αργεντίνο) Στιούσο, την ειδική δύναμη «Γκρούπο Χαλκόν», του Λαγκομαρσίνο και του Νίσμαν.
Είναι η τελμάτωση, «ηλίθιε»
Η νίκη της Κλίντον δεν θα αντιπροσώπευε τη μετάβαση στην «συνέχεια» αλλά περισσότερο στην τελμάτωση και μάλιστα μπροστά στην σκληρή όψη μιας παγκόσμιας κρίσης που δεν παύει ποτέ να μεγαλώνει. Αυτό σημαίνει, ότι η Κλίντον θα έπρεπε να ηγηθεί μιας κυβέρνησης η οποία δεν θα ήταν βέβαιο ότι θα εξαντλήσει την θητεία της. Το δημόσιο χρέος, τώρα στα 14 τρισεκατομμύρια δολάρια (που μαζί με αυτό των πολιτειών και των δήμων άνετα φτάνει στα 20 τρις δολάρια, 120% του ΑΕΠ) πρόκειται να φτάσει τα 22 τρις δολάρια το 2025 με αυτό της Ομοσπονδιακής κυβέρνησης να είναι συνολικά στα 30 τρις δολάρια – μη υπολογίζοντας τα «δικαιώματα» (τις μελοντικές κοινωνικές ασφαλιστικές πληρωμές). Η εξυπηρέτηση του χρέους θα φτάσει από τα 250 δις δολάρια στα 800 δις δολάρια σε πληρωμές των τόκων κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου. Η Ρωσία, η Κίνα, η Ιαπωνία, η Σαουδική Αραβία κατέχουν περισσότερο από το μισό του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ, τη στιγμή που και οι τέσσερις αντιμετωπίζουν διάφορες χρηματιστικές κρίσεις. Οι καταστροφικές για την παγκόσμια οικονομία συνέπειες από την πώληση αυτού του χρέους, είναι ένα επανερχόμενο θέμα στο περιθώριο των διεθνών χρηματιστικών συνεδριάσεων.
Η «οικονομική ανάκαμψη» που επαγγέλθηκε η Κλίντον στο όνομα του Ομπάμα δεν είναι μόνο ένα «κακέκτυπο», δεδομένου ότι αποτυγχάνει να αναφερθεί στη συρρίκνωση του ενεργού εργαζόμενου πληθυσμού (αυτούς που ψάχνουν για δουλειά) ή την χειροτέρευση της ποιότητας της εργασίας και των μισθών και των συντάξεων που πληρώνεται η εργατική δύναμη. Η ανάπτυξη του ΑΕΠ είναι – 2% ετησίως- κάτω από τις προβλέψεις, μη λαμβάνοντας υπόψη την επιταχυνόμενη απαρχαίωση των υποδομών και την ολοένα πιο γρήγορη αχρήστευσή τους. Η παραγωγικότητα της εργασίας είναι σε παρακμή! Το χρέος των φοιτητικών δανείων είναι στα πρόθυρα της κατάρρευσης – φτάνοντας ένα αδύνατο να πληρωθεί ποσό των 1,5 τρις δολαρίων. Ένα ολόκληρο Κράτος- Πολιτεία, το Πουέρτο Ρίκο, κηρύχτηκε χρεοκοπημένο. Το έλλειμμα των επενδύσεων είναι τόσο μεγάλο που οι ιδιωτικές τράπεζες έχουν συσσωρεύσει κοντά στα 3 τρις δολάρια. Η εκροή των ταμείων της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (FED), είτε για τη σωτηρία των τραπεζών είτε για την χρηματοδότηση με μηδενικά επιτόκια των εταιρειών, έχει εξαντλήσει όλες τις δυνατότητές της. Η πτώση στο εμπόριο επαληθεύεται στην πτωτική ταχύτητα της κυκλοφορίας των τυπωμένων νομισμάτων.
Όταν ο Ομπάμα ανακοίνωσε την κατά 25% αύξηση στις εισφορές για την υγεία, μόλις δύο εβδομάδες πριν τις εκλογές, η πρόθεση ψήφου στον Τραμπ εκτινάχθηκε. Η ανακοίνωση επίσης αποκάλυψε την καθολική έλλειψη χρηματοδότησης της ασφάλισης – ανάμεσα σε άλλους λόγους εξαιτίας της αδιάκοπης αύξησης στο κόστος των φαρμάκων και της ιδιωτικής περίθαλψης. Με αυτόν τον τρόπο, ο Τραμπ έλαβε μια χείρα βοηθείας ακόμα και πριν το FBI ανακοινώσει μια ανανεωμένη έρευνα για τη χρήση από την Κλίντον των ιδιωτικών της σέρβερ για δημόσια ζητήματα.
Ενάντια στην εργατική τάξη
Έτσι, στον πολιτικό διάλογο για την οικονομική κρίση, ήταν ο «κλόουν» που είχε την πρωτοβουλία, όχι αυτή που μιλούσε για την «εμπειρία» τους. Η Κλίντον ανέπτυξε μια κενή «πολιτισμική» θεματική γύρω από το κλίμα, το φύλο και τον ρατσισμό – που δεν την σταμάτησε από το να ψηφιστεί από λιγότερους Αφρο-Αμερικάνους από τον Ομπάμα, την στιγμή που μια πλειοψηφία «λευκών» γυναικών (μια περίεργη στατιστική διάκριση) ψήφισε τον αντίπαλό της. Ο Τραμπ επικεντρώθηκε στις «δουλειές» (το κλειδί στην νίκη του) με έναν παραπλανητικό τρόπο. Πρότεινε μια προστατευτική πολιτική και την υποτίμηση του δημόσιου χρέους σαν εργαλεία ενός προγράμματος επαναβιομηχάνισης για τις Ενωμένες Πολιτείες – ταυτόσημο στην πραγματικότητα με μία πολιτική εμπορικού και χρηματιστικού πολέμου. Χρησιμοποίησε το σύνθημα «δημιουργήστε δουλειές» για να μεταμφιέσει τη μετάβαση από έναν «φυσιολογικό» εμπορικό πόλεμο, στην υποτίμηση και τους δασμούς. Ο κερδοσκόπος των ακινήτων, που υπερτερεί λόγω της πλασματικής διατίμησης των αστικών ακινήτων, αποκάλυψε τον όλο και περισσότερο στηριγμένο στα ενοίκια χαρακτήρα της Αμερικάνικης οικονομίας. Κι αυτό ακριβώς είναι που το «Brexit», επίσης, μας έδειξε.
Σαν ένας άριστος εκπρόσωπος της καπιταλιστικής αντίδρασης, αντιτέθηκε σε οποιαδήποτε αύξηση του κατώτατου μισθού και στην υπεράσπιση του δικαιώματος στη δουλειά διαμέσου των συνδικάτων. Δεσμεύτηκε σε ένα μειωμένο φόρο εισοδήματος από το 35% στο 15%. Πρόβαλλε ακόμα και την κατάργηση των τραπεζικών κανονισμών (κεφαλαιακή απαίτηση) την οποία οι τραπεζίτες διεκδικούν και ίσως ακόμα, όπως ανακοινώθηκε από τον πολυδιαβασμένο Politico, να χρίσει [όπερ και εγένετο] έναν πράκτορα της Γκόλντμαν Σακς, Γραμματέα του Θησαυροφυλακίου – όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Τράπεζας της Αγγλίας και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Είμαστε μπροστά σε ένα συνονθύλευμα αντιφατικών μέτρων, αλλά με το κάθε ένα να συνδέεται με ένα κοινό νήμα: εμπορικός και χρηματιστικός πόλεμος και επιθέσεις ενάντια στα εργασιακά δικαιώματα· κι αυτό είναι το ίδιο πράγμα που με λιγότερο θόρυβο, η κυβέρνηση Ομπάμα έκανε ανέκαθεν. Το ίδιο προκύπτει από την ενίσχυση του αστυνομικού κράτους, που ήδη είναι στρατιωτικοποιημένο. Στο τέλος της εκστρατείας του, ο Τραμπ έθεσε με μεγαλύτερη έμφαση από ποτέ τις υποσχέσεις για μεγάλες αυξήσεις στις στρατιωτικές δαπάνες, λες και οι πόλεμοι των Ομπάμα-Κλίντον να ήταν παιδικά παιχνίδια.
Μένει να διαπιστωθεί αν το κεφάλαιο των ΗΠΑ κάνει τον ίδιο χαρακτηρισμό με αυτόν του Τραμπ και κατά πόσο μοιράζεται την ευκαιρία να κάνει ένα ποιοτικό άλμα στη βιασύνη του να κατακτήσει ένα μεγαλύτερο μερίδιο της παγκόσμιας υπεραξίας. Στη Βρετανία υπάρχει ήδη αντίδραση ενάντια στο Brexit και η πολιτική κρίση εμφανίζεται. Κάτι παρόμοιο ίσως συμβεί στις Ενωμένες Πολιτείες. Η πολιτική του Τραμπ, ο εκβιασμός ενάντια στους αντιπάλους της Αμερικής στην παγκόσμια αγορά, σημαίνει περισσότερη στρατιωτικοποίηση και πολέμους. Και μόνο τα νέα της νίκης του Τραμπ έχουν επιταχύνει την κατάρρευση νομισμάτων όπως το Μεξικάνικο πέσο, το Βραζιλιάνικο ρεάλ, η Τουρκική λίρα, ή το Αιγυπτιακό πάουντ. Η έξοδος κεφαλαίων θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια υποτίμηση του Αργεντίνικου πέσο και θα μπορούσε να επιδράσει στο ξέπλυμα μαύρου χρήματος.
Από αυτές τις αντιφάσεις και τους ανταγωνισμούς προβάλει ο εν δυνάμει βοναπαρτιστικός χαρακτήρας του μεγιστάνα· ο Μαρξ είχε παρατηρήσει ότι η διεφθαρμένη-λούμπεν μπουρζουαζία μπορεί να πάρει την διεύθυνση του καπιταλιστικού Κράτους, μόνο αν προηγουμένως αυτό το Κράτος απαλλοτριώσει την αστική κοινωνία με έναν τρόπο τόσο έντονο που να κάνει ορατή μια τέτοια ηγεσία. Αυτή είναι ακριβώς η περίπτωση που ενδεχομένως υπάρξει στις ΗΠΑ αυτή τη στιγμή, που συγκλονίζεται από τις φυγόκεντρες δυνάμεις της παγκόσμιας καπιταλιστικής χρεοκοπίας και τις ισχυρές διαιρέσεις μέσα στην κρατική γραφειοκρατία και μέσα στα κόμματά της, μαζί με μια πιθανή πολιτική πόλωση.
Ταξική Πάλη
Για να κλείσουμε αυτήν την ανάλυση είναι αναγκαίο να γυρίσουμε στην αρχή. Κατά τη διάρκεια των προκριματικών αυτής της εκστρατείας και σύντομα αμέσως μετά, οι προθέσεις ψήφου στις δημοσκοπήσεις έδειξαν κάτι, που είναι παραπάνω κι από ενδιαφέρον: μόνο ο Μπέρνι Σάντερς θα μπορούσε να χτυπήσει τον Τραμπ «τετ-α-τετ», ακόμα κι ενάντια στην Κλίντον σε έναν αγώνα τριών γύρων. Ο Σάντερς προτίμησε να ευθυγραμμιστεί πίσω από την φιλελεύθερη στάση μπροστά στον φασίστα, αφού απαρνήθηκε τον καπιταλιστικό και φιλο-ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της Κλίντον (την «εκπρόσωπο των εταιρειών») κι ακόμα την «διαφθορά» της και την δόλια διεύθυνση που αντιμετώπισε στις προκριματικές του Δημοκρατικού Κόμματος. Έτσι αποστράτευσε αυτούς που τον ψήφισαν μαζικά και έκανε απαγορευτικό το να κερδηθούν στο στρατόπεδο της αριστεράς οι πιο απο-πολιτικοποιημένοι εργάτες που χτυπήθηκαν από την κρίση. Η πιθανότητα μιας πολιτικής πόλωσης εγκαταλείφθηκε για χάρη αυτού που τελικά γίνεται μια νίκη της πολιτικής αντίδρασης. Μια μείζων ευθύνη γι’ αυτό πέφτει στους ώμους της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, η οποία εμπόδισε μια υποψηφιότητα αντιπολίτευσης στον δικομματισμό και έβαλε τον μηχανισμό της στην υπηρεσία μιας αποδεδειγμένα αντεργατικής κλίκας – αυτό που είναι η οικογένεια Κλίντον.
Η πολιτική ασυνέπεια της κεντροαριστεράς εκδηλώθηκε στο βραχύ διάστημα των λίγων μηνών, στην περίοδο της μεταβλητότητας της πολιτικής κρίσης του καπιταλιστικού Κράτους. Ανάμεσα σε μια υποψήφιο της «πολιτισμικής πάλης» και αυτόν του «(αντιδραστικού) ταξικού πολέμου», ο τελευταίος νίκησε. Η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Μτφ: Ερν. Αγγ.