Σκέψεις πάνω στο βιβλίο του Θόδωρου Κουτσουμπού Έννοιες του Χρόνου – Από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία στην σύγχρονη Φυσική (Γαβριηλίδης 2010), στην βιβλιοπαρουσίαση, 29 Νοεμβρίου 2011
Μαδάμε το κέλυφος γύρω απ’ τον χρόνο και τον δασκαλεύουμε να περπατά
ο χρόνος γυρίζει ξανά στο κουκούλι
Paul Celan1
1. Είναι γνωστό το απόφθεγμα του Lamettrie, πεμπτουσία του μηχανιστικού υλισμού, ότι ο άνθρωπος είναι μια μηχανή. Για την ακρίβεια, ο Γάλλος ιατροφιλόσοφος διακήρυξε το 1748 ότι «ο άνθρωπος είναι ένα ρολόι».
Οι εποχές αλλάζουν μαζί κι οι αντιλήψεις στην επιστήμη, την φιλοσοφία, την Τέχνη. Στην επαναστατική και τραγική εποχή μας, ο Εβραίος ποιητής του Άουσβιτς Paul Celan απαντάει στον «άνθρωπο-ρολόι»: «Η ώρα πήδηξε έξω από το ρολόι, παρουσιάστηκε μπροστά του και το πρόσταξε να πηγαίνει σωστά»2 . Θα άρεσε στον Albert Einstein, τον άλλο μεγάλο Εβραίο, επιστήμονα και ποιητή με τον τρόπο του, σαν ποιητική αλλά ακριβής μεταφορά της Σχετικότητας… «Ο χρόνος του Αϊνστάιν» θα σημειώσει κι ο Θόδωρος Κουτσουμπός (ΘΚ στο εξής) στο βιβλίο του3, «δεν κυλάει ομοιόμορφα. Τα τικ τακ των ρολογιών δεν χτυπάνε με τον ίδιο ρυθμό».
Η επαναστατική ανατροπή από τον Αϊνστάιν της μέχρι τότε νευτώνειας αντίληψης του απόλυτου, ομοιόμορφου χρόνου δεν καταλύει μοναχά την παγιωμένη, στατική, μεταφυσική θεώρηση του κόσμου αλλά και την σχέση του με τον άνθρωπο. Ποιος μπορεί πια να μιλάει στα σοβαρά για «άνθρωπο-ρολόι»;
2. Οι συνέπειες είναι ανυπολόγιστες. Για να φτάσουμε, όμως, μέχρι την δραματική αυτή τομή, προηγήθηκε μια διαδρομή του ανθρώπου μακραίωνη, περιπετειώδης, γεμάτη αντιφάσεις, κινδύνους, παράδοξες συναντήσεις και θαυμαστές ανακαλύψεις. Το βιβλίο του ΘΚ εισάγει και συνοδεύει τον αναγνώστη σε μια περιδιάβαση αυτής της διαδρομής, από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας, από τους μύθους, τον Όμηρο και τους Ορφικούς, τους Προσωκρατικούς, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, έως τους Αραβο-Εβραίους αριστοτελικούς του Μεσαίωνα, τους φιλόσοφους κι επιστήμονες της νεωτερικότητας κι από εκεί στην επιστημονική επανάσταση της εποχής μας, με την Σχετικότητα και την Kβαντομηχανική κι ως τις μέρες μας σχεδόν, με τις συζητήσεις για την κβάντωση του χρόνου ή την θεωρία των βρόχων. Σε κάθε βήμα επισημαίνονται οι βασικές καμπές, τα σταυροδρόμια, οι διχασμοί αυτής της πορείας, αναδεικνύοντας αυτό που ο συγγραφέας θεωρεί ως τις τρεις μεγάλες Στιγμές στην μακρά διάρκεια της όλης αναζήτησης της αλήθειας: την κυκλική, την γραμμική και την «υπό διαμόρφωση επιστημονική διαλεκτική αντίληψη» του χρόνου.4
Η προσέγγιση του ΘΚ, όπως ο ίδιος γράφει, γίνεται «από την σκοπιά της φυσικής και της συνυφασμένης μ’ αυτήν φιλοσοφίας»5. Επικεντρώνεται στον φυσικο-κοσμολογικό χρόνο και μόνον περιστασιακά ασχολείται με τον ιστορικό χρόνο ή τον ψυχολογικό.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στην συζήτηση κι αντιπαράθεση για την συνέχεια ή/και την ασυνέχεια του χρόνου, για την κβάντωση ή μη του χωροχρόνου. Ο ίδιος ο συγγραφέας υποστηρίζει την επιστημονική-διαλεκτική υλιστική αντίληψη: «μπορούμε να θεωρούμε τον χρόνο και τον χώρο υπό την διπλή φύση τους, ως αντιφατικές μορφές ύπαρξης της ύλης, συνεχείς και ασυνεχείς συγχρόνως».6 Πάντως, πολύ σωστά ο ΘΚ αποφεύγει την παγίδα του δογματισμού σταλινικής προέλευσης και κατασκευής που θέτει μια κρατούσα -και κρατική- φιλοσοφία υπέρτατο κριτή, ιεροεξεταστή και λογοκριτή της επιστημονικής έρευνας και τονίζει: «σε κάθε περίπτωση πρέπει να τονίσουμε ότι η ορθότητα ή μη της μιας ή της άλλης θεώρησης της φύσης και της φύσης του χρόνου και του χώρου θα έχει ως κριτή, όπως κάθε φυσική θεωρία από την εποχή του Νεύτωνα και εντεύθεν, το πείραμα και την αναπτυσσόμενη θεωρητική γνώση»7.
Η έμφαση που δίνεται από τον Θ.Κ. στο θέμα της συνέχειας και ασυνέχειας του χρόνου στη συνολική επισκόπηση των ιστορικά μεταβαλλόμενων φυσικών-κοσμολογικών εννοιών του χρόνου έχει να κάνει υπόρρητα με τον ίδιο τον ιστορικό χρόνο και σε τελευταία ανάλυση με την αναζήτηση μιας Politics of Time, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Peter Osborne8, μιας πολιτικής του χρόνου και μάλιστα μιας επαναστατικής πολιτικής του χρόνου, σε άμεση αντιπαράθεση με την γραμμική αντίληψη των σοσιαλδημοκρατών και των σταλινικών για έναν ομοιογενή, κενό χρόνο, την οποία πολέμησε με τρόπο αριστουργηματικό ο Walter Benjamin στις Θέσεις του για την Έννοια της Ιστορίας το 1940.
Ο Θ.Κ. που δεν κρύβει την θετική ανταπόκρισή του στην προσέγγιση του Μπένγιαμιν γράφει σχετικά με την αναζήτηση μιας γείωσης της μη γραμμικής υλιστικής αντίληψης της Ιστορίας στις ανακαλύψεις των φυσικών επιστημών, τελικά, σε μια διαλεκτική της φύσης ριζικά απελευθερωμένης από τις σταλινικές στρεβλώσεις: «Οι δυνατότητες των αλμάτων στη φύση και στην κοινωνία και η μη γραμμική αντίληψη της ιστορίας μπορεί, τελικά, να έχουν την ρίζα τους στη θεμελιώδη ασυνέχεια του χώρου και του χρόνου»9.
Το ζητούμενο είναι η καθολική ανθρώπινη χειραφέτηση, η επανοικείωση της κλεμμένης ζωής και του κλεμμένου χρόνου, le Temps retrouvé , ο ξανακερδισμένος χρόνος. Γι’ αυτό και το βιβλίο καταλήγει: «… ο χρόνος δεν είναι μία απλή παράμετρος της φυσικής, ούτε μπορεί να αποτιμάται κοινωνικά με την αφηρημένη και αλλοτριωτική ποσότητα-χρήμα. Ο χρόνος, εγγενές στοιχείο του φυσικού κόσμου, πρέπει να αναδειχθεί ως το ποιοτικό και ποσοτικό μέτρο της ανθρώπινης ζωής και ελευθερίας».10
3. Είναι, όμως, θεμιτό ή και αναγκαίο να αναζητηθούν οι υλικές ρίζες μιας επαναστατικής πολιτικής της χειραφέτησης στην διαλεκτική της Φύσης, όταν μάλιστα η τελευταία έχει δυσφημιστεί τρομερά μετά το φιάσκο που γνώρισε με τον σταλινισμό και προπαντός μετά την αμετάκλητη χρεοκοπία και κατάρρευσή του;
Φυσικά, η τραγωδία του άλλοτε θα μεταβαλλόταν σε φάρσα του σήμερα, εάν επιχειρούνταν να αποκατασταθεί εν δόξη και τιμή, μετά τον Στάλιν και τον Ζαχαριάδη, και ο Λυσένκο, μαζί με το σχέδιό του για καλλιέργεια μπανάνας σε συνθήκες Σιβηρίας. Δεν αρκεί, όμως, η αυτογελοιοποίηση των σταλινικών μύθων και μυθολόγων.
Μπορούμε να πετάξουμε μαζί με τα βρωμόνερα του λουτρού και το παιδί που βρίσκεται μέσα του – γέννημα μιας εποχής συγκλονιστικών επαναστάσεων στις επιστήμες που πάνω τους, όπως και πάνω σε όλα τα πνευματικά επιτεύγματα του ανθρώπου πρέπει στηριχτεί η θεωρία και η πράξη της απελευθέρωσής του από τα ιστορικά δεσμά; Αν ο σταλινικός Ντια Ματ, με τον χοντροκομμένο θετικισμό του, ουσιαστικά απέκοβε την Φύση από την Ιστορία του ανθρώπου, ανάγοντας την δεύτερη στην πρώτη, δεν θα ήταν ανάλογα τα αποτελέσματα ενός αντίστροφου ακρωτηριασμού, μια αποκοπή της διαλεκτικής της Ιστορίας από μια Φύση υποβιβασμένη σε μη διαλεκτικό φόντο της ανθρώπινης πράξης; Η ίδια η διαλεκτική δεν ανάγεται έτσι σε υπερβατολογική κατασκευή ενός καντιανού τύπου υποκειμένου;
Μια γόνιμη, σε άλλη βάση διείσδυση στην διαλεκτική της Φύσης, δεν μπορεί να γίνει απλώς με την προσθήκη παραδειγμάτων από τις νεότερες αναπτύξεις των επιστημών της Φύσης, τεμαχίζοντας ξανά την «διαφοροποιημένη ενότητα», για να παραπέμψουμε στον καίριο προσδιορισμό που έδωσε ο Τρότσκυ, της Φύσης και της κοινωνικής Ιστορίας. Μια διαλεκτική της Φύσης χωρίς μεταφυσική δεν μπορεί να αναγεννηθεί παρακάμπτοντας τους λόγους που κατέστησαν καταρχήν τερατούργημα με την αναγωγή της σε σταλινικό δόγμα.
Για να γίνει ο περιβόητος Ντια-Ματ «κρατική φιλοσοφία», κατά τον εύστοχο χαρακτηρισμό του Georges Labica, δεν μπορεί να ξεπήδησε σαν την Αθηνά από το ανεγκέφαλο κρανίο της γραφειοκρατίας. Η ίδια η γραφειοκρατία δεν επικράτησε λόγω εξυπνάδας αλλά λόγω των ιστορικών ηττών της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης σε Γερμανία, Ευρώπη και Κίνα που άφησαν τη νεαρή Σοβιετική Ένωση απομονωμένη και περικυκλωμένη από τον ιμπεριαλισμό, μπροστά σε γιγάντια καθήκοντα. Η ανάδειξη και ταυτόχρονη στρέβλωση της διαλεκτικής της Φύσης, μέσα από την ρηχή ανάγνωση κι αποστέωση του ομώνυμου ανολοκλήρωτου έργου του Ένγκελς και της φιλοσοφικής πολεμικής Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός του Λένιν, κι αποκορύφωμα το εξάμβλωμα του Στάλιν Διαλεκτικός και Ιστορικός Υλισμός, στόχο δεν είχε απλώς την προπαγανδιστική προβολή μιας ανύπαρκτης συνέχειας ανάμεσα στον Ένγκελς, τον Λένιν και τον Στάλιν. Ούτε ήταν μοναχά προέκταση της σύγκρουσης «μηχανιστών» και «διαλεκτικών»ς της σχολής του Ντεμπόριν την δεκαετία του ’20, μετά την καταδίκη του Ντεμπόριν, προστατευόμενου του Μπουχάριν, σαν «τροτσκιστή» και την θριαμβευτική επικράτηση των μηχανιστών. Οι λόγοι ανάδειξης μιας εκτρωματικής «Διαλεκτικής της Φύσης» σε κρατική φιλοσοφία ξεπερνούν τις άμεσες σκοπιμότητες μιας συγκυρίας. Έχουν να κάνουν με τις ανοιχτές πληγές μιας ολόκληρης περιόδου, με την τραγωδία της ίδιας της εποχής μας.
Φως σ’ αυτούς τους βαθύτερους λόγους ρίχνουν όχι μόνο οι αναλύσεις του Τρότσκυ αλλά και κείμενα άλλων επαναστατών κομμουνιστών διανοουμένων που μάλιστα άμεσα έζησαν και συμμετείχαν στην επική και τραγική εμπειρία της πρώτης σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Πρόσφατα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη Δύση, ένα εκπληκτικό κείμενο του μεγαλύτερου ίσως σοβιετικού πεζογράφου, του Αντρέι Πλατόνοφ, με τίτλο «Για την πρώτη σοσιαλιστική τραγωδία»11 και άμεση αναφορά ακριβώς στην διαλεκτική της φύσης και το τραχύ ιστορικό περιβάλλον της εποχής. Γραμμένο το 1934 για να συμπεριληφθεί σε έναν συλλογικό τόμο που ετοιμάζονταν υπό την επίβλεψη του Μαξίμ Γκόρκυ, «προς τιμήν της επιτυχούς ολοκλήρωσης του δεύτερου Πεντάχρονου Πλάνου», απορρίφτηκε αμέσως σαν τάχα «πεσιμιστικό» και δεν είδε τα φώτα της δημοσιότητας παρά μόνο το 1991 στα ρωσικά και το 2011 στα αγγλικά.
Ο Πλατόνοφ παίρνει βασικά μοτίβα της περιόδου της αναγκαστικής κολλεκτιβοποίησης και μιας εκβιομηχάνισης με ξέφρενους ρυθμούς, όπως ήταν το σύνθημα «η τεχνολογία κρίνει τα πάντα» ή και η Διαλεκτική της Φύσης αλλά τους δίνει ένα εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο από εκείνο της επίσημης σταλινικής προπαγάνδας, ασκώντας στους δύσκολους κι επικίνδυνους εκείνους καιρούς μια προσεκτική μεν, διακριτή δε, εύστοχη κριτική στον απολογητικό ρόλο του κρατικού Λόγου.
Πάνω απ’ όλα δείχνει ότι ο υπεραπλουστευτικός ποζιτιβισμός της «Διαλεκτικής της Φύσης» σταλινικού τύπου κι ο τεχνολογικός ντετερμινισμός της γραφειοκρατικής αντίληψης της ιστορίας αποτελούν γέννημα κι εξιδανικευτική απολογητική της απομόνωσης της ΕΣΣΔ στα πλαίσια της «θεωρίας» και πράξης του «σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα».
Γράφει ο Πλατόνοφ: «Πού βρίσκεται η αλήθεια για την σύγχρονή μας ιστορική εικόνα; Είναι βέβαια, μια τραγική εικόνα γιατί το πραγματικό ιστορικό έργο δεν γίνεται πάνω σ’ ολόκληρη την γη αλλά σε ένα μικρό τμήμα της, με τεράστια φορτία».12
Η τραγωδία δεν αφορά μόνο την Σοβιετική Ένωση αλλά ολόκληρο τον κόσμο, καθώς σε συνθήκες καπιταλισμού οι ανεπτυγμένες παραγωγικές δυνάμεις μετατρέπονται σε δυνάμεις καταστροφής μέσα στον καπιταλισμό, προκαλώντας κρίσεις σαν εκείνη μετά το κραχ του 1929, πυροδοτώντας τον ιμπεριαλισμό, τον φασισμό, τον πόλεμο. Κι ο Πλατόνοφ κάνει την εξής ζοφερή πρόγνωση για τον 21ο αιώνα: «Ένας κόσμος χωρίς την ΕΣΣΔ θα καταστραφεί αυτόβουλα στην διάρκεια του επόμενου αιώνα»13
Η γραφειοκρατία θέλησε να στηρίξει με την δική της εκδοχή για την διαλεκτική της φύσης μια πλαστή αισιοδοξία ότι «η Φύση είναι ανεξάντλητη σε εφόδια» και με τις νομοτέλειές της, επιτρέπει έστω και στο ένα έκτο του πλανήτη, στην Σοβιετική Ένωση, αν αποκτήσει τον κατάλληλο τεχνολογικό εξοπλισμό, «να φτάσει και θα ξεπεράσει τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες» ολοκληρώνοντας την σοσιαλιστική οικοδόμηση, την μετάβαση στον κομμουνισμό, χωρίς την νίκη της παγκόσμιας επανάστασης.
Ο Πλατόνοφ ενάντια σε μια ειδυλλιακή εικόνα της Φύσης που προεξοφλεί με την «διαλεκτική» της τη νίκη του ανθρώπου και του σοσιαλισμού, τονίζει την διαλεκτική της φύσης σαν έκφραση της τραχύτητας με την οποία η ίδια η Φύση έχει δομηθεί και χάρη στην οποία «έγινε δυνατή η ιστορική ανάπτυξη της ανθρωπότητας»14. Είναι σ’ αυτή τη βάση που προορατικά ο σοβιετικός συγγραφέας προειδοποιεί για τον κίνδυνο οικολογικών καταστροφών στην ΕΣΣΔ και παγκόσμια.
Όσον αφορά δε τον τεχνολογικό ντετερμινισμό που βρίσκεται στην καρδιά της γραφειοκρατικής αντίληψης για την Φύση και την Ιστορία, ο Πλατόνοφ υπενθυμίζει ότι η τεχνολογία κι οι παραγωγικές δυνάμεις δεν πρέπει να ανάγονται αποκλειστικά στα εργαλεία παραγωγής, όπως έκανε ο σταλινικός αναγωγισμός, αλλά περιλαμβάνουν και την κοινωνική οργάνωση και τον ίδιο τον τεχνικό ως πρόσωπο, ακόμα και την ιδεολογία σαν την αίσθηση που έχει η κοινωνία για τον εαυτό της. Δεν πρόκειται εδώ για κάποια αρνητική ρομαντική στάση απέναντι στην τεχνολογία από την μεριά ενός λογοτέχνη μια και ξέρουμε ότι ο Πλατόνοφ ήταν ο ίδιος τεχνικός εμπειρογνώμονας στην υδρολογία και φανατικός υπέρμαχος της επιστήμης και της μοντέρνας τεχνικής (όπως εξάλλου οι περισσότεροι της γενιάς της Οκτωβριανής Επανάστασης). Άλλο, όμως τεχνολογία κι άλλο τεχνολογικός ντετερμινισμός που όπως κάθε αναγωγισμός φτωχαίνει και παραμορφώνει την πλούσια, ζωντανή, αντιφατική, δυναμική, πολυεπίπεδη, πολυδιάστατη και πολυρρυθμική πραγματικότητα.
Την ίδια περίπου χρονιά με τον Πλατόνοφ, ο Τρότσκυ, ένθερμος κι αυτός υποστηρικτής της επιστήμης και της τεχνικής, αλλά και της διαλεκτικής της Φύσης, προειδοποιούσε στα Φιλοσοφικά Τετράδιά του ενάντια στην αναγωγή της διαλεκτικής της ανθρώπινης Ιστορίας στην διαλεκτική της Φύσης και της αντικειμενικής στην υποκειμενική διαλεκτική, τονίζοντας ότι «η αλληλοσχέση ανάμεσα στη συνείδηση (το γνωρίζειν) και την Φύση είναι μία αυτοτελής περιοχή με τις δικές της νομοτέλειες»15 .
Η αποφυγή κάθε αναγωγισμού είναι ο πρώτος όρος για μια γόνιμη κι όχι εκτρωματική αναγέννηση της υλιστικής διαλεκτικής της Φύσης. Η σύγχρονη θεωρία της ανάδυσης (emergency complex theory) δείχνει μια γόνιμη κατεύθυνση: « Η ανάδυση είναι η θεώρηση που βλέπει ότι νέα και απρόβλεπτα φαινόμενα παράγονται φυσικά από αλληλεπιδράσεις μέσα στην φύση· ότι αυτές οι νέες δομές, οργανισμοί και ιδέες δεν ανάγονται στα υποσυστήματα από τα οποία εξαρτώνται· κι ότι οι νέες αναπτυσσόμενες πραγματικότητες ασκούν με την σειρά τους μια αιτιακή επίδραση στα μέρη από τα οποία αναδύθηκαν ».16
Ας μην ξεχνάμε την πρώτη και βασική αρχή: μια σύγχρονη διαλεκτική της Φύσης πρέπει όχι μόνο να σκύψει συστηματικά, χωρίς απολογητικούς σκοπούς, στις σύγχρονες θεωρητικές και πρακτικές αναπτύξεις των επιστημών αλλά και να επανεξετάσει τα πάντα ανοιχτά ζητήματα και μαθήματα του σοβιετικού Οκτώβρη, του έπους και της τραγωδίας του. Γιατί το 1917, όπως πάλι ο Πλατόνοφ μας το λέει, ο παγκόσμιος τραγικός «γόρδιος δεσμός κόπηκε αλλά δεν λύθηκε».17
4. Εναλλακτικές οδούς διείσδυσης σε μια υλιστική διαλεκτική της Φύσης χωρίς παραμορφωτικούς φακούς έχουν αναζητηθεί και μας έχουν δείξει από παλιά ο Ernst Bloch, ο Robert Havemann στην πρώην Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία, ένα υπόγειο ρεύμα στοχαστών στην ίδια την Σοβιετική Ένωση που συνεχίζουν στην διαλεκτική κατεύθυνση του Λένιν, από τον Βιγκότσκι μέχρι τον Ιλιένκωφ και πέρα, από την δεκαετία του 60 διάφοροι Γάλλοι φιλόσοφοι κι επιστήμονες ή στην Ελλάδα ο Ευτύχης Μπιτσάκης .
Στην ποικιλόμορφη αυτή σειρά εντάσσεται και το βιβλίο του Θ.Κ. για τις Έννοιες του Χρόνου, του πιο επίμαχου ίσως ζητήματος της υλιστικής διαλεκτικής.
Ο Χρόνος κι οι αλλαγές στην πρόσληψή του από τον άνθρωπο αναρίθμητους αιώνες και χιλιετίες τώρα, θυμίζει τους Προμηθείς, την τριλογία του Αισχύλου από την οποία μας σώζεται μόνον ο Προμηθέας Δεσμώτης και λίγα αποσπάσματα.
Εμφανίζεται κατ’ αρχήν σαν Χρόνος Πυρφόρος, που μεταφέρει την φωτιά στα πάντα, καταστρέφοντας και μεταμορφώνοντας τα πάντα. Ένας Προμηθέας που καταλύει το μονοπώλιο της Φύσης στο πυρ της αέναης αλλαγής των πάντων και το δίνει στον άνθρωπο, ωθώντας τον σε άβατα μονοπάτια, σε ό,τι ονομάζουνε «ιστορική πρόοδο».
Ο Χρόνος, όμως, φέρνει και δεσμά στον ίδιο και στον άνθρωπο. Ο Θ.Κ. μας θυμίζει18 το απόσπασμα του Μαρξ από την Αθλιότητα της Φιλοσοφίας για τον καπιταλισμό όπου «ο χρόνος είναι το παν, ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα. Είναι το πολύ πολύ το κουφάρι του χρόνου». Ο Χρόνος γίνεται το παν αλλά ένα μίζερο παν, ένας «νεκρός, αποκρυσταλλωμένος κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας», μέτρο της αξίας και της αθλιότητας – ένας Χρόνος Δεσμώτης του παντοδύναμου μοντέρνου Δία, του κεφαλαίου.
Αλλά κι η απελευθέρωση από τα δεσμά, ένας Χρόνος Λυόμενος, δεν είναι άλλο από τον Χρόνο της καθολικής ανθρώπινης χειραφέτησης, του ηράκλειου έργου της επανάστασης.
Ο χρόνος όλων των καταπιεσμένων όπου γης είναι ακόμα στα δεσμά. Όμως, όπως κι ο Προμηθέας Δεσμώτης, αψηφά και περιφρονεί τον τύραννο που τον σκλάβωσε, τον Δία –Κεφάλαιο, μαζί κι όλους τους δεσμοφύλακές του που μας κυβερνούν και μας εξουσιάζουν και επαναλαμβάνουν τα αθάνατα λόγια του Τιτάνα
εμοί δ’ έλασσον Ζηνός ή μηδέν μέλει.
δράτω, κρατείτω τόνδε τον βραχύν χρόνον,
όπως θέλει΄ δαρόν γαρ ουκ άρξει θεοίς. 19
Λιγότερο κι από το τίποτα με νοιάζει ο Δίας
Ας κάνει ό,τι κάνει, ας εξουσιάζει τούτο τον λίγο χρόνο
όπως θέλει – γιατί δεν θα είναι για πολύ που θα κυβερνάει θεούς.
Ας ετοιμαστούμε ενάντια σε πάσαν αρχή και εξουσία, για την ανατροπή τους, τόνδε τον βραχύν χρόνον !
28-29/11/11
1 Αφιόνι και μνήμη, μετάφραση Γιώργου Σαγκριώτη, Πλανόδιον τ.40, Ιούνιος 2006
2 Paul Celan, Αντιφώς[Gegenlicht] στο Ο Μεσημβρινός και άλλα πεζά, μετάφραση Γ. Σαγκριώτη, Άγρα 2006 σ.60
3 Θ. Κουτσουμπού, Έννοιες του Χρόνου – Από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία στην σύγχρονη Φυσική, Γαβριηλίδης 2010 σ.249
4 Ό. π. π. σ.17
5 Ό. π. π. σ.12
6 Ό. π. π. σ.293
7 Στο ίδιο
8 Peter Osborne, The Politics of Time- Modernity and Avant-Garde, Verso1995
9 Θ. Κουτσουμπού…ό. π. π. σ.293
10 Ό. π. π. σ.294
11 Andrei Platonov, On the first socialist tragedy, New Left review 69 Μάιος–Ιούνιος 2011 σ.31-32
12 Ό. π. π. σ.31
13 Ό. π. π. σ.32
14 Ό.π.π. σ.31
15 L.Trotsky, Philosophical Notebooks 1933-35, Columbia University Press 1986 σ. 145
16 Philip Clayton, Μind and Emergence Oxford University Press 2004 σ. vi
17 Platonov ό. π. π. σ 32.
18 Θ. Κουτσουμπού ό. π.π. σ.
19 Αισχύλου Προμηθεύς Δεσμώτης 938-940