ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ 1973
Το αίμα το αδικαίωτο ποτέ δεν ησυχάζει
Ιερώνυμου Λύκαρη, ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ 1973, ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟ ΑΔΙΚΑΙΩΤΟ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΗΣΥΧΑΖΕΙ, Επίμετρο Μαριάννα Τζιαντζή, εκδόσεις Καστανιώτη, Οκτώβριος 2023.

του Θόδωρου Κουτσουμπού
[ Πολλές δεκάδες φίλοι και φίλες, συντρόφισσες και σύντροφοι, παραβρέθηκαν στην παρουσίαση του βιβλίου του Ιερώνυμου Λύκαρη, ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ 1973, Το αίμα το αδικαίωτο ποτέ δεν ησυχάζει, εκδόσεις Καστανιώτη, το βράδυ της Τετάρτης 17/1 στη Λοκομοτίβα, στα Εξάρχεια.
Για το βιβλίο μίλησε ο Θόδωρος Κουτσουμπός και ο συγγραφέας. Ο τρίτος ομιλητής, ο Δημήτρης Παπαχρήστος, ο γνωστός εκφωνητής του ραδιοσταθμού του Πολυτεχνείου, δεν μπόρεσε να είναι παρών λόγω πρόσφατης επέμβασης στην καρδιά και έστειλε θερμούς χαιρετισμούς. Οι ομιλητές και το κοινό τού ευχήθηκαν/του εύχονται από καρδιάς περαστικά και γρήγορα. Συμφωνώντας και με τον τίτλο του πρόσφατου του βιβλίου, “δεν αδειάζουμε να πεθάνουμε”…
Στη συζήτηση πήραν μέρος οι συμμετέχοντες στην κατάληψη και εξέγερση του Πολυτεχνείου σύντροφοι Γιώργος Μητροβγένης και Παύλος Αντωνόπουλος, επίσης ο γραμματέας του ΕΕΚ Σάββας Μιχαήλ και άλλοι.
Η βιβλιοπαρουσίαση του Θόδωρου Κουτσουμπού βασίστηκε στο κείμενο που ακολουθεί. ]



1. Εισαγωγικά
α) Δοκίμασαν να το συκοφαντήσουν, να το διαστρεβλώσουν. Δοκίμασαν να το ενσωματώσουν, να το μετατρέψουν σε ανώδυνη κρατική σχολική εορτή. Δοκίμασαν να το καταστείλουν με βία και αστυνομική τρομοκρατία αφήνοντας πίσω νεκρούς και τραυματίες. Όμως εδώ και 50 χρόνια το Πολυτεχνείο μένει όρθιο, κάστρο άπαρτο.
Αυτή καθαυτή η εγγραφή του Πολυτεχνείου στη συλλογική λαϊκή συνείδηση, είναι ένα ιστορικό δεδομένο που επίσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στις αναλύσεις για την εξέγερση του 1973.
50 χρόνια μετά, το Πολυτεχνείο αποτελεί πηγή έμπνευσης για τους “από κάτω” και σημείο αμφισβήτησης των “από πάνω”. Και μόνο το γεγονός ότι και στην 50στή επέτειο της εξέγερσης δεκάδες χιλιάδες φοιτητές και εργάτες διαδήλωσαν στην Αθήνα (η αστυνομία έδωσε αριθμό 25.000, όμως ξέρουμε ότι ήταν διπλάσιος κόσμος) και πολλές χιλιάδες σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας, ότι στα σχολεία τα παιδιά του Δημοτικού έκαναν εκδηλώσεις για το Πολυτεχνείο, δείχνει ότι το Πολυτεχνείο Ζει, αντέχει και εμπνέει. Και απαιτεί…
Και δεν είναι μουσείο, ούτε “πανηγυράκι” όπως έλεγαν μερικοί που στα ζητήματα της ιστορικής μνήμης προτιμούν να μιμούνται τα… χρυσόψαρα. Ούτε νοσταλγική ανάμνηση του παρελθόντος (και της νεότητας ορισμένων από εμάς).
Είναι μια μεγάλη “στιγμή” στην ιστορία των αγώνων και των θυσιών, ένα λαμπρό άστρο που φωτίζει το δρόμο για τους σύγχρονους αγώνες. Όχι τυχαία, τα κυρίαρχα συνθήματα στις διαδηλώσεις της 50ής επετείου ήταν “Λευτεριά στην Παλαιστίνη”, “Έξω το ΝΑΤΟ”, “Κάτω ο Ιμπεριαλισμός”, “Όχι συμμετοχή στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους”, “Θάνατος στο φασισμό”, “Κάτω ο Μητσοτάκης”, “Ψωμί – παιδεία – ελευθερία”. Μπολιασμένο με / και ενεργοποιημένο από τα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα και ανάγκες, το Πολυτεχνείο του 1973 ΖΕΙ, όπως λένε τα συνθήματα, και αποτυπώνεται στην κοινωνική εμπειρία.
β) Το Πολυτεχνείο, διεθνές στη φύση του, δυναμικό μέρος των επαναστατικών κινημάτων που σάρωσαν τον κόσμο, από τον Μάη του 68 και την Άνοιξη της Πράγας, μέχρι το Κορντομπάσο στην Αργεντινή το 1969, την επανάσταση των Γαρυφάλλων στην Πορτογαλία τον Απρίλη του 1974 και τη νίκη των Βιετκόγκ το 1975 επί του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, με την εργατική του συνιστώσα δυναμική, αδικαίωτο, με ανολοκλήρωτα τα αιτήματά του, δεν ανήκει στο μουσείο των κινημάτων του παρελθόντος. Αντλεί την ποίησή του από το Μέλλον. Το μέλλον της απελευθερωμένης από κάθε ζυγό και καταπίεση ανθρωπότητας.
2. Και μόνο ο υπότιτλος του βιβλίου, Το αίμα το αδικαίωτο ποτέ δεν ησυχάζει, εκφράζει ανάγλυφα την οπτική του συγγραφέα. Το αίμα είναι αδικαίωτο, το Πολυτεχνείο είναι αδικαίωτο. Το βιβλίο του Ιερώνυμου Λύκαρη δεν είναι επετειακό. Ούτε ένα εκδοτικό εγχείρημα συγγραφής της Ιστορίας του Πολυτεχνείου, η οποία, κατά τη γνώμη μας, δεν έχει επαρκώς αναλυθεί, παρά την πληθώρα βιβλίων -μερικά απ’ τα οποία πολύ σημαντικά- που κατά καιρούς έχουν εκδοθεί. Bιβλία, όμως, όπως του Ιερώνυμου Λύκαρη, συμβάλλουν αποφασιστικά στη βαθύτερη ανάλυση και συγ-γραφή της ιστορίας του Πολυτεχνείου.
Το βιβλίο έρχεται με στοιχεία να αναμοχλεύσει ό,τι ο κυρίαρχος λόγος θα ήθελε να θαφτεί μέσα στη σκόνη του χρόνου, στη λήθη, στη διαστρέβλωση ή να καλυφθεί με το πέπλο -νεκροσάβανο- του “εθνικού σχολικού / φοιτητικού” αφηγήματος. Περιγράφει την εξέγερση και την βίαιη καταστολή με στοιχεία που είναι δύσκολο να αμφισβητηθούν από την αντίθετη πλευρά, καθώς η “στρατηγική” του συγγραφέα είναι να χρησιμοποιήσει όχι μαρτυρίες και αναμνήσεις των αγωνιστών, όσο στοιχεία και ντοκουμέντα από την πλευρά των κυρίαρχων. Το Πολυτεχνείο τού Ιερώνυμου Λύκαρη είναι μέρος του αγώνα της μνήμης ενάντια στη λήθη, όχι μια “επετειακή επιστροφή”, αλλά υλικό για έναν “ουσιαστικό αναστοχασμό”.
Η έκδοση του βιβλίου του Ιερώνυμου Λύκαρη -και κάποιων άλλων επίσης σημαντικών- επιτρέπει να πάμε πέρα από τις -συχνά ρηχές- γενικότητες του στυλ “Το Πολυτεχνείο δεν ήτανε γιορτή, ήτανε αγώνας και πάλη ταξική”, ή και το πολυφωναγμένο “ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ”, συνθήματα με τα οποία προσωπικά συμφωνώ, όμως δεν αρκούν. Είναι αναγκαίο να πάμε βαθύτερα, για να γίνουμε ικανοί να δούμε μακρύτερα και να προχωρήσουμε στις νέες συνθήκες, 50 χρόνια αργότερα.
Aξίζει και έχει τη σημασία του να σημειώσουμε το πώς γράφτηκε το βιβλίο. Ο γνωστός συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων Ιερώνυμος Λύκαρης αφηγείται στην εισαγωγή του πώς προέκυψε το βιβλίο για το Πολυτεχνείο. Ήθελε να γράψει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα για μια ληστεία σε τράπεζα που πραγματοποιήθηκε το πρωί της Παρασκευής 16.11.1973, τρίτη ημέρα της κατάληψης του Πολυτεχνείου και λίγες ώρες πριν τη σφαγή των διαδηλωτών από τις ένοπλες δυνάμεις της χούντας. “Την άλλη μέρα (το Σάββατο 17 Νοέμβρη) δέσποζε στα πρωτοσέλιδα και τις μέσα σελίδες όλων των εφημερίδων, μαζί με την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο και τις πρώτες ειδήσεις για τους νεκρούς, τους τραυματίες και τους συλληφθέντες της εξέγερσης”, η ληστεία της τράπεζας.
[Σε αυτό το σημείο ας κάνουμε μια μικρή παρέκβαση. Ο ληστής της Εθνικής Τράπεζας στο Παγκράτι ήταν ο “ληστής με τις γλαδιόλες”, όπως τον αποκάλεσαν, ο Θοδωρής Βενάρδος, με τον οποίο είμασταν συγκρατούμενοι στην Δ’ Πτέρυγα των Φυλακών Κορυδαλλού, στην πτέρυγα των βαρυποινιτών, την άνοιξη του 1974, μετά τις συλλήψεις του Φεβρουαρίου σε ΚΚΕ, ΕΔΕ (Τροτσκιστές), ΕΚΚΕ, που έκανε η χούντα του Ιωαννίδη. Ο Θοδωρής Βενάρδος δραπέτευσε μια μέρα που παίζαμε ποδόσφαιρο στο γήπεδο που εμείς οι πολιτικοί κρατούμενοι, μαζί με τους ποινικούς, φτιάξαμε σκάβοντας και βγάζοντας τις πέτρες από ένα τόπο όμοιο με παλιό νταμάρι. Αρχικά φτιάξαμε ένα φιλέ για βόλεϋ. Αλλά το ποδόσφαιρο ήταν και είναι πιο δημοφιλές. Ανάμεσα στο αυτοσχέδιο γήπεδό μας και τον τσιμεντένιο μαντρότοιχο των φυλακών υπάρχει μια συρμάτινη περίφραξη. Όταν η μπάλα έπεφτε έξω από την περίφραξη, αλλά μέσα στον περίβολο της φυλακής, ένας από τους δύο ένοπλους φρουρούς στα φυλάκια, που απέχουν κάπου 150 μέτρα, αν θυμάμαι καλά, κατέβαινε και μας έριχνε πίσω τη μπάλα. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο Βενάρδος πήδηξε τη συρμάτινη περίφραξη σε κάποιο σημείο που έκανε Γ, ανέβηκε στη σκοπιά, περίμενε τον φρουρό που έτρεξε να τον προλάβει, του έριξε μια κλωτσιά στο πρόσωπο και τον εξουδετέρωσε, ανέβηκε στον τοίχο και πριν ο άλλος φρουρός σκεφτεί να πυροβολήσει, ο ληστής τραπεζών πέταξε έξω. Υπάρχουν πολλά στην ιστορία, που είναι διανθισμένη με μπουκέτα λουλουδιών του Γιώργου Ζαμπέτα στην αδελφή του Θοδωρή, Ανίτα, που συνελήφθη εκδικητικά με την κατηγορία της κλεπταποδοχής, ένα ποίημα της Ανίτας αφιερωμένο στην… Αγγελική Κουτσουμπού, η διαφυγή στις ΗΠΑ, η σύλληψή του στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης, η παράδοσή του στις ελληνικές αρχές, και κυρίως ο φρικτός και απάνθρωπος τρόπος με τον οποίο οι ανθρωποφύλακες, οι εισαγγελείς και η αστυνομία, αντιμετώπισαν τον φυλακισμένο. Του τσακίσανε εν ψυχρώ και τα δύο χέρια και τα δύο πόδια, τον κατέστησαν ανάπηρο και τον οδήγησαν στην αυτοκτονία 10 χρόνια αργότερα. Όμως ας επιστρέψουμε στο ζήτημα που συζητάμε.]
3. Το υλικό που συγκέντρωνε ο Ιερώνυμος Λύκαρης ξεπερνούσε κατά πολύ τον αρχικό σχεδιασμό συγγραφής ενός αστυνομικού μυθιστορήματος. Έτσι προέκυψε το παρόν βιβλίο – ντοκουμέντο για το Πολυτεχνείο. Η αστυνομική λογοτεχνία όπως φαίνεται βοήθησε τον συγγραφέα στην τεκμηρίωση και εναργέστερη αποτύπωση των εικόνων της εξέγερσης Πολυτεχνείου αλλά και της ανηλεούς σφαγής. Παραστατικά και τεκμηριωμένα σαν σε… αστυνομικό μυθιστόρημα.
* Είναι ντοκουμέντα από την 1η Δίκη της χούντας (1975) και τη 2η Δίκη της χούντας (1977).
* Ντοκουμέντα – στοιχεία από 42 νοσοκομεία και κλινικές όπου μεταφέρθηκαν οι τραυματίες και οι θανάσιμα πληγωμένοι μάρτυρες του Πολυτεχνείου.
* Στοιχεία από φακέλους της αστυνομίας, ιδίως από τον “Φάκελο 650” του Γραφείου Εθνικής Ασφάλειας της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών.
* Κι όλα αυτά, διασταυρωμένα με δημοσιεύματα στον ημερήσιο τύπο της εποχής.
Από τον συνδυασμό των στοιχείων, των μαρτυρικών καταθέσεων, της δικαστικής διαδικασίας, εκθέσεων της αστυνομίας και του στρατού, και λοιπών ντοκουμέντων, με διορθώσεις εκούσιων ή σκόπιμων και παραπλανητικών λαθών, προκύπτει το παρόν βιβλίο. Η μέθοδος παρουσίασης ώρα-την-ώρα, μέρα-τη μέρα, δρόμο-τον-δρόμο κάνει το βιβλίο ένα χρονικό και μια τοπογραφία της εξέγερσης και του τρόμου. Το αποτέλεσμα είναι η ανάδειξη “καρέ-καρέ” της μέγιστης εκείνης επαναστατικής πράξης, της φοιτητικής, εργατικής, αγροτικής (καθώς και οι αγρότες από τα Μέγαρα ήλθαν επίσης στο Πολυτεχνείο!), λαϊκής εξέγερσης του Νοέμβρη 1973. Και επίσης της βίαιης, ωμής και αποτρόπαιης κατάπνιξής της από τα βασικά κατασταλτικά όργανα του κράτους, την αστυνομία και το στρατό. Αν και το βιβλίο δεν είναι ιστορία του Πολυτεχνείου, ούτε χρονικό της εξέγερσης, εντούτοις η εξέγερση, και συχνά ο ηρωισμός των εξεγερμένων, ξετυλίγονται ανάγλυφα στις 750 σελίδες του βιβλίου, που περιλαμβάνει επίσης φωτογραφίες και φωτοτυπίες ντοκουμέντων.

4. Η στατιστική της καταστολής
Αν και η κατάληψη του Πολυτεχνείου (και των Πολυτεχνικών και Πανεπιστημιακών σχολών σε Θεσσαλονίκη, Πάτρα και Γιάννενα) διήρκεσε το τριήμερο Τετάρτη 14, Πέμπτη 15 και Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 1973, η σφαγή διήρκεσε τουλάχιστον 4 ημέρες, από το βράδυ της Παρασκευής 16 Νοεμβρίου, μέχρι την Κυριακή 18, ακόμη και τη Δευτέρα 19 Νοεμβρίου, για να συνεχιστεί βέβαια με βασανιστήρια και αστυνομικές συλλήψεις μέχρι την πτώση της δικτατορίας τον Ιούλιο του 1974.
* Οι επίσημα επιβεβαιωμένοι νεκροί είναι 24.
* Οι τραυματίες, σύμφωνα με την έκθεση του εισαγγελέα Τσεβά, ανέρχονται σε 1103. Στο “φάκελο 650” της Ασφάλειας σημειώνονται 535, όμως είναι σαφώς πολύ κάτω από την πραγματικότητα.
Στην πραγματικότητα τα νούμερα είναι πολλαπλάσια. Οι νεκροί επίσης πολλαπλάσιοι. Όπως και οι τραυματίες καθώς πολλοί αρνήθηκαν να πάνε στα νοσοκομεία για να μην συλληφθούν.
Η στατιστική των σφαιρών που ρίχθηκαν κατά των διαδηλωτών και “χρεώθηκαν” από τους αποθηκάριους της αστυνομίας και του στρατού είναι χαρακτηριστική:
* 24.000 σφαίρες ρίχθηκαν κατά διαδηλωτών από την αστυνομία και τους παρακρατικούς φασίστες συνεργούς της.
* 324.000 σφαίρες ρίχθηκαν από το στρατό, τους διοικητές μονάδων, τους άνδρες των τεθωρακισμένων μεταφοράς προσωπικού και των τανκς που με τα πολυβόλα “γάζωναν” τους δρόμους κτυπώντας στο “ψαχνό” τους διαδηλωτές.
5. Εξέγερση
Η απόφαση της πλειοψηφίας των συνελεύσεων των σχολών του Πολυτεχνείου για κατάληψη (λέμε πλειοψηφίας γιατί ως γνωστόν αναμετρήθηκαν δύο τάσεις, αυτή που ήταν υπέρ της κατάληψης και υποστηριζόταν από τους λεγόμενους αριστεριστές, μαοϊκούς και τροτσκιστές και πάρα πολλούς ανένταχτους αγωνιστές, και η αντίθετη γραμμή που υποστηρίχθηκε από φοιτητές προσκείμενους στα δύο ΚΚ), έφερε στο κέντρο της Αθήνας, στην Πατησίων, όλες τις πανεπιστημιακές σχολές, κάνοντας το Πολυτεχνείο ένα μεγάλο ορμητήριο αγώνα. Κάθε σχολή εκπροσωπήθηκε από δύο αντιπροσώπους στη Συντονιστική Επιτροπή της κατάληψης του Πολυτεχνείου. Δύο αντιπρόσωπους έστειλε στη Συντονιστική και η εργατική συνέλευση που από το βράδυ της Τετάρτης συνεδρίαζε στο κατάμεστο Αμφιθέατρο 20 του κτιρίου Γκίνη. Ήταν μια πρωτόγνωρη οργάνωση του κινήματος. Η λειτουργία του ραδιοσταθμού και τα μηνύματά του (που συχνά αναμεταδίδονταν από πειρατικούς ραδιοσταθμούς σε όλη την Αττική) επιδρούσε ως ηλεκτρική εκκένωση. Οι συμπιεσμένες επί 7 χρόνια καρδιές των εργατικών, αγροτικών και λαϊκών στρωμάτων ένιωσαν να πυρπολούνται. Η δολοφονική επιχείρηση καταστολής με τα όπλα, που ξεκίνησε γύρω στις 8 μ.μ. το βράδυ της Παρασκευής 16 Νοεμβρίου γύρω από το Πολυτεχνείο, από αστυνομικούς και παρακρατικούς φασίστες – ελεύθερους σκοπευτές, αντί να τρομοκρατήσουν τον κόσμο έσπρωχναν νέα πλήθη προς το Πολυτεχνείο. Νέοι και εργάτες προσέρχονταν για να διαδηλώσουν ενάντια στη χούντα· νοικοκυρές, μανάδες και πατεράδες για να βοηθήσουν τα παιδιά που κινδύνευαν· γιατροί και νοσοκόμοι/ες και αυθόρμητοι -μη επαγγελματίες- τραυματιοφορείς για να μεταφέρουν τραυματίες, από τα δακρυγόνα στην αρχή και μετά από τα πυρά, στο ιατρείο του Πολυτεχνείου στο κτίριο της Αρχιτεκτονικής είτε στο Πρώτων Βοηθειών και σε νοσοκομεία.
Μετά τη μάχη των Δεκεμβριανών, η Ελλάδα είχε δει μεγάλους μαζικούς αγώνες, ιδίως την περίοδο των Ιουλιανών, το 1965, όμως τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη μεγάλη λαϊκή εξέγερση του Νοέμβρη 1973, που πυροδότησε η κατάληψη του Πολυτεχνείου.
Με τη μέθοδο ώρα-την-ώρα, μέρα-τη-μέρα, δρόμο-τον-δρόμο, στο βιβλίο του Ιερώνυμου Λύκαρη ξεδιπλώνεται η εξέγερση· οι μάχες έξω από το Πολυτεχνείο και στους γύρω δρόμους, απόπειρες κατάληψης του υπουργείου Δημόσιας Τάξης και της Νομαρχίας. Και το σφαγείο δρόμο-τον-δρόμο σε όλο το κέντρο τους Αθήνας, ακόμη και σε μακρινές συνοικίες· το σφαγείο μπροστά στο τότε υπουργείο Δημόσιας Τάξης, στη διασταύρωση Γ’ Σεπτεμβρίου και Μάρνη (εκεί που σήμερα έχει την έδρα του το ΕΚΑ) και στους κοντινούς δρόμους, από την αστυνομία. Το σφαγείο γύρω από το κτίριο του ΟΤΕ, κυρίως από το στρατό. Το κλίμα τρομοκρατίας και βίας -εγκλήματα πολέμου- κατά των τραυματιών που μεταφέρονται στο Α’ βοηθειών και κυρίως στο Ρυθμιστικό (τώρα Νοσοκομείο Γεννηματάς). Ακόμη και μετά την βίαιη εισβολή του τανκ με το γκρέμισμα της πύλης του Πολυτεχνείου, περί τις 2:30 το πρωί του Σαββάτου 17 Νοεμβρίου και τον τραυματισμό πολλών καταληψιών, τα τανκς, η αστυνομία και ο στρατός όλο το Σάββατο 17, την Κυριακή 18, ακόμη και τη Δευτέρα 19 Νοεμβρίου συνέχιζαν τη σφαγή. Για να καταστείλουν τους εξεγερμένους μαθητές, κυρίως, που προσπαθούσαν να φθάσουν στο Πολυτεχνείο. Την δε Δευτέρα, σύμφωνα με έκθεση του διευθυντή της αστυνομίας Παπαλουκά, συνέλαβαν 941 άτομα προς αποτροπή μεγάλης κινητοποίησης “φοιτητών – εργατών – οικοδόμων” καθώς οι τελευταίοι απέσχον από τις εργασίες τους στις οικοδομές κατά 70%!
Ο φόβος του καθεστώτος από την μαζική προσέλευση δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων (60.000 – 80.000 το απόγευμα της Παρασκευής 16 Νοέμβρη) και ο φόβος από την απήχηση του Ραδιοσταθμού “Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο – Σας μιλάει ο σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων”, ο φόβος από την ευρεία απήχηση του συνθήματος “Γενική Απεργία”, έκαναν τη χούντα και τους χουντικούς να χτυπούν όχι μόνο διαδηλωτές ή πιθανούς διαδηλωτές, αλλά να δολοφονούν εν ψυχρώ κόσμο επιχειρώντας να σπείρουν τον τρόμο και τον πανικό στο λαό. Όπως το διατύπωσε ο Κωνσταντίνος Παντελεάκης, αδελφός του του δολοφονημένου Κυριάκου, στην κατάθεσή του στο δικαστήριο: «Είχε εξαπολυθεί κύμα ανηλεούς τρομοκρατίας, επειδή το καθεστώς αισθανόταν ότι έτριζαν οι βάσεις του.» (σελ. 302)
Στο βιβλίο περιγράφονται εν ψυχρώ δολοφονίες όπως του 20χρονου ηλεκτρολόγου Μιχάλη Μυρογιάννη που εκτελέστηκε από τον συνταγματάρχη Ντερτιλή ενώ βάδιζε στη διασταύρωση Πατησίων και Στουρνάρη στις 12 το μεσημέρι της Κυριακής 18.11.1973. Το 5χρονο παιδάκι, ο Δημήτρης Θεοδώρας, που τότε διαδόθηκε ότι σκοτώθηκε στου Ζωγράφου από αδέσποτη σφαίρα, αποδεικνύεται ότι δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από στρατιωτική ομάδα με επικεφαλής αξιωματικό που έστησε πολυβόλο σε λοφίσκο του Ζωγράφου και γάζωνε ό,τι ανθρώπινο εκινείτο. Αστυνομικοί, φασίστες ελεύθεροι σκοπευτές και στρατιωτικοί, σαδιστικά έκαναν σκοποβολή στα κορμιά παιδιών, νέων και μεγαλύτερων. Τα τανκς με τα πολυβόλα χτυπούσαν στο “ψαχνό” είτε διαδηλωτές είτε απλούς ανθρώπους που βρίσκονταν στο οπτικό τους πεδίο.

6. Ενδεικτικές μαρτυρίες
Παρότι μια βιβλιοπαρουσίαση θα έπρεπε να σταματήσει κάπου εδώ, όμως αισθανόμαστε την ανάγκη να σταχυολογήσουμε λίγες από τις εκατοντάδες μαρτυρίες-καταθέσεις, αν και οι μαρτυρίες για όλους τους νεκρούς και τραυματίες πρέπει να διαβαστούν προσεκτικά από τον αναγνώστη και την αναγνώστρια.
« Ώρα 21:30-21:45
Αβέρωφ και Μάρνη
Διομήδης Κομνηνός, ετών 17, μαθητής, ο πρώτος νεκρός του Πολυτεχνείου. Από πληροφορίες που συγκέντρωσε ο πατέρας του Ιωάννης, ετών 47, από τους ελάχιστους (μόνο 2!) γονείς που όχι μόνο προσέφυγε στα δικαστήρια και υπήρξε πολιτικός ενάγων και στις δύο δίκες, αλλά έκανε μόνος του έρευνα που οι αρχές όχι μόνο αρνήθηκαν να κάνουν, αλλά παρενέβαλαν παντός είδους εμπόδια.
Από την κατάθεση του πατέρα: Ο Διομήδης Κομνηνός συμμετείχε στην εξέγερση από την Τετάρτη (14 Νοεμβρίου). «Το βράδυ εκείνο (Παρασκευή 16.11.1973) ο Διομήδης και οι φίλοι του είχαν οργανώσει μια ομάδα τραυματιοφορέων που μετέφερε τραυματίες, κυρίως από τη συμβολή των οδών Μάρνη και 3ης Σεπτεμβρίου μέχρι το Πολυτεχνείο. Για μία φορά μετέφερε τραυματία ως την πλατεία Κάνιγγος, αλλά ξαναγύρισε στον τόπο όπου πίστευε ότι ήταν η αποστολή του.
Από όσα κατάφερε να μάθει, σε μια στιγμή που τα δακρυγόνα έδιναν και έπαιρναν (γύρω στις 9:30 με 10:45), τα άοπλα παιδιά κατέβηκαν ως τη γωνία Μάρνη και 3ης Σεπτεμβρίου. Απέναντι από το υπουργείο Δημόσιας Τάξεως υπήρχε ένα αυτοκίνητο Φολκσβάγκεν, τοποθετημένο κάθετα στην οδό Μάρνη, έτσι ώστε να εμποδίζεται η πορεία όσων ήθελαν να μετακινηθούν και οι αστυνομικοί να επισημαίνουν όσους προσπαθούσαν να περάσουν από εκείνο το σημείο. Δεν είχε μεταφερθεί από τους διαδηλωτές αλλά από αυτούς που φρουρούσαν το υπουργείο. Όταν άρχισαν οι ριπές προς το Φολκσβάγκεν, βγήκε ο γιος του για να πάρει τον φίλο του δίπλα που είχε τραυματιστεί με διαμπερές τραύμα στον μηρό, τον σκόπευσαν και τον σκότωσαν.
Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία για την ανθρωποκτόνο πρόθεση αυτού που τον πυροβόλησε. Ο Διομήδης δέχθηκε μετωπικό τραύμα στην καρδιά από 38άρι όπλο. Τέτοια περίστροφα είχε η αστυνομία. Και οι σφαίρες τους μπορούσαν να φτάσουν ως το σημείο που δολοφονήθηκε ο γιος του. Το διαπίστωσε και ο ίδιος σε αυτοψία που έκανε λίγες μέρες μετά την κηδεία του. Η απόσταση από την οδό Μάρνη μέχρι το σημείο όπου δολοφονήθηκε ο Διομήδης είναι 8-10 μέτρα. Οι σφαίρες μπορούσαν να φτάσουν και από την ταράτσα και από το πεζοδρόμιο του υπουργείου. Από παντού στο υπουργείο υπήρχε πεδίο βολής ως το σημείο όπου χτυπήθηκε ο Διομήδης. Η φρουρά του είχε μετατραπεί σε επιθετική δύναμη και μπορούσε να κινείται ελεύθερα μέσα και έξω από το κτίριο.
Όταν δέχθηκε τη σφαίρα ο Διομήδης, ο Λιβάς (φοιτητής της Ιατρικής, 23 ετών, αυτόπτης μάρτυρας) τον σήκωσε και αντιλήφθηκε αίμα στο πουλόβερ και το στόμα του. Τον μετέφερε μέχρι τη γωνία και από εκεί τον πήραν άλλα παιδιά γιατί ο Λιβάς τραυματίστηκε κι αυτός. Ήταν τα παιδιά που του τηλεφώνησαν ανώνυμα και αργότερα του πήγαν τα γυαλιά του γιου του. Ήταν τα παιδιά στα οποία έδωσε τον λόγο του να μην αποκαλύψει τα ονόματά τους.» (Ιερώνυμος Λύκαρης, Πολυτεχνείο, σελ. 82-83). `
Στην κατάθεσή του ο τραυματίας φοιτητής Δημήτριος Λιβάς περιέγραψε την δολοφονία του Διομήδη Κομνηνού:
«To βράδυ της Παρασκευής, γύρω στις 8:30 (ανεπίσημα πρακτικά), βρέθηκε στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Εκεί οι αστυνομικοί έριχναν δακρυγόνα και χτυπούσαν τους διαδηλωτές. Είχε ακούσει από τον ραδιοσταθμό του Πολυτεχνείου να καλούν σε βοήθεια γιατρούς και να ζητούν φάρμακα γιατί υπήρχαν πολλοί τραυματίες φοιτητές. Σκέφθηκε τότε ότι θα μπορούσε κι αυτός να προσφέρει κάτι, αφού μάλιστα μέσα στο Πολυτεχνείο ήταν και ο αδελφός του, ο οποίος φοιτούσε εκεί, και πολλοί συμφοιτητές του από την Ιατρική. Αποφάσισε να μετακινηθεί προς τα εκεί.
Καθώς προσπαθούσε να περάσει από την περιοχή του Μουσείου, αντιλήφθηκε ότι από την ταράτσα του υπουργείου Δημόσιας Τάξεως ρίχνονταν πυροβολισμοί. Κατάφερε να φθάσει στο Πολυτεχνείο με πολλές προφυλάξεις. Τη στιγμή εκείνη σταμάτησε έξω από την πύλη ένα νοσοκομειακό αυτοκίνητο και οι τραυματιοφορείς μετέφεραν φάρμακα. Πριν παραδώσουν όλο το φαρμακευτικό υλικό τους στους φοιτητές, ακολούθησε και δεύτερο αυτοκίνητο, με μεγάλη ποσότητα φαρμάκων. Οι φοιτητές τα μετέφεραν μέσα στο Πολυτεχνείο ζητωκραυγάζοντας για τη συμπαράσταση του κόσμου.
Μπήκε και αυτός για λίγο μέσα και μετά βγήκε για να δει, από περιέργεια, από πού ρίχνονταν οι πυροβολισμοί. Στο απέναντι από την κεντρική πύλη πεζοδρόμιο είδε να κινούνται τρία άτομα το ένα πίσω από το άλλο, με προφυλάξεις, τοίχο τοίχο. Πέρασε τρέχοντας απέναντι και τα ακολούθησε. Τελευταίος ήταν ο Κομνηνός και πίσω του αυτός. Όταν έστριψαν στην οδό Αβέρωφ, ο προπορευόμενος, ηλικίας 25 με 30 ετών, μπήκε στην πρώτη πολυκατοικία και οι δύο άλλοι στη δεύτερη. […]
Οι συνεχείς ριπές κράτησαν λίγα λεπτά και μετά και μετά σταμάτησαν. Τότε ο Διομήδης Κομνηνός βγήκε από την πολυκατοικία, έφτασε μέχρι το γαζωμένο από τις ριπές Φολκσβάγκεν που βρισκόταν σε απόσταση 2,5 – 3 μέτρων, ακούμπησε πάνω του και, σηκώνοντας τα χέρια, φώναξε:
“Αν είσαστε άνδρες, ελάτε να χτυπήσετε”.
Του απάντησαν με πυροβολισμούς και τον έριξαν στο έδαφος βαριά τραυματισμένο. Αυτός ήταν ο Διομήδης Κομνηνός.» (ό.π. σελ 87-88).

Ώρα 22:00
3ης Σεπτεμβρίου & Μάρνη
Ο Γεώργιος Νίκας, 18 ετών, γεννημένος στην Αθήνα, μαθητής στην τελευταία τάξη του γυμνασίου τότε, πήγαινε κάθε πρωί στο Πολυτεχνείο και τις τρεις ημέρες, έπαιρνε προκηρύξεις και τις μοίραζε σε διάφορα σχολεία.
Το πρωί της Παρασκευής συμμετείχε στη συνεδρίαση της Συντονιστικής Επιτροπής μαθητών, που είχε συγκροτηθεί εκείνη τη μέρα. Πήρε τις προκηρύξεις που του έδωσαν και βγήκε από το Πολυτεχνείο για να τις μοιράσει.
Γύρω στις 6:30 το απόγευμα προσπάθησε να επιστρέψει αλλά εμποδίστηκε από τα δακρυγόνα και τα μπλόκα. Γύρω στις 8:00 το βράδυ, όταν σημειώθηκε κάποια ύφεση, πλησίασε το Πολυτεχνείο μαζί με άλλους, προσπάθησαν να μπουν αλλά δεν τα κατάφεραν. Ενώ βρισκόταν στην διασταύρωση Ηπείρου και Πατησίων, είδε να περνούν στην οδό Πατησίων γύρω στους 100 αστυφύλακες σε τριάδες ή τετράδες. Λίγο αργότερα μαζί με άλλους, χωρίς να σταματούν να φωνάζουν συνθήματα όπως “Κάτω η χούντα”, “Κάτω ο Παπαδόπουλος”, “Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία” και άλλα, άρχισαν να ανάβουν φωτιές και να στήνουν οδοφράγματα στην Πατησίων, έξω από το σούπερ μάρκετ [στην Υπεραγορά], στην οδό Στουρνάρη, στην οδό Πολυτεχνείου και σε άλλα σημεία, αυθόρμητα και όχι κατόπιν εντολής, για να εμποδίζουν τα αυτοκίνητα της αστυνομίας που έριχναν δακρυγόνα. Οι ένοικοι των γύρω διαμερισμάτων τούς έριχναν εφημερίδες και περιοδικά για να ανάβουν τις φωτιές.
Γύρω στις 8:30, έξω από το κατάστημα Στασινόπουλου, στη διασταύρωση 3ης Σεπτεμβρίου και Μάρνη, τραυματίστηκε μπροστά του η Αγγελική Παπούλια. Μαζί με άλλους, την έβαλαν σε ένα διερχόμενο αυτοκίνητο.
Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τον τραυματισμό του παρέμεινε στην ίδια περιοχή. Κάποια στιγμή πήγε για να τηλεφωνήσει στο σπίτι του και ξαναβρέθηκε στην ίδια γωνία, έξω από το κατάστημα Στασινόπουλου, μαζί με άλλα τριάντα άτομα. Δεν έγινε επίθεση διαδηλωτών στο υπουργείο Δημόσιας Τάξεως. Θα ήταν παράλογο. Ούτε φωτιές είδε στη γωνία Μάρνη και Αβέρωφ. Οι αστυνομικοί που τον πυροβόλησαν ήταν παρατεταγμένοι βάσει σχεδίου κατά πλάτος στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου, ο ένας δίπλα στον άλλο, από το υπουργείο μέχρι απέναντι πεζοδρόμιο. Ήταν γύρω στους τριάντα, είχαν ανακόψει τη διέλευση και πυροβολούσαν τον κόσμο που περνούσε με σκοπό να σκοτώσουν. Τον τραυμάτισαν με σφαίρες ντουμ-ντουμ στο χέρι και στην κοιλιά, τα θραύσματα του πείραξαν το συκώτι και το στομάχι.
Αιμορραγώντας, κατευθύνθηκε προς τον Σταθμό Πρώτων Βοηθειών στην Πατησίων. Κάποιοι φοιτητές τον έβαλαν σε ένα αυτοκίνητο και τον πήγαν στο σπίτι ενός γιατρού, πίσω από το Πολυτεχνείο. Αυτός διαπίστωσε ότι το τραύμα του ήταν σοβαρό και ότι δεν μπορούσε να του προσφέρει καμία ουσιαστική βοήθεια. Τον μετέφεραν στα χέρια με φορείο του ΙΚΑ, και εκεί ένας αστυνομικός όρμησε και άρχισε να τον χτυπά πάνω στο φορείο, να τον βρίζει και να του ζητά τα στοιχεία του. Του είπε ότι δεν θυμόταν το όνομά του. Αποφασίστηκε να μεταφερθεί στο Ρυθμιστικό. Έφτασαν στην οδό Ηρακλείτου, αλλά δεν μπόρεσαν να περάσουν επειδή υπήρχαν οδοφράγματα. Όταν έφτασαν, επαναλήφθηκε το ίδιο σκηνικό. Αστυνομικοί με στολή και πολιτικά τον χτύπησαν, ένας δε τον έβρισε και του ζήτησε να του πει το όνομά του. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει ποιοι αστυφύλακες τον χτύπησαν. Τελικά, τον έβαλαν στο νοσοκομείο και τον εγχείρησαν.
Οι γονείς του έκαναν τέσσερις μέρες να τον δουν γιατί δεν τους άφηνε ο Μπουκλάκος. [απόστρατος ταγματάρχης, διορισμένος από τη χούντα ως διοικητής του Ρυθμιστικού (νυν νοσοκομείο Γεννηματάς]. Όταν ο εισαγγελέας τον ρώτησε “Απλώς τους εμπόδιζε ο Μπουκλάκος;”, απάντησε: “Εμένα μου είπαν ότι δεν τους άφηνε. Εκείνοι θα ξέρουν περισσότερα”. Μάλιστα, και άλλοι συγγενείς του είπαν ότι ο Μπουκλάκος έφερε περίστροφο και κλομπ. […]
Νοσηλεύτηκε στο Ρυθμιστικό είκοσι οκτώ ημέρες. Οι γιατροί του φέρθηκαν καλά. Πήρε εξιτήριο στις 12 Δεκεμβρίου. Κατά τη διάρκεια της εκεί νοσηλείας του χειρουργήθηκε και δεύτερη φορά. Οι συνέπειες όμως από τα τραύματά του καθόρισαν ανεπίστρεπτα την υγεία του. Όταν κατέθετε στη δεύτερη δίκη, είχε υπηρετήσει για 13 ημέρες στον στρατό. Όλες τις άλλες μέρες τραβιόταν στα νοσοκομεία και στους γιατρούς.
Τι σκοπό είχαν όσοι, όπως αυτός, συμμετείχαν στην εξέγερση του Πολυτεχνείου; Να ρίξουν τη χούντα.» (ό.π. σελ. 93-95).
Ώρα 22:00
Αβέρωφ & 3ης Σεπτεμβρίου

Ο Γρηγόριος Γρηγοριάδης, 28 ετών, γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, εργάτης λιθογράφος, ήταν από τις πρώτες μέρες στο Πολυτεχνείο για να συμπαρασταθεί στους φοιτητές.
Συμμετείχε στις διαδηλώσεις που γίνονταν από το Πολυτεχνείο. Τα δακρυγόνα έπεσαν γύρω στις 20:00, ενώ οι πυροβολισμοί, κυριολεκτικά ένα φράγμα πυρός, άρχισαν στις 22:00 παρά, μπορεί και νωρίτερα. Γύρω στις 22:00 ήταν επικεφαλής μιας πολυπληθούς ομάδας διαδηλωτών, η οποία ξεκίνησε από τη διασταύρωση Αριστοτέλους και Αβέρωφ για να επιτεθεί για δεύτερη φορά ενάντια στο υπουργείο. Κρατούσαν ξύλα και διάφορα άλλα αντικείμενα για να χτυπήσουν τους αστυνομικούς αν τους χτυπούσαν κι αυτοί. Όπλα δεν είχαν. Ήδη σε προηγούμενη επίθεσή τους στο υπουργείο, τους πυροβόλησαν οι αστυνομικοί και υποχώρησαν. Δεν αρνήθηκε, διαφωνώντας με άλλους μάρτυρες ότι πρόθεσή τους ήταν να μπουν μέσα στο υπουργείο. Ήθελαν να ανατρέψουν το καθεστώς της χούντας και, στη δυναμική πορεία του αγώνα, το αστικό σύστημα που εκτρέφει τις δικτατορίες.
Προς στιγμή στρίμωξαν τους αστυνομικούς μέσα στο υπουργείο, χωρίς να καταφέρουν να τους χτυπήσουν με τα ξύλα που κρατούσαν. Μόλις τους πλησίασαν όμως, στα πέντε μέτρα, τους υποδέχθηκαν με φράγμα πυρός. Δεν τους πυροβολούσαν μόνο από το υπουργείο αλλά και από αλλού.
Πέταξαν τα ξύλα και έτρεξαν να προφυλαχθούν και τότε τον πέτυχαν δύο σφαίρες στα πόδια. Η πρώτη προερχόταν από το υπουργείο και η δεύτερη είτε από το ξενοδοχείο Ακροπόλ είτε από άλλο διπλανό κτίριο της οδού Μάρνη.
Μαζί με αυτόν τραυματίστηκαν κι άλλοι διαδηλωτές αλλά μέσα σ’ εκείνο τον χαλασμό πώς μπορούσε να θυμάται λεπτομέρειες;
Μετά τον τραυματισμό του μεταφέρθηκε στο Ρυθμιστικό. Εκεί αστυνομικοί με επικεφαλής έναν που είχε τέσσερα γαλόνια, κατέβασαν αυτόν και άλλους τραυματίες από τα φορεία και τους χτύπησαν. Οι γιατροί τούς συμπεριφέρθηκαν καλά.
Από το Ρυθμιστικό μεταφέρθηκε στο ΚΑΤ, όπου τον έκλεισαν σε ένα δωμάτιο-κελί. Εκεί ήρθαν τρεις της Ασφάλειας Περισσού και τον χτύπησαν. Μπορούσε να θυμηθεί αυτούς που τους χτύπησαν. Μπορεί να μην ενδιέφερε το δικαστήριο, ενδιέφερε όμως αυτόν.
Νοσηλεύτηκε δυόμισι μήνες στο ΚΑΤ.
Όταν κατέθετε, και ενώ του είχαν ήδη κόψει από το πόδι του επτά πόντους νεύρο, ακόμα παρέμενε η αναπηρία που του προκάλεσε ο τραυματισμός του.» (ό.π. σελ. 103-104).
Στις υποσημειώσεις, για τον Γρηγόριο Γρηγοριάδη αναφέρεται ανάμεσα σε άλλα ότι «Ο Γρηγοριάδης αρνήθηκε να ορκιστεί στο Ευαγγέλιο. Κάποιος από την υπεράσπιση [των χουντικών] ζήτησε από την έδρα να ρωτηθεί ο μάρτυρας “αν πιστεύει στο Θεό και δέχεται να ορκιστεί”. Ανάμεσα σε αυτόν και τον πρόεδρο διαμείφθηκε ο ακόλουθος διάλογος: «Πρόεδρος: “Δεν πιστεύετε;” Γρηγοριάδης: “Όχι, αλλά θα σας πω την αλήθεια”. Πρόεδρος: “Καλά, βάλτε το χέρι στο στήθος και πέστε την αλήθεια”».
Και στην υποσημείωση 3. «Στο σημείο αυτό ο Γρηγοριάδης είπε για την πρόθεση των διαδηλωτών να χτυπήσουν τους αστυνομικούς: “Όταν σε χτυπούν εκείνοι εφτά χρόνια, έχεις υποχρέωση και συ να τους χτυπήσεις”. Ο πρόεδρος αντέδρασε λέγοντάς του “Σταματήστε. Δεν θα μας κάνετε εδώ θεωρία” και αυτός απάντησε: “Δεν κάνω θεωρία, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα”» (ό.π. σελ. 392-393).
[Ο Γρηγόρης Γρηγοριάδης ήταν ένας εργάτης διανοούμενος, λίγο μετά την πτώση της χούντας μου χάρισε μια συλλογή ποιημάτων του που την έχω ακόμη.]
Ώρα 22:00
«Οδός Αριστοτέλους
Η Λαμπρινή Μαλατάντη, 44 ετών, γεννημένη στο Αθαμάνιο Άρτας, νοσοκόμα, εργαζόταν στην κλινική Παντοκράτωρ, που βρίσκεται στην οδό Μακεδονίας 9.
Όταν άκουσε από το ραδιοσταθμό του Πολυτεχνείου να ζητούν βοήθεια και φάρμακα, μάζεψε μαζί με μια συνάδελφό της όσα μπορούσαν, καθώς και επιδέσμους, αίμα, σύριγγες και άλλο ιατρικό υλικό, και, φορώντας τη στολή τους, ξεκίνησαν για να τα πάνε στο Πολυτεχνείο.
Στον δρόμο είδαν με τα μάτια τους δακρυγόνα, τραυματίες, αστυνομικούς να πυροβολούν κατά του πλήθους στο ψαχνό.
Έφτασαν εκεί γύρω στις 21:00, τα έδωσαν στους φοιτητές από τα κάγκελα, και έφυγαν για να επιστρέψουν στην κλινική όπου δούλευαν.
Πήραν την οδό Μάρνη. Εκεί και στους γύρω από το υπουργείο δρόμους είδε κόσμο που φώναζε συνθήματα, χωρίς να έχουν όπλα, ούτε πέτρες ούτε και ξύλα. Χωρίς να το καταλάβουν, βρέθηκαν στην οδό Αριστοτέλους. Εκεί είδε αστυνομικούς να κυνηγούν και να δέρνουν διαδηλωτές και να πυροβολούν. Σε κάποια στιγμή χτυπούσαν άγρια ένα παιδάκι δώδεκα ετών περίπου. Όταν τους ρώτησε γιατί το χτυπούν και προσπάθησε να το τραβήξει από τα χέρια τους, επιτέθηκαν σε αυτήν και στη συνάδελφό της, τις έβρισαν και άρχισαν να τις χτυπούν άγρια με τα κλομπ. Της έσκισαν την μπλούζα και από τα χτυπήματα στο κεφάλι έπαθε εγκεφαλική διάσειση.
Λιποθύμησε. Με τη βοήθεια της συναδέλφου της, έφτασε με κόπο στην κλινική. Εκεί περιποιήθηκαν τα τραύματά της, αρχικά νόμισε ότι δεν ήταν τίποτα το σοβαρό. Ο γιατρός τής είπε να μείνει ακίνητη αλλά λόγω των τραυματιών που έφταναν αναγκάστηκε να βοηθήσει.
Από την κλινική τους πέρασαν περίπου 20 τραυματίες, άλλοι τραυματισμένοι με κλομπ, άλλοι από δακρυγόνα, αλλά οι περισσότεροι ήταν από σφαίρες. Μάλιστα, έξω από την κλινική τους, σε κάποια απόσταση, ήταν αστυνομικοί που πυροβολούσαν αυτούς που κατευθύνονταν στην είσοδό της.
Ήρθε ένα δεκαπεντάχρονο παιδί που το έλεγαν Χρήστο με το χέρι του σε τέτοια χάλια που του το έκοψαν από τον ώμο. Επειδή η κατάστασή του ήταν σοβαρή, το έστειλαν στο Ασκληπιείο Βούλας. Ένα άλλο παιδί είχε χτυπηθεί από πέντε σφαίρες στην πλάτη, τα χέρια και τα πόδια και ένα τρίτο είχε χτυπηθεί στη σπονδυλική στήλη και δεν μπορούσε να κουνηθεί, με αποτέλεσμα να τον συλλάβουν αργότερα οι αστυνομικοί.
Οι τραυματίες δεν έδιναν τα πραγματικά τους ονόματα γιατί φοβούνταν. Τις επόμενες μέρες συχνά πήγαιναν στην κλινική αστυνομικοί και έπαιρναν με βρισιές τους πιο ελαφρά τραυματισμένους. Τους έβλεπαν οι γιατροί να συμπεριφέρονται έτσι κακώς στους τραυματίες, αλλά δεν μπορούσαν να τους κάνουν τίποτα.
Το ότι πυροβολούσαν οι αστυνομικοί στο ψαχνό φαίνεται και από το ότι τα τζάμια και οι πόρτες της κλινικής Παντοκράτωρ είχαν σημάδια από σφαίρες.
Τρεις μέρες μετά τη βαριά εγκεφαλική διάσειση που υπέστη, αιμορράγησε από το αυτί της και τη μετέφεραν στην κλινική Παπαδημητρίου στα Μελίσσια, όπου παρέμεινε νοσηλευόμενη επί δεκαεπτά ημέρες.» (ό.π. σελ. 107-108).

Σάββατο 17.11.1973
Ώρα 13:00
Ορεινής Ταξιαρχίας & λεωφόρος Παπάγου
«Δημήτρης Θεοδώρας του Θεοφάνους, 5,5 ετών, κάτοικος Ανακρέοντος 2, Ζωγράφου. Στις 13.00, της 17.11.1973, ενώ διέσχιζε με τη μητέρα του τη διασταύρωση της οδού Ορεινής Ταξιαρχίας με τη λεωφόρο Παπάγου στου Ζωγράφου, όπου τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά στρατιωτικής περιπόλου με επικεφαλής αξιωματικό (πιθανόν ο ίλαρχος Σπυρίδων Σταθάκης του Κ.Ε.Τ./Θ), που βρισκόταν ακροβολισμένη στο λόφο του Αγίου Θεράποντος. Εξέπνευσε ακαριαία και όταν μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Παίδων, απλώς διαπιστώθηκε ο θάνατός του».
Την εποχή εκείνη η είδηση διαδόθηκε από στόμα σε στόμα, οι πιο πολλοί έλεγαν ότι επρόκειτο για “αδέσποτη” σφαίρα. Το ίδιο υποστήριξε σε έγγραφό του ο τότε αστυνομικός διευθυντής Χριστολουκάς δικαζόμενος με τους λοιπούς χουντικούς δολοφόνους. Αποκαλύφτηκε όμως ότι επρόκειτο για μια εν ψυχρώ δολοφονία του παιδιού από τη στρατιωτική περίπολο που είχε στήσει πολυβόλο στο λοφίσκο του Αγίου Θεράποντος. Αντιγράφουμε από το βιβλίο:
«Για τη δολοφονία του γιου τους κατέθεσαν οι γονείς του, Μαρία και Θεοφάνης Θεοδώρας.
Η Μαρία Θεοδώρα πήγε με το παιδί της στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς τους για να ψωνίσουν τρόφιμα. Πηγαίνοντας, είδαν έναν αξιωματικό με δεμένο το χέρι να δίνει με θυμό εντολές σε στρατιώτες να πάρουν θέσεις στον λοφίσκο του Αγίου Θεράποντος. “Μαμά, πώς είναι έτσι άγριος αυτός;”, τη ρώτησε το παιδί της.
Βγήκε από το κατάστημα κρατώντας το παιδί από το χέρι και κατευθύνθηκε προς την οδό Ορεινής Ταξιαρχίας για να επιστρέψουν σπίτι τους που βρισκόταν στην οδό Ανακρέοντος 2. Στην περιοχή επικρατούσε ησυχία, δεν γινόταν καμία διαδήλωση. Η κυκλοφορία επιτρεπόταν, αφού η απαγόρευση άρχιζε από τις τέσσερις το απόγευμα. Φτάνοντας στη διασταύρωση με τη λεωφόρο Παπάγου, στη γωνία ακριβώς, ακούστηκαν πέντε πυροβολισμοί και ξαφνικά ένιωσε το παιδί της να πέφτει κάτω. Έσκυψε και είδε ότι μια σφαίρα τον είχε βρει στο μέτωπο. Πρέπει να ήταν η πρώτη. Οι άλλες σφαίρες είχαν περάσει πάνω από το κεφάλι της, δύο από αυτές χτύπησαν σε μια κολόνα της ΔΕΗ και τα σημάδια τους υπήρχαν ακόμα.
Άρχισε να φωνάζει βοήθεια. Γύρισε προς το μέρος από όπου έπεσαν οι πυροβολισμοί και είδε στον απέναντι λοφίσκο του Αγίου Θεράποντος τρεις στρατιώτες κάτω στο έδαφος. Είχαν στήσει ένα πολυβόλο και κρατούσαν αυτόματα. Πίσω τους ήταν ο αξιωματικός, με το περίστροφο στο χέρι και το χέρι δεμένο, και έδινε διαταγές στους στρατιώτες. Ήταν σαν αγριάνθρωπος και τα μάτια του ήταν πεταμένα έξω.
Το παιδί πυροβολήθηκε από τα 100 με 150 μέτρα και η σφαίρα που το σκότωσε δεν ήταν αδέσποτη. Τους είχαν σκοπεύσει. Ήταν δολοφονία εν ψυχρώ. Ο επικεφαλής των στρατιωτών που πυροβόλησαν είναι φονιάς.
Το παιδί πέθανε αμέσως. Την ίδια στιγμή τραυματίστηκαν και δύο παιδάκια που ήταν στο μπαλκόνι του σπιτιού τους. (Πρόκειται για τα δύο παιδιά του Ιωάννη Κατρατζή.)». (ό.π. σελ. 268-269)
Σάββατο 17.11.1973
Ώρα 14:00
Πατησίων, στάση Κλωναρίδου
Η Παγωνιώ Παπακυριακού, 44 ετών, γεννημένη στον Πύργο Σάμου, οικιακά, φεύγοντας από τη δουλειά της στο Γαλάτσι, έφτασε στην οδό Πατησίων, στη στάση Κλωναρίδου για να πάει στο σπίτι της που βρισκόταν τέρμα Αχαρνών. Πέρασε τη Δροσοπούλου, όπου είδε αστυνομικούς να πυροβολούν αλλά δεν την πείραξαν, και πήγε προς την Πατησίων από έναν δρόμο που δεν θυμόταν πώς λεγόταν. Ελάχιστα άτομα, τα περισσότερα ηλικιωμένα, υπήρχαν εκείνη την ώρα στην Πατησίων και αυτά πήγαιναν να ψωνίσουν στα μπακάλικα, στα κρεοπωλεία και σε άλλα μαγαζιά. Κανένας δεν προκαλούσε τους στρατιώτες.
Όταν ο κόσμος αντιλήφθηκε τα τανκς που έρχονταν από τα Πατήσια και άκους τους πυροβολισμούς που έπεφταν συνεχώς, βγήκε από τα μπακάλικα και τα μανάβικα και άρχισε να τρέχει αλαφιασμένος, κρατώντας τις τσάντες με τα ψώνια, προς όλες τις κατευθύνσεις φωνάζοντας “Παναγιά μου, σώσε μας”.
Όταν εκείνη πλησίαζε προς την Πατησίων και ετοιμαζόταν να περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο, ήρθε τρέχοντας ένα παιδάκι 8-9 ετών, με την μπλε μαθητική ποδίτσα του και τη σχολική τσάντα του, από τα δεξιά της οδού Πατησίων, έπεσε πάνω της και κλαίγοντας της είπε “Σώστε με, κυρία, κρύψτε με, πάρτε με μαζί σας”. Έτρεχε μαζί με άλλα παιδιά από το σχολείο που τα κυνηγούσαν αστυνομικοί.
Τα έχασε και το ρώτησε τίνος είναι και πού να το πάει. Δεν πρόφτασε να της απαντήσει. Από το πρώτο τανκ της φάλαγγας που είχε φτάσει κοντά τους το παιδί δέχτηκε μια σφαίρα και έπεσε το άμοιρο στα χέρια της. Από την καρδιά του έβγαινε αίμα. Σχεδόν ταυτόχρονα, ο στρατιώτης που πυροβολούσε με το μυδράλιο που είχε στο άρμα και το γυρόφερνε, της έριξε πέντε σφαίρες στην κνήμη και σωριάστηκε στο πεζοδρόμιο με το παιδί αγκαλιά. […]
Πρέπει να τραυματίστηκαν και άλλοι στο σημείο όπου χτυπήθηκε, γιατί το τανκ έριχνε από πολύ κοντά. Όχι στον αέρα, αλλά επάνω τους. Ήταν τόσο κοντά, μόλις στα δύο με τρία μέτρα, και δεν έκανε λάθος σ’ αυτό. Δυστυχώς, δεν πρόλαβε να δει κάποια ετικέτα στην ποδιά του παιδιού που σκοτώθηκε, για να μάθει σε ποιο σχολείο πήγαινε.
Ενώ βρισκόταν στο έδαφος, με το παιδάκι να αιμορραγεί, καλούσε σε βοήθεια αλλά τα αυτοκίνητα των Πρώτων Βοηθειών που περνούσαν όχι μόνο δεν τους έπαιρναν αλλά έριχναν και δακρυγόνα. Ήταν απόλυτα βέβαιη γι’ αυτό.
Έμεινε γι’ αρκετή ώρα στο σημείο του τραυματισμού της, μέχρι να τη μεταφέρουν με μια μοτοσικλέτα στην κλινική Παμμακάριστο. Έκτοτε δεν έμαθε τίποτε για το παιδί.» (ό.π., σελ. 275-276)

7. Το Πολυτεχνείο στην ιστορία
Τι ήταν το Πολυτεχνείο;
Κατά τη γνώμη μας, η εξέγερση του Πολυτεχνείου συνιστά ένα σημείο τομής στην ιστορία της Ελλάδας, ένα ρήγμα στο συνεχές της ταξικής κυριαρχίας. Μετά την επανάσταση του 1941-49, με κορυφαία στιγμή (και σημείο καμπής) τον Δεκέμβρη του 1944, η αιματωβαμένη εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 μπορεί να θεωρηθεί ως η τελευταία μάχη του εμφυλίου πολέμου. Και μαζί με την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, είναι τα τρία μεγάλα συμβάντα της νεότερης ελληνικής ιστορίας που συνιστούν τη δική μας συναστρία που φωτίζει το δρόμο των αγώνων για την κοινωνική απελευθέρωση από τα παντός είδους δεσμά, ταξικά – κρατικά, εθνικά, φυλετικά, ιδεολογικά, ψυχολογικά κ.ά.
Με το Πολυτεχνείο του 1973 ανοίγει μια νέα περίοδος στην ιστορία της Ελλάδας, η λεγόμενη Μεταπολίτευση, καρπός της δύναμης του Πολυτεχνείου αλλά και της αδυναμίας του, και του ανολοκλήρωτου και του αδικαίωτου χαρακτήρα του…
Το Πολυτεχνείο, όπως σημειώσαμε εξ αρχής, πρέπει να τεθεί πρώτα – πρώτα στο διεθνές του πλαίσιο. Ήταν μέρος ενός βαθύτερου ιστορικού ρεύματος, διεθνούς και διεθνιστικού, που εμβληματικά σηματοδοτείται από τον Μάη του 1968, που δεν ήταν μόνο Γαλλικός, αλλά αγκάλιασε όλο σχεδόν τον κόσμο, την Τσεχοσλοβακία που κατεστάλη από τα σοβιετικά τανκς, την Ιταλία με το θερμό Φθινόπωρο του 1969, την Αργεντινή με το Κορντομπάσο, σχεδόν όλη τη Λατινική Αμερική την οποία ο Τσε Γκεβάρα επιχειρούσε να πυρπολήσει με την επανάσταση (ο Τσε δολοφονήθηκε τον Οκτώβρη του 1967), τις ΗΠΑ με τους Μαύρους Πάνθηρες.
Αυτό το διεθνές ρεύμα δεν ήταν μόνο πολιτικό, ήταν και ιδεολογικό, πολιτιστικό και καλλιτεχνικό, και συνεπήρε τις νέες γενιές αγωνιστών ή σε κάθε περίπτωση τους επηρέασε. Η μουσική, οι Μπητλς, ακόμη και η έλευση των τζην παντελονιών (τα οποία όπως περιγράφει ο Χρόνης Μίσσιος οι ΕΔΑίτες έβλεπαν ως αμερικανικό τρόπο ζωής), κινηματογραφικά έργα όπως το Ζαμπρίνσκι Πόιντ, το Φορτηγό και τα άλλα τραγούδια του Σαββόπουλου και η μουσική των μπουάτ, η έκδοση μαρξιστικών βιβλίων από το 1970, του Λένιν, του Τρότσκι, της Ρόζας Λούξεμπουργκ, ο Τσε, οι αντάρτες Τουπαμάρος και άλλοι.
Όχι τυχαία, ούτε μόνο συγκυριακά, ένα σύνθημα που στις φωτογραφίες αναγράφεται στην πύλη του Πολυτεχνείου και φωναζόταν τότε πολύ, ήταν “Ταϋλάνδη”, “εδώ θα γίνει Ταϋλάνδη” (καθώς οι φοιτητές στην Ταϋλάνδη ένα μήνα πριν είχαν ανατρέψει τη “δική τους” χούντα). Ήταν ο διεθνής ορίζοντας του Πολυτεχνείου. Ο παλαιστινιακός αγώνας επίσης έφθανε στον λογοκρινόμενο τύπο της Ελλάδας, έστω και με τη μορφή των τρομοκρατικών επιθέσεων στο αεροδρόμιο του Ελληνικού και των αεροπειρατειών. Ο “Μαύρος Σεπτέμβρης” του 1969, όταν ο βασιλιάς Χουσεΐν της Ιορδανίας έσφαξε την Παλαιστινιακή αντίσταση αποτυπώθηκε επίσης στη σκέψη των νέων “εκκολαπτόμενων” αγωνιστών.
Σημαντικό στοιχείο της εξέγερσης είναι οι συνελεύσεις και η εκλογή της Συντονιστικής Επιτροπής Φοιτητών στην οποία μετείχαν δύο εκπρόσωποι της εργατικής συνέλευσης. Αν και μειοψηφικός και ενταγμένος στο ευρύτερο σχήμα της Συντονιστικής Επιτροπής των φοιτητών, εντούτοις, ο ρόλος της εργατικής τάξης αναδύεται σαφώς. Η εργατική τάξη έχει βάλει τη σφραγίδα της στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, τα συνθήματα “γενική απεργία” και “εργάτες, αγρότες, φοιτητές” θα είναι κεντρικά και τα επόμενα χρόνια. Όπως δείχνει με στοιχεία ο συγγραφέας, η εργατική σύνθεση της εξέγερσης είναι αδιαμφισβήτητη. Στο βιβλίο αποτυπώνονται με αριθμούς και ποσοστά οι τραυματισμένοι εργάτες, οι τραυματισμένοι μαθητές τεχνικών σχολών – τότε όλοι οι μαθητές των τεχνικών σχολών εργάζονταν ως μαθητευόμενοι εργάτες. Σωστά επισημαίνεται στο βιβλίο ότι «αρχικά η λαϊκή συμμετοχή τις πρώτες μέρες της κατάληψης εκδηλώθηκε ως συμπαράσταση στα δίκαια αιτήματα των φοιτητών». Όμως, «έπειτα από το πρώτο αίμα, και κάτω από την απήχηση των μηνυμάτων του ραδιοφωνικού σταθμού της εξέγερσης, μετατράπηκε σε μαχητικό ξεσηκωμό ανατροπής.» (ό.π., σελ. 693).
Από τη σύνθεση του πλήθους που την Πέμπτη και την Παρασκευή (15 και 16 Νοέμβρη) επιχειρούσε διαδηλώσεις προς την πλατεία Συντάγματος, όπου το εργατικό στοιχείο και δη των οικοδόμων κυριαρχούσε, και από τον αριθμό των τραυματιών, προκύπτει ότι «η εργατική τάξη υπερτερεί σημαντικά σε σχέση με το σύνολο των μαθητών, σπουδαστών και φοιτητών, αλλά και των άλλων τραυματιών (αυτοαπασχολουμένων, επιστημόνων, καλλιτεχνών κ.ά). Είναι κατά 42,4% μεγαλύτερο στις καταστάσεις των νοσοκομείων και κλινικών και κατά 53% στις καταστάσεις της Ασφάλειας». (ό.π., σελ. 693). Ο Λ. Καλλιβρετάκης στο επίσης σημαντικό βιβλίο του, ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ), υπολογίζει ότι από τους τραυματίες, οι εργατοτεχνίτες αποτελούσαν το 21%, οι μαθητές/τριες το 17%, οι φοιτητές/τριες το 15%, οι ιδιωτικοί υπάλληλοι το 8% και ακολουθούν με μικρότερα ποσοστά άλλες κατηγορίες.
Για μια βαθύτερη κατανόηση της εξέγερσης του Πολυτεχνείου νομίζουμε ότι απαιτείται να ιδωθούν οι βαθύτατες αλλαγές που σημειώνονται στην ελληνική κοινωνία με την τρίτη φάση εκβιομηχάνισης της χώρας (1963 – 1973). Ήδη, από το 1963, η παραγωγή του δευτερογενούς τομέα της οικονομίας (βιομηχανία) ξεπερνά για πρώτη φορά την πρωτογενή (αγροτική) παραγωγή. Μετά το προλεταριάτο των οικοδόμων, που ήδη από τη δεκαετία του 1950 έχει κάνει την εμφάνισή του και γιγαντώνεται μέχρι τα χρόνια της 7ετίας, μια νέα βιομηχανική εργατική τάξη διαμορφώνεται. Στη θέση των μικρών μηχανουργείων και βιοτεχνιών και ολίγων κατ’ εξαίρεση μεγάλων βιομηχανιών, μια μεσαίας κλίμακας βιομηχανία θα αναπτυχθεί, με βιομηχανικές ζώνες σε όλες σχεδόν τις πόλεις και μαζί η νέα βιομηχανική εργατική τάξη – που θα δώσει μεγάλους αγώνες και θα αναπτύξει τον βιομηχανικό συνδικαλισμό στα αμέσως μετά την πτώση της χούντας χρόνια. Οι αλλαγές στη βάση της οικονομίας και η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων συνυφαίνονται με την ανάπτυξη του μαζικού πανεπιστημίου που θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση Παπανούτσου – Παπανδρέου (1964) με την κατάργηση των διδάκτρων στα πανεπιστήμια και την καθιέρωση πανελληνίων εισαγωγικών εξετάσεων, έφεραν στο πανεπιστήμιο παιδιά αγροτών και εργατών που έως τότε εξ ορισμού αποκλείονταν. Ταυτόχρονα, στην εποχή της χούντας δημιουργούνται τα ΚΑΤΕ (μετέπειτα ΤΕΙ) για την παραγωγή μεσαίων στελεχών στη βιομηχανία, και εν γένει στην οικονομία.
Υπόρρητα στην ιδεολογική ρίζα του Πολυτεχνείου βρίσκεται το αντάρτικο αντιστασιακό επαναστατικό κίνημα που συνεπήρε την αγροτιά και την εργατική τάξη των πόλεων για μια δεκαετία, στο πρώτο και το δεύτερο αντάρτικο. Οι ηττημένοι του εμφυλίου ήταν οι πραγματικοί νικητές που τους έκλεψαν τη νίκη με τις συμφωνίες του Λιβάνου, της Καζέρτας και τελικά με την παράδοση των όπλων με τη συμφωνία της Βάρκιζας. Το σύνθημα που ήδη από το 1974 δονεί τις διαδηλώσεις, “ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ”, εκφράζει αυτόν τον βαθύ δεσμό της εξέγερσης του Πολυτεχνείου με την εργατο-αγροτική επανάσταση του 1941-49.
Οι φασίστες αξιωματικοί του στρατού και της αστυνομίας το καταλαβαίνουν, αν και η ηγεσία της αριστεράς δεν καταλαβαίνει τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί ή συντελούνται. Εξ ου, εξ αρχής, ήταν από επιφυλακτικοί έως εχθρικοί στην κατάληψη του Πολυτεχνείου και στην εξέγερση και μια τέτοια γραμμή δινόταν στα μέλη της ΚΝΕ/Αντι-ΕΦΕΕ στα τέλη Οκτωβρίου 1973, δηλαδή λίγες μέρες πριν την κατάληψη. Όπως και ο χρεοκοπημένος παλιός αστικός κόσμος αναζητούσαν ένα modus viventi με την πολιτικοποιημένη εκδοχή της χούντας που σκάρωνε ο δικτάτορας Παπαδόπουλος με τον Μαρκεζίνη (τον οποίο γελοιοποιήσαμε εντελώς με τα συνθήματα “Μαρκεζίνη μασκαρά”, “Μαρκεζίνη πίθηκε” και “Δεν σε θέλει ο λαός, πάρτον πίθηκο και μπρος” – σίγουρα προσβλητικά για τους συμπαθείς πιθήκους).
Τη σχέση των χουντικών δικτατόρων και των οργάνων τους με τους ναζί κατακτητές, την καταλάβαιναν οι άνθρωποι το 1973. Ο πατέρας του δολοφονημένου -από τα πυρά των ακροβολισμένων στρατιωτών στου Ζωγράφου- 5χρονου Δημήτρη Θεοδώρα, «άκουσε κάποιον γείτονα που φώναζε τρέχοντας “Κρυφτείτε, οι γκεσταπίτες χτυπάνε στο ψαχνό, χτυπήσανε το παιδί της διπλανής”…» (ό.π., σελ. 269). Όπως οι Γερμανοί ναζί, οι χουντικοί στρατιωτικοί και η αστυνομία αντιμετώπιζαν τον “εχθρό λαό” ως ξένη δύναμη κατοχής. Δολοφονούσαν εν ψυχρώ, μαζικά.
Αν και η σύνδεση με την παλαιότερη ταξική αναμέτρηση ενυπάρχει, υπάρχει μια ποιοτική αλλαγή.
Η Ελλάδα του 1973 δεν είναι η αγροτική χώρα της Κατοχής. Μεγάλα τμήματα του αγροτικού πληθυσμού φθάνουν ως εσωτερικοί μετανάστες στην Αθήνα και τις άλλες πόλεις και γίνονται προλετάριοι. Το φρέσκο προλεταριάτο και τα παιδιά του, που σπουδάζουν στα πανεπιστήμια, είναι η κοινωνική δύναμη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
Σε αυτό το κοινωνικό έδαφος θα επι-δράσει η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση που το 1971 θα εμφανιστεί με το τέλος της μεταπολεμικής άνθησης βασισμένης στις συμφωνίες τού Μπρέττον Γουντς και την μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό. Σε διεθνή κλίμακα θα πυροδοτηθεί ένας ισχυρός πληθωρισμός που με τη σειρά του θα φέρει αντιπληθωριστικά μέτρα. Όλες οι διεθνείς ισορροπίες θα υπονομευτούν, όπως και τα δικτατορικά καθεστώτα στην Ευρώπη (Πορτογαλία, Ελλάδα, Ισπανία). Το πλήγμα στο Ισραήλ στον Αραβο-Ισραηλινό πόλεμο του Γιόμ Κιπούρ, τον Οκτώβρη του 1973, λίγες εβδομάδες πριν την εξέγερση του Πολυτεχνείου, θα έχει ισχυρό αντίκτυπο και θα επιδράσει στην απόφαση των πετρελαιοπαραγωγών χωρών για τετραπλασιασμό των τιμών του πετρελαίου και στην ύφεση στην παγκόσμια οικονομία στη δεκαετία του 1970.
Η 7χρονη αμερικανοκίνητη στρατιωτική δικτατορία, που το 1967 ανέτρεψε τη χρεοκοπημένη πολιτική εξουσία, παρότι φυλάκισε, εξόρισε και βασάνισε χιλιάδες αριστερούς αγωνιστές, δεν είχε κατορθώσει να τσακίσει το μαχητικό δυναμικό τής εργατικής τάξης. Ποτέ δεν μπόρεσε να αποκτήσει μαζική λαϊκή βάση, κι από αυτήν την άποψη το καθεστώς δεν ήταν μια φασιστική δικτατορία όπως το χαρακτήριζε η παραδοσιακή κομμουνιστική ή μη αριστερά. Ήταν μια γυμνή στρατιωτική δικτατορία, με φασίστες ηγέτες στο στρατό και την αστυνομία. Για 5 χρόνια μπορούσε, στη βάση μιας πληθωριστικής πολιτικής να κερδίζει την ανοχή ευρύτερων, κυρίως μικροαστικών, κοινωνικών στρωμάτων. Όμως, από τα τέλη του 1972, μια προϊούσα ύφεση θα εκδηλωθεί στην οικονομία, με την επιβολή αντιπληθωριστικών μέτρων και την περιστολή της οικοδομικής δραστηριότητας. Μικροαστικά στρώματα θα νιώσουν ανησυχία και θα σπεύσουν στο χρηματιστήριο να πάρουν χρυσές λίρες. Το οικοδομικό προλεταριάτο θα νιώσει ύστερα από χρόνια την ανεργία, ενώ η ακρίβεια πλήττει όλα τα λαϊκά στρώματα. Το φοιτητικό κίνημα θα ριζοσπαστικοποιηθεί, με τις καταλήψεις της Νομικής τον Φεβρουάριο και Μάρτιο του 1973 και έντονη φοιτητική δραστηριότητα θα αναπτυχθεί, αρχικά διεκδικώντας ελεύθερες εκλογές στις σχολές και την εκδίωξη των διορισμένων χουντικών Δ.Σ. και των εντεταλμένων χαφιέδων του Σπουδαστικού της Ασφάλειας που συστηματικά παρακολουθούσαν τους φοιτητές στις αίθουσες διδασκαλίας! Ταυτόχρονα, οι πρώτοι εργατικοί αγώνες και απεργίες θα εκδηλωθούν. Σε κάθε ευκαιρία, κινηματογραφικές προβολές ταινιών ή συναυλίες μουσικής θα γίνονται αφορμή για αντιδικτατορικές διαδηλώσεις. Θα είναι οι σπίθες για την μεγάλη έκρηξη του Πολυτεχνείου, που αν και κανείς δεν μπορούσε να την προβλέψει επακριβώς, ωρίμαζε.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου τυπικά νικήθηκε, για την ακρίβεια σφαγιάστηκε, τον Νοέμβρη του 1973. Όμως, η γνωστή “πανουργία της ιστορίας” είχε τη δική της διαλεκτική. Οι ηττημένοι ποτέ δεν νικήθηκαν. Οι σφαγιασμένοι εξεγερμένοι του Πολυτεχνείου είναι οι πραγματικοί νικητές. Η δολοφονική χούντα, αν και δεν θα ανατραπεί άμεσα από την εξέγερση, έχει ήδη νικηθεί. Ο σφαγέας δικτάτορας Παπαδόπουλος, έμμισθος πράκτορας της CIA, θα ανατραπεί μια βδομάδα αργότερα από τη χούντα του “Σκύλου της ΕΣΑ” Ιωαννίδη, που κι αυτή θα ανατραπεί μέσα στην καταισχύνη της προδοσίας της Κύπρου.
Μετά τον Ιούλιο του 1974 η Ελλάδα θα είναι διαφορετική, έστω κι αν τα όνειρα και η θυσία των αγωνιστών του Πολυτεχνείου, των εκατοντάδων νεκρών και χιλιάδων τραυματιών, των αφανών ηρώων, των “Αγνώστων Στρατιωτών του Νοέμβρη”, κατά την έκφραση της Μαριάννας Τζιαντζή που γράφει το έξοχο επίμετρο του βιβλίου, δεν θα δικαιωθούν. Όμως, μετά το Παλάτι, που είχε ήδη εκδιωχθεί από τη χούντα, ο έτερος “πυλώνας” της αστικής εξουσίας για πολλές δεκαετίες, ο Στρατός, ως ρυθμιστής των πολιτικών πραγμάτων της Ελλάδας, θα χάσει τον κυρίαρχο ρόλο που είχε στην πολιτική ζωή της χώρας από τον 19ο αιώνα.
Η ελληνική κοινωνία της Μεταπολίτευσης διαμορφώνεται εν πολλοίς από το Πολυτεχνείο, στην αλληλοσύνδεσή του με ένα εθνικό ζήτημα, την προδοσία της Κύπρου και την παράδοση του 40% του νησιού στον τουρκικό Αττίλα (όπου οι χουντικοί φασίστες αξιωματικοί, μετά το πραξικόπημά τους κατά του Μακαρίου, που έδωσε το πράσινο φως στην τουρκική στρατιωτική εισβολή του Αττίλα, απλώς “την κοπάνησαν” χωρίς να ρίξουν τουφεκιά· μόνο παιδιά του ΑΚΕΛ και της ΕΔΕΚ ήξεραν να δολοφονούν).
Η πολιτική αστική εξουσία της Μεταπολίτευσης οφείλει την ύπαρξή της στο Πολυτεχνείο, στη δύναμή του και την αδυναμία του. Η αυθόρμητη εξέγερση ξεθεμελίωσε τη δικτατορία, όμως δεν στάθηκε ικανή να φέρει μια Ελλάδα χωρίς Αμερικάνους ιμπεριαλιστές, όπου το ψωμί, η παιδεία και ελευθερία θα είναι εξασφαλισμένα για τον εργαζόμενο λαό. Αντίθετα, η κυρίαρχη μπουρζουαζία, με τη βοήθεια της Εθνικής Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Ενότητας του ΚΚΕ(εσωτ) ή μιας πιο “ορθόδοξης”, αλλά πάντα στα πλαίσια του αστικού συστήματος, πολιτικής του ΚΚΕ, στάθηκε ικανή να διατηρήσει την εξουσία της.
Ελάχιστοι από τους δολοφόνους των παιδιών τού Πολυτεχνείου, των χιλιάδων τραυματιών και σακατεμένων, δικάστηκαν και η πλειονότητά τους στη δεύτερη δίκη αθωώθηκαν. Η αστική πολιτική εξουσία με τον “εθνάρχη” Καραμανλή τότε, και τα δικαστήρια, στάθηκαν στο πλευρό των δολοφόνων που σύντομα σχεδόν όλους τους αμνήστευσαν. Μετά το μαζικό έγκλημα της χούντας, η ατιμωρησία. “Έγκλημα και Ατιμωρησία”, κατά την έκφραση του συγγραφέα. (ό.π., σελ. 22)
Όμως, “το αίμα το αδικαίωτο ποτέ δεν ησυχάζει”.
Το επόμενο αστέρι στην συναστρία των εξεγέρσεων ήταν ο Δεκέμβρης του 2008, “η πρώτη κοινωνική έκρηξη της παγκόσμιας κρίσης” μετά την κατάρρευση της Λήμαν Μπράδερς, στη βάση επίσης μεγάλων αλλαγών στα οικονομικά θεμέλια του καπιταλισμού και μιας νέας εργατικής ανασύνθεσης με τη δημιουργία του ελαστικοποιημένου προλεταριάτου και την έλευση μεταναστών προλετάριων.
Τώρα, ύστερα από τη καταβύθιση της χώρας στο τέλμα των μνημονίων, η άλυτη παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού φέρνει ξανά τα αντίπαλα ταξικά στρατόπεδα σε ασυμφιλίωτη αναμέτρηση. Το καπιταλιστικό κράτος και οι παρακρατικοί του φασίστες από τη μια, το επαναστατικό προλεταριάτο, η νέα γενιά των ελαστικοποιημένων εργατών, οι άνεργοι και το προλεταριάτο των μοντέρνων τεχνολογιών από την άλλη.
Σε ένα άλλο επίπεδο σήμερα, στις νέες συνθήκες κρίσης, πληθωρισμού και καλπάζουσας ακρίβειας, με τους πολέμους στην Ουκρανία και τον γενοκτονικό πόλεμο του σιωνιστικού κράτους στη Γάζα να μαίνονται, νέα επαναστατικά κινήματα επωάζονται διεθνώς και στην Ελλάδα.
Στην επιχειρούμενη αντεπαναστατική αντιστροφή που επιχειρεί η αντιμεταρρύθμιση του Μητσοτάκη στην παιδεία, με την απαξίωση του δημόσιου πανεπιστημίου και την ίδρυση “μη κρατικών” πανεπιστημίων επί πληρωμή – όπου μόνο οι έχοντες θα μπορούν να σπουδάζουν, η απάντηση μπορεί και πρέπει να είναι η εξέγερση και η επανάσταση.
Για να μη μείνει “το αίμα αδικαίωτο”, για να δικαιωθεί το Πολυτεχνείο, το Αντάρτικο και ο Δεκέμβρης του 2008, απαιτείται η ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική προετοιμασία των πρωτοπόρων προλετάριων, διανοούμενων, καλλιτεχνών – κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου. Όχι γιατί η οργάνωση μπορεί να προβλέπει πότε και πώς θα γίνει η εξέγερση – η επαναστατική έκρηξη στην ιστορία έρχεται πάντα απροσδόκητα και πραγματοποιείται από τις ευρύτατες μάζες, με συμμετοχή ανθρώπων απομακρυσμένων από την πολιτική. Αλλά για τη νίκη της κοινωνικής επανάστασης δεν αρκούν οι κινηματικές διαδικασίες. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου και ο Δεκέμβρης του 2008 έδειξαν τα όριά τους. Η ανάπτυξη μιας επαναστατικής στρατηγικής κι ενός επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης συνιστά αναγκαιότητα.
Αυτά όμως δεν αναπτύσσονται εν κενώ ή αυθόρμητα. Η επιστροφή στην ιστορία, όχι από τη σκοπιά του ιστορικισμού, αλλά για να διαφυλάξουμε την ιστορική παράδοση τη στιγμή του κινδύνου, τη στιγμή που και οι νεκροί κινδυνεύουν, είναι αναγκαία για τον ιστορικό υλιστή – και τον προλετάριο μαχητή. Το βιβλίο του Ιερώνυμου Λύκαρη για το ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ 1973, είναι μια παρότρυνση και μια απαίτηση να πάμε μπροστά – η νέα γενιά, και οι μεγαλύτεροι, σε μια σύνθεση που δεν την είχαμε το 1973 και τα επόμενα χρόνια, πριν σταθεροποιηθεί το υπονομευμένο έδαφος της αστικής εξουσίας – που τώρα είναι ξανά υπονομευμένη και μάλιστα βαθύτερα.