του Άρη Μαραβά

Η Black Friday πλασάρεται σαν γιορτή. Λαμπιόνια που αναβοσβήνουν στις βιτρίνες, «μοναδικές ευκαιρίες» γραμμένες με τεράστια γράμματα, χρονόμετρα αντίστροφης μέτρησης στις ιστοσελίδες, influencers που σε κοιτάζουν κατάματα μέσα από την οθόνη και σου ψιθυρίζουν ότι «το αξίζεις», πως αν πάρεις αυτό το κινητό, αυτά τα παπούτσια, αυτή την τηλεόραση, κάτι μέσα σου θα φτιάξει, θα νιώσεις πιο ολοκληρωμένος. Στο ραδιόφωνο παίζουν χαρούμενα τραγουδάκια, τα mall στολίζονται σαν να σε καλούν σε κάποιο κοσμικό πάρτι κι εσύ –είτε σαν εργαζόμενος πίσω από τον πάγκο, είτε σαν πελάτης, σαν «κυνηγός» προσφορών μπροστά από αυτόν– καλείσαι να παίξεις τον ρόλο σου χωρίς να κάνεις πολλές ερωτήσεις.
Στην πραγματικότητα, όμως, δεν είναι καμία «αθώα γιορτή»· είναι μια μικρή, συμπυκνωμένη ιεροτελεστία του καπιταλισμού. Μια μέρα όπου το κεφάλαιο ζητά από εμάς να είμαστε ταυτόχρονα υπερπαραγωγικοί εργαζόμενοι και μανιακοί καταναλωτές: το πρωί να τρέχουμε σε ράφια, ταμεία, αποθήκες, για να βγει ο τζίρος, και το βράδυ –αν μας μείνουν λεφτά και κουράγιο– να τρέξουμε να ψωνίσουμε, για να μη «χάσουμε την ευκαιρία». Μας θέλει να δουλεύουμε στο κόκκινο και να καταναλώνουμε στο κόκκινο, για να περισώσει τα κέρδη του μέσα στην κρίση που o ίδιος γεννά. Κι εδώ δεν μιλάμε απλώς για «υπερβολή», για κιτς αισθητική ή για μια λίγο πιο άγρια «καταναλωτική κουλτούρα». Όλα αυτά είναι μονάχα το περιτύλιγμα. Στον πυρήνα της, η Black Friday είναι καθαρή ταξική πολιτική: ένας ακόμη τρόπος να μας μάθουν ότι η θέση μας στον κόσμο είναι να παράγουμε αξία για τους άλλους και, σαν «βραβείο», να μας δίνουν εκπτώσεις για να αγοράζουμε πίσω, σε δόσεις και με τόκο, τα θραύσματα της ίδιας μας της ζωής.
Από την «Μαύρη» Παρασκευή στη μαύρη καθημερινότητα
Η Black Friday κουβαλά μια ολόκληρη μυθολογία γύρω από την «καταγωγή» της: η επόμενη μέρα της Ημέρας των Ευχαριστιών στις ΗΠΑ, τα χρηματιστηριακά κραχ του 19ου αιώνα, τα λογιστικά βιβλία με «μαύρο μελάνι» για τα κέρδη και «κόκκινο» για τις ζημιές, οι τροχονόμοι στη Φιλαδέλφεια που μιλούσαν για «μαύρη μέρα» εξαιτίας του κυκλοφοριακού χάους και των ατελείωτων μποτιλιαρισμάτων. Όλα αυτά δένουν όμορφα σε ένα χαριτωμένο αφήγημα, βολικό για διαφημίσεις, ρεπορτάζ καταναλωτικής υστερίας και lifestyle στήλες που ψάχνουν «χρώμα». Σήμερα, όμως, το «μαύρο» δεν περιγράφει πια την κίνηση στους δρόμους, αλλά τη ζωή των από κάτω. Για τους εργαζόμενους στο εμπόριο, Black Friday σημαίνει 10ωρα και 12ωρα, σπαστά ωράρια, ρεπό που «εξαφανίζονται», ολόκληρες βδομάδες χωρίς πραγματική ανάσα. Σημαίνει το γνώριμο «έλα για δουλειά και βλέπουμε πότε θα σχολάσεις», υπερωρίες απλήρωτες που «κάποτε θα τις πάρεις σε ρεπό», δουλειά τις Κυριακές, στις «Λευκές Νύχτες», στα εορταστικά ωράρια που στην πράξη σημαίνουν ότι όλοι γιορτάζουν εκτός από αυτούς που δουλεύουν. Σημαίνει να γυρνάς σπίτι μόνο για ύπνο, με τα πόδια διαλυμένα και το κεφάλι να βουίζει από τη φασαρία, ενώ στην τηλεόραση παίζει το ίδιο “event” στο οποίο ήσουν ο «αόρατος πρωταγωνιστής» – αυτός χωρίς όνομα, χωρίς πρόσωπο, που υπάρχει μόνο για να κυλά ομαλά η γιορτή της κατανάλωσης.
Για τους αυτοαπασχολούμενους και τους μικρομαγαζάτορες, η Black Friday έχει επίσης μια εντελώς διαφορετική, πικρή γεύση: βλέπουν τις αλυσίδες και τα πολυκαταστήματα να κάνουν τζίρους που οι ίδιοι ούτε στα όνειρά τους δεν θα φτάσουν, ενώ παλεύουν να πληρώσουν ρεύμα, εφορία, ενοίκιο, προμηθευτές. Κάθε «ρεκόρ πωλήσεων» που ανακοινώνεται στα δελτία ειδήσεων σημαίνει για αυτούς έναν ακόμη μήνα αγωνίας για το αν θα βγαίνουν τα βασικά. Οι περίφημες «καινοτόμες πρωτοβουλίες» τύπου Black Friday και Λευκές Νύχτες παρουσιάζονται ως γιορτή της αγοράς, είναι όμως φιέστες κομμένες και ραμμένες πάνω στο επιχειρηματικό μοντέλο των μεγάλων ομίλων. Αυτοί έχουν το κεφάλαιο, το προσωπικό, την τεχνογνωσία για να αντέξουν τις εκπτώσεις και τους πολέμους τιμών. Οι μικροί, στην καλύτερη περίπτωση, σέρνονται πίσω από το άρμα τους, απλώς για να «μην λείπουν από την αγορά»· στη χειρότερη, βγαίνουν οριστικά από τον δρόμο, κλείνουν ρολά και χάνονται σιωπηλά. Να, λοιπόν, ποια είναι η πραγματική, υλική βάση αυτής της «γιορτής»: εντατικοποίηση της εργασίας, διάλυση κάθε σταθερού ωραρίου, ξεχαρβάλωμα της μικρής εμπορικής δραστηριότητας, συγκέντρωση της αγοράς στα χέρια λίγων μονοπωλίων που μπορούν να αντέξουν προσφορές-δόλωμα και πολέμους τιμών. Κάτω από τα λαμπερά φώτα των βιτρινών, αυτό που προχωρά αθόρυβα είναι η απαξίωση των «μικρών» και η ακόμη μεγαλύτερη εξάρτηση όλων από τους μεγάλους.
Το θέαμα από πάνω, η εξάντληση από κάτω
11ωρες βάρδιες, 12ωρα, 72 ώρες τη βδομάδα, λιποθυμίες, δουλειά χωρίς ανάσα, 32 ανοιχτές Κυριακές στρυμωγμένες σε λίγους μήνες, σπαστά ωράρια από τις οκτώ το πρωί ως τις έντεκα το βράδυ: δεν είναι νούμερα σε κάποια αναφορά, είναι η καθημερινότητα ανθρώπων με ονόματα, με πρόσωπα, με παιδιά που κοιμούνται όταν φεύγουν και κοιμούνται όταν γυρίζουν. Είναι η ταμίας που προλαβαίνει να καταπιεί δυο μπουκιές όρθια πίσω από το ταμείο, ο αποθηκάριος που σέρνει τα πόδια του μέχρι τη στάση του λεωφορείου, ο πωλητής που χαμογελά μηχανικά στον πέμπτο πελάτη που του λέει «μα, τι ωραία που θα είναι να δουλεύεις με τον κόσμο». Είναι η ζωντανή απόδειξη ότι ο καπιταλισμός, κάθε φορά που παριστάνει τον «ευρηματικό» στις προσφορές και στα concepts, είναι στην πραγματικότητα βαθιά πρωτόγονος: δεν καινοτομεί, δεν «ανακαλύπτει νέες λύσεις», απλώς καίει την ανθρώπινη εργασία πιο γρήγορα, σαν να ρίχνει ακόμα ένα κάρο κάρβουνο στο λεβητοστάσιο για να συνεχίσουν να τρέχουν τα νούμερα του τζίρου.
Κι από την πλευρά του καταναλωτή; Η ίδια αντίφαση, από άλλο παράθυρο. Ακρίβεια στα βασικά, λογαριασμοί που δεν βγαίνουν, μισθοί που δεν φτάνουν ούτε για ένα αξιοπρεπές καλάθι στο σούπερ μάρκετ, πιστωτικές που γεμίζουν, χρέη, ενοίκια-εφιάλτες. Μέσα σ’ αυτήν την πραγματικότητα, η Black Friday πουλά στους φτωχούς την ψευδαίσθηση ότι για μία μέρα μπορούν να ζήσουν σαν μεσαία στρώματα μιας παλιάς «χρυσής εποχής»: μια μεγάλη τηλεόραση να δει το παιδί «καλύτερα», ένα κινητό για να μην ντρέπεσαι. Για μερικά δευτερόλεπτα, στο ταμείο ή στο checkout, νιώθεις σχεδόν «ίσος» με όσους βλέπεις στις διαφημίσεις. Η πραγματικότητα όμως δεν μετακινείται ούτε χιλιοστό: το ίδιο σύστημα που τσακίζει τον μισθό σου, σου πουλά με δόσεις την ψευδαίσθηση πως σου τον επιστρέφει. Πρώτα σε αναγκάζει να δουλεύεις περισσότερο για λιγότερα και μετά σου προσφέρει εκπτώσεις για να αγοράσεις λίγο-λίγο την ίδια σου την κλεμμένη ζωή.
Black Friday: υπερπαραγωγή, κρίση, εκτόνωση
Η Black Friday είναι μια “τελετουργία” εκτόνωσης της κρίσης υπερσυσσώρευσης. Όταν οι αποθήκες ξεχειλίζουν εμπόρευμα, τα ράφια στάζουν στοκ και τα logistics έχουν στήσει μικρές αυτοκρατορίες μεταφοράς, την ίδια στιγμή που τα εισοδήματα των εργαζομένων μένουν παγωμένα ή κατρακυλούν, το σύστημα σκοντάφτει πάνω στην ίδια του την «επιτυχία»: έχει δημιουργήσει πολύ περισσότερα απ’ όσα μπορούν οι μισθοί να απορροφήσουν. Τότε χρειάζεται μια βίαιη ένεση κατανάλωσης – ένα τεχνητό ξέσπασμα ζήτησης. Εκεί μπαίνουν στο προσκήνιο οι «μεγάλες ιδέες» του marketing: καταιγισμός προσφορών, ψεύτικες «ευκαιρίες», επιθετικές καμπάνιες, κάλεσμα σε ουρές απ’ τα χαράματα, καλλιέργεια πανικού («μόνο για σήμερα!», «τελευταία κομμάτια!»), μια μαζική ψυχολογία αγέλης όπου δεν αγοράζεις επειδή χρειάζεσαι κάτι, αλλά επειδή «όλοι» τρέχουν να προλάβουν. Η κατανάλωση μετατρέπεται για τις μάζες σε στιγμιαία ψυχοδραματική εκτόνωση και για το σύστημα σε μια δομική βαλβίδα ασφαλείας που το βοηθά να ξαναπάρει μπρος.
Για να στηθεί όμως αυτή η «γιορτή», δεν φτάνει το διαφημιστικό πυροτέχνημα και δυο-τρεις έξυπνες καμπάνιες. Απαιτείται υπερεντατικοποίηση μέχρι εξάντλησης ολόκληρου του παραγωγικού και εμπορικού μηχανισμού: εργαζόμενοι-λάστιχο, ρυθμοί ρομπότ χωρίς ούτε καν τα στοιχειώδη «δικαιώματα» των ρομπότ (ούτε συντήρηση, ούτε παύση), εξουθένωση, εργατικά ατυχήματα, burnout. Το αποτέλεσμα είναι ξεκάθαρο: τα μονοπώλια καταγράφουν άλματα κερδών, πίνακες με ανοδικά διαγράμματα και πανηγυρικά δελτία τύπου, ενώ πάνω στα σώματα και στα μυαλά των εργαζομένων χαράζονται τα πραγματικά νούμερα – αυτά της φθοράς, της κατάρρευσης, της ζωής που στραγγίζεται για να βγουν οι στόχοι και οι δείκτες.
Κι από κάτω, στις αποθήκες, στα ταμεία, στα φορτηγά και στα δίκυκλα, συναντάς συνθήκες δουλειάς του 19ου αιώνα: εξαντλητικά ωράρια, δουλειά χωρίς ανάπαυση, μισθούς πείνας, μόνιμη απειλή της απόλυσης σαν θηλιά. Το πιο σύγχρονο κεφάλαιο πατά πάνω στην πιο βάρβαρη μορφή εκμετάλλευσης· η τεχνολογία δεν έρχεται για να απελευθερώσει τον άνθρωπο από τη μισθωτή σκλαβιά, αλλά για να την οργανώσει πιο «επιστημονικά», πιο αθόρυβα, πιο βαθιά. Σε κάθε click που κάνει κάποιος σε μια «φτηνή» προσφορά, είναι κρυμμένος ένας ολόκληρος μηχανισμός συμπίεσης μισθών και φουσκώματος κερδών – αυτή είναι η πραγματική οικονομία της Black Friday.
Το δικαίωμα να μην δουλεύεις για τα κέρδη τους
Ο Πολ Λαφάργκ, ο γαμπρός του Μαρξ, έγραψε το «Δικαίωμα στην Τεμπελιά» για να ξεγυμνώσει μια γιγάντια ιδεολογική απάτη: τη λατρεία της «εργασίας» μέσα σε μια κοινωνία όπου η εργασία δεν ανήκει σε εμάς, αλλά στο κεφάλαιο. Δεν τα έβαζε με την ανθρώπινη δημιουργικότητα, με τη χαρά του να φτιάχνεις, να σκέφτεσαι, να δουλεύεις πλάι πλάι με άλλους· χτυπούσε τη μισθωτή σκλαβιά, το «δικαίωμα» του εργοδότη να αποφασίζει πόσες ώρες θα ζει το σώμα σου για εκείνον και πόσες ώρες –αν περισσέψουν– θα ζεις εσύ για σένα. Έδειχνε ότι αυτό που μας πουλάνε ως «ηθική της εργασίας» δεν είναι παρά η ηθική της υποταγής: δούλευε περισσότερο, αποδέξου τη φθορά σου και ότι είσαι άνθρωπος μόνο όταν γεννάς κέρδη για άλλους.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η Black Friday είναι σχεδόν τυπικό παράδειγμα αυτού ακριβώς που κατήγγειλε ο Λαφάργκ. Τι κάνει; Πρώτα τσακίζει τον ελεύθερο χρόνο των εργαζομένων στο εμπόριο: κόβει ρεπό, απλώνει τα ωράρια μέχρι αργά τη νύχτα, μετατρέπει ολόκληρη την εβδομάδα σε μια αδιάκοπη έφοδο πάνω στον χρόνο τους. Ύστερα, τον ελεύθερο αυτό χρόνο τον αντικαθιστά με υπερεντατική δουλειά: συνεχές τρέξιμο στα ράφια, στα ταμεία, στις αποθήκες, στα φορτηγά, χωρίς ανάσα, χωρίς παύση, χωρίς ουσιαστική δυνατότητα ανάκαμψης. Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, στους υπόλοιπους –σε εμάς που δεν δουλεύουμε εκεί, αλλά ζούμε την ίδια ακρίβεια, την ίδια πίεση– πουλά τη «χαρά» της κατανάλωσης ως υποκατάστατο της πραγματικής χαράς: του ελεύθερου χρόνου, των σχέσεων, της δημιουργίας, της συλλογικής ζωής. Σου ψιθυρίζει: «είσαι εξαντλημένος, αγχωμένος, στριμωγμένος; Πάρε κάτι σε προσφορά, χτύπα μια “ευκαιρία”, θα νιώσεις καλύτερα». Έτσι, η κούραση, η ανασφάλεια και η φτώχεια ξαναγυρίζουν στο ταμείο σαν πελάτες – και ο κύκλος της εκμετάλλευσης κλείνει προσωρινά, για να ξανανοίξει ακόμη πιο βίαιος την επόμενη μέρα.
Ο Λαφάργκ θα το έλεγε χωρίς περιστροφές: μας κλέβουν τη ζωή δύο φορές — πρώτα όταν μας εξαναγκάζουν να δουλεύουμε πέρα από κάθε όριο, και μετά όταν μας μαθαίνουν ότι η μοναδική μας «ξεκούραση» είναι να αγοράζουμε αυτά που οι ίδιοι μας βάζουν να παράγουμε. Γι’ αυτό το «δικαίωμα στην τεμπελιά» σήμερα δεν σημαίνει απλώς «να αράξω στον καναπέ» ή να χαζεύω στο Netflix. Σημαίνει δικαίωμα σε λιγότερο εργάσιμο χρόνο, σε σταθερό ωράριο που δεν διαλύει το σώμα και το μυαλό, σε εισόδημα που να καλύπτει τις ανάγκες χωρίς να χρειάζεται μόνιμο ορό πιστωτικής κάρτας, σε μια ζωή έξω από το ασφυκτικό τρίγωνο: δουλειά – μετακίνηση – κατανάλωση. Σημαίνει δικαίωμα να ξοδεύεις τον χρόνο σου σε φίλους, σε συλλογική δράση, σε τέχνη, σε πραγματική ανάπαυση· όχι σε ουρές ταμείων, όχι σε χρονικές προθεσμίες «προσφορών», όχι σε προθεσμίες που τις ορίζουν τα αφεντικά πάνω από τα κεφάλια σου.

Μ’ αυτή την έννοια, η Black Friday είναι η «αντεστραμμένη εκδοχή» του Λαφάργκ: μια μέρα όπου μας θέλουν πιο εργατικούς, πιο πειθαρχημένους, πιο υπάκουους και, ως ανταμοιβή, μας προσφέρουν τη δυνατότητα να καταναλώσουμε τα δεκανίκια μιας ζωής που η ίδια η τάξη των αφεντικών μας έχει αφαιρέσει. Μας ζητούν να χειροκροτήσουμε την ίδια μας την εξάντληση, μεταμφιεσμένη σε ποσοστά έκπτωσης. Το πραγματικό δικαίωμα στην τεμπελιά, όμως, δεν είναι να «ξεσπάσουμε» με αγορές μετά από μια δουλειά-κόλαση· είναι να αμφισβητήσουμε τη δουλειά-κόλαση την ίδια, να διεκδικήσουμε χρόνο, αξιοπρέπεια και μια ζωή που δεν μετριέται σε καρότσια προσφορών και σε κωδικούς κουπονιών, αλλά σε ελεύθερες ώρες, σχέσεις, δημιουργία και συλλογική ανάσα.
«Καπιταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο» ή πόλεμος ενάντια στην καπιταλιστική «κανονικότητα»;
Το λέμε καθαρά: Black Friday, Λευκές Νύχτες, «εορταστικό» ωράριο, ανοιχτές Κυριακές και «ευέλικτα» ωράρια δεν είναι μεμονωμένες υπερβολές, αλλά γρανάζια της ίδιας μηχανής. Και αυτή η μηχανή δεν είναι απλώς μια «στραβή πολιτική» της εκάστοτε κυβέρνησης, ούτε απλές υπερβολές της αγοράς· είναι η ίδια η λογική του κέρδους, που απαιτεί απαξίωση της εργατικής δύναμης, ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης, μετατροπή της υγείας, της σύνταξης και της μητρότητας σε «ατομικό ρίσκο» και «επένδυση». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι προτάσεις του τύπου «να γίνει η Black Friday πιο ανθρώπινη», «να μπει ένα πλαίσιο», «να δουλεύουμε λίγο πιο ισορροπημένα» ισοδυναμούν με αίτημα για πιο ευγενικό αφεντικό στο κάτεργο: μπορεί να αλλάξει λίγο ο τόνος, αλλά δεν αλλάζει η λειτουργία. Δεν τρέφουμε αυταπάτες: δεν «εξανθρωπίζεις» έναν θεσμό που έχει στηθεί για να σε εξαντλεί, δεν ζητάς «λίγη λιγότερη» εκμετάλλευση σε ένα σχήμα που, για να συνεχίσει να υπάρχει, χρειάζεται ολοένα και περισσότερη. Τον θεσμό αυτόν τον αμφισβητείς, τον μπλοκάρεις, τον ξεπερνάς – με οργάνωση, με απεργία, με άρνηση και συλλογική δράση. Αν η Black Friday είναι μία ακόμη γιορτή της κανονικότητας του κεφαλαίου, η απάντηση της εργατικής τάξης δεν μπορεί να είναι «να την κάνουμε λίγο καλύτερη», αλλά να της χαλάσουμε τη γιορτή.
Δικαίωμα να μην αγοράζεις – και να μην δουλεύεις για τις «γιορτές» τους
Το περιστατικό, πριν κάποια χρόνια, όπου εργάτης της Walmart ποδοπατήθηκε μέχρι θανάτου σε μια Black Friday –ανάμεσα σε άλλα τραγικά επεισόδια– αποκαλύπτει κάτι σκληρό: η μαζική κατανάλωση έχει μετατραπεί σε μια μορφή κοινωνικού αυτομαστιγώματος. Στήνουμε ουρές από τα χαράματα, σπρωχνόμαστε στις πόρτες, κοιτάζουμε νευρικά τα ρολόγια μέχρι να «ανοίξει» το μαγαζί, φορτώνουμε καλάθια και πιστωτικές, στεκόμαστε καρφωμένοι μπροστά σε οθόνες για ώρες — όχι για να καλύψουμε ανάγκες ζωής, αλλά για να αγοράσουμε λίγα δευτερόλεπτα «ικανοποίησης» μέσα σε έναν καθημερινό βίο στερημένο από χρόνο, ασφάλεια, αξιοπρέπεια. Θυσιάζουμε ύπνο, ηρεμία, χρήμα για να αισθανθούμε ότι «προλάβαμε» κάτι, ότι χωράμε κι εμείς στο πανηγύρι, αν και ξέρουμε, κάπου βαθιά μέσα μας, πως την επόμενη μέρα θα ξανακαθίσουμε πάνω από τους ίδιους λογαριασμούς, με τα ίδια ερωτήματα να μας πλακώνουν.
Εδώ η κριτική στη Black Friday συναντά κατά μέτωπο την κλιματική κρίση και την οικολογική καταστροφή: πίσω από κάθε «ευκαιρία» κρύβεται η παραγωγή αμέτρητων –και συχνά απολύτως περιττών– εμπορευμάτων, η εξάντληση φυσικών πόρων για να βγουν φτηνά gadgets μιας χρήσης, τα βουνά σκουπιδιών από συσκευασίες, πλαστικά, ηλεκτρονικά που χαλάνε για να αντικατασταθούν γρήγορα από τα επόμενα. Η κατανάλωση αυτή στηρίζεται πάνω σε φτηνή, επισφαλή εργασία –εργοστάσια, αποθήκες, μεταφορές, κούριερ– αλλά και σε πλαστικό χρήμα, χρέος, «άτοκες δόσεις» που δεν είναι τίποτα άλλο παρά αναβολή της σύγκρουσης με την πραγματικότητα. Ένας σύγχρονος Λαφάργκ θα έλεγε ότι το δικαίωμα να είμαστε «τεμπέληδες» απέναντι στον καταναγκασμό της κατανάλωσης είναι εξίσου πολιτικό με το δικαίωμα να είμαστε τεμπέληδες απέναντι στον καταναγκασμό της δουλειάς: το «σήμερα δεν ψωνίζω» δεν είναι μιζέρια ούτε κακοκεφιά, μπορεί να είναι πράξη αντίστασης, όταν δένεται με οργάνωση στον χώρο δουλειάς, με απεργία ή στάση εργασίας στις «κρίσιμες» μέρες, με συλλογική δράση και τη σαφή απαίτηση: «δεν θα λιώσουμε εμείς για να ζεσταθεί η αγορά». Η άρνηση να συμμετάσχουμε στην καταναλωτική υστερία –είτε ως εργαζόμενοι που δεν δέχονται να δουλεύουν χωρίς δικαιώματα, είτε ως καταναλωτές που δεν τσιμπάνε στο δόλωμα– δεν είναι απλώς μια ηθικολογία για «λιγότερη σπατάλη». Είναι ταξική επιλογή: η απόφαση να μην παίξουμε τον ρόλο που μας έχουν γράψει στο σενάριο τους.
Τι σημαίνει, τελικά, «δικαίωμα στην τεμπελιά» το 2025;
Σημαίνει, τελικά, το δικαίωμά μας να μη ζούμε για να δουλεύουμε, να μη δουλεύουμε για να καταναλώνουμε, να μη καταναλώνουμε για να ξεχνάμε ότι ζούμε για να δουλεύουμε· σημαίνει να απαιτούμε χρόνο, σχέσεις, δημόσιους χώρους, πολιτισμό, εκπαίδευση, υγεία ως κοινωνικά αγαθά, όχι ως εμπορεύματα «σε προσφορά» για μία μέρα. Η Black Friday είναι η μέρα που το σύστημα ουρλιάζει: «Τρέξε! Δούλεψε! Αγόρασε! Μη σκεφτείς!». Είναι η συμπυκνωμένη εντολή ολόκληρης της καπιταλιστικής κανονικότητας. Η δική μας απάντηση, αν θέλουμε να στεκόμαστε στο ύψος μιας μαρξιστικής, επαναστατικής παράδοσης, δεν μπορεί να είναι ένα αδύναμο, ατομικό «δεν μ’ αρέσει», αλλά μια συλλογική, οργανωμένη στάση ανυπακοής: δεν θα λιώσουμε για τα κέρδη σας, δεν θα αγοράσουμε τη δική μας εξάντληση σε δόσεις, δεν θα γίνουμε η πρώτη ύλη της «γιορτής» σας. Διεκδικούμε το δικαίωμά μας να μη δουλεύουμε για τις «γιορτές» σας – διεκδικούμε το δικαίωμα να ζούμε, να αποφασίζουμε εμείς πώς θα ξοδευτεί ο χρόνος και η ενέργειά μας. Αυτό είναι, στο κάτω-κάτω, το πιο ριζοσπαστικό νόημα του «δικαιώματος στην τεμπελιά»: να πάρουμε πίσω τον χρόνο, το σώμα και τη ζωή μας από μια Black Friday που κρατά 365 μέρες τον χρόνο, να μετατρέψουμε την άρνηση συμμετοχής στο θέατρο της κατανάλωσης και της υπερεργασίας σε ένα οργανωμένο, ταξικό, επαναστατικό «όχι» απέναντι σε ένα σύστημα που δεν αξίζει ούτε τον ιδρώτα μας ούτε το μέλλον μας.










