Το «Μετέωρο βήμα του πελαργού» (1991), ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, περιλαμβάνει μια σκηνή στην οποία ο Συνταγματάρχης (ηθοποιός Ηλίας Λογοθέτης) βρίσκεται στη συνοριακή γραμμή που χωρίζει την Ελλάδα από την διπλανή χώρα. Μια μπλε γραμμή στο έδαφος και απέναντι σε απόσταση βρίσκονται οι φρουροί της διπλανής χώρας που τον παρακολουθούν. Εκείνος, σηκώνει το δεξί του πόδι και στέκεται στο αριστερό, προσπαθώντας να ισορροπήσει, όπως κάνει ο πελαργός, χωρίς να προχωρά. Ταυτόχρονα, ο αλλοδαπός φρουρός πλησιάζει προς το μέρος του συνταγματάρχη. Και εκείνος, τότε λέει: «σε αυτήν την μπλε γραμμή τελειώνει η Ελλάδα… αν κάνω ένα βήμα… είμαι αλλού…». Όταν όλα μετεωρίζονται σε μιαν αβέβαιη, και ακαθόριστη τελικά, πραγματικότητα πάνω από γραμμές συνοριακές, εκεί που όλες οι ελπίδες για μια νέα, καλύτερη ζωή συμπυκνώνονται σε αυτό το βήμα που σε απομακρύνει από τα αποκαΐδια του χθες, οδηγώντας σε ένα αύριο που είναι παντελώς άγνωστο…
Αυτήν την αβεβαιότητα διακρίνει κανείς στα βλέμματα των προσφύγων. Και που είναι συγκλονιστικά έντονη στο βλέμμα των ασυνόδευτων ανηλίκων. Ασυνόδευτος ανήλικος, βάσει του νόμου 4554, αριθμός ΦΕΚ 130/18.07.2018 – Άρθρο 13 Πεδίο εφαρμογής – Ορισμοί, ορίζεται:
«…2 β) Ασυνόδευτος ανήλικος είναι ο ανήλικος, ο οποίος φθάνει στην Ελλάδα χωρίς να συνοδεύεται από πρόσωπο που ασκεί, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, τη γονική του μέριμνα ή την επιμέλειά του ή χωρίς να συνοδεύεται από ενήλικο συγγενή που ασκεί στην πράξη τη φροντίδα του και για όσο χρόνο η άσκηση των καθηκόντων αυτών δεν έχει ανατεθεί σε κάποιο άλλο πρόσωπο, σύμφωνα με το νόμο. Στον ορισμό αυτό περιλαμβάνεται και ο ανήλικος που παύει να συνοδεύεται μετά την είσοδό του στην Ελλάδα.
γ) Χωρισμένος από την οικογένειά του ανήλικος ή χωρισμένος ανήλικος είναι ο ανήλικος ο οποίος φθάνει στην Ελλάδα, χωρίς να συνοδεύεται από πρόσωπο που ασκεί τη γονική του μέριμνα ή επιμέλεια, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία ή χωρίς να συνοδεύεται από άλλο πρόσωπο στο οποίο αυτή έχει ανατεθεί σύμφωνα με το νόμο, αλλά συνοδεύεται από ενήλικο συγγενή που ασκεί στην πράξη τη φροντίδα του.
δ) Φορέας παραπομπής είναι κάθε δημόσια αρχή και υπηρεσία, ιδιωτικός φορέας ή διεθνής οργανισμός, που εντοπίζει ανήλικο των περιπτώσεων β΄ και γ΄, όπως ιδίως η Υπηρεσία Υποδοχής και Ταυτοποίησης, η Υπηρεσία Ασύλου και η Ελληνική Αστυνομία.
3. Στον ορισμό του ασυνόδευτου ανηλίκου κατά την έννοια των διατάξεων του παρόντος νοείται ο ανήλικος που εγκαταλείπεται ασυνόδευτος μετά την είσοδό του στην Ελλάδα και ο χωρισμένος από την οικογένειά του ανήλικος ή χωρισμένος ανήλικος της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2».
Ο ορισμός προσδιορίζει ποιος είναι ο ασυνόδευτος ανήλικος. Πέραν αυτού, όμως, ο ασυνόδευτος ανήλικος έχει όνομα και πρόσωπο. Είναι ο Ali Reza, ο Mohammad, η Roulia, η Shahar και τόσοι άλλοι. Το βλέμμα αυτών των παιδιών δεν ορίζεται και δεν περιγράφεται σε κανέναν νόμο, το ίδιο και η απελπισία τους, η απόγνωσή τους και η απογοήτευσή τους. Βλέμματα που ξεκίνησαν με την ελπίδα της ρήξης με τη δυσβάσταχτη καθημερινότητα της πατρίδας τους και του ταξιδιού, σε αυτό που για εκείνα θεωρείται γη της επαγγελίας. Η συμφωνία της μάνας και του πατέρα στη φυγή δεν είναι μια απλή απόφαση. Το να αποφασίζεις να διώξεις από δίπλα σου το ανήλικο παιδί σου, για να μην σκοτωθεί από τις βόμβες που πέφτουν δίπλα στο σπίτι σου, για να μην το συλλάβουν οι θεσμοί της χώρας, γιατί εκείνο το παιδί αντιδρά διαδηλώνοντας ενάντια στις επιλογές και τις πολιτικές που ασκούνται από τους τοπικούς κυβερνήτες, για να του δώσεις την ευκαιρία να ζήσει και όχι μόνο να επιβιώσει μέσα σε άθλιες και απάνθρωπες συνθήκες, όχι, δεν είναι ποτέ απλή απόφαση, δεν είναι εύκολη, ούτε την παίρνεις αβίαστα, την παίρνεις γιατί πραγματικά θεωρείς πως δεν υπάρχει καμία άλλη εναλλακτική.

Και συγκεντρώνεις χρήματα, διαπραγματεύεσαι το ταξίδι του παιδιού σου αφήνοντάς το στα χέρια του κάθε διακινητή, πιστεύοντας στη βεβαιότητα που εκείνος σου δίνει πως το παιδί θα φτάσει με ασφάλεια στην Ευρώπη. Δεν γνωρίζει βέβαια, ο γονιός πως το παιδί θα διασχίσει ολόκληρη ήπειρο με λεωφορεία, τραίνα και πολλές φορές θα περπατήσει ατέλειωτες ώρες και σε επικίνδυνες συνθήκες, για να φτάσει σε πόλεις από τις οποίες το πέρασμα στην Ευρώπη είναι πιο εύκολο και πιο κοντινό. Και πως εκεί, θα μείνει αναγκαστικά σε ένα σπίτι που δεν ξέρει πού ακριβώς βρίσκεται ούτε απαραίτητα γνωρίζει τους ανθρώπους που μένουν μαζί του. Σε ένα σπίτι από το οποίο δεν μπορεί να βγει συνήθως έξω, αλλά παραμένει έγκλειστο και περιμένει την ξαφνική ειδοποίηση του διακινητή πως ήρθε η ώρα να διασχίσουν τα σύνορα και να περάσουν σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Για να γίνει εφικτό το πέρασμα ενδέχεται να υπάρξει εκβιασμός του διακινητή προς τους γονείς του παιδιού για περισσότερα χρήματα, ενώ το διαβατήριο του παιδιού ή όποιο άλλο νομιμοποιητικό έγγραφο, ως το μόνο αποδεικτικό έγγραφο ταυτοπροσωπείας, να καταστραφεί ή να κατασχεθεί από τον διακινητή μέχρι να παραλάβει τα έξτρα χρήματα που ζητά. Ίσως το παιδί μείνει έγκλειστο σε σπηλιά για 3 μέρες μαζί με άλλα 9 άτομα και η μόνη παροχή από τον διακινητή του να είναι 1,5 λίτρο νερό για δέκα άτομα ανά μέρα. Ίσως το παιδί αναγκαστεί να αποδράσει για να γλιτώσει από αυτές τις συνθήκες. Ίσως φτάσει σε μια πόλη της Ελλάδας πιστεύοντας πως το μαρτύριό του θα λάβει τέλος. Εκεί όμως αρχίζει άλλος Γολγοθάς για εκείνο. Ο εφιάλτης της καταγραφής του ως ασυνόδευτο ανήλικο από τις Υπηρεσίες Ασύλου. Με τις καθυστερήσεις που συμβαίνουν ιδιαίτερα στην εποχή μετά την παράλυση των πάντων εξαιτίας της πανδημίας του Covid-19, η αναμονή για την καταγραφή μπορεί να πάρει αρκετούς μήνες.
Σε όλο αυτό το διάστημα το ασυνόδευτο παιδί θεωρείται παράνομο, ακόμα κι αν έχει ήδη κάνει το σχετικό αίτημα στην υπηρεσία Ασύλου. Νομικές και κοινωνικές υπηρεσίες των ΜΚΟ (μιας και εκείνες έχουν αναλάβει τη διαχείριση του προσφυγικού θέματος στη χώρα) προβαίνουν στις απαραίτητες ενέργειες για την καταγραφή του παιδιού και για την εύρεση στέγης. Η διαδικασία της στέγασης για το ασυνόδευτο ανήλικο ανατίθεται με αίτημα (της ΜΚΟ) στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΚΑ). Τα αιτήματα εξετάζονται, ωστόσο οι αιτήσεις είναι πολλές και δεν καλύπτονται από τις υπάρχουσες δομές (ξενώνες φιλοξενίας ασυνόδευτων). Η διαχείριση των δομών φιλοξενίας ανήκει στις ΜΚΟ και δεν επαρκούν. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως πολλά παιδιά, μετά την περιπέτεια που έχουν βιώσει για να φτάσουν σώα στην Ελλάδα ενδέχεται να παραμείνουν άστεγα, να κοιμούνται σε χαρτόκουτα στο δρόμο αποτελώντας εύκολα θύματα για κάθε επιτήδειο που θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί την απελπισία τους με κάθε διαστροφικό τρόπο. Η σεξουαλική εκμετάλλευση είναι ένας τρόπος. Η σύγχρονη δουλεία και εκμετάλλευση είναι ένας άλλος τρόπος.
Οι εργαζόμενοι στο πεδίο προσπαθούν να επισπεύσουν διαδικασίες, να πιέσουν για εξεύρεση λύσεων στέγασης και διατροφής, ωστόσο πολλές φορές αυτές οι προσπάθειες μένουν μετέωρες προκαλώντας το αίσθημα της ματαίωσης τόσο στα παιδιά που εναγωνίως θέλουν να βρεθεί λύση όσο και στους επαγγελματίες που αναγκάζονται πολλές φορές να λειτουργήσουν με δημιουργική φαντασία και όχι απαραίτητα με την κοινή λογική.

Το να εγκαταλείψεις το σπίτι σου, το μέρος που μεγάλωσες, τους γονείς και τα αδέλφια σου, όλη τη ζωή σου, δεν είναι απόφαση που λαμβάνεται σε ήρεμες και χαλαρές συνθήκες, αποτελεί μια αναγκαστική συνθήκη και μια απόφαση εξαιτίας της ανασφάλειας, του φόβου και της ανάγκης για επιβίωση. Φεύγεις γιατί απειλείται η σωματική σου ακεραιότητα επιθυμώντας να πας σε εκείνο το μέρος που θα μπορείς να αισθάνεσαι ασφαλής. Δεν είναι τόσο δύσκολο να κατανοήσεις το πώς νιώθουν αυτοί οι άνθρωποι. Αρκεί να συναισθανθείς και να σκεφτείς πώς θα ένιωθες αν κάποιοι σε υποχρέωναν να μην ξανατρέξεις στο πάρκο που έπαιζες ποδόσφαιρο με τους φίλους σου, να μην σκαρφαλώσεις ξανά στο δέντρο που φύτεψε ο πατέρας σου και μεγαλώνει μαζί με σένα στην αυλή του σπιτιού σου, να μην ξαναπερπατήσεις στα δρομάκια της αγαπημένης σου πόλης, στα σοκκάκια της οποίας άφησες τα μεγαλύτερα και τα πιο κρυφά σου όνειρα.
Μπέρτολτ Μπρεχτ
Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ’ όνομα που μας δίναν: «Μετανάστες».
Απόσπασμα του ποιήματος “Για τον όρο «μετανάστες»” (Über die Bezeichnung Emigranten)
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε, λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα ‘ναι, μα εξορία…
Σ.