75 χρόνια από την απελευθέρωση του Άουσβιτς από τον Κόκκινο Στρατό
Απομνημονεύματα από το Άουσβιτς και Μπίρκεναου
Roman Rosdolsky
Πριν από 75 χρόνια, στις 27 Ιανουαρίου 1945, απελευθερώθηκε το στρατόπεδο θανάτου, το Άουσβιτς, από τον Kόκκινο σοβιετικό στρατό. Oι πρώτοι που εισήλθαν στο στρατόπεδο ήταν ένα τάγμα με επικεφαλής τον Ταγματάρχη Ανατόλι Σαπίρο, έναν Ουκρανοεβραίο του Πρώτου Ουκρανικού Μετώπου του Κόκκινου Στρατού. Tο κείμενο που ακολουθεί είναι γραμμένο από έναν σημαντικό μαρξιστή, μελετητή του Kεφαλαίου του Mαρξ, τον Roman Rosdolsky. Πρωτοδημοσιεύθηκε στην ουκρανική σοσιαλιστική εφημερίδα Oborona το 1956.
Ο Rosdolsky (1898-1967) ήταν από το 1915 δραστήριος νεαρός σοσιαλιστής στη Δυτική Ουκρανία και μέλος των Κύκλων του Drahomanov. Aργότερα έγινε ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος της Δυτικής Ουκρανίας. Tο 1925 αρνήθηκε να καταδικάσει τον Tρότσκυ και την Aριστερή Aντιπολίτευση και στα τέλη της δεκαετίας του 1920 διαγράφτηκε από το Kομμουνιστικό Kόμμα με εντολή του Στάλιν. Ο Rosdolsky ήταν υποστηρικτής της Αριστερής Αντιπολίτευσης και σ’ όλη του τη ζωή υπερασπιστής των εθνικών δικαιωμάτων της Ουκρανίας.
Το 1942 ο Rosdolsky συνελήφθη από τη Γκεστάπο στην Κρακοβία όχι γιατί ήταν Eβραίος, αλλά γιατί παρείχε βοήθεια σε Εβραίους. Έτσι στάλθηκε στο Άουσβιτς. Eπιβίωσε και εδώ έχουμε μια σημαντική μαρτυρία για το στρατόπεδο του θανάτου.
Τα απομνημονεύματα του Rosdolsky δεν είναι μόνο μια διαθήκη γραμμένη μετά από τόση φρίκη, είναι επίσης κάτι απ’ το οποίο η γενιά μας μπορεί να εμπνευστεί.
Η μετάφραση έγινε από τον ιστορικό Τζον-Πωλ Χίμκα.
Κρις Φορντ
Απομνημονεύματα απ’ το Άουσβιτς και το Μπίρκεναου
Αγαπητέ Eκδότη της Oborona,
Σας ευχαριστώ πολύ που αναφέρατε στο περιοδικό σας το «Μουσείο Θανάτου στο Άουσβιτς». Επιτρέψτε μου να χρησιμοποιήσω την ευκαιρία των παρατηρήσεών σας για να μοιραστώ με τους αναγνώστες της Oborona μερικές αναμνήσεις από την παραμονή μου στο στρατόπεδο του Άουσβιτς.
Ο Αμερικανός ανταποκριτής, του οποίου τα λόγια του παραφράζεται, κάνει λάθος μόνο σε ένα σημείο: το Άουσβιτς δεν ήταν μόνο ένα «στρατόπεδο θανάτου» αλλά επίσης ένα τεράστιο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας, με πολλά θυγατρικά στρατόπεδα εκτεινόμενα σε αξιοσημείωτη περιοχή· κατά μέσο όρο κρατούνταν περίπου 80.000 σκλάβοι του Γερμανικού Ράιχ. Ήταν ένα sui generis «κράτος εν κράτει,» με μια ολόκληρη σειρά βιομηχανικών, μεταλλευτικών και ακόμη και γεωργικών επιχειρήσεων. Στόχος του ήταν να απομυζεί όσο το δυνατόν περισσότερη εργασία απ’ τους φυλακισμένους που εργάζονταν εκεί, με όσο το δυνατόν λιγότερα έξοδα για τη διατροφή τους. Μ’ αυτήν την έννοια ολόκληρο το στρατόπεδο ήταν επίσης ένα τεράστιο «εργοστάσιο θανάτου» στο οποίο -ειδικά στα πρώτα χρόνια της ύπαρξής του (1940-42)- ο μέσος κρατούμενος δεν παρέμενε ζωντανός περισσότερο από τρεις ή τέσσερις μήνες.
Ευτυχώς για ‘μένα, δεν μεταφέρθηκα στο Άουσβιτς πριν από τις αρχές του 1943, δηλαδή όταν το καθεστώς στο κεντρικό στρατόπεδο, το Άουσβιτς καθεαυτό, όπου υπήρχαν περίπου 15.000 φυλακισμένοι κατά μέσο όρο, είχε αρχίσει να χαλαρώνει. Αυτή η χαλάρωση φάνηκε, πάνω απ’ όλα, από το γεγονός ότι μετά τον Μάιο του 1943 οι λεγόμενοι Kapos, Blockaltester και Stubendienste δεν είχαν πλέον το δικαίωμα να σκοτώνουν ατιμωρητί τους κρατούμενους που ήταν υπό την εποπτεία τους· πριν απ’ αυτή την ημερομηνία, οι δολοφονίες ήταν καθημερινό φαινόμενο. Οι Kapos, κ.λπ., ήταν κρατούμενοι, εν γένει επαγγελματίες εγκληματίες, που διορίζονταν από τις αρχές του στρατοπέδου για να διευθύνουν τις ομάδες εργασίας και να έχουν την ευθύνη για τους στρατώνες στους οποίους κατοικούσαμε. Αυτή η «μεταρρύθμιση» οφειλόταν κυρίως στην έλλειψη εργατικού δυναμικού που είχε αρχίσει να νοιώθει το Τρίτο Ράιχ· οι Χιτλερικοί αποφάσισαν να «εξοικονομήσουν» ανθρώπινο υλικό που ήταν ακόμα ικανό προς εργασία. Είναι αλήθεια ότι, ακόμη και κατά τους πρώτους μήνες του 1943 εξακολουθούσαν να στέλνουν ανάπηρους, ηλικιωμένους, αυτούς που ανάρρωναν από τύφο, και άτομα με πρησμένα πόδια ή χωρίς δόντια, στο κρεματόριο.
Εγώ ο ίδιος βρισκόμουν στο στρατόπεδο «νοσοκομείο» και έζησα δύο μεγάλης κλίμακας «διαλογές» στις οποίες οι Χιτλερικοί γιατροί «χτένισαν» τους ασθενείς, στέλνοντας αρκετές εκατοντάδες στους θαλάμους αερίων. Αλλά μέχρι τα μέσα του 1943 η συγκεκριμένη φρίκη είχε περάσει για εμάς, δηλαδή για τους λεγόμενους Άριους (μη Εβραίους), και μπορούσαμε να δηλώσουμε ασθένεια και να πάμε στο νοσοκομείο χωρίς να διακινδυνεύσουμε το θάνατο. Για τους ατυχείς Εβραίους όμως, και μόνο γι’ αυτούς, αυτή η μεταρρύθμιση δεν ίσχυε. Ακόμη, μερικούς μήνες αργότερα, παρακολουθήσαμε ένα τρομακτικό θέαμα, καθώς δέκα περίπου φορτηγά πάρκαραν δίπλα στο στρατόπεδο και πήραν εκατοντάδες ανθρώπους απ’ το νοσοκομείο, ντυμένους μόνο με τα πουκάμισά τους, για τους θαλάμους αερίου.
Αυτά για το κεντρικό στρατόπεδο στο Άουσβιτς, το οποίο -επαναλαμβάνω- κατά τη διάρκεια του 1943-44 άρχισε να γίνεται όλο και περισσότερο σαν τα συνήθη στρατόπεδα εργασίας των Ναζί, όπως το Νταχάου, το Οράνιενμπουργκ, και το Μπούχενβαλντ. Αλλά τρία χιλιόμετρα από εμάς βρισκόταν ένα τεράστιο θυγατρικό στρατόπεδο, το Μπίρκεναου (στα Πολωνικά: Μπρεζίνκα), όπου οι συνθήκες διαβίωσης και εργασίας ήταν εκατό τοις εκατό χειρότερες απ’ τις δικές μας· είχε θαλάμους αερίων και έξι κρεματόρια όπου οι άνθρωποι σκοτώνονταν με δηλητηριώδες αέριο και τα πτώματα καίγονταν μέρα-νύχτα. Εδώ οι πύλες της κόλασης του Χίτλερ ήταν διάπλατα ανοιχτές.
Ακόμα και πριν φτάσω στο Άουσβιτς, το Μπίρκεναου είχε «τελειώσει» 16.000 επιλεγμένους σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου: αξιωματικούς του Κόκκινου Στρατού, πολιτικούς κομισάριους, Κομμουνιστές, διανοούμενους. Από αυτό το σύνολο της μεταφοράς μόνο πενήντα άτομα επέζησαν. Εδώ επίσης, αρκετές δεκάδες χιλιάδες «απείθαρχοι» Πολωνοί συνάντησαν το Γολγοθά τους. Κι αυτό ήταν ένα γιγάντιο νεκροταφείο για τον εβραϊκό πληθυσμό σχεδόν ολόκληρης της ηπειρωτικής Ευρώπης.
Για δύο ολόκληρα χρόνια, το 1943 και 1944, οι μεταφορές έφθαναν στο Μπίρκεναου με χιλιάδες Εβραίους από την Πολωνία, τη Σλοβακία, τη Βοημία, τη Νορβηγία, τις Κάτω Χώρες, το Βέλγιο, τη Γαλλία και την Ελλάδα. Μόνο ένα μικρό μέρος από αυτούς -ειδικοί όλων των ειδικοτήτων- επιλέχθηκαν για να εργαστούν στο στρατόπεδό μας και στο Μπίρκεναου. Οι υπόλοιποι και όλες οι γυναίκες και τα παιδιά, στάλθηκαν αμέσως στα αέρια. Ήταν τόσο καθημερινό φαινόμενο και το είχαμε τόσο συνηθίσει που αρχίσαμε να σημειώναμε ως μη συνηθισμένες εκείνες τις μέρες που δεν υπήρχαν μεταφορές Εβραίων και δεν ξεπηδούσαν φλόγες από τις καμινάδες των κρεματορίων.
Ο αναγνώστης θα ρωτήσει πώς τα ξέρω όλα αυτά. Δυστυχώς, όχι μόνο από συνομιλίες με άλλους κρατούμενους στο Άουσβιτς και Μπίρκεναου· υποχρεώθηκα να τα παρακολουθήσω. Από την άνοιξη του 1943 μέχρι το φθινόπωρο του 1944 εργάστηκα ως ξυλουργός στον δεύτερο όροφο ενός τεράστιου εργοστασίου, του Deutsche Ausrustungswerke, το οποίο βρισκόταν στο μέσο της απόστασης ανάμεσα στο κεντρικό στρατόπεδο και στο Μπίρκεναου. Τα μεγάλα παράθυρα του εργοστασίου κοίταζαν το Μπίρκεναου. Απ’ αυτά βλέπαμε, ίσως εκατό βήματα από εμάς, το τέλος των σιδηροδρομικών γραμμών που οδηγούσαν στο Μπίρκεναου καθώς και πάνω απ’ όλα, τις καμινάδες των κρεματορίων. Δε γινόταν να έχουμε καμία αμφιβολία για το τι συνέβαινε πέρα απ’ τις πύλες της κόλασης του Μπίρκεναου.
Δεν έχει νόημα να εισέλθουμε σε όλα όσα βιώσαμε και πώς γεράσαμε μέσα σε ενάμισι χρόνο. Θα περιγράψω απλώς την πιο τρομερή περίοδο, τη λεγόμενη «ουγγρική δράση» του καλοκαιριού του 1944.
Απ’ τις 4 Μαΐου του ίδιου έτους, και κάθε μέρα στη συνέχεια, τέσσερα ή πέντε μεγάλα φορτία τρένων με Ούγγρους Εβραίους έφθαναν στις γραμμές μπροστά στα παράθυρά μας. Ξεφορτώνονταν βιαστικά και ό,τι δέματα είχαν τους τα έπαιρναν. Στη συνέχεια έρχονταν οι άνδρες των SS και χώριζαν τους νεοαφιχθέντες σε δύο ομάδες, χωρίζοντας τους άνδρες απ’ τις γυναίκες και τα παιδιά. Τους κυνηγούσαν όλους στα «ντους», δηλαδή στους θαλάμους αερίων. Αμέσως μετά μια ειδική ομάδα εργασίας έψαχνε τα δέματα, αφαιρώντας τα τρόφιμα και τα ρούχα, αναζητώντας χρήματα και χρυσό. Οι στρατώνες αυτής της ομάδας εργασίας χωρίζονταν απ’ το εργοστάσιό μας μόνο από έναν ξύλινο φράκτη. Η ομάδα απαρτιζόταν από αρκετές δεκάδες νεαρές φυλακισμένες γυναίκες, που η καθεμία απ’ αυτές φορούσε ένα κόκκινο μαντήλι στο κεφάλι της. Τους επιτρεπόταν να φάνε όποια ευπαθή τρόφιμα έβρισκαν στα δέματα. Αυτή η τρομακτική ομάδα εργασίας γενικά αναφερόταν ως «Καναδάς».
Ως την πρώτη εβδομάδα του Μαΐου η αυλή του «Καναδά» ήταν ήδη γεμάτη με δέματα. Βασανιζόμασταν πάντα από την πείνα και οι πιο τολμηροί κρατούμενοι ανάμεσά μας άρχισαν να κλέβουν αυτά τα δέματα πίσω απ’ το φράχτη. Την ίδια στιγμή, ο καπνός άρχισε να βγαίνει από τα έξι κρεματόρια. Κι αυτό δεν ήταν όλο. Μόλις δίπλα από το Μπίρκεναου, στα δεξιά μας, υπήρχε ένα δάσος με σημύδες (εξ ου και το όνομα Μπρεζίνκα/Μπίρκεναου [Σ.τ.Μ:Στα Γερμανικά η σημύδα είναι Birken,στα Πολωνικά Brzoza]). Μια τεράστια φωτιά άρχισε να καίει στο δάσος, με τις φλόγες να εναλλάσσονται με παχύ, κιτρινογκρί καπνό. Λίγες μέρες αργότερα ανακαλύψαμε τι συνέβαινε: τα κρεματόρια δε μπορούσαν να διαχειριστούν τα χιλιάδες πτώματα, οπότε σκάφτηκε ένας βαθύς λάκκος στο δάσος του Μπίρκεναου για να κάψουν τα άτυχα θύματα. Κάποια στιγμή στο τέλος του Μαΐου το εργοστάσιό μας έλαβε μια διαταγή να εφοδιάσει το Μπίρκεναου με μια δωδεκάδα περίπου σιδερένια άγκιστρα μήκους τεσσάρων μέτρων. Στον τίτλο της παραγγελίας, τον οποίο διάβασα με τα μάτια μου, έλεγε: Ungarische Aktion [Oυγγρική Δράση].
Πράγματι, σήμερα [1956, Σ.τ.M.] και στις δύο πλευρές του «σιδηρού παραπετάσματος» σχεδιάζονται και κατασκευάζονται βόμβες που μπορούν να καταστρέψουν και να κονιορτοποιήσουν πολλούς ανθρώπους σε διάστημα ενός λεπτού. Αλλά το Τρίτο Ράιχ δε γνώριζε ακόμα τις ευλογίες της σύγχρονης τεχνολογίας.
Πώς όλα αυτά τα δεινά επηρέασαν τη ζωή της ομάδας εργασίας μας; Φανταστείτε: σειρές τραπεζιών εργασίας, στα οποία στέκονταν οι ξυλουργοί μας, θλιμένοι όσο δεν πάει άλλο, «πιο μαύροι από τη μαύρη γη» – κυρίως οι Γάλλοι Εβραίοι και Πολωνοί. Κανείς δε μιλάει. Όλα τα μάτια επικεντρώνονται στο δάσος του Μπίρκεναου και στα κρεματόρια. Μόνο που και που κάποιος γελάει πικρά, υστερικά και στη συνέχεια σκουπίζει δάκρυα από τα μάγουλά του. Ήταν αδύνατο να ανοίξουμε το παράθυρο, καθώς ο αέρας ήταν εντελώς διαποτισμένος από την ανυπόφορη, ασφυκτική οσμή της καμένης σάρκας. “Ich rieche, rieche Menschenfleisch («Μυρίζω, μυρίζω ανθρώπινη σάρκα»), μου λέει ο φίλος μου ο Λούντβιχ, ένας Αυστριακός, χρησιμοποιώντας τα λόγια μιας μάγισσας ενός από τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ. Μόνο που η μάγισσα μύριζε στον αέρα τη μυρωδιά των δύο παιδιών, κι εμείς μυρίζαμε τη μυρωδιά των καμένων πτωμάτων, χιλιάδων πτωμάτων.
Αλλά η ανθρώπινη φύση είναι σκληρή, εκπληκτικά σκληρή. Κάθε μέρα πηγαίναμε στο εργοστάσιό μας, ατενίζαμε την αιματηρή πυράκτωση του δάσους του Μπίρκεναου, και κανείς μας δεν τρελάθηκε, κανένας μας δεν αυτοκτόνησε. Ωστόσο, θα μπορούσαμε να διασκεδάσουμε κάθε ελπίδα να αποφύγουμε το θάνατο στους θαλάμους αερίων; Εξάλλου, ήμασταν μάρτυρες ενός από τα μεγαλύτερα εγκλήματα στην ανθρώπινη ιστορία! Ένας από τους ξυλουργούς μας μου είπε: «Σήμερα είναι αυτοί [οι Ούγγροι Εβραίοι], αύριο είμαστε εμείς [οι Εβραίοι ειδικοί στο στρατόπεδο] και μεθαύριο εσείς [όλοι οι μη Εβραίοι].» Και αυτή η ανάλυση του θέματος μας εξέπληξε όλους ως η μοναδική ορθολογική από την άποψη των Χιτλερικών, η μόνη δυνατή. Πώς αλλιώς να απαλλαγούν από τους μάρτυρες του εγκλήματός τους; Μόνο μια ελαφρά ελπίδα τρεμόσβηνε στις καρδιές μας: ότι η κατάρρευση του Τρίτου Ράιχ θα έπιανε αυτά τα τέρατα εξ απίνης, προτού μπορέσουν να ολοκληρώσουν τα σχέδιά τους και ότι το τελευταίο λεπτό ο φόβος της τιμωρίας θα παρέλυε τα χέρια τους. Όμως, καθ’ όλη τη διάρκεια του Αυγούστου, εμείς οι ίδιοι έπρεπε να σκάψουμε ένα μεγάλο λάκκο στο κεντρικό στρατόπεδο, ακριβώς όπως αυτόν που είχε σκαφτεί στο δάσος του Μπίρκεναου. Επισήμως ονομάστηκε Luftschutzkeller (υπόγειο αεροπορικής επιδρομής), αλλά δεν υπήρχε ούτε ένας κρατούμενος σ’ ολόκληρο το στρατόπεδο που να ξεγελαστεί απ’ αυτό το όνομα.
Για εμένα προσωπικά, η κόλαση του Άουσβιτς έληξε απροσδόκητα. Τις πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου, συμπεριλήφθηκα σε μια μεταφορά Πολωνών και Σοβιετικών κρατουμένων από το Άουσβιτς στο Ράβενσμπρουκ, κοντά στο Βερολίνο. Όταν μας οδήγησαν στα βαγόνια, συνεχίζαμε ακόμα να σκεφτόμαστε ότι επρόκειτο να μας μεταφέρουν στο Μπίρκεναου, στους θαλάμους αερίων. Αλλά η αμαξοστοιχία μας κινήθηκε δυτικά και η λάμψη από τα κρεματόρια εξαφανίστηκε από τα μάτια μας. Aρχίσαμε να αναπνέουμε φρέσκο, μη δηλητηριασμένο αέρα. Και παρόλο που γνωρίζαμε ότι ο θάνατος περιμένει όλους τους φυλακισμένους στα στρατόπεδα του Χίτλερ, ήμασταν τόσο ευτυχισμένοι, σαν τα παιδιά, γιατί είχαμε αρπαχθεί από την κόλαση του Άουσβιτς.
Γιατί γράφω γι’ αυτά; Γιατί να ξανανοίγω παλιές πληγές; Επιτρέψτε μου να θυμηθώ ένα μικρό επεισόδιο. Ήταν στο στρατόπεδο, μια Κυριακή, μετά το μεσημεριανό. Μια ομάδα κρατουμένων βρισκόταν στις κουκέτες τους και μιλούσαν για το τέλος του πολέμου, το οποίο περίμεναν ότι πλησιάζει. Ένας νεαρός Πολωνός, ο Kazik, στράφηκε σ’ έναν παλιότερο κρατούμενο, τον οποίο όλοι ονόμαζαν «καθηγητή» και τον ρώτησε: «Καθηγητά, τι θα γίνει το Άουσβιτς μετά τον πόλεμο;»
«Τι λες να γίνει;» απάντησε ο καθηγητής. «Θα πάμε σπίτι.»
« Μη λες ανοησίες καθηγητά», είπε ο Kazik. «Κανείς δε θα φύγει ζωντανός από ‘δω πέρα».
«Αυτό είναι αλήθεια», είπε ο καθηγητής. «Όμως, οι ζωντανοί δεν πρέπει να εγκαταλείπουν την ελπίδα [λόγια του Πολωνού ποιητή Γιούλιους Στοβάτσκι]! Κι όσον αφορά το ίδιο το Άουσβιτς, η νέα Πολωνία θα χτίσει εδώ ένα μεγάλο μουσείο και για χρόνια θα το επισκέπτονται αντιπροσωπείες απ’ όλη την Ευρώπη. Σε κάθε πέτρα, σε κάθε μονοπάτι, θα βάλουν ένα στεφάνι: γιατί κάθε ίντσα αυτής της γης είναι ποτισμένη με αίμα. Κι αργότερα, όταν καταρρεύσουν οι στρατώνες, όταν οι δρόμοι χορταριάσουν κι εμείς ξεχαστούμε, θα υπάρξουν νέοι και ακόμα χειρότεροι πόλεμοι, και ακόμη χειρότερες κτηνωδίες. Επειδή η ανθρωπότητα βρίσκεται μπροστά δύο δυνατότητες: είτε να βρει μια καλύτερη κοινωνική τάξη ή να χαθεί στη βαρβαρότητα και τον κανιβαλισμό.»
Ο άτυχος καθηγητής επαναλάμβανε τα λόγια που είχε ήδη πει ο σοσιαλιστής στοχαστής Φρίντριχ Ένγκελς 80 χρόνια πριν. Τα είχα ακούσει αρκετές φορές πριν απ’ τον πόλεμο. Αλλά στις κουκέτες του Άουσβιτς ακούγονταν πιο πραγματικά και πιο σωστά από ποτέ άλλοτε. Και ποιος σήμερα, μετά απ’ όλα τα Άουσβιτς, τις Κολιμά και τις ατομικές βόμβες, μπορεί να αμφισβητήσει την αλήθεια αυτών των λέξεων;
Μετάφραση Γιάν. Σιμ.