Επειδή τόλμησα να απεργήσω και να δηλώσω πως σε κάθε απεργία θ’ απεργώ…
Επειδή τόλμησα να παραπονεθώ για την υπερεντατικοποίηση και πως δεν αντέχω να δουλεύω 10-11 ώρες καθημερινά και μάλιστα χωρίς να πληρώνομαι για την «εθελοντική» εργασία…
Επειδή τόλμησα να υπερασπιστώ απολυμένη συναδέλφισσα…
Επειδή τόλμησα να παροτρύνω τους συναδέλφους, ανεξαρτήτως ειδικότητας, να γραφτούν στο συνδικάτο…
Επειδή τόλμησα να μην έχω δουλοπρεπή συμπεριφορά στην προϊσταμένη, να μη γλείφω και να μην ρουφιανεύω…
Πληρώθηκα με την απόλυσή μου.
Η ιστορία μου δεν είναι καθόλου πρωτότυπη, αντίθετα είναι παρόμοια μ’ αυτήν χιλιάδων άλλων ανέργων.
Από το 2012 άνεργη! Μετά από 3 χρόνια βρέθηκε επιτέλους η πολυπόθητη δουλειά.
Στην αρχή νιώθεις ένα αίσθημα ανακούφισης και ελπίδας ότι σιγά – σιγά μπορεί η ζωή η δική σου και της οικογένειάς σου ν’ αποκτήσει και πάλι μια κανονικότητα. Ότι αυτά που φαίνονται απλά και αυτονόητα θα πάψουν να είναι καθημερινός αγώνας επιβίωσης.
Μετά και πάλι ο φόβος. Ο φόβος της απόλυσης όταν ακούς ψιθύρους, όταν σκέφτεσαι τί θα συμβεί μόλις τελειώσει η σεζόν.
Ένας φόβος που συνυπάρχει με το μίσος και την οργή. Μίσος ταξικό για το αφεντικό που πατάει πάνω στους χιλιάδες ανέργους, που πατάει στο γκρέμισμα όσων είχαν κατακτηθεί με αίμα και αγώνες δεκαετιών. Κι ας μην ξεχνάμε πως μέσα στην κρίση άλλοι καταστρέφονται, αυτοκτονούν και άλλοι πλουτίζουν ή βρίσκουν την ευκαιρία να πλουτίσουν ακόμα περισσότερο.
Ένα αφεντικό που πατάει ακριβώς επάνω στον φόβο για ν’ απαιτεί όλο και πιο πολλά, όλο και περισσότερες παραχωρήσεις, όλο και πιο πολλούς συμβιβασμούς.
Ένα αφεντικό που συμπεριφέρεται στους υπαλλήλους σαν να είναι κατσαρίδες.
Και όταν η κατσαρίδα τολμήσει να δείξει ότι δεν είναι κατσαρίδα, πολύ απλά απολύεται με τη δικαιολογία ότι δεν υπάρχει δουλειά.
Βέβαια, πώς να υπάρχει δουλειά ενόψει της καλοκαιρινής σεζόν όταν οι κρατήσεις δείχνουν πως η Αθήνα στην κυριολεξία θα βουλιάξει από τουρίστες!
Απλώς χαλάς το καθεστώς που το αφεντικό έχει καταφέρει να επιβάλλει. Γίνεσαι απειλή διότι και οι άλλοι ίσως θυμηθούν ότι όσο πιο πολύ σκύβεις το κεφάλι, τόσο πιο πολύ σε πατάνε. Όσο πιο πολλά ανέχεσαι τόσο περισσότερα ζητάνε.
Έτσι κάνουν όλα τ’ αφεντικά παντού και πάντα και έτσι θα εξακολουθήσουν να κάνουν για όσο καιρό τους το επιτρέπουμε.
Ηρωΐδα στα σίγουρα δεν είμαι, όμως αυτό το παλιό κλασικό σύνθημα που φωνάζουμε είναι πέρα για πέρα αληθινό. Σπέρνουν…
Το ζήτημα λοιπόν που μπαίνει επιτακτικά είναι πώς κάθε μικρός ή μεγάλος αγώνας, κάθε μικρή ή μεγαλύτερη διεκδίκηση δεν θα δίνεται μοναχικά ή ατομικά. Πώς θα απαντήσουμε συλλογικά και οργανωμένα στο ερώτημα που βάζει η εποχή μας. Θα συνεχίσουμε να ζούμε μέσα στη βαρβαρότητα ή εμείς, όλοι εμείς που παράγουμε τον πλούτο τον οποίο ελάχιστοι καρπώνονται, θα πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας. Θα χτίσουμε την κοινωνία της ισότητας και της δικαιοσύνης. Μια κοινωνία όπου κανένας μα κανένας, είτε Έλληνας είτε πρόσφυγας, μαύρος ή άσπρος, δεν θα είναι κατσαρίδα αλλά όντως άνθρωπος.
Μια απολυμένη καθαρίστρια*.
Μαρίζα Βαφειάδου
* Καθαρίστρια, για όσους δεν γνωρίζουν, σημαίνει να τρέχεις σαν αφιονισμένο μουλάρι ακατάπαυστα. Να καθαρίζεις από τουαλέτες και πεζοδρόμια μέχρι εστιατόρια, να τρίβεις από πατώματα μέχρι ταβάνια, να πλένεις μέσα στο κρύο ή στον καύσωνα βεράντες, τζάμια, roof garden και άλλες ξεκούραστες δραστηριότητες. Όταν πια φτάνει η ώρα να φύγεις να είσαι μέσα στη βρώμα ένα άδειο σακί χωρίς ίχνος δύναμης και ζωής.
Να σημειώσω δε πως η πλειοψηφία των καθαριστριών – καμαριέρων πάσχουν από σοβαρές και μη αναστρέψιμες μυοσκελετικές παθήσεις και φλεβική ανεπάρκεια των κάτω άκρων.