του Νίκου Λέκκα
Προτιμώ αυτό το Άνευ. Μου πάει καλύτερα από το χωρίς. Γιατί το χωρίς μου θυμίζει το παιδικό ανάγνωσμα «Χωρίς οικογένεια» και εγώ από μικρό παιδί, ήξερα ότι την ουσία της οικογένειας θα την συναντήσω σε απρόσμενους ανθρώπους, σε κοσμοθεωρίες έξω από την κοινή παραδεκτή φόρμα. Ακόμα και το πανκ της εποχής των φοιτητικών μας χρόνων, αν και στην εκπνοή του με τους θρύλους «Χωρίς περιδέραιο» πάντα μου φαινόταν ως η απλότητα της αριστοκρατίας, μιας που το πανκ στην Ελλάδα είναι; ήταν; για επαναστατημένα αστόπαιδα μες στα ψυχολογικά, που την είδαν μονόπλευρα αλητόπαιδα, και όχι για επαναστάτες, γι’ αυτό και τόση νοσταλγία για το είδος, από πολλούς. Αυτά τα δεύτερα, στην ουσία είναι πρώτα. Στη λαϊκή, στην ουσιαστικά λαϊκή συνείδηση του κόσμου, ενός κόσμου που όσο πάει γίνεται διάκοσμος και βαθιά υπόκοσμος. Βαθιά και όχι βαριά.
Αλλά αυτό το Άνευ μπορεί να χωράει και τη λέξη «χωρίς» στο ενεργητικό του, αλλά εμπεριέχει και το τίποτα. Αυτό το τίποτα που για να το καταλάβεις πρέπει να το ζήσεις. Ευτυχώς που ελάχιστοι σύντροφοι το έζησαν. Για τους άλλους πάντα υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει πάντα μια ηλιαχτίδα φωτός. Για τους πολλούς αυτό το τίποτα είχε απλά ένα άκρως περιορισμένο χρόνο ύπαρξης. Αυτό το τίποτα μόνο οι πιο γνήσιοι το έζησαν, και μόνο κάποιοι εξ αυτών. Γιατί η ποίησή τους δεν αντιστοιχούσε στην παθητικότητα του οποιοδήποτε καιρού και σε μια τάχα δήθεν πρόοδο, των εμπόρων του πνεύματος. Πέρα από γραπτές μαρτυρίες οδηγούς, που δυστυχώς στους πολλούς λειτουργούν ως τσιτάτα εντυπωσιασμού και στείρας γνώσης.
Αλλά αυτό το Άνευ μπορεί να έχει εφαρμογή ακόμα και στις μπύρες. Fix Άνευ σου λέει μετά, μην μας θεωρήσουν και ξενέρωτους μιας και ο όρος «ξενέρωτο» έχει πάρει άλλες διαστάσεις. Και όχι απαραίτητα τις ουσιαστικές, ξενέρωτοι λέγονται και οι μη μαστουρωμένοι από κάνναβη ή αυτοί που αγωνιωδώς ψάχνουν και κανείς δεν χρησιμοποιεί πια, την εξειδικευμένη λέξη για την περίσταση «Μαρμουλής». Ακόμα και ο Χρήστος Ζυγομαλάς στην πιο άρτια δισκογραφική δουλειά του, που δεν νομίζω να έχει καταχωρηθεί πουθενά, σε κανένα επίσημο κατάλογο, σε κανένα τεφτέρι της ΑΕΠΙ, τότε, την ονομάζει «Τα ξενέρωτα», γιατί ενάντια στον ηλεκτρισμό της εποχής, ο φίλος έγραψε μπαλάντες και τις τραγούδησε σχεδόν ψιθυριστά, όπως έκανε πάντα και η Αρλέτα, χωρίς τις γκαρίδες που πρότασσε η εποχή με μια ουσιαστική σκληράδα, δυσκολία αλλά και μια ανυπέρβατη ομορφιά. Αλλά ο αντίκτυπός της φάνηκε κυρίως στην ποίηση των δίσκων.
Αλλά και σε προσωπικό επίπεδο αυτό το Άνευ δίνει άλλες διαστάσεις και προσφέρει άλλη ανακούφιση στους πάσχοντες. Κάτι σαν την αρρώστια που πιο πολύ σε βοηθάει ψυχολογικά να λες «κλονισμένη υγεία» αλλά και αυτό το Άνευ οικονομικών δυνατοτήτων σε απαλλάσσει από την ντροπή της φτώχειας, κάτι που ο Άκης Πάνου το έπιασε από την περίοδο της χούντας, σε ένα τραγούδι που έφαγε λογοκρισία και αναγκάστηκε να αλλάξει τους στίχους αν και ο Άκης ήταν «ιδεολόγος» φασίστας, αλλά και κολλητός ακόμα και του Μανώλη Ρασούλη αλλά και καμπόσων άλλων αριστερών. Και το Άνευ γκομενικού βοηθάει πάντα στην ιδιοσυγκρασία του φέροντος μπροστά στην κατάπτυστη λέξη μπακούρι ή ακόμα και κούτσουρο που αυτό έχει πολλές ερμηνείες.
Αλλά επειδή όπως λέει ή έλεγε και η τηλεόραση «την γλώσσα που μου έδωσαν Ελληνική» εντρυφήστε στον πλούτο της ελληνικής γλώσσας όχι για κανέναν άλλο λόγο, για να είμαστε και εμείς ιν, με τη γλώσσα που πρέπει, εντελώς μες την μπίχλα, που την δίδαξε και η Τέα Βασιλειάδου, που ως γνωστόν γερνάει επιτυχώς καθότι έχει διδαχθεί και από μουσουργούς, διοργανώνοντας συναυλίες μαζί με το δημοσιογραφιλίκι… Αλλά δεν θα της κάνουμε την χάρη ως προς τα αίτια γιατί εμείς από την φύση μας κινούμαστε στο φάσμα «παιδί έως έφηβος» και παίρνουμε δύναμη, και έχουμε ψυχικά αποθέματα ώστε να πολεμάμε ακόμα με μεγαλύτερη πυγμή, την σαπίλα της εποχής μας σύντροφοι…
Κορωπί, 25/06/21