H αύξηση των αμερικάνικων επιτοκίων φέρνει
ANATPOΠEΣ ΣTHN EYPΩZΩNH
Η χθεσινή (15/3/2017) απόφαση της Fed να αυξήσει κατά 0,25% το βασικό επιτόκιό της δεν ήταν σε καμία περίπτωση έκπληξη. Το αντίθετο, έκπληξη θα ήταν μια αναβολή της κίνησης αυτής.
Παρ’ όλα αυτά το γεγονός ότι επιβεβαιώθηκε έμπρακτα η σταθερότητα της Fed -στην απόφαση που είχε προαγγελθεί το φθινόπωρο του 2013 από τον Μπεν Μπερνάκι- για σταδιακή επιστροφή σε “φυσιολογικά” επιτόκια και η σχεδόν βέβαιη πλέον πρόβλεψη για δύο τουλάχιστον νέες αυξήσεις μέχρι το τέλος του έτους, δρομολογεί ένα νέο status quo στο επίπεδο της διεθνούς νομισματικής πολιτικής.
Και αυτό είναι κάτι που οι άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες, ειδικά η ΕΚΤ, υποχρεώνονται να πάρουν πλέον ως δεδομένο σε σχέση με την δική τους “ανεξάρτητη” νομισματική πολιτική, καθώς κάθε τέτοιας κλίμακας απόφαση της Fed επηρεάζει καθοριστικά στις διασυνοριακές συναλλαγματικές ροές κεφαλαίων.
Ήδη, τα αποτυπώματα αυτής της “επίδρασης” έχουν καταγραφεί στο πρόσφατο παρελθον σε μεγάλες “ζημιές” σε περιφεριακά νομίσματα μεγάλων οικονομιών όπως της Βραζιλίας στην Λ. Αμερική, της Ν. Αφρικής, της Κίνας, της Ρωσίας και πολύ περισσότερο σε πιο αδύναμες οικονομίες όπως για παράδειγμα της Τουρκίας.
Ακόμα και η Ευρωζώνη δεν έχει μείνει εκτός αυτής της “προκαταρκτικής” αντίδρασης των αγορών στην διετία 2014 – 2015 όταν ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε η απόσυρση της Fed από το τρίτο και τελευταίο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης που είχε δρομολογήσει…
Η μορφή αυτών των αντιδράσεων ήταν η έξοδος μεγάλων όγκων κεφαλαίων και η επιστροφή τους στις ΗΠΑ καθώς η αναχρηματοδότηση των επενδύσεων που είχαν γίνει με “πηγή” χρηματοδότησης τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης της Fed είναι πλέον ακριβότερα στην αναχρηματοδότησή τους.
Τώρα, η βεβαιότητα αύξησης του κόστους εξυπηρέτησης των “δανείων” αυτών αφενός και αφετέρου οι αυξανόμενες αποδόσεις των αμερικάνικων κρατικών τίτλων ισχυροποιούν αυτές τις τάσεις (με την βοήθεια και του ολοένα “ακριβότερου” δολαρίου) και υποχρεώνουν τις άλλες κεντρικές τράπεζες να αναπροσαρμόσουν τις δικές τους νομισματικές πολιτικές.
Να σημειωθεί ότι από τα περίπου 20 τρισ. δολάρια του αμερικανικού χρέους, τα 6 δισ. δολάρια βρίσκονται στα χέρια “ξένων” επενδυτών και πάνω σ’ αυτά είναι “χτισμένα” συμβόλαια παραγώγων αξίας μερικών εκατοντάδων τρισ. δολ. !
(Συνολικά τα παράγωγα σε συνάλλαγμα και χρέος στις ΗΠΑ ξεπερνούν, το 2017, τα 610 τρισ. δολάρια!).
Με άλλα λόγια η βεβαιότητα των “μικρών” διαδοχικών αυξήσεων στο κόστος εξυπηρέτησης του αμερικάνικου χρέους κινούν τα… γρανάζια για την μετακίνηση τεράστιων όγκων κεφαλαίων σε διεθνή κλίμακα, τα οποία υποχρεώνουν σε αλλαγές τις άλλες κεντρικές τράπεζες.
Όπως για παράδειγμα την ΕΚΤ η οποία κουβαλάει στις πλάτες της το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες είχαν απορροφήσει ένα μεγάλο μέρος των χρηματοδοτήσεων της Fed από το τελευταίο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Ορισμένοι μάλιστα αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι μεγάλοι ευρωπαϊκοί τραπεζικοί όμιλοι έχουν απορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος αυτών των κεφαλαίων…
Μέσα σ’ αυτήν την διασυνοριακή διασύνδεση οι κινήσεις που δρομολογεί η Fed “χτυπάνε” στο μαλακό υπογάστριο της Ευρωζώνης, το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα.
Απέναντι σ’ αυτήν την πίεση η ΕΚΤ είχε δρομολογήσει από τον Μάρτιο του 2015, αλλά και πριν από αυτό, προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης για να διευκολύνει την κεφαλαιακή κάλυψη των ευρωτραπεζών.
Αυτό όμως μπορούσε να το κάνει χωρίς ζημιές -και τις περισσότερες φορές με κέρδη- όσο το ευρώ παρέμενε σε μια ισχυρή έναντι του δολαρίου σχέση λόγω της διατήρησης των σχεδόν μηδενικών επιτοκίων και στην Fed.
Τώρα η κατάσταση αυτή “αλλάζει” και η ΕΚΤ δεν μπορεί να διατηρήσει την ίδια ισορροπία νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής με τα ευρωεπιτόκια στο μηδέν ή και κάτω από αυτό.
Αυτός άλλωστε είναι ένας από τους βασικούς λόγους που ο πρόεδρος της Bundesbank ο κ. Βάιντ(ε)μαν σαν αντίλαλος του Σόιμπλε, πιέζει ασφυκτικά για να δοθεί τέλος στη “χαλαρή” νομισματική πολιτική της ΕΚΤ και προαναγγέλλει οριστικό τέλος του QE στα τέλη του χρόνου.
Αυτή η “αλλαγή” στην πραγματική σχέση μεταξύ των πολιτικών της Fed και της ΕΚΤ αναμφίβολα δεν μπορεί να βρεί διέξοδο με τεχνάσματα νομισματικής πολιτικής που έχουν χρησιμοποιηθεί μέχρι σήμερα.
Και αναγκαστικά θα οδηγηθεί σε παρεμβάσεις “εξυγίανσης” και “σταθεροποιητικής αναδιοργάνωσης” του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα θέλει – δεν θέλει μπαίνει σε μια περίοδο δύσκολη, στη διάρκεια της οποίας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα υποχρεωθεί να εξοφλήσει τις “επιταγές” που είχε λάβει από την Fed τα τελευταία χρόνια.
Γ. Αγγ.