
του Ερνέστο Αγγελή
Ο ανωτέρω τίτλος δεν στοχεύει στην ψυχιατρικοποίηση ενός κοινωνικό-πολιτιστικού φαινομένου, που εκδηλώνεται στην περίπτωση των γεγονότων μαζικού πένθους για την θανούσα. Επιχειρεί όμως, μια έκθεση και ανάπτυξη των προκληθέντων από αυτα τα γεγονότα προβληματισμών, για την ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας της γνώσης, η οποία είναι αδιανόητη χωρίς έναν διαλεκτικό επανεξοπλισμό.
Το 1935, ο Τρότσκι, στο ημερολόγιο της εξορίας, έγραφε: «Απ’ αυτό και μόνο το βιβλίο [αναφορά σε έργο του ασήμαντου αλλά και δημοφιλούς στον αγγλοσαξονικό χώρο τη δεκαετία του 30 λογοτέχνη Edgar Wallace], μπορεί να κρίνει κανείς σε ποιό βαθμό η φωτισμένη Αγγλία (και βέβαια όχι μόνο η Αγγλία), παραμένει χώρα καλλιεργημένων αγρίων. Τα εκατομμύρια οι Άγγλοι και οι Αγγλίδες, που άπληστα και εκστασιασμένοι -ως το σημείο να παραμιλάνε- συνωστίζονταν στις πομπές και στις τελετές του ιωβηλαίου του βασιλικού ζεύγους, είναι οι αδηφάγοι αναγνώστες των έργων του Έντγκαρ Ουώλλας». [Δεύτερο Τετράδιο, Ιούνης, σελ. 199).
87 χρόνια μετά, η κοσμοσυρροή που σημειώθηκε στην τελετή για την Ελισάβετ, μας γέννησε την επιθυμία μιας βαθύτερης κατανόησης του φαινομένου: η γυναίκα αυτή, εκφράζοντας στη συλλογική συνείδηση της αγγλικής μικροαστικής κοινής γνώμης, την κραταιά εκείνη Γιαγιά, που απρόσβλητη από τα χτυπήματα της ζωής ηγείται του αγώνα του κράτους ενάντια στον εχθρό-λαό, στέκει ακλόνητα στο θρόνο της ως σύμβολο σταθερότητας και πάνω απ’ όλα Σύνεσης –εκείνης της πλούσιας και άσχημης γεροντοκόρης που την φλερτάρει η ανικανότητα– πέφτει τελικά από το χτύπημα του έσχατου εχθρού, υπενθυμίζοντας στους ζωντανούς όχι τόσο τη θνητότητά τους, όσο την γεμάτη από την ιμπεριαλιστική κτηνωδία του παρόντος και του παρελθόντος κάλπικη υπόσταση, του βασιλικού θεσμού, του προσωποποιημένου αυτού οργάνου έκφρασης της αστικής ιδιοκτησίας, που το προστατεύουν οι ένστολοι άγγλοι μπάτσοι με τα σκυλιά και τα ρόπαλα πάνω στα άλογα.
Ελέω της βρετανικής αστικής τάξης και προδίδοντας τους αγώνες και τους πόθους των μαζών, η βασιλεία στην Αγγλία, σε πείσμα της ίδιας της αστικής επανάστασης του Κρόμγουελ και της προλεταριακής συνέχειας της, των Ισοπεδωτών (Levelers), αποκαταστάθηκε και διατηρήθηκε στο πλαίσιο της αποικιοκρατικής ισχύος της χώρας κατά την εποχή της καπιταλιστικής ακμής, τον 19ο αιώνα, που σημαδεύτηκε από μια πρωτοφανή στα χρονικά ληστεία και καταπίεση όλων των κυριαρχούμενων από αυτήν χωρών και εθνοτήτων, της Ιρλανδίας περιλαμβανομένης, όπως και του πολυπληθούς, διεθνούς προλεταριάτου διεθνώς και στο εσωτερικό της. Ο αγγλικός ιμπεριαλισμός, με μεθόδους εμφυλίου πολέμου και ιμπεριαλιστικής κτηνωδίας, έχοντας πετύχει για μια μικρή μειοψηφία της εργατικής τάξης, μια προνομιούχα θέση εργατικής αριστοκρατίας μέσω της οποίας έκανε για ένα διάστημα δυνατή την απόκρουση της προλεταριακής επανάστασης, πριν ο σταλινισμός το 1926 για πρώτη αν και όχι τελευταία φορά, προστρέξει σε βοήθειά του, έχασε την διεθνή ιμπεριαλιστική ηγεμονία από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, στην εποχή της ιμπεριαλιστικής παρακμής του καπιταλισμού, τον 20ο αιώνα, όμως η βασιλεία συνεχίστηκε, έστω και για να οδηγηθεί σε έναν μερικό διαχωρισμό από το κράτος, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μετά. Και είναι αυτό που η αγγλική αστική κοινωνία, πενθεί: το πολιτιστικό της πρότυπο των τελευταίων δεκαετιών, δεν ζει πια.
Όσοι τιμούν το πρόσωπό της, θρηνούν, συνειδητά ή ασυνείδητα, για ότι σηματοδοτεί το τέλος της. Γιατί η αστική ιδεολογία που κυριαρχεί στη συνείδησή τους κλονίζεται, ενώ και τα συναισθήματά τους ακόμα, που διαμορφώνονται από τον τρόπο ζωής τους, ο οποίος καθορίζεται από την πραγματικότητα της ακρίβειας, της ανεργίας και του ιμπεριαλιστικού πολέμου ενάντια στη Ρωσία, έχουν γίνει ασύμβατα με τον έως τώρα τρόπο σκέψης τους. Και, όπως ο Τρότσκι έχει παρατηρήσει, όταν η ζωή, χάνει το προηγούμενο της νόημα, τότε οι άνθρωποι αναρωτιούνται «αν έχει νόημα η ζωή».
Συνειρμικά γράφοντας, μπορούμε να επισημάνουμε ότι δύο διαφορετικές αν και καταφατικές απαντήσεις στο περί νοήματος της ζωής ερώτημα, έχουν επιχειρηθεί επί του πρωτοποριακού κινηματογραφικού πεδίου, βρετανικής μάλιστα προέλευσης: η μία είναι αυτή του Στάνλεϊ Κιούμπρικ στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι», υπό τους ήχους της μουσικής του Henry Purcell΄ η δεύτερη, είναι εκείνη των Monty Pythons και της όψιμης ταινίας τους «Το νόημα της ζωής». Η πρώτη αφήνει να διαφανεί η ακτίδα της ελπίδας ως το νόημα της ζωής, (μέσα στην απελπισία της βίας του κράτους του κεφαλαίου) στον τρόπο με τον οποίο πραγματεύεται το θέμα της. Στη δεύτερη, προτείνεται ως απάντηση στο ερώτημα περί νοήματος της ζωής, μια άρνηση της μηδενιστικής απάντησής του, μέσα από την τελευταία του σκηνή, όπου ένας αθώος και πρόσχαρος ερωτισμός της ομάδας των γυμνόστηθων νεάνιδων και ανδρών που τρέχουν, δίνει το μήνυμα της ανυπέρβλητης χαράς του ζειν, πέραν και ενάντια σε κάθε σκεπτικισμό, πεσιμισμό, μεταφυσική, μοιρολατρία και ματαιοδοξία.
Στον αντίποδα όλων αυτών των ιδεασμών και αισθημάτων, υπερασπίζοντας το δικαίωμα στην επαναστατική αισιοδοξία, διατρανώνουμε ότι το πέρασμα της Ελισάβετ στην ανυπαρξία, σηματοδοτεί σε επίπεδο συμβολικό, το πέρασμα του βρετανικού ιμπεριαλισμού στον προθάλαμο της αναμονής για την δική του ιστορική εκμηδένιση. Ο καιρός το βρετανικό προλεταριάτο, επικεφαλής των μαζών, εντός και εκτός αγγλικής επικράτειας, να πάρει τις τύχες της ζωής και ολόκληρης της κοινωνίας στα χέρια του, αλλάζοντάς τες εκ βάθρων και καταργώντας απάνθρωπους θεσμούς και νόμους, έχει έρθει ξανά, δριμύτερος παρά ποτέ.
Ερνέστος Αγγελής
Βιβλιο-καλλιτεχνικές αναφορές:
- Ημερολόγιο της Εξορίας -1935. Λέων Τρότσκι.
- Το Όνειρο του Τρότσκι. Σάββας Μιχαήλ, Επίμετρο στο Ημερολόγιο της Εξορίας.
- Το Αδύνατο Πένθος και η Κρύπτη (2012). Κατερίνα Μάτσα.
- Ψυχολογία των Μαζών και Ανάλυση του Εγώ. Σίγκμουντ Φρόυντ.
- Proverbs of Hell. William Blake.
- Ο Μέγας Ανατολικός (τόμοι 1-8, Άγρα). Ανδρέας Εμπειρίκος.
- Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους. Φρήντριχ Ένγκελς.
- A Clockwork Orange (1971). Stanley Kubrick.
- The Meaning of Life (1983). Monty Pythons.
- Funeral March for Queen Mary. Henry Purcell.
- Les liaisons dangereuses. Pierre Choderlos de Laclos.
- Μητροπόλεις. Κώστας Σφήκας (1975).