Mέρος δεύτερο (τελευταίο)
ΤΟ ΜΕΤΕΩΡΟ ΒΗΜΑ….
Βρέθηκα λοιπόν σε μια ρωγμή του ιστορικού βαλκανικού χώρου και χρόνου, -μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου Γιουγκοσλάβικου πολέμου της δεκαετίας του 90- στο περιθώριο της πρώτης μεγάλης ένοπλης επανάστασης στην Ευρώπη μετά το 1949, αυτής στην Αλβανία
– σε μια ζώνη Σλαβόφωνων κατοίκων,
– στα ερείπια ενός Ρουμάνικου χωριού,
– φορώντας το Ελληνικό εθνόσημο,
– υπηρετώντας με συμπολίτες μου που μιλάνε άλλη γλώσσα (Τούρκικα και Πομάκικα) και έχουν άλλο θρήσκευμα (Μουσουλμανικό),
– και ομογενείς Έλληνες που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στο εξωτερικό (Γερμανία και Ρωσία),
– κοντά σε εργαζόμενους μετανάστες από την Αλβανία,
– δίπλα από Φιλανδούς κυανόκρανους με Αμερικάνο διοικητή,
– εκεί που «ματώνουν» μπαίνοντας απελπισμένοι και βγαίνοντας διωκόμενοι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες από όλη την Ανατολική Ευρώπη,
– σε ένα έδαφος που έχει μνήμες από πολέμους από την εποχή του Βυζαντίου μέχρι την εποχή του Ελληνικού εμφυλίου,
– και που τα σύνορα που καλούμαστε να περιφρουρήσουμε μόνο τα τελευταία 94 χρόνια έχουν αλλάξει 6-7 φορές…
Σαν να βρέθηκα κομπάρσος στο sequel του «Μετέωρου βήματος του πελαργού» μόνο που αυτήν τη φορά ο σκηνοθέτης ήταν η ίδια η ιστορία και οι μνήμες της και όχι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος… Και η σκηνοθεσία ήταν πιο πολύπλοκη από ό,τι θα μπορούσε να σκεφτεί ο ανθρώπινος νους ακόμη και του πιο ευφάνταστου σκηνοθέτη…
Α’ ΣΚΗΝΗ:
Πηγαίνοντας με το τρένο για να παρουσιαστώ από την Αθήνα προς την Φλώρινα, στο Πλατύ Ημαθίας, ανέβηκε μια 40χρονη κυρία με έναν παππού που πρέπει να πλησίαζε τα 80. Μιλούσαν μια σλάβικη γλώσσα που άλλοτε έμοιαζε με ρωσικά, άλλοτε όχι, και που και που έλεγαν και κάποιες φράσεις στα Ελληνικά.
Καθώς κάθονταν απέναντί μου στο κουπέ, συστηθήκαμε και πιάσαμε την κουβέντα. Ο παππούς ήταν γέρος αντάρτης του ΕΑΜ και του ΔΣΕ που καταγόταν από ένα χωριό της Φλώρινας. Είχε πολεμήσει στον εμφύλιο και είχε φύγει εξόριστος αμέσως μετά και έμενε στην Άλμα Άτα του Καζαχστάν, στην τέως ΕΣΣΔ.
Καθώς ήταν Σλαβομακεδόνας στην καταγωγή εξαιρέθηκε το 1982 στην αποκατάσταση της Εθνικής Αντίστασης και δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω. Ωστόσο πήρε ειδική άδεια από το ελληνικό προξενείο για να έρθει με την κόρη του που τον συνόδευε για λίγες μέρες στην πατρίδα του, για πρώτη φορά μετά από 48 χρόνια, με σκοπό να προσκομίσει αποδεικτικά από το ληξιαρχείο της κοινότητας ότι είχε κάποια γιαγιά Ελληνίδα στο γένος και συνεπώς έπρεπε να πάρει πίσω την ιθαγένεια και το δικαίωμα επαναπατρισμού.
Κάποια στιγμή που σηκώθηκε να πάει τουαλέτα, μου είπε η κόρη του: «Φοβάμαι ότι μόλις πατήσει το πόδι του στο χωριό θα σαλτάρει στα χωράφια και στις ρεματιές και θα πάθει κανένα έμφραγμα από την συγκίνηση».
Πιάσαμε την κουβέντα για το αντάρτικο, για τον Ζαχαριάδη, για την ΕΣΣΔ, για τον Στάλιν, αλλά και για την Άλμα Ατά, τόπο προσωρινής εξορίας του Τρότσκι το 1927-1929. Μέσες άκρες μου είπε:
«Το κόμμα τα έκανε θάλασσα. Και φταίει ο Στάλιν. Αλλά δεν ξέρω τι καλύτερο θα μπορούσαμε να κάνουμε. Ίσως να είχε δίκιο ο Τρότσκι. Αλλά τι να σου πω; Εσείς οι νεότεροι να τα βρείτε. Εγώ το έκανα το μερίδιό μου όπως μπορούσα».
Σταματήσαμε την κουβέντα όταν το τρένο έφτασε στον σταθμό πάνω από τον οποίο δέσποζε η σκιά του τεράστιου τσιμεντένιου σταυρού που έστησε στον αντίκρυ λόφο η εκκλησία και που είναι ορατός πολλά χιλιόμετρα μακριά. Στον τοίχο του σταθμού τεράστια μπλε γράμματα με μπογιά «Γράμμος –Βίτσι Δεν ξεχνώ» και υπογραφή ΟΝΝΕΔ Φλώρινας. Σε μια εποχή που η ΟΝΝΕΔ κεντρικά δεν χρησιμοποιούσε τόσο εμφανώς αντικομουνιστικό και εμφυλιοπολεμικό προφίλ.
Β’ ΣΚΗΝΗ:
Στις 20 Ιουλίου έγινε το πανηγύρι του Προφήτη Ηλία στο ξωκλήσι πάνω από το φυλάκιο. Ο συνταγματάρχης μας έδωσε άδεια να μην βγάλουμε βραδινές περιπόλους και διπλές σκοπιές και εκτός από έναν θαλαμοφύλακα να πάμε, αν θέλαμε, να χορέψουμε τσάμικα και καλαματιανά. Οι 9 στους 10 πέσαμε για ύπνο λόγω κούρασης και ένας δύο το έσκασαν για το γειτονικό χωριό με σκοπό να πάρουν ταξί να κατέβουν στην πόλη.
Στις 2 προς 3 Αυγούστου, αντίθετα, ο συνταγματάρχης μας έδωσε άλλη εντολή:
«Πλήρης επιφυλακή. Διπλοσκοπιές. Θα επιτηρείται τον χωματόδρομο που περνάει μπροστά από το φυλάκιο και οδηγεί στον Προφήτη Ηλία. Θα καταγράφετε όλες τις πινακίδες των διερχομένων ΙΧ αυτοκινήτων.»
Το πανηγύρι αυτή την φορά είχε άλλο χαρακτήρα. Ήταν τότε που οι εξαρχικοί, οι παλαιοημερολογίτες και γενικά όλοι οι Σλάβοι γιορτάζουν του Προφήτη Ηλία με 13 μέρες καθυστέρηση και άρα δηλώνουν έτσι φόρο τιμής στο «Ιλιντέν». Υπήρχε και συγκρότημα με χάλκινα πνευστά που είχε προσκληθεί από το γειτονικό Μοναστήρι-Bitola και επίσης χορευτικά συγκροτήματα. Επίσημα δεν μπορούσε να γίνει δοξολογία στην εκκλησία. Αλλά κανείς δεν μπορούσε να απαγορεύσει το πανηγύρι στον περίβολο της.
Κατά την διάρκεια της καταγραφής των πινακίδων, οι περισσότεροι οδηγοί ήταν ευγενικοί και υπομονετικοί. Κανά δυο μόνο μας διαμαρτυρήθηκαν έντονα μεν, αλλά σε κόσμιο ύφος: «Καλά ρε παιδιά, κράτος μέλος της ΕΕ και καταγράφεται από τον στρατό πότε και πώς χορεύουν και τραγουδάνε οι πολίτες του»;
Του απάντησα «Ότι και να πείτε δίκιο έχετε κύριε»… Η μέρα κύλησε ομαλά. Την επόμενη μέρα κάποιος γραφιάς στην τοπική ΚΥΠ είχε πολύ δουλειά αντιγράφοντας τα στοιχεία…
Γ’ ΣΚΗΝΗ:
Κάθε δεύτερη μέρα στα σύνορα που ορίζονται από τσιμεντένια κολωνάκια που απέχουν 200 μέτρα μεταξύ τους. Σε μια άγριας ομορφιάς σχεδόν παρθένα αλπική βλάστηση με αντίστοιχη πανίδα. Πατημασιές από αρκούδες εδώ και εκεί, φοβιστικοί γρυλισμοί λύκων τα βράδια, μικροί πληθυσμοί ζαρκαδιών, αγριόχοιρων, λαγών και αλεπούδων, υπερήφανοι αετοί και γεράκια και πολλά φίδια και σαύρες όλων των ειδών που συναντάς στην Βαλκανική χερσόνησο.
Μια μέρα είδαμε στο έδαφος της Δημ. της Μακεδονίας ότι μαίνονταν ανεξέλεγκτη μια δασική πυρκαγιά. Οι Σλαβομακεδόνες δασοπυροσβέστεςτην ακολουθούσαν με τα πενιχρά τους μέσα και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα ουσιαστικό. Το περίπολό μας έδωσε σήμα στη Μεραρχία στη Φλώρινα και μια μεγάλη κινητοποίηση στρατού και πυροσβεστικής έφερε πάνω στα σύνορα πολλές δυνάμεις με πυροσβεστικά οχήματα και υδροφόρες. Ένα ελικόπτερο βρίσκονταν σε επιφυλακή. Ωστόσο η φωτιά ακόμη ήταν στην άλλη μεριά των συνόρων. Επί λίγες ώρες εκατοντάδες στρατιώτες και πυροσβέστες στεκόμασταν ακίνητοι και άπραγοι κατά μήκος του μεθόριου στρατιωτικού χωματόδρομου της περιπολίας που υπάρχει παράλληλα της νοητής γραμμής των συνόρων. Οι ειδικοί θα σας πουν ότι ακολουθούσαμε τα πρωτόκολλα σεβασμού των διεθνών συμβάσεων και της εδαφικής ακεραιότητας. Τα άγρια ζώα που έτρεχαν αλαφιασμένα να σωθούν προς το ελληνικό έδαφος προφανώς τα παραβίαζαν…
Τελικά, κάποια στιγμή η φωτιά πέρασε τα τσιμεντένια κολωνάκια της μεθόριου γραμμής και έφτασε στον χωματόδρομό μας που λειτούργησε ως αντιπυρική ζώνη. Απλώθηκε δεξιά και αριστερά των ελληνικών εδαφών και αμέσως πήραμε την εντολή κατάσβεσης. Αυτή κράτησε για λίγη ώρα αλλά όλο το βράδυ μείναμε σε επιφυλακή επιτήρησης για μικροεστίες.
Όταν κάποια στιγμή έφυγαν οι αξιωματικοί στρατού και πυροσβεστικής, και μείναμε, ως κατώτεροι εκεί, τότε είδαμε τους δασοπυροσβέστες από την δική μας μεριά και τους δασοπυροσβέστες από την άλλη να χαιρετιούνται εγκάρδια, να αγκαλιάζονται, να φιλιούνται και να κερνάει ο ένας τον άλλον κονσέρβες και ρακί. Και οι δυο μεριές να κερνάνε και εμάς τους φαντάρους. Το πιο εντυπωσιακό: και οι δύο μεριές μιλούσαν σλάβικα. Μάλιστα υπήρχαν δεύτερα και τρίτα ξαδέρφια, που έμεναν στις δύο μεριές των συνόρων.
Την επόμενη μέρα στήθηκα στα σύνορα ακριβώς πάνω στην μεθόριο γραμμή και έβγαλα μια φωτογραφία:
Αριστερά προς βορά μια κατάμαυρη καμένη γη. Ανήκει σε μια διαλυμένη και χαροκαμένη πάμφτωχη χώρα.
Στη μέση ο χωματόδρομος περιπολίας πάνω σχεδόν στη γραμμή που χωρίζει τις δύο χώρες.
Δεξιά προς νότο μια καταπράσινη οργιώδης ανέγγιχτη και πλούσια βλάστηση. Ανήκει σε μια πλούσια χώρα μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ…
Γ. Χλ.