Χωρίς να πάρει την δημοσιότητα (συνήθως κατασκευασμένη γιατί «πουλάει») που παίρνουν άλλα αντίστοιχα, ή πολύ μικρότερης σημασίας συμβάντα, πέρασε το τραγικό συμβάν του θανάτου που προκάλεσε, την περασμένη Κυριακή, 17 Μαίου, νοσηλευόμενος σε τμήμα εισαγωγών του ΨΝΑ (Δαφνί) σε άλλον νοσηλευόμενο στον ίδιο θάλαμο με αυτόν. Κι΄ όμως, το συμβάν αυτό ήταν τουλάχιστον αντίστοιχης σοβαρότητας (αν όχι πιο σοβαρό), πχ, με αυτό που υπερπροβλήθηκε και έγινε γνωστό ως υπόθεση της «μικρής Αννυ». Αλλά, προφανώς, δεν υπήρχε, εν προκειμένω, το κατάλληλο υλικό για την κατασκευή του θεάματος που θα έτρεφε τον ρατσισμό και τον κοινωνικό κανιβαλισμό : επρόκειτο για «δυο τρελούς», «μέσα στο ψυχιατρείο» (αυτό το «μέσα» έχει τη σημασία του, δεν ήταν έξω, «δίπλα μας»), που ο ένας σκότωσε τον άλλο. Και μάλιστα, όπως τονιζόταν, και οι δυο «βαρέως πάσχοντες», έτσι ώστε να μειώνεται το αξιακό βάρος της απώλειας.
Κι΄ όμως, το συμβάν αυτό δεν πρέπει να περάσει και να ξεχαστεί μέσα από την ένθεν κακείθεν συμφωνία για την ταχεία, διεκπεραιωτικού χαρακτήρα διερεύνησή του και την ένοχη σιωπή γύρω από τους πραγματικούς λόγους που το έκαναν δυνατό να συμβεί.
Ηταν και οι δυο μηχανικά καθηλωμένοι, το θύμα 8 μέρες συνεχώς από την ημέρα της εισαγωγής του, ενώ ο «θύτης», με συνεχείς, διαδοχικές καθηλώσεις από 6μήνου και δεμένος από το ένα χέρι εκείνη τη μέρα, είχε καταφέρει να λυθεί και να εκτονώσει την συσσωρευμένη απελπισία και οργή του με τον πιο τυφλό τρόπο πάνω σ΄ έναν ανυπεράσπιστο συν-νοσηλευόμενο – ο οποίος, πιθανόν, αν δεν ήταν δεμένος, θα μπορούσε να αμυνθεί. Αλλωστε το φονικό αναφέρεται ότι έγινε με ένα κουτάλι, ενώ υπήρχαν και άλλοι, μη καθηλωμένοι νοσηλευόμενοι στον ίδιο θάλαμο.
Είναι σίγουρο, ότι, όπως πάντα συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν θα μάθουμε ποτέ την πλήρη αλήθεια (την ιστορία του προσώπου, τις εμπειρίες, την φωνή που εξέπεμπε, το πόσο και πώς αυτή ακούστηκε, ή αγνοήθηκε και απλώς ήταν αντικείμενο ελέγχου και εξάλειψης, τις απαντήσεις που διαδοχικά είχε πάρει, ή δεν είχε πάρει) παρά μόνο το βολικό και απαλλακτικό των πάντων στρογγύλεμα των γεγονότων που ως συνήθως αφηγούνται άμεσα εμπλεκόμενοι και θεσμικές εξουσίες : ο, όπως πάντα, «επικίνδυνος» και «δύσκολος» ασθενής, για τον οποίο, και πάλι όπως πάντα, δεν υπήρχε άλλη προσέγγιση από τον μονόδρομο του ψυχοφάρμακου και το δέσιμο και που, καθώς δεν τον «έπιαναν» τα φάρμακα (το σύνηθες αδιέξοδο του κάθε μονόδρομου), είχε ζητηθεί, όπως πάντα, να μεταφερθεί αλλού, σε άλλη δομή.
Η απάντηση στο αίτημα της αποπομπής για «όπου αλλού», ήταν, από πλευράς του «πραγματογνώμονα» του ακόμα παραμένοντος Διοικητή του ΨΝΑ Π. Θεοδωράκη (του γνωστού «παιδιού του Αδωνι» και εντεταλμένου νεοφιλελεύθερου, μνημονιακού κατεδαφιστή του ψυχιατρείου), μια «ειδική δομή» : εννοώντας άραγε, με αυτή την γνωστή ορολογία της απόρριψης των ιδιαίτερων αναγκών του πάσχοντος υποκειμένου, μιαν απομόνωση (λευκό κελί), ή το δικαστικό ψυχιατρείο/φυλακή, που ήταν προεκλογικά στα σκαριά, αλλά δεν έπαψε ποτέ να επιδιώκεται από την ψυχιατρική κοινότητα;
Οι καταγγελίες από την μεριά των θεσμικών συνδικαλιστών είναι, όπως πάντα, αμυντικού χαρακτήρα και επικεντρώνουν στο αναντίρρητο γεγονός της αποψίλωσης του νοσοκομείου από προσωπικό και στην κάτω των ορίων ασφαλείας λειτουργία του.
Ωστόσο, η επείγουσα ανάγκη για μαζικές προσλήψεις προσωπικού όλων των ειδικοτήτων στο ΨΝΑ και σε όλη την Ψυχική Υγεία δεν θα έλυνε, καθεαυτή, το ζήτημα της δομικής βαρβαρότητας του κυρίαρχου ψυχιατρικού παραδείγματος, εντός ή εκτός του ψυχιατρείου (καθώς η κατάσταση είναι απολύτως όμοια, κατασταλτική και αντιθεραπευτική, και στα γενικά νοσοκομεία), που προϋπήρχε της κρίσης, με την ανέκαθεν παροιμιώδη φτώχεια των θεραπευτικών επιλογών του, με την απλοποιητική του προσέγγιση απέναντι στην πολυπλοκότητα της ψυχικής οδύνης, την αδυναμία του να την ‘διαβάσει’ ως κάτι πέρα από συμπτώματα και αφηρημένες διαγνωστικές κατηγορίες, ως βιώματα του υποκειμένου που μπορούν και πρέπει να τύχουν μια ριζικά διαφορετικής ανάγνωσης, κατανόησης και απάντησης, όχι μέσα από τον έλεγχο συμπτωμάτων, αλλά μέσα από την ανάπτυξη σφαιρικών, πολύπλοκων θεραπευτικών προγραμμάτων, πρακτικών και υπηρεσιών, που ν΄ ανταποκρίνονται στην πολυπλοκότητα του «αντικειμένου» τους, που είναι το πάσχων υποκείμενο, υποκείμενο οδύνης, αλλά και δικαιωμάτων. Σε αυτό άλλωστε θα συνίστατο η «ψυχιατρική μεταρρύθμιση» αν, έστω και κατ΄ ελάχιστον, είχε ποτέ υπάρξει.
Η εγγενής βία του κυρίαρχου ψυχιατρικού θεσμού, το αυτονόητο των μηχανικών καθηλώσεων, οι κλειδωμένες πόρτες, ο μονόδρομος του ψυχοφάρμακου κοκ, έγκειται ακριβώς σε αυτή την απλοποιητική απάντηση στην πολυπλοκότητα του ψυχικού πόνου. Η κατασκευή του «επικίνδυνου ψυχασθενή» είναι προϊόν αυτής ακριβώς της απλοποητικής κατασταλτικής προσέγγισης, με τη αναγωγή των όρων, που συνιστούν μιαν «επικίνδυνη κατάσταση», στο άτομο, στις ιδιότητές του, στην αρρώστια του κλπ. Πράγμα που αποτελεί την δικαιολογία για περαιτέρω καταστολή αυτού που το ίδιο το σύστημα δημιούργησε, όντας ανίκανο να κατανοήσει και ν΄ αντιμετωπίσει το πρόβλημα διαφορετικά, καταλήγοντας, έτσι, στο αίτημα για περαιτέρω εξοβελισμό της «δυσκολίας» σε «ειδικές δομές».
Αυτές, από τη στιγμή που θα γίνουν, θα είναι «ανοικτές» για τον εγκλεισμό όλων όσων θα οριστούν, και με ποια κριτήρια, ως «δύσκολοι», «επικίνδυνοι», που δεν τους «πιάνουν» τα φάρμακα, ως «βαρέως πάσχοντες», ως «επικίνδυνοι», χωρίς καν να έχουν ακόμα διαπράξει κάτι, αλλά ωθώντας τους διαρκώς σε υπαρξιακούς και ιδρυματικούς όρους να διαπράξουν. Αλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι η πρώτη μονάδα «υψίστης ασφαλείας», πριν από τις φυλακές, δοκιμάστηκε και λειτουργεί εδώ και χρόνια στο Δαφνί, για τον ασθενή Δ, σε ένα δωμάτιο απομόνωσης, όπου τον επιτηρούν από μια οπή στον τοίχο, χωρίς να έρχεται σε επαφή με κανέναν και χωρίς κανένα εξατομικευμένο θεραπευτικό πλάνο.
Το ζήτημα, εν προκειμένω, δεν είναι η άρνηση ότι υπάρχουν «δύσκολες περιπτώσεις», αλλά το πώς αυτές κατανοούνται, πώς «κατασκευάζονται» και ποιες είναι οι εναλλακτικές προσεγγίσεις και απαντήσεις. Πίσω από τις δράσεις, τις πράξεις, τις ενέργειες των υποκειμένων με τα όποια προβλήματα ψυχικής υγείας και υπό καθεστώς εγκλεισμού, είναι (πέραν των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων και ως εντολοδόχος αυτών) ένα ολόκληρο σύστημα, ο τρόπος λειτουργίας του ψυχιατρικού θεσμού, που οριοθετεί, επιβάλλει, ελέγχει, στερεί, ματαιώνει, ρυθμίζει τον χώρο, τον χρόνο και τις ανάγκες των εγκλείστων, τροφοδοτώντας, ή και παράγοντας (με άνωθεν συμπεριφορές, στάσεις, πρακτικές) εκρήξεις, ξεσπάσματα, βία απέναντι στην βία που κάποιος βιώνει, υφίσταται, κλπ. Το έγκλημα είναι ο θεσμός, όχι ο ασθενής εντός αυτού και υπό την «καταπιεστική προστασία» του.
Είναι αυτή η πάγια κουλτούρα και πρακτική της πλειονότητας της ψυχιατρικής κοινότητας που έρχεται να συναντηθεί με τις διαλυτικές επιπτώσεις των διαδοχικών μνημονίων και της απεξάρθρωσης των υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας και του Κράτους Πρόνοιας. Οι συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί, εγκυμονούν τραγικά συμβάντα, όπως αυτό της περασμένης Κυριακής, συμβάντα κραυγαλέα, που θα γίνονται «ακουστά» εκτός των τειχών. Συμβάντα που, αν πραγματικά «ακουστούν», μιλούν, ακόμα και γι΄ αυτούς που «δεν ξέρουν», για την καθημερινή τραγωδία που επιτελείται στο εσωτερικό των μονάδων ψυχικής υγείας, για τα συμβάντα που «δεν ακούγονται», με την απάλειψη και των τελευταίων ιχνών θεραπευτικότητας και το βούλιαγμα της λειτουργίας των μονάδων σε έναν αργό, καθημερινό θάνατο – με τους ασθενείς ανάμεσα στο γρήγορο εξιτήριο και στην απλή εναπόθεση εντός και το προσωπικό σε μιαν αμετάστρεπτη εξάντληση, που το ωθεί, όλο και πιο πολύ, σε μιαν απλώς διεκπεραιωτική λειτουργία και στην απέναντι, από τους ασθενείς, όχθη.
Γι΄ αυτό ηχεί ως ασεβής διακωμώδηση της σοβαρότητας της κατάστασης, στην οποία έχει περιέλθει η Ψυχική Υγεία, το φραστικό συμπλήρωμα της υπουργικής ανακοίνωσης στο πόρισμα Θεοδωράκη, το οποίο αποδέχεται ασυζητητί, προσθέτοντας ‘λέξεις’ για «επανασχεδιασμό της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης», «πρωτοβάθμια φροντίδα και πρόληψη που θα συμβάλλουν στην αποτροπή τέτοιων περιστατικών» (!!!), «κατευθυντήριες οδηγίες για τον τρόπο περίθαλψης» στα τμήματα εισαγωγών (προς Θεού, πριν το κάνετε, πείτε μας από πού θα πάρετε τις σοφές συμβουλές, από ποια ψυχιατρική τρόικα).
Αλλά δεν έμειναν στην ανακοίνωση αυτή. Ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας Α. Ξανθός έσπευσε να υιοθετήσει και να κάνει πλήρως αποδεκτή την πρόταση από τους ψυχιάτρους του πολιτικού του χώρου για την προώθηση της κατασταλτικής και τιμωρητικής πρακτικής των απομονώσεων και των «ειδικών δομών» για τα «δύσκολα περιστατικά» (βλ. δηλώσεις του στο Capital). Πόσο «αριστερή» είναι, και στην Ψυχική Υγεία, μια κυβέρνηση που, ελαφρά τη καρδία, διακηρύσσει την προώθηση δομών για περιστατικά «διαβαθμισμένης» «βαρύτητας» και «επικινδυνότητας»; Αυτή είναι η «μεταρρύθμιση» του Σύριζα; Τα «λευκά κελιά» και τα κλειδωμένα τμήματα για «βαριά περιστατικά» εντός των τμημάτων εισαγωγών (ή και εκτός, δεν έχει σημασία) που έχουν προταθεί εδώ και πολύ καιρό από τις πιο συντηρητικές συνιστώσες της ψυχιατρικής κοινότητας; Και εδώ, λοιπόν, μια «αριστερά» που, πιο δεξιά δεν γίνεται….
Κι όλα αυτά ύστερα από σχεδόν τέσσερις μήνες της νέας κυβέρνησης, που το Υπουργείο δεν είχε πει κουβέντα για την Ψυχική Υγεία, έχοντάς την πλήρως εγκαταλειμμένη και τώρα, με αφορμή το τραγικό συμβάν στο ΨΝΑ, να βγαίνει και να δηλώνει προθέσεις για μια πολιτική προς την πιο αντιδραστική κατεύθυνση.
Είναι επείγουσα ανάγκη να υπάρξει αντίδραση, κινητοποίηση και διεκδίκηση από όλους τους εμπλεκόμενους στην Ψυχική Υγεία, άτομα με ψυχιατρική εμπειρία, οικογένειες, λειτουργούς/εργαζόμενους, κινήματα.
Η διεκδίκηση άμεσων απαντήσεων στην διάλυση της ψυχικής υγείας δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποσυνδεθεί από την έμπρακτη αμφισβήτηση της κυρίαρχης ψυχιατρικής, της κουλτούρας της και των πρακτικών της.
21/5/2015
psyspirosi.gr