του Σάββα Μιχαήλ           

Μέρος Πρώτο                        

Α.  Οι αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου 2020

       Μέρες και εβδομάδες έχουν περάσει από τον πολιτικό σεισμό των αμερικανικών εκλογών της 3ης Νοεμβρίου κι οι συνεχίζονται οι μετασεισμοί πολλών ρίχτερ.

       Ο Νέρωνας Τραμπ επιμένει να αρνείται την ήττα του, ο κόσμος να καεί- κι όπως ο κάθε Νέρωνας  αρέσκεται να τραγουδάει όταν η Ρώμη  και η οικουμένη καίγονται…

      Η πρώτη του ενέργεια, μετεκλογικά, ήταν να καθαιρέσει τον Υπουργό Άμυνας Μαρκ  Έσπερ που είχε αρνηθεί το περασμένο καλοκαίρι να  κατεβάσει τον στρατό να καταστείλει την λαϊκή εξέγερση μετά την δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ. Στην θέση του Έσπερ διόρισε τον πιστό  του Κρίστοφερ Μίλερ, πρώην πρασινομπερέ συνταγματάρχη των Ειδικών Δυνάμεων και διευθυντή του Εθνικού Αντιτρομοκρατικού Κέντρου  (NCTC). Στη συνέχεια υποχρέωσε σε παραίτηση  τον  υφυπουργό Άμυνας Τζέιμς Άντερσον, τρίτο στην ιεραρχία, και τοποθέτησε πραιτοριανούς του σε θέσεις-κλειδιά στο Πεντάγωνο και στις υπηρεσίες ασφάλειας.

       Την ίδια στιγμή ο δικαστικός ανταρτοπόλεμος που ξεκίνησαν  οι Ρεπουμπλικάνοι για να ακυρώσουν το εκλογικό αποτέλεσμα καλά κρατεί. Οι τραμπούκοι του Τραμπ, πάλι, δεν σταματούν να διαδηλώνουν ( συχνά ένοπλοι), όπως το στις 14 Νοεμβρίου στην Ουάσιγκτον,  αναγνωρίζοντάς τον  σαν.. “νικητή” , και καταγγέλλοντας χωρίς στοιχεία  τις εκλογές  σαν “νόθες” κι έργο της συνωμοσίας των “σοσιαλιστών”!!!

       Κι ενώ το Δημοκρατικό Κόμμα και ο νεοεκλεγμένος Πρόεδρος  Μπάιντεν σπέρνουν τον εφησυχασμό στον λαό που τους ψήφισε, στα παρασκήνια ο κεντρικός πυρήνας της άρχουσας τάξης δεν παύει να συσκέπτεται. Όπως αποκαλύφθηκε                        [1] , υπήρξε  έκτακτη διαδικτυακή σύσκεψη ΖΟΟΜ στις 7.30 το πρωί της 6ης Νοεμβρίου  με τους διευθύνοντες συμβούλους  30  καπιταλιστικών μεγαθηρίων- ανάμεσά τους  της Blackstone, της Goldman Sachs, της Johnson&Johnson και της Walmart- για να συζητηθεί το ζήτημα που τους έθεσαν ο Τζέφρι Σόννενφελντ, οργανωτής της επείγουσας συνάντησης, και ο Τιμ Σνάιντερ, και οι δύο του Πανεπιστημίου του Γαίηλ, για “επικείμενο πραξικόπημα .  Στην πρωινή αυτή έκτακτη συνάντηση, ο Στήβεν Σβάρτσμαν, ιδρυτής του κολοσσού Blackstone, και μέγας χρηματοδότης των Ρεπουμπλικανών στις εκλογές, υπερασπίστηκε αναφανδόν τον Τραμπ, την “ορθότητα” της στάσης του και την “νομιμότητα” των ενεργειών του. Άλλοι μεγαλοκαρχαρίες της Γουώλ Στρητ δεν φαίνεται να συμμερίστηκαν την άποψη αυτή.

       Κι ο Τραμπ συνεχίζει  ακάθεκτος να τραμπ-ουκίζει (όταν δεν παίζει γκολφ). Αρνείται όχι μόνο ότι  άρχισε πια η μετάβαση στην  μεταβίβαση της εξουσίας αλλά   και να δώσει πρόσβαση στην ομάδα του Μπάιντεν σε ζητήματα  ασφάλειας, ακόμα και πληροφορίες  για την πορεία της πανδημίας του κορονοϊού, την στιγμή που τα κρούσματα στις ΕΠΑ φτάσανε  τα 11 εκατομμύρια κι οι νεκροί τους 250 χιλιάδες, ενώ υπολογίζεται ότι θα φτάσουν στους 400.000 οι νεκροί τον Φεβρουάριο 2021, λίγο μετά από την ορκωμοσία του νέου Προέδρου των ΕΠΑ… 

       Η Αμερική κι ο κόσμος πλέουν πια σε αχαρτογράφητα νερά. Οι  εκλογές της 3ης Νοεμβρίου σήμαναν την Ώρα Μηδέν στην Μητρόπολη- ηγεμόνα του παγκόσμιου καπιταλισμού. Αποκάλυψαν  τα τεράστια, αθεράπευτα, διαρκώς διευρυνόμενα, τεκτονικά ρήγματα στην ισχυρότερη καπιταλιστική χώρα, στο ίδιο το κέντρο του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος.. Οι συνέπειες είναι ανυπολόγιστες  όχι μόνο για τις ΗΠΑ αλλά και για το ίδιο  το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα που έχει ήδη βαθιά τραυματιστεί και συνεχίζει να κλονίζεται από την παρατεταμένη, άλυτη  δομική κρίση και την ανεξέλεγκτη ακόμα πανδημία, με καταστροφικά αποτελέσματα, άμεσα και μακροπρόθεσμα, στη σακατεμένη παγκόσμια οικονομία.

        Ο Τρότσκυ, ήδη από την δεκαετία του 1920, τον καιρό της ανάδυσης της Αμερικής ως της νέας παγκόσμιας ηγεμονικής δύναμης  που θα αντικαθιστούσε την Βρετανία , τόνιζε ότι ο αμερικανικός καπιταλισμός δεν μπορεί να διατηρεί την εσωτερική ισορροπία του χωρίς  αυτή να στηρίζεται στην παγκόσμια ισορροπία [2]. Κι αυτή η παγκόσμια ισορροπία, έχει ολοφάνερα καταρρεύσει  μετά την ενδόρρηξη της καπιταλιστικής χρηματιστικής παγκοσμιοποίησης στην παγκόσμια κρίση του 2007/08, με εμβληματική στιγμή  την κατάρρευση της Λήμαν Μπράδερς.

        Αυτή η παγκόσμια συστημική αποσταθεροποίηση και η όλη διαδικασία  που οδήγησε σ’ αυτήν, με την ανάπτυξη, όξυνση, παγκοσμιοποίηση κι έκρηξη των αντιφάσεων του κεφαλαίου είναι η πρωταρχική αιτία που γκρέμισε κάθε εσωτερική ισορροπία , κοινωνική, οικονομική, πολιτική, στην Αμερική. Αυτή είναι η πανίσχυρη  δύναμη  που προκάλεσε και προκαλεί την διάνοιξη όλων των τεκτονικών ρηγμάτων  στον αμερικανικό κοινωνικό σχηματισμό , εξαπολύοντας  τοπικά και παγκόσμια σεισμούς που το δυναμικό έντασης τους κάθε άλλο παρά εκτονώνεται.

          Η διάσπαση της αμερικανικής κοινωνίας  είναι ορατή στους πάντες, μετά τις  εκλογές του Νοεμβρίου 2020, προκαλώντας σοκ και δέος. Δεν πρόκειται να  ξεπεραστεί με τους εξορκισμούς και τις εκκλήσεις των Δημοκρατικών και του Μπάιντεν για συμφιλίωση. Συντελείται σε όλα τα επίπεδα.

          Υπάρχει διάσπαση  του Κογκρέσου, μεταξύ Γερουσίας και Βουλής των Αντιπροσώπων. Στην τελευταία , οι Δημοκρατικοί διατηρούν μια μειωμένη πλειοψηφία. Ο νέος Πρόεδρος, όμως,  έχει να αντιμετωπίσει μια εχθρική Γερουσία, ελεγχόμενη από τους Ρεπουμπλικάνους ( το πιθανότερο και μετά τις επαναληπτικές εκλογές για τις δυο έδρες στην Γεωργία τον Ιανουάριο), η οποία είναι ικανή να μπλοκάρει  κάθε μέτρο  των Δημοκρατικών και υποχρεώνοντας τον Μπάιντεν  να  καταφεύγει σε προεδρικά  διατάγματα. Το δια βίου Ανώτατο Δικαστήριο, στο οποίο πρόλαβε προεκλογικά ο Τραμπ να διορίσει μια ακροδεξιά  ομοϊδεάτισσα, είναι ελεγχόμενο από μια συντριπτική συντηρητική ρεπουμπλικανική πλειοψηφία. Προς τα εκεί στρέφεται, σε τελευταία ανάγκη, και η δικαστική εκστρατεία του Τραμπ, μ’ όλα τα εμπόδια που συναντά στα τοπικά Πολιτειακά Δικαστήρια.

      Διάσπαση υπάρχει μέσα κι ανάμεσα σε όλα τα όργανα διακυβέρνησης, σε ομοσπονδιακό και Πολιτειακό επίπεδο, και  σε όλους τους κρατικούς μηχανισμούς, συμπεριλαμβανομένων των Ενόπλων Δυνάμεων, του FBI και της CIA( το δείχνουν κι οι πρόσφατοι αποκεφαλισμοί και διορισμοί του Τραμπ).   Η πολιτική κρίση όχι μόνο δεν λύθηκε με τις εκλογές αλλά και πήρε έκδηλα χαρακτηριστικά καθεστωτικής κρίσης, πολύπλευρης κρίσης της ίδιας της αστικής κρατικής εξουσίας, κρίσης “διακυβερνησιμότητας”(governability), για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Φουκώ, δηλαδή  κρίσης όλων των υλικών και ιδεολογικών μέσων διακυβέρνησης του πληθυσμού, της ισχύουσας αστικής “τέχνης του κυβερνάν” .

          Η κυρίαρχη τάξη είναι  βαθειά διχασμένη κι ο κυριαρχούμενος πληθυσμός επίσης.  Μετά από μια πρωτοφανή  από το 1900(!) μαζική προσέλευση ψηφοφόρων  στις κελογές, το εκλογικό  σώμα  διασπάστηκε σε 70 περίπου εκατομμύρια ψηφοφόρους του Τραμπ και σχεδόν 75 εκατομμύρια ψηφοφόρους του  αντίπαλου του, στη συγκεκριμένη περίπτωση του άχρωμου, συμβατικού Δημοκρατικού Μπάιντεν. Για την ακρίβεια, όπως ελέχθη από πολλούς αναλυτές,  ο  αμερικανικός πληθυσμός διχάστηκε “σε εκείνους που μισούν τον Τραμπ και αυτούς που μισούν όσους μισούν τον Τραμπ”.Οι πρώτοι θεωρούν τους δεύτερους  “φασίστες” και οι δεύτεροι τους πρώτους “κομμουνιστές” σε μια πόλωση που θυμίζει  δυστοπική  επανέκδοση της Βαϊμάρης, χωρίς το ισχυρό KPD (ΚΚΓ) και το πανίσχυρο  SPD (την σοσιαλδημοκρατία) από την μια, και χωρίς να έχει μεταμορφωθεί ο Τραμπ, όσο κι αν το φαντασιώνεται,  σε  δεύτερο Χίτλερ, ή μάλλον, σε Μουσολίνι. 

         Το πολιτικό ρήγμα στον πληθυσμό δεν είναι ευθύγραμμα κάθετο. Το κάθε αντίπαλο στρατόπεδο περιλαμβάνει και τα δικά του εγκάρσια ρήγματα, ακολουθώντας διαχωριστικές γραμμές ταξικές,  εθνοτικές, φυλετικές, έμφυλες. 

     Είναι βιαστική κι επιπόλαιη  η προσέγγιση που θέλει να βλέπει την λευκή                         εργατική τάξη να ψηφίζει Ρεπουμπλικάνους και  τα κινήματα δικαιωμάτων της λεγόμενης “πολιτικής ταυτότητας”(Identity Politics) τους Δημοκρατικούς. 

      Παράδειγμα: η φτωχή και συχνά άνεργη εργατική τάξη των αποβιομηχανισμένων Μεσοδυτικών Πολιτειών  της λεγόμενης “Ζώνης της Σκουριάς”(Rust Belt)  που άλλοτε ψήφιζε  Ομπάμα και το 2016 ψήφισε Τραμπ, το 2020 μπορεί να τον ψήφισε ξανά στην ύπαιθρο και στις κωμοπόλεις αλλά  έδωσε και την νίκη στον Μπάιντεν , στηρίζοντας τον στις Πολιτείες-κλειδιά της Πενσιλβανία, του Ουισκόνσιν και του Μίσιγκαν, πιστεύοντας στις φιλεργατικές του υποσχέσεις[3] .

      Είναι  γεγονός ότι μεγάλα τμήματα της  εργατικής τάξης  στους άλλοτε μεγάλους βιομηχανικούς κόμβους της αμερικανικής ενδοχώρας μόλις επιβιώνουν, μέσα στην μακρόχρονη ανεργία, την κοινωνική απόγνωση και την συσσωρευμένη οργή απέναντι  στην αδιαφορία  των απόμακρων “ελίτ”, τα κάνουν ευάλωτα στην φασίζουσα  δημαγωγία του κάθε Τραμπ.  Ο ισχυρισμός, όμως,  των Ρεπουμπλικάνων ότι το κόμμα τους είναι πια …“το κόμμα της εργατικής τάξης” είναι εντελώς αστήρικτος. Είναι πασίγνωστη, ιστορική και υλικότατη η σύνδεση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος με  πανίσχυρα τμήματα της  αμερικανικής μεγαλοαστικής τάξης και του χρηματιστικού κεφαλαίου της Γουώλ Στρητ. Η  διάσπαση της άρχουσας τάξης  κι οι διαιρέσεις μέσα στις λαϊκές τάξεις δεν ακυρώνει αυτόν τον δεσμό του αμερικανικού μεγάλου κεφαλαίου και του ενός από τους δύο πυλώνες του δικομματικού αστικού πολιτικού συστήματος των ΕΠΑ.  

           Από την άλλη μεριά , η  τωρινή λαϊκή εξέγερση του κινήματος των Black Lives Matter, των γυναικών, των ισπανόφωνων προσφύγων, της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, της  εργαζόμενης, άνεργης και φοιτητικής νεολαίας, μαζί και τμημάτων της “λευκής” εργατικής τάξης, “ όλων εκείνων που μισούν τον Τραμπ” και που μπήκανε νικηφόρα φραγμός στην επανεκλογή του, με όλη την διαφορετικότητα και συνάμα την ενότητά τους, δεν μπορεί και δεν πρέπει να  ταυτιστεί εξωϊστορικά και απλουστευτικά με τα λεγόμενα “κινήματα  πολιτικής της ταυτότητας, του “δικαιωματισμού” προηγουμένων δεκαετιών, και μάλιστα, πριν την παγκόσμια κρίση.

            Είχαμε αναφερθεί,  στην διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας [4] , σε μια σημαντική έκθεση του  αμερικανικού δικομματικού  Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών (Center for Strategic and International Studies CSIS), τον Μάρτιο του 2020, με  τον χαρακτηριστικό τίτλο “Η Εποχή των Μαζικών Διαμαρτυριών -Κατανοώντας μια Κλιμακούμενη Παγκόσμια Τάση”.  Ανάμεσα στα άλλα και σημαντικά, στην έκθεση αυτή αναφέρονταν ότι τα τρία χρόνια μετά την εκλογή του Τραμπ το 2016, υπήρξε μια  χωρίς προηγούμενο ριζοσπαστικοποίηση  και κινητοποίηση των μαζών: “με συμμετοχή 15 έως 25 εκατομμυρίων λαού- που ξεπερνούν  σε συμμετοχή το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων των Μαύρων Αμερικανών( Civil Rights Movement) και το αντιπολεμικό κίνημα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ! ”(ό. π. π.)

         Χαρακτηριστική είναι η ριζοσπαστικοποίηση ιδιαίτερα της νεολαίας και των γυναικών. Εκδήλωση της είναι και η κατακόρυφη ανάπτυξη της αριστερής οργάνωσης Democratic Socialists of America (DSA) που δρα στα πλαίσια του Δημοκρατικού Κόμματος και που ενεργοποιήθηκε, αρχικά στο κίνημα γύρω από την υποψηφιότητα Μπέρνι Σάντερς για να εκτιναχθεί, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα από τα 5000 μέλη στα 81.000 (!), προπαντός στην διάρκεια της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου για τις εκλογές του 2020. Στο Συνέδριο  των DSA, το καλοκαίρι του 2019, είχε αποφασιστεί να ψηφίσουν “ Είτε Μπέρνι  είτε Τίποτα- Bernie or Bust”. Στην συνέχεια, μετά την επιβολή της συντηρητικής υποψηφιότητας Μπάιντεν από το κατεστημένο μηχανισμό του Δημοκρατικού Κόμματος, οι Δημοκρατικοί Σοσιαλιστές φτάσανε στο οριακό σημείο του σχίσματος. Τελικά, η ρεφορμιστική πολιτική τους του οδήγησαν σε υποχώρηση και καλέσανε σε στήριξη του Μπάιντεν. Παρόλο που πολεμήθηκαν  από το Δημοκρατικό κατεστημένο περισσότερο κι από τους Ρεπουμπλικάνους, κατόρθωσαν το Νοέμβριο 2020 να εκλεγούν πανηγυρικά   29 από τις 40  υποψηφιότητες DSA  σε Γερουσία και Βουλή.

       Με άλλα λόγια, και το  επίσης ετερογενές αντι-Τραμπ στρατόπεδο σχημάτιζε ένα μέτωπο ταξικής συνεργασίας, ένα  sui generis “Λαϊκό Μέτωπο” κάτω από αστική ηγεμονία, ένα διαταξικό τόξο, που συμπεριλάμβανε το Δημοκρατικό Κόμμα, ένα τμήμα της αμερικανικής  αστικής τάξης, αντίθετο στην αλλοπρόσαλλη εθνικιστική ακροδεξιά πολιτική Τραμπ και τις επικίνδυνες αναταράξεις που προκαλούσε, τις άρχουσες τάξεις της Γερμανίας, της Γαλλίας, της πλειοψηφίας της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, αλλά και ευρύτατες  λαϊκές μάζες καταπιεσμένων που χωρίς την δική τους  κινητοποίηση ο  Τραμπ δεν θα γνώριζε την εκλογική του ήττα. [5]

      Κανένας δεν υποτιμά τί θα σήμαινε μια νίκη του Νέρωνα στον Λευκό Οίκο σε βάρος  του αμερικανικού λαού, συμπεριλαμβανομένων και των ψηφοφόρων του. Κανένας δεν υποτιμά τί αέρα στα πανιά δικτατόρων και φασιστών όπου γης θα έδινε κάτι τέτοιο. Αλλά και κανένας δεν πρέπει να υποτιμά τους κινδύνους που εγκυμονεί (το προσωρινό ελπίζουμε) δέσιμο των εξεγερμένων μαζών στην αστική ηγεμονία και το άρμα του ιμπεριαλιστικού Δημοκρατικού Κόμματος, λόγω της απουσίας μιας   εναλλακτικής επαναστατικής λύσης, ηγεσίας και οργάνωσης. Ο κίνδυνος είναι μέγας ιδιαίτερα στις παρούσες συνθήκες βαθύτατης κρίσης και  ακραίας πόλωσης , “σε μια χώρα, η οποία ποτέ δεν είχε βρεθεί  τόσο διαιρεμένη πολιτικά και οικονομικά από τον καιρό του εμφυλίου πολέμου[6],  στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.

      Οι παραλληλισμοί με τον αμερικανικό  εμφύλιο πόλεμο Βορείων και Νοτίων, πέραν από το παραπάνω απόσπασμα από την πολιτική επιθεώρηση της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας γίνεται από πολλούς αναλυτές, στις ΕΠΑ και διεθνώς. Αν και μένουνε, συνήθως, στην επιφάνεια, δεν έχουν άδικο.

        Όλες οι διαχωριστικές γραμμές κι  ανισότητες, οι κοινωνικές διαιρέσεις κι οι αποκλεισμοί στην αμερικανική κοινωνία, που  αναδείχθηκαν στις εκλογές  και προαναφέραμε κι εμείς- ταξικές, ράτσας, εθνοτικές, έμφυλες-  δεν είναι προϊόντα κάποιας εμμονής σε “πολιτικές ταυτότητας”. Είναι πρωτότυπα δομικά και λειτουργικά στοιχεία του αμερικανικού κοινωνικού καπιταλιστικού σχηματισμού, όπως αυτός διαμορφώθηκε σαν το υψηλότερο σημείο της ανισόμερης και συνδυασμένης ιστορικής ανάπτυξης  του παγκόσμιου καπιταλισμού. Οι αντιφάσεις αυτέ μπορούν να ξεπεραστούν μόνον από μια κοινωνική δύναμη, την εργατική τάξη που θα δράσει, όμως, συνειδητά σαν καθολική τάξη, όπως έλεγε ο Μαρξ[7].. Μια τάξη που  δεν μπορεί να απελευθερώσει τον εαυτό της χωρίς να απελευθερώσει κι όλους τους άλλους  καταπιεσμένους και εκμεταλλευόμενους, χωρίς την καθολική ανθρώπινη χειραφέτηση- τον πανανθρώπινο κομμουνισμό.

         Με το τέλος του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου, το 1865, υπήρξε η αλματώδης βιομηχανική ανάπτυξη και η δημιουργία μαζικού βιομηχανικού προλεταριάτου από μετανάστες κάθε προέλευσης και πρώην σκλάβους του Νότου, σε μια αχανή χώρα, πλούσια  σε πρώτες ύλες, ανοικτή σε δύο ωκεανούς, χωρίς τα φεουδαρχικά εμπόδια που συνάντησε ο καπιταλισμός στην Ευρώπη, κι έχοντας εξολοθρεύσει τον ιθαγενή πληθυσμό. Είναι αυτές οι ιστορικές- υλικές προϋποθέσεις που επέτρεψαν την απογείωση της Αμερικής  και στη συνέχεια την παγκόσμια ιμπεριαλιστική της ηγεμονία,  μετά τον Πρώτο και κυρίως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

        Το κέντρο της εξάπλωσης του αμερικανικού καπιταλισμού, μετά το 1865 και σχεδόν μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα ήταν οι βιομηχανικοί κόμβοι στην Λεκάνη του Μισσισσιππή. Με την κατάρρευση,όμως του μεταπολεμικού, αμερικανοκεντρικού, διεθνούς οικοδομήματος των συνθηκών του Μπέττον Γουντς, το 1971, το ξέσπασμα της κρίσης υπερπαραγωγής κεφαλαίου, και, στη συνέχεια, την στροφή, από το 1980, στην παγκοσμιοποίηση του χρηματιστικού κεφαλαίου και τον λεγόμενο “νεοφιλελευθερισμό”, οι όροι ύπαρξης και λειτουργίας του αμερικανικού καπιταλισμού αλλάξανε  ριζικά. 

        Η Λεκάνη του Μισσισσιππή έπαψε να είναι το ζωτικό κέντρο του αμερικανικού καπιταλισμού.  Κατέρρευσε οικονομικά, με την αποβιομηχάνιση και τον εκπατρισμό των εταιρειών σε χώρες  χαμηλού εργατικού κόστους, στις συνθήκες της  παγκοσμιοποίησης. Μετατράπηκε σε “Ζώνη της Σκουριάς” με  άνεργο κι απελπισμένο τον προλεταριακό πληθυσμό και τα  φτωχά μικροαστικά στρώματα. Μ ελάχιστες  εξαιρέσεις στο εσωτερικό της χώρας, τα  δυναμικά κέντρα του αμερικανικού καπιταλισμού, το χρηματιστικό κεφάλαιο και οι νέες τεχνολογίες, μετατοπίστηκαν  στην Ανατολική και Δυτική Ακτή. Εδώ βρίσκεται  το κλειδί της κατανόησης της ιστορικής διαδικασίας πίσω από τις πρόσφατες  εκλογές σε μιαν Αμερική που βλέπει να ξαναπαίζεται ανάποδα η ταινία του παλιού εμφυλίου πολέμου.

       Η δραματική αλλαγή στην κοινωνική και πολιτική γεωγραφία ήταν καρπός της προχωρημένης παρακμής του παγκόσμιου καπιταλισμού, στο  έσχατο στάδιο ιστορικής ανάπτυξής του, το στάδιο του ιμπεριαλισμού και της παντοδυναμίας του χρηματιστικού κεφαλαίου, με όλα τα συμπαρομαρτούμενα του παρασιτισμού και της τελμάτωσης.  

       Η χρηματιστική καπιταλιστική  παγκοσμιοποίηση των τελευταίων τριάντα χρόνων ήταν το κύκνειο άσμα του “αμερικανικού ονείρου” και της πλανητικής  ηγεμονίας της Αμερικής- πριν έρθει το κραχ του 2008.

       Τώρα, τον καιρό της “τέλειας καταιγίδας”, ήρθε πια το Λυκόφως των θεών …

      ( Συνεχίζεται. Β΄ Μέρος: Η Αμερική μετά τον Τραμπ. Οι παγκόσμιες συνέπειες

6


[1] Financial Times 14/11/20

1

[2]Βλ. Λ. Τρότσκυ,  Ευρώπη και Αμερική 1926

2

[3] Rana Foroohar, America’s other identity divide -Class [Η άλλη διαίρεση ταυτότητας της Αμερικής- Η ταξική ταυτότητα ] Financial Times 16/11/20

3

[4]Βλ. Πανδημία και Κρίση- Η Τέλεια καταιγίδα, έκδοση Νέα Προοπτική  Ιούνιος 2020

4

[5]   Βλ. και το σχετικό άρθρο  για τις αμερικανικές εκλογές του Πωλ Μέισον Μόνη διέξοδος η συμμαχία κέντρου και Αριστεράς, εφημερίδα Documento, 8 Νοεμβρίου 2020, που συνηγορεί υπέρ  της αναβίωσης των “Λαϊκών Μετώπων” σε Γαλλία και Ισπανία το 1936…

[6]    Βλ. Peter Bolinger, Joe Biden should not miss the Bretton Woods moment,  International Politics and Society, Institut Friedrich  Ebert,  9/11/2020.

[7]    Καρλ Μαρξ, Εισαγωγή 1844 στην Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Δικαίου και του Κράτους, εκδόσεις Παπαζήση 1977.

5