Για τον Γιάννη
της Μαργαρίτας Κουτσανέλλου
«Ένας βολικός τρόπος για να γνωρίσεις μια πόλη είναι να ενδιαφερθείς να μάθεις πώς δουλεύουν, πώς ερωτεύονται και πώς πεθαίνουν οι κάτοικοι της.»

Με αυτή τη φράση στις πρώτες σελίδες της ξεκινά «Η πανούκλα» του Αλμπέρ Καμύ. Με τη βοήθεια αυτού του φιλοσοφικού μυθιστορήματος, που με διαπέρασε σε κάθε λέξη του με τις χωρίς προσποίηση και διδακτισμό διεισδυτικές σκέψεις του, θα προσπαθήσω με τη σειρά μου να μιλήσω για το συγκλονιστικό γεγονός του βίαιου και αδόκητου θανάτου του Γιάννη μας στο τροχαίο δυστύχημα που έλαβε χώρα στις 13 Φεβρουαρίου 2025, στην περιοχή Χίλτον. Το συμβάν αυτό, που δεν θα μπορούσε παρά να είναι το πιο συνταρακτικό από τα γεγονότα που έχουν συμβεί μέχρι στιγμής στη ζωή μας πριν και μετά την ημέρα εκείνη, υπήρξε το τελευταίο από τα γεγονότα της ζωής τού Γιάννη μας, αυτό που τον εξόρισε από τον κόσμο των ζωντανών.
Ο θάνατος, ο σκοτωμός, ο φόνος κατά μία έννοια του Γιάννη μας και θα εξηγήσω στη συνέχεια γιατί, εξόρισε και εμάς σε ένα κόσμο πολύ διαφορετικό από αυτόν που ζούσαμε έως τότε. Όλους εμάς που γίναμε μάρτυρες αυτού του αποτρόπαιου γεγονότος που βίωσε ο Γιάννης, με τη διαφορά ότι σε αντίθεση με τον νεκρό, εμείς μπορούμε να το αναστοχαζόμαστε επειδή ζούμε. Το «προνόμιό» μας (αν το δεχτούμε ως τέτοιο) στη ζωή και το στοχασμό που επιτρέπει αυτή, φορτώνεται με δύο ασήκωτα βάρη, δύο βαθιά τραύματα για όλους μας.
Επιφορτίζεται πρώτα απ’ όλα με το βάρος της χαμένης συνείδησης του νεκρού αγαπημένου μας, της οποίας πλέον γίναμε εμείς οι φορείς. Αυτό που συνήθως λέμε για κάποιον νεκρό, «στη μνήμη του» ή «στη δικαίωση της μνήμης του». Είμαστε οι ζώντες που σαν να γίναμε όλοι εμείς με κάποιο τρόπο ο ίδιος εκείνος. Σαν να είμαστε όλοι εμείς, ο Γιάννης που θρηνεί και βιώνει την οδύνη για την εξορία του από τη ζωή. Αν είχε συνείδηση και επίγνωση με κάποιο τρόπο του θανάτου του, ο Γιάννης θα θρηνούσε και θα πονούσε γι’ αυτό, γιατί αγαπούσε τη ζωή. Δεν ήθελε να πεθάνει, δεν αψηφούσε το θάνατο, δεν είχε ζήσει τη ζωή του. Πονάμε γι’ αυτόν, όπως θα πόναγε ο ίδιος, εάν πληροφορούνταν οποτεδήποτε με οποιοδήποτε τρόπο την είδηση του δικού του άδικου, πρόωρου και αθέλητου χαμού. Αυτός είναι ο ένας πόνος που έχει εγκατασταθεί μέσα μας. Είναι η θρηνούσα μνήμη του Γιάννη, την οποία ο ίδιος απώλεσε και είμαστε εμείς οι φορείς της πλέον.
Ο άλλος πόνος είναι ο δικός μας, αφορά εμάς. Ο θρήνος και η οδύνη του δικού μας εαυτού, της δικής μας συνείδησης. Επειδή βιώνουμε την απώλεια και την απουσία ενός ανθρώπου, η συνύπαρξη με τον οποίο μάς έκανε ευτυχισμένους, η συνύπαρξη με τον οποίο μάς συμπλήρωνε, μάς έκανε να μοιραζόμαστε το κορυφαίο και πιο παρηγορητικό από τα ανθρώπινα συναισθήματα, την αγάπη. Επειδή χάσαμε από κοντά μας έναν άνθρωπο που έκανε με τα χαρίσματά του τον κόσμο που ζούμε πιο καλό. Επειδή ακόμα, η απώλεια και η απουσία του αγαπημένου μας, μας φέρνει αντιμέτωπους με τον τρόμο του κοινού μας πεπρωμένου. Στις 13 Φεβρουαρίου 2025 ο Γιάννης εξορίστηκε από τη ζωή. Την ίδια μέρα, εμείς εξοριστήκαμε ανεπίστρεπτα σε ένα κόσμο, που δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά ο ίδιος με πριν, για κανένα μας. Σε μία ισόβια καταδίκη στο χωρισμό. Δεν θα ξαναδούμε ποτέ αυτόν που αγαπάμε και αυτό πάντα θα μας πληγώνει. Πάντα θα μας πονά.

Ο χωρισμός από το αγαπημένο πρόσωπο και η εξορία στο θάνατο και στο εφ’ όρου ζωής πένθος ήταν για μένα ό,τι μου εντυπώθηκε πιο πολύ, από τις ανθρώπινες εμπειρίες που περιγράφει με την παραβολή της επιδημίας της πανούκλας, το ιδιοφυές κείμενο. Όπως και το ρητορικό ερώτημα στην αρχή της εξιστόρησης για τον τρόπο που πεθαίνει κάποιος σε μία πόλη και το νόημα που έχει αυτός. Ο συγγραφέας-φιλόσοφος δεν αποφεύγει φυσικά το μέγιστο ερώτημα. Το ερώτημα των ερωτημάτων. Αυτό με το οποίο ήρθαμε αντιμέτωποι όλοι κατά πρόσωπο, με τόσο σκληρό τρόπο, μετά το χαμό του Γιάννη μας. Και παραμένουμε ακόμα αντιμέτωποι με αυτό. Το ερώτημα για το νόημα της ζωής και πολύ περισσότερο για το νόημα της ζωής αφού ο θάνατος και ο πόνος μάς χτυπήσουν σκληρά. Με τρόπο που διαψεύδεται ο ευσεβής πόθος μας ότι η ζωή μας θα κυλά και θα ολοκληρώνεται χωρίς πόνο και βία.
Αυτός ο ευσεβής πόθος μας που δεν είναι παρά μία κατά φαντασία “σύμβαση” που έχουμε κάνει ο καθένας από εμάς με τον “κανένα” στην ουσία, και χωρίς καμία εγγύηση από πουθενά. Τη λέμε συνήθως ελπίδα ή πιθανότητα ή κάτι ανάλογο που μας καθησυχάζει ότι η ζωή μας θα κυλά κανονικά. Αυτή τη «σύμβαση με τον κανένα» την επινοήσαμε ως έλλογα όντα, από ανάγκη. Πώς αλλιώς να αντέξουμε τη σκληρή συνειδητοποίηση; Ότι ως ανθρώπινα όντα βρεθήκαμε με την ευχή και κατάρα να έχουμε αντίληψη του εαυτού μας; Και μαζί με αυτήν και του γεγονότος ότι η ύπαρξή μας έχει αρχή και τέλος. Όπως και ότι και η απόσταση μεταξύ τους είναι ζήτημα τυχαίο ή και όχι, εάν εμείς προσπαθήσουμε να της βάλουμε κάποιους κανόνες και να την βγάλουμε από την τροχιά της τύχης, όσο η ανθρώπινη γνώση παίρνει τη θέση της άγνοιας. Να την κανονικοποιήσουμε με κάποιο τρόπο, δια της γνώσης και της πρόγνωσης. Και καθώς με κανέναν δεν μπορούμε να κλείσουμε αυτή τη συμφωνία στ’ αλήθεια, ότι τα πράγματα πρέπει να γίνονται έτσι και όχι αλλιώς, δεν μας απέμεινε παρά ο κοινός ανθρώπινος ευσεβής πόθος μας στο να υπάρχει μία κανονικότητα στο πώς ερχόμαστε σε αυτή τη ζωή, πώς τη ζούμε και πώς φεύγουμε από αυτή. Και αυτός ο κοινός ευσεβής πόθος μας αποδεικνύεται η μόνη εφικτή συμφωνία, που είναι μεταξύ ανθρώπων και κανενός άλλου. Ακόμα κι αν τόσοι πολλοί εξακολουθούν να φαντάζονται ότι ο «αντισυμβαλλόμενος» είναι κάποια ανώτερη δύναμη που μπορεί να τους εγγυηθεί τη λύτρωση από το θάνατο και τον πόνο, στην πραγματικότητα πρόκειται μόνο για μία κοινή επιθυμία των ανθρώπων και μία «συμφωνία» μεταξύ τους ότι θα κάνουν ό,τι μπορούν γι’ αυτό. Είναι γι’ αυτό αυτή η συμφωνία σχετική, πεπερασμένη και μέσα στα φυσικά όρια. Οι άνθρωποι με όση διάνοια διαθέτουν παρατήρησαν τον κόσμο και τον εαυτό τους μέσα σε αυτόν και ονομάτισαν μία σειρά, που ισχύει κατά συνθήκη και λέει ότι πρέπει να υπάρχει το «πρώτα» και να ακολουθεί το «μετά». Ότι πεθαίνουν πρώτα οι μεγαλύτεροι και μετά οι μικρότεροι, ότι οι νέοι είναι υγιείς και ασθενούν οι μεγαλύτεροι, ότι τέλος πάντων τα πράγματα έχουν μία σειρά και οι άνθρωποι πρέπει να επιδιώκουν να βιώνουν την ύπαρξη μέχρι τη σταδιακή φυσική παρακμή τους, χωρίς πόνο και βία. Με το Λόγο οι άνθρωποι αυτή την ανυπόστατη σύμβαση με κάτι υπερβατικό, αλλά κινούμενοι μόνο από την επιθυμία τους στην ουσία, τη μετέτρεψαν τελικά σε μία σύμβαση μεταξύ τους. Οι άνθρωποι –ακόμα και όταν δεν το συνειδητοποιούν για τον εαυτό τους ή δεν το παραδέχονται από ιδεαλισμό– έχουν πάρει οι ίδιοι στους ώμους τους το βάρος να μην αφήνουν τα πράγματα στην τύχη, ούτε να καθορίζει αυτή τη ζωή τους, αλλά να αγωνίζονται, να δίνουν μάχες με το θάνατο με σκοπό να τις νικούν ο ένας για τον άλλον, έως την πλήρωση του κύκλου της ζωής, που την ονόμασαν “τέλος”, δηλαδή σκοπό! Ο σκοπός της ζωής δηλαδή, είναι να τελειώσει, θα μπορούσαμε να πούμε. Να λήξει. Με μία τελειότητα όμως. Με μία πληρότητα. Όχι ατελής. Και πρέπει να υπόκειται σε κάποιες νόρμες, κάποιους κανόνες γι’ αυτό. Οι άνθρωποι επιδιώκουν να τους θέσουν και τους έχουν θέσει μέχρι ενός σημείου μόνο.
Και επειδή το τέλος περιλαμβάνει τον τρόπο που πεθαίνουν οι άνθρωποι, είναι και ο τρόπος για να καταλαβαίνουμε τις πόλεις μας, είπε ο φιλόσοφος στην αρχή του έργου του. Και ο ανθρώπινος πόθος –εάν ο άνθρωπος δεν είναι παγιδευμένος στην αντίληψη ότι σε αυτή τη ζωή ερχόμαστε για να υποφέρουμε, υπομένοντας και αναμένοντας μία άλλη που θα μας ανταμείψει για τον πόνο σε αυτή- λέει ότι πρέπει να ερχόμαστε στη ζωή με σκοπό να φθάσουμε στο τέλος της, χωρίς πόνο και βία, όταν θα έχει κάνει τον κύκλο της. Και η κοινωνία των ανθρώπων –η Πόλη– πρέπει να εργάζεται γι’ αυτό. Στη ζωή του Γιάννη μας αυτό δεν συνέβη και είναι κάτι που ούτε ο ίδιος θα το συγχωρούσε, θα το αποδεχόταν, θα το ανεχόταν, θα το προσπερνούσε ως συμβάν τυχαίο, υπερβατικό και ανεπίδεκτο πρόληψης, εάν είχε συνείδηση, ούτε για κείνον, ούτε για κανέναν άλλο. Δεν πρέπει ούτε κι εμείς. Ο Γιάννης δεν σκοτώθηκε εν κενώ, μόνος του, στο πουθενά. Ο Γιάννης σκοτώθηκε μέσα σε μια Πόλη που καραδοκεί ο θάνατος παντού. Ο Γιάννης σκοτώθηκε επειδή αποτύχαμε ως κοινωνία να τον κρατήσουμε μαζί μας. Σκοτώθηκε μέσα σε μία Πόλη βάρβαρη, που επιτρέπει, διευκολύνει το θάνατο αθώων. Όχι μόνο η πόλη, αλλά η χώρα ολόκληρη, ο κόσμος όλος. Ο Γιάννης μου, ο Γιάννης μας, φονεύθηκε με γενικό ενδεχόμενο δόλο, θα μπορούσε κάποιος να πει, έχοντας τουλάχιστον έναν υπαίτιο ο φόνος του. Και αν υπήρξε προσωπικό του πεπρωμένο να είναι εκείνος και όχι κάποιος άλλος που βρέθηκε σε εκείνο τον τόπο, εκείνη τη στιγμή, είναι παραπάνω από σίγουρο ότι αργά ή γρήγορα αυτό ή κάτι παραπλήσιο θα συνέβαινε ή έχει συμβεί ήδη, σε κάποιον άλλο, που απλώς θα μας ήταν άγνωστος, με τον ίδιο στην ουσία τρόπο. Ζούμε από τύχη και πάμε όπου βγει, ενώ δεν θα έπρεπε. Αν πεθαίνουμε σε αυτή την πόλη και αυτή τη χώρα με τον τρόπο που πεθαίνουμε, από τα τροχαία, τους δρόμους, τα τρένα, τις γυναικοκτονίες, τα εργατικά “ατυχήματα”, τα εγκαταλελειμμένα νοσοκομεία, αν πεθαίνουμε σε αυτό τον κόσμο με τον τρόπο που πεθαίνουν οι άνθρωποι στα μέτωπα των πολέμων, ας σκεφτούμε γιατί η αλληγορία της “Πανούκλας” μπορεί κάτι να έχει να μας πει. Να έχει κάτι να μας πει για το πώς κονταροχτυπιόμαστε με το θάνατο, ο οποίος όταν μας βρίσκει, μας επισκέπτεται χωρίς συμβάσεις και συμφωνίες και αν δεν μας εξορίσει από τη ζωή, μας αφήνει εξόριστους για πάντα σε ένα κόσμο θλίψης, σε ένα κόσμο που η μεγαλύτερη ευτυχία του, μπορεί να είναι μόνο ότι δεν θα ακολουθήσει μία μεγαλύτερη δυστυχία από αυτή που ήδη ζούμε. Σε ένα κόσμο που μας κλονίζει τη βεβαιότητα ότι θέλουμε να είμαστε μέσα σε αυτόν. Μας αφήνει με όλα τα “γιατί” και κανένα “διότι”. Με ένα τραύμα μεγάλο, ανοιχτό, που τρέχει αίμα, να σφαδάζουμε από τον πόνο. Με ένα ολετήρα που διαλύει το μυαλό και νοιώθεις ότι θα χυθεί έξω από το κεφάλι σου. Με ένα λυγμό να δένεται κόμπος παντοτινός μέσα στο στέρνο, ένα μαχαίρι αξεκάρφωτο στην καρδιά, με χαρακωμένα τα μάγουλα από πικρά δάκρυα, με κύματα οδύνης ενός στείρου τοκετού, χωρίς το βρέφος της λύτρωσης. Μας αφήνει καταμεσής ενός πύρινου δρόμου που πρέπει να τον διασχίσεις και μάλιστα χωρίς να ξέρεις πού οδηγεί, ούτε και αν θέλεις να πας προς τα κει. Μας αφήνει γυμνούς και άοπλους απέναντι στη πιο μεγάλη ερώτηση, εάν ήλθε η ώρα να παραδοθείς και να εγκαταλείψεις τη “σύμβαση της ελπίδας, τη σύμβαση της ζωής δηλαδή” γιατί τι νόημα έχει να εναποθέτεις προσδοκίες σε μία σύμβαση με τον κανένα. Κι ούτε έχω καμία διάθεση να διδάξω ή να συμβουλέψω κανένα γι’ αυτή την ερώτηση και για όλες τις άλλες. Να κηρύξω τη νίκη ή την ήττα της ανθρώπινης αισιοδοξίας ότι μπορούν οι άνθρωποι να ζουν τη ζωή χωρίς βία και πόνο. Την απελπισία ή την ελπίδα. Ούτε ο Καμύ το έκανε και δεν θα φανώ εγώ τόσο αφελής. Εξάλλου ο θάνατος του Γιάννη μου δεν μου έχει αφήσει ίχνος ματαιοδοξίας να παριστάνω τη σοφή. Μόνο ένα θα ήθελα να πω. Σήμερα, εδώ, λαβωμένοι μέχρι το τελευταίο κύτταρο του είναι μας, συγκλονισμένοι από την αμείλικτη διπλή αγωνία της απώλειας, της απουσίας του αγαπημένου μας “άλλου”, της βίωσης του θανάτου εν ζωή, αλλά και της μηδαμινότητας του δικού μας εαυτού, έχουμε στραμμένο το βλέμμα ο ένας στον άλλο. Γιατί πού αλλού να στρέψουμε το βλέμμα; Στον ουρανό ψηλά είναι ο ήλιος. Κανένας δεν μπορεί να κοιτάξει κατάματα τον ήλιο. Όπως και το θάνατο.
Κοιμητήριο Μελισσίων, 21 Σεπτεμβρίου 2025
ΥΓ: Η ζωή μας αποκτά έννοια και περιεχόμενο λόγω της μνήμης. Η λήθη είναι θάνατος και παρόλο που η λήθη-θάνατος ειρηνεύει, κανένας δεν επιθυμεί αυτή την ειρήνευση, γιατί του στερεί την εμπειρία της ζωής. Επιζητούμε τη ζωή με μνήμη, ενώ υποφέρουμε από το τραύμα της και έχουμε ανάγκη τη λήθη για να απαλύνουμε τον πόνο. Με αυτή την αντίφαση πορευόμαστε και δεν ξέρουμε πού και πώς θα μας τα φέρει η περιπέτεια της ζωής και σε τι θα μας αναγκάσει. Το προσωπικό μου όραμα για το είδος ζωής που μου αναλογεί πλέον, είναι ότι όσο η πνευματική και σωματική ικανότητά μου το επιτρέπουν, θα τη διανύω με δύο ορόσημα μνήμης. Την επέτειο γέννησης του Γιάννη μου και την επέτειο θανάτου του. Τη 16η Σεπτέμβρη, μία ημερομηνία που είναι κυκλωμένη από ισχυρούς συμβολισμούς για όσους πορεύονται στη ζωή με την ανθρώπινη αισιοδοξία ότι μπορεί να κάνει τον κύκλο της αυτή χωρίς πόνο και βία, και αναφέρομαι στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Θα είμαι πάντα εδώ και θα προσπαθήσω να συνδέσω τη μνήμη του Γιάννη μας με αυτούς τους συμβολισμούς, γιατί πολύ απλά, ο Γιάννης αγαπούσε τη ζωή και τους ανθρώπους και ήταν κοινωνός αυτών των συμβολισμών. Στις 13 Φεβρουαρίου θα βρίσκομαι πάντα στον τόπο που εκείνος έχασε τη ζωή του, με τρόπο που να θυμίζω στην Πόλη τι όφειλε και δεν έπραξε απέναντι στο Γιάννη μου και τι οφείλει απέναντι στον καθένα μας.
[Το κείμενο είναι η ομιλία της μητέρας, συντρόφισσας Μαργαρίτας, την Κυριακή 21/9, στο μνήμα του αγαπημένου γιου της, Γιάννη (Παπαγεωργίου), στην εκδήλωση μνήμης που οργάνωσε η οικογένεια για την επέτειο της γέννησής του, στις 16 Σεπτεμβρίου 2000. Ο Γιάννης δεν πρόλαβε να κλείσει τα 25 χρόνια.
Η Νέα Προοπτική συμπάσχει με τη Μαργαρίτα και όλη την οικογένεια, τους συγγενείς και τους φίλους.]