του Salah Musa

Το 1915, οι ακρίδες σάρωσαν τη γη της Παλαιστίνης. Ήρθαν από την ανατολή, με ελαφρά φτερά που μετέφερε ο άνεμος, και κατέβηκαν στη γη σαν μαύρο σύννεφο. Τα σμήνη τους κατέφαγαν τα πάντα: στάχυα, δέντρα, περιβόλια· δεν άφησαν τίποτα για να φάνε οι άνθρωποι, ούτε για να ζήσουν τα ζώα. Η πείνα εξαπλώθηκε, η αρρώστια απλώθηκε και ο θάνατος κατέβηκε στα σπίτια με πνιγηρή σιωπή.

Ένας τοπικός χρονικογράφος έγραψε στα απομνημονεύματά του: «Καμία διαφορά ανάμεσα στη μυρωδιά του ψωμιού και στη μυρωδιά της πείνας. Οι μέρες έμοιαζαν ίδιες, και οι ακρίδες δεν έφευγαν». Ο ουρανός σκοτείνιασε χωρίς σύννεφα, σαν να είχε έρθει η νύχτα και η μέρα είχε τραπεί σε φυγή. Γυμνά δέντρα, σιωπηλά χωράφια, και η πείνα προχωρούσε χωρίς ήχο και χωρίς βολή.

Όμως, όσο σκληρές κι αν ήταν, οι ακρίδες δεν ήταν συνειδητός εχθρός· δεν κουβαλούσαν σχέδιο, δεν γνώριζαν χάρτες ούτε φυλές, δεν φτιάχτηκαν σε εργαστήρια ούτε προγραμματίστηκαν να σκοτώνουν τον άνθρωπο. Ήταν μια φυσική καταστροφή που περνούσε, άφηνε τα σημάδια της και μετά έφευγε.

Σήμερα όμως, οι ακρίδες επέστρεψαν, μα με άλλη μορφή. Επέστρεψαν πάνω από τη Γάζα, όχι από τη φύση, αλλά από τα εργοστάσια του θανάτου. Δεν τις κατευθύνει ο άνεμος, αλλά μυαλά αποικιοκρατικά. Δεν ψάχνουν για σπόρους, αλλά για ανθρώπινη σάρκα. Δεν έρχονται να φάνε, αλλά να αφανίσουν, φέρνοντας την υπόσχεση του «καθαρισμού», του ξεριζώματος, της λήθης.

Είναι ακρίδες οπλισμένες, με φτερά από τυφλά αεροπλάνα, «έξυπνους» πυραύλους, θερμοβαρικές και φωσφορικές, βόμβες διασποράς, που μετέτρεψαν τη γη σε στάχτη και τους ανθρώπους σε αριθμούς.

Αυτές οι ακρίδες δεν σέρνονται τυχαία· διαλέγουν με προσοχή τους στόχους τους: εδώ ένα νοσοκομείο, εκεί ένα σχολείο, ένα καταφύγιο παιδιών, ή ένα σπίτι που φιλοξενούσε οικογένεια τριών γενεών. Δεν είναι σμήνη εντόμων, αλλά πολεμική φιλοσοφία· μυαλό ρατσιστικό που βλέπει τη Γάζα σαν μόνιμο πεδίο δοκιμών. Κάθε βόμβα που πέφτει εκεί δεν έρχεται από το κενό, αλλά από ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο: σχέδιο ξεριζώματος από τη γεωγραφία και την ιστορία, από τη μνήμη και το νόημα.

Οι σύγχρονες ακρίδες, με τα μακριά θανατηφόρα κέρατά τους, δεν βλέπουν στη γη παρά μόνο πεδίο εξόντωσης. Για αυτές, ό,τι αξίζει να ζήσει πρέπει να σβηστεί. Έτσι, η Γάζα μετατράπηκε σε νεκροταφείο όχι μόνο για ανθρώπους, αλλά και για τη φύση και τη ζωή.

Εκτοπισμένοι Παλαιστίνιοι, εγκαταλείπουν τη βόρεια Γάζα (16 Σεπτεμβρίου 2025, REUTERS/Mahmoud Issa)

Στην εποχή του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, οι άνθρωποι έδιωχναν τις ακρίδες με καπνό, προσπαθούσαν να ανάψουν φωτιές, χτυπούσαν τις κατσαρόλες για να τις τρομάξουν. Υπήρχε περιθώριο αντίστασης, έστω και συμβολικό. Σήμερα όμως, πώς τρομάζεις μια βόμβα καθοδηγούμενη από δορυφόρο; Πώς διώχνεις ένα σμήνος F-16 από τον ουρανό; Πώς φωνάζεις σε έναν πύραυλο που δεν ακούει; Ή σε ένα ρομπότ γεμάτο εκρηκτικά; Οι ακρίδες τού σήμερα φέρουν κολώνα πυρός — δεν περνούν απλώς, είναι ενσωματωμένες σε μια μεθοδολογία και σε ένα σύστημα εξόντωσης.

Οι οπλισμένες ακρίδες πετούν πάνω από τη Γάζα με φτερά από φωτιά και σίδερο. Δεν ζουν από την πείνα· τρέφονται από τον ρατσισμό και τον φασισμό. Είναι δημιούργημα μιας αποκρουστικής ιδεολογίας που πιστεύει στην ανωτερότητά της, βλέπει τον «άλλον» ως βιολογικό κίνδυνο που πρέπει να εξολοθρευτεί. Και δεν έρχονται ξαφνικά· σχεδιάζονται, παράγονται σε εργοστάσια της Αμερικής και της Ευρώπης, από πολιτισμούς που επέστρεψαν σε σκοτεινές εποχές και ξέχασαν την ανθρωπιά.

Σήμερα οι ακρίδες δεν προέρχονται από τη φύση αλλά από μυαλά γεμάτα ηθική και ανθρωπιστική παρακμή — από το αποκρουστικό, το ρατσιστικό, το βάρβαρο. Δεν ψάχνουν για καλλιέργειες· ψάχνουν για ανθρώπινα σώματα.

Οι νέες ακρίδες είναι σαρκοφάγα, όχι φυτοφάγα· κυνηγούν ψυχές, στοχεύουν με ακρίβεια, έχουν τεχνητά μάτια που βλέπουν τη νύχτα και εγκεφάλους προγραμματισμένους να σκοτώνουν. Καταβροχθίζουν παιδιά και πτώματα, ξηραίνουν το χώμα και τα στήθη, σκορπούν τα κορμιά, πίνουν αίμα και δεν παράγουν παρά καταστροφή.

Είναι σιωνιστικές, αμερικανικές, ευρωπαϊκές, αποικιοκρατικές ακρίδες — καθαρισμένες μεταλλικά στα εργοστάσια της μαζικής εξόντωσης. Έγιναν αεροσκάφη χωρίς πιλότο, τανκς και γκρέιντερ που λιώνουν ανθρώπινα σώματα, βλέπουν τη Γάζα ως φάρμα θανάτου κι όχι ως πατρίδα ανθρώπων. Φέρουν ιδεολογία κυριαρχίας, δόγμα εξολόθρευσης, φιλοσοφία ολικής αποβολής. Δεν αρκούνται στη γη· στοχεύουν στη διαγραφή της ίδιας της παλαιστινιακής ύπαρξης: τη γλώσσα της, τον πολιτισμό της, την ταυτότητά της, τις πέτρες και τα τραγούδια της. Έτσι η Γάζα έγινε θέατρο θανάτου που ο κόσμος παρακολουθεί πίσω από γυαλί· πεδίο δοκιμών όπλων αιχμής· τόπος όπου εξετάζεται η αντοχή της διεθνούς σιωπής και το ανθρώπινο όριο.

Στην εποχή των ακρίδων, όταν η Ιστορία γλιστρούσε σαν ξερή άμμος ανάμεσα στα δάχτυλα της μοίρας, και ο ήλιος έσταζε πάνω στα μέτωπα των προσφύγων, των αγροτών και των φτωχών, ήρθε ο αφανισμός για να ξανασχεδιάσει τη γη με τα χρώματα της εξαφάνισης — με τον θάνατο που αναβλήθηκε.

Η Γάζα, αυτή η πόλη που πάντα κουβαλούσε στο όνομά της έναν πόνο σφραγισμένο από ήλιο και αλάτι, δεν ήταν μόνο πεδίο μάχης· ήταν ένα θύμα κρεμασμένο ανάμεσα στον ουρανό και τη σκόνη, μεταξύ Οθωμανών, βρετανικού ζυγού και σιωνιστικής αποικίας — μια μνήμη που πέρασε από πολλούς κατακτητές. Η πόλη σφαζόταν αργά και οι ακρίδες έρχονταν και αφάνιζαν τη ζωή στην καρδιά της.

(Photo: Ahmed Hamdan, via social media, QNN)

Η γενοκτονία δεν ήρθε σε μία στιγμή· ήταν μια διαβολική, συνεχιζόμενη διαδικασία από την Nakba κι έπειτα. Το όπλο της: ό,τι προκαλεί θάνατο. Η Γάζα δεν δέχθηκε μόνο φωτιά· δέχτηκε την έλλειψη: έλλειψη σιταριού, έλλειψη φαρμάκων, έλλειψη στέγης, έλλειψη δικαιοσύνης. Ακόμη κι ο θάνατος ερχόταν κουρασμένος, γιατί είχε βαρεθεί την επανάληψη.

Όπως και στην παλιά πορεία των ακρίδων, η Παλαιστίνη παραμένει ανθεκτική στην εξάλειψη. Πεθαίνει, ναι — αλλά ξανασηκώνεται. Το σώμα της βομβαρδίζεται, αλλά το πνεύμα της παραμένει ζωντανό. Γιατί η γη που γέννησε την Ιστορία δεν μπορεί να εξαλειφθεί από τις ακρίδες, με όσα όπλα κι αν την κονιορτοποιήσουν.

Στην εποχή των ακρίδων -παλιών ή νέων- η Γάζα μένει το αντίθετο της παύσης· παραμένει ιδέα και οι ακρίδες δεν σκοτώνουν ιδέες.

Παρά την ανελέητη εισβολή, παρά αυτό το άγριο σμήνος, παρά το ότι το κράτος που καταπιέζει μετατράπηκε σε κράτος-ακρίδα -στρατός, κυβέρνηση, θεσμοί, μέσα ενημέρωσης, δικαστήρια, φυλακές, φύλακες και εποικιστές- και παρά τον διεθνή συμβιβασμό και την ανικανότητα να σταματήσουν την μεγαλύτερη και πιο βίαιη σφαγή στην ανθρώπινη ιστορία, η Γάζα δεν πέθανε. Έθαψε τα παιδιά της, έκλαψε πολύ, αλλά δεν πέθανε· έμεινε όρθια.

Η Γάζα μαρτυρεί ότι ο άνθρωπος, ακόμα και όταν σκοτώνεται, μπορεί να σηκωθεί — όχι επειδή είναι πιο δυνατός, αλλά επειδή δεν έχει άλλη επιλογή παρά να ελπίζει και να έχει θέληση.

Αυτό που δεν γνωρίζουν οι ακρίδες, όσο κι αν εξελίξουν τα όπλα τους και αγριέψουν οι φωτιές τους, είναι ότι η Γάζα δεν είναι μόνο τόπος ούτε απλώς ένας αποκλεισμένος λαός· η Γάζα είναι ιδέα. Η ιδέα δεν βομβαρδίζεται· είναι ένας επίμονος παλμός. Όταν όλα σταματούν, αυτή συνεχίζει να χτυπά. Είναι μια μητέρα που γεννά κάτω από τα ερείπια ένα παιδί που γεννιέται στο σκοτάδι και ουρλιάζει: «Είμαι εδώ». Είναι μια γιαγιά που βγάζει ένα κομμάτι ψωμί από τα χαλάσματα και λέει στο εγγόνι της: «Φάε, είμαστε ακόμη ζωντανοί».

Σε κάθε ισοπεδωμένο σπίτι, υπάρχει μια ιστορία που δεν πεθαίνει. Σε κάθε δρόμο γεμάτο σκόνη, βήματα προς την αντοχή. Σε κάθε μάτι που δακρύζει, μια υπόσχεση ότι οι επιζώντες θα αφηγηθούν σε αυτούς που έρχονται. Και αν δεν μείνει κανείς, οι πέτρες θα κλάψουν και θα αφηγηθούν, γιατί η Γάζα γράφει την ιστορία της ακόμη και με τα δάκρυα.

Κάποιος έγραψε απευθυνόμενος στη διεθνή κοινότητα από την Πλατεία της Φάτνης στη Βηθλεέμ, τη νύχτα της Χριστουγέννων: «Πώς να διδάξω την αγάπη του Χριστού όταν αυτός ο τόπος είναι γεμάτος από οπλισμένες ακρίδες;» Τα παιδιά κυνηγούν τις ακρίδες με τα τετράδια και τις πέτρες στα χέρια, με βλέμμα γεμάτο άρνηση.

Πόσες φορές μπορούν να επιστρέψουν οι ακρίδες, πριν η ζωή καταστεί αδύνατη; Και γιατί δεν έπεσε η Γάζα; Αυτή είναι η ερώτηση που κάνουν όσοι έστειλαν τις ακρίδες και δεν επέστρεψαν. Οι αφανιστές δεν κατάλαβαν τίποτα από την ιστορία· οι ακρίδες, παρόλο που καταστρέφουν τις σοδειές και σκορπίζουν μαύρο θάνατο και πανώλη, δεν σκοτώνουν τους σπόρους· και αν ξεγυμνώσουν τα δέντρα από τα φύλλα τους, η επόμενη σεζόν θα έρθει.

Κι αν αυτή είναι η εποχή των ακρίδων, ας είναι η Γάζα η υπόσχεση της ζωής.