Ποίημα του Σαλάχ Αλ-Μούσα

Δεν είναι πια ανάμεσά μας,

κι όμως είναι πιο παρόντες από εμάς.

Ξαπλωμένοι κάτω από το χώμα,

κι όμως στέκονται στις συνειδήσεις μας,

σαν δέσμες φωτός μεσ’ στο σκοτάδι της γης.

Στη Γάζα,

όταν τα σπίτια βομβαρδίζονται και οι οικογένειες καταπίνονται μονομιάς,

ο θάνατος παύει να είναι τέλος και γίνεται αναγγελία.

Μια κραυγή, όχι με λέξεις,

αλλά με το διαμελισμένο σώμα,

με τα ξεχασμένα ονόματα στους τοίχους των νοσοκομείων,

με τα καμένα παιχνίδια κάτω από τα ερείπια.

Σε κάθε μάρτυρα…

μια ζωή αρχίζει ξανά,

όχι ως σώμα, αλλά ως ιδέα.

Όχι ως φωνή, αλλά ως ερώτημα:

«Ποιος αποφασίζει ποιος θα ζήσει; Και ποιος θα σβηστεί;»

Οι νεκροί δεν καταλαμβάνουν τους δρόμους,

μα τους ελευθερώνουν από τον φόβο.

Κάθε φορά που πεθαίνει ένα παιδί,

ο κόσμος ξυπνάει λίγο,

κι ύστερα ξανακοιμάται.

Μα στα μάτια της μάνας του, τίποτα δεν κοιμήθηκε.

Στην πληγή της υπάρχει μια άγρυπνη συνείδηση.

Οι ζωντανοί είναι περικυκλωμένοι από τείχη, συρματοπλέγματα και διεθνείς αναφορές,

ενώ οι νεκροί έχουν ελευθερία απόλυτη:

διασχίζουν τον χρόνο,

χαστουκίζουν το πρόσωπο της σιωπής,

και ανάβουν ερωτήματα που δεν σβήνουν.

Δεν ζητούν εκδίκηση,

μα αναγνώριση.

Δεν αναζητούν αγάλματα,

αλλά μνήμη ειλικρινή.

Δεν καλούν σε κλάμα,

αλλά σε πράξη.

Κάθε πτώμα που ανασύρεται μέσα απ’ τα κτίρια,

ανασύρει μαζί του και την τιμή του κόσμου.

Ανασυρόμαστε κι εμείς από το κώμα μας.

Και καταλαβαίνουμε –αργά–

πως η ελευθερία δεν αρχίζει απ’ τις διαπραγματεύσεις,

μα από τα χαρακώματα,

από μια κραυγή που λέγεται, όχι που αναβάλλεται.

Η Γάζα δεν πεθαίνει,

μα δοκιμάζει τη ζωή μέσα μας.

Και σε κάθε κηδεία,

θάβεται η παλιά μας αυταπάτη:

πως μόνο οι ζωντανοί αλλάζουν τον κόσμο.

Όχι.

Οι νεκροί είναι αυτοί που απελευθερώνουν τους ζωντανούς

Photo Belal Khaled
του Majid Mekdad